Σελίδες

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

Βιβλιοπαρουσίαση. «Η Εθνική Ελληνική Μειονότητα στην Αλβανία»


«Η Εθνική Ελληνική Μειονότητα στην Αλβανία» είναι ο τίτλος του βιβλίου του Θεοφάνη Μαλκίδη, το οποίο εκδόθηκε από την Πανηπειρωτική Ομοσπονδία Αμερικής . Το βιβλίο, το οποίο κυκλοφορεί στην ελληνική, αγγλική και αλβανική γλώσσα, αποτελεί μια γενική αναφορά στο Βορειοηπειρωτικό ζήτημα, στο ζήτημα της Εθνικής ελληνικής μειονότητας που ζει στην Αλβανία και στοχεύει στην εισαγωγή του θέματος τόσο στο ελληνικό, όσο και κυρίως στο διεθνές περιβάλλον.

Όπως εξήγησε ο κ. Μαλκίδης, η τρίγλωσση αυτή έκδοση θα χρησιμεύσει τόσο για τους Έλληνες, όσο και στους αγγλόφωνους «ώστε να γίνει κτήμα πολλών ανθρώπων στις Ηνωμένες Πολιτείες και γενικότερα σ’ όλο τον κόσμο μια και η αγγλική είναι μια διεθνής γλώσσα, να πάει σε πολλές βιβλιοθήκες, όπως και σε ανθρώπους, οι οποίοι επηρεάζουν την πολιτική, γενικότερα τις επιστήμες στις Ηνωμένες Πολιτείες», καθώς και για τους ανθρώπους στην Αλβανία «προκειμένου να γίνει κτήμα και πάρα πολλών ανθρώπων, οι οποίοι γνωρίζουν την αλβανική γλώσσα, έχουν ενασχόληση με τα ζητήματα αυτά». Η συμβολή του βιβλίου είναι η προάσπιση των δικαιωμάτων της Ελληνικής μειονότητας που ζει στην Αλβανία. «Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια συμβολή στη γενικότερη ενασχόληση με την ελληνική μειονότητα στην Αλβανία, η οποία μετά το 1913-14, όταν δημιουργήθηκε το Αλβανικό κράτος, έμεινε στα όρια του Αλβανικού κράτους παρότι συμπαγής ελληνικός πληθυσμός και τοπικά πλειοψηφία σε πολλές περιοχές της Βορείου Ηπείρου, της Νότιας Αλβανίας, μεταξύ των οποίων το Αργυρόκαστρο, η Κορυτσά, η Χιμάρα, οι Άγιοι Σαράντα, το Δέλφινο». Μιλώντας για το ζήτημα της εθνικής Ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία, ο κ. Μαλκίδης τόνισε ότι αποτελεί ένα ζήτημα, το οποίο για πάρα πολλά χρόνια έμεινε στο περιθώριο της πολιτικής ενασχόλησης και επιστημονικής έρευνας, γιατί «περιορίστηκε σ’ ένα εσωτερικό πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα και δεν αντιμετωπίστηκε ως ένα ζήτημα και ως θέμα αξιοπρέπειας ανθρωπίνων και μειονοτικών δικαιωμάτων και κυρίως ως ένα ζήτημα, με το οποίο θα ασχοληθεί η ελληνική διπλωματία και η εξωτερική πολιτική». Αποτελέσματα αυτού διαπιστώνονται και σήμερα, κυρίως, όμως το 1990-91 όταν ερχόταν οι Ομογενείς Βορειοηπειρώτες από την Αλβανία και οι Αλβανοί, προκειμένου να εγκατασταθούν στην Ελλάδα. Αυτό οδήγησε και στη δημιουργία πλήθους προβλημάτων, πολλά από τα οποία εξιστορούνται στο βιβλίο, όπως για παράδειγμά η μαζική φυγή μετά το 1991 των Ελλήνων από την Αλβανία, η εκπαίδευση των μελών της Ελληνικής μειονότητας, η θρησκευτική της ελευθερία, η απόδοση στους δικαιούχους των ιδιωτικών, κοινοτικών και εκκλησιαστικών περιουσιών, η μη υλοποίηση από την αλβανική πλευρά των δεσμεύσεων για τα ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα. «Το βιβλίο αυτό μπορεί να αγγίξει όχι μόνο τα ιστορικά δεδομένα, αλλά και τα σύγχρονα πολιτικά, μια και στο παράρτημα του βιβλίου υπάρχουν οι διάφορες διεθνείς συνθήκες, οι οποίες έχουν υπογραφεί και αφορούν όχι μόνο την εθνική ελληνική μειονότητα ειδικότερα, αλλά και τον σεβασμό των ανθρωπίνων και μειονοτικών δικαιωμάτων, γενικότερα, που άπτονται με μια αυτόχθονη εθνική ομάδα, έναν αυτόχθονο πληθυσμό ο οποίος βρίσκεται για χιλιάδες χρόνια στα εδάφη της Αλβανίας».


Εφημερίδα Παρατηρητής

Μαρία Παπαδοπούλου


Το βιβλίο , ένα σημαντικό βοήθημα για την εθνική ελληνική μειονότητα βρίσκεται στην παρακάτω ιστοσελίδα:
http://www.hellenes.com/NorthernEpirusBook.html

Άγιος Νεκτάριος και Άγιος Αρσένιος. Δύο σύγχρονοι Άγιοι από την Ανατ. Θράκη και την Καππαδοκία




Ο ¨Αγιος Νεκτάριος, κατά κόσμο, Αναστάσιος Κεφαλάς γεννήθηκε στις 1 Οκτωβρίου 1846, στην Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης. Γιος του Δημοσθένη και της Μαρίας Κεφαλά, ήταν το 5ο από τα 6 παιδιά, φτωχής οικογένειας. Σύντομα ήρθε αντιμέτωπος με την δύσκολη πραγματικότητα της εποχής, καθώς η οικογένειά του αδυνατούσε να συντηρήσει όλα τα μέλη της, ενώ η γενέτειρά του δεν είχε σχολείο μέσης εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να πάρει το δρόμο για μια καλύτερη ζωή στην Κωνσταντινούπολη, σε ηλικία 13 ετών.
Στην Κωνσταντινούπολη
Η ζωή στη Κωνσταντινούπολη για τον Αναστάσιο ήταν σκληρή και δύσκολη τα πρώτα χρόνια της παραμονής του. Αρχικά εργάζεται σε συσκευαστήριο καπνού, οπού ο ιδιοκτήτης του φερόταν βάναυσα. Εργάζεται πολλές ώρες ημερησίως, δεν αμείβεται και πολλές φορές ξυλοκοπείται. Ο Αναστάσιος τα υπέμενε όλα αυτά, καθότι δεν ήθελε να μάθει το δράμα το οποίο περνούσε η οικογένεια του, ώστε να μην λυπούνται. Από την άλλη, θλίψη τον καταλάμβανε γιατί αδυνατούσε να ενισχύσει οικονομικά την οικογένειά του, ενώ παράλληλα δεν μπορούσε να παρακολουθήσει μαθήματα στο σχολείο. Την κλίση, όμως, προς την Θεό και στο Ευαγγέλιο, την έδειχνε από μικρός. Έτσι στο συσκευαστήριο μαζί με τον καπνό που πουλούσε, κάθε φορά έδινε και ένα μικρό χαρτάκι, το οποίο έγραφε κάποια ευαγγελική ρήση.
Η κατάσταση άλλαξε όταν ένας έμπορος που είχε μαγαζί παράπλευρα από το συσκευαστήριο τον λυπήθηκε, όταν κάποια μέρα είδε ένα ξυλοδαρμό από το αφεντικό του και έτσι τον πήρε στην δούλεψή του. H κατάσταση μεταστράφηκε. Άρχισε να εργάζεται στο επιπλοποιείο του, με αποτέλεσμα οι ώρες εργασίας να μειωθούν, να έχει χρόνο για εκκλησιασμό, να πηγαίνει σχολείο, ενώ σύντομα η οικογένεια του τον ακολούθησε στην Κωνσταντινούπολη. Στην Πόλη κάθισε συνολικά 7 έτη και σε ηλικία 20 ετών την εγκατέλειψε, παρότι δεν ολοκλήρωσε την μόρφωση του, για να πάει στο Λιθί της Χίου να εργαστεί ως δάσκαλος.
Στη Χίο
Ήταν 20 ετών όταν έφτασε στη Χίο. Έχοντας πλέον γραμματική και θεολογική γνώση έλαβε τη θέση του δασκάλου. Στη Χίο έμεινε για άλλα 10 χρόνια, μέχρι το 1877. Εκεί αρχικά θα γνωρίσει τον μεγάλο ευεργέτη του Ιωάννη Χωρέμη, ένα εύπορο τοπικό άρχοντα, ο οποίος εξαιτίας ενός περιστατικού που είχε συμβεί κατά την μεταφορά του Αγίου από την Σηλυβρία προς την Κωνσταντινούπολη (ένας ανιψιός του Χωρέμη τον βοήθησε να επιβιβαστεί στο πλοίο γιατί δεν είχε χρήματα), τον έθεσε υπό την προστασία του. Ο Άγιος Νεκτάριος όμως είχε αποφασίσει πλέον να εξέλθει της κοσμικής ζωής. Το 1876 έγινε μοναχός με το όνομα Λάζαρος ενώ ένα χρόνο αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος με το όνομα που έγινε γνωστός, Νεκτάριος. Ο Άγιος Νεκτάριος είχε κλίση προς το μοναχισμό, που επιθυμούσε πάνω από όλα και όχι τόσο στον κοσμικό βίο έστω και ως κληρικός. Οι πιέσεις όμως που του ασκήθηκαν λόγω των χαρισμάτων τού λόγου και της μορφώσεώς του, τελικά τον έστρεψαν προς τον κοσμικό κλήρο, αν και ποτέ δε λησμόνησε μέχρι τέλους της ζωής του τον μοναχισμό.
[Επεξεργασία] Ανώτερες θεολογικές σπουδές
Το 1877 ο Νεκτάριος μετά από παρότρυνση του Ιωάννη Χωρέμη πήγε στην Αθήνα για να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές σπουδές και ενώ τις ολοκλήρωσε, εστάλη, μέσω γνωριμίας που είχε με τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο, στην Αλεξάνδρεια. Ο Σωφρόνιος, τριετής ήδη στον πατριαρχικό θρόνο εντυπωσιάστηκε από τον Νεκτάριο και με βάση τις πολύ καλές συστάσεις που είχε, τον έστειλε στην Αθήνα ξανά, να φοιτήσει στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο Νεκτάριος εκεί διέπρεψε, και μάλιστα, πρώτευσε στο διαγωνισμό σχολικής κοσμητείας στο «Παπαδάκειο κληροδότημα», με αποτέλεσμα να κερδίσει υποτροφία σπουδών στη θεολογική σχολή, κάτι που τον ανακούφισε πολύ, καθότι ο ευεργέτης του Ιωάννης Χωρέμης είχε φύγει από τη ζωή, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση. Αφού έλαβε το πτυχίο του (1885), πάλι ανεχώρησε προς την Αλεξάνδρεια.
Στην Αλεξάνδρεια
Στην Αλεξάνδρεια όλα έβαιναν καλώς για τον Νεκτάριο. Άμεσα, με την επιστροφή του, χειροτονείται Ιερέας και 5 μήνες αργότερα τοποθετείται γραμματέας του Πατριάρχη παίρνοντας το αξίωμα του Αρχιμανδρίτη. Εν συνεχεία μέσα σε δύο μήνες, πείθοντας για την ρητορική του ικανότητα, ανελίχθηκε σε ιεροκήρυκα ενώ έλαβε και θέση Πατριαρχικού επιτρόπου. Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα ο Νεκτάριος ανήλθε στην ιεραρχία του πατριαρχείου όντας ένας πολύ έμπιστος άνθρωπος στο πλευρό του Πατριάρχη. Στις 15 Ιανουαρίου του 1889 θα ανακηρυχτεί επίσκοπος Πενταπόλεως Λιβύης μετά από την κοίμηση του επισκόπου της περιοχής Νείλου. Το πρακτικό της χειροτονίας του διασώζεται μέχρι και σήμερα (Πρακτικό εκλογής κωδ. 66, σελ. 394).
Αυτή η ραγδαία άνοδος του Νεκταρίου, δεν πέρασε απαρατήρητη από τους υπολοίπους επισκόπους. Ο Σωφρόνιος πλησίαζε τα 90 χρόνια ζωής πλέον και η κούρσα της διαδοχής είχε ξεκινήσει. Ο λαός ο οποίος είχε ευεργετηθεί από το πολυποίκιλο έργο του Νεκταρίου (κυρίως φιλανθρωπικό αλλά και ποιμαντικό και αντιαιρετικό) επιθυμούσε την άνοδο του στον πατριαρχικό θρόνο και σε συνδυασμό με την εύνοια του Σωφρονίου καθίστατο η πρώτη επιλογή. Οι αντίπαλοί του γνωρίζοντας όλα αυτά, αποφάσισαν να τον παραμερίσουν, κατηγορώντας τον, πως ήθελε να ανατρέψει το Σωφρόνιο από τον θρόνο, αλλά και με αόριστες κατηγορίες ηθικής φύσεως. Επίσης είχαν μαζί τους και μερίδα κληρικών, οι οποίοι πίστευαν ότι η τακτική που ακολουθούσε ο Νεκτάριος ως επίσκοπος, δηλαδή λιτότητας και πενίας της εκκλησίας, θα επηρέαζε την οικονομική κατάσταση του Πατριαρχείου, το οποίο χωρίς οικονομική δύναμη θα γινόταν έρμαιο των διαφόρων πολιτικών ή εθνικών πιέσεων.
Η δίωξη και η επιστροφή στην Αθήνα
Ο Σωφρόνιος που πληροφορήθηκε τις κατηγορίες, που ισχυρίζονταν ότι έπραξε το αγαπημένο του παιδί, πείστηκε για την αλήθεια των ισχυρισμών. Αποτέλεσμα ήταν η άμεση εντολή, για παύση της ιδιότητάς του. Κάτι που ήταν εκκλησιαστικά παράνομο, καθότι σύμφωνα με το εκκλησιαστικό δίκαιο έπρεπε να παρουσιαστεί ο Νεκτάριος ενώπιον συνόδου η οποία θα εξέταζε, μετά ακροάσεως του κατηγορουμένου, τις κατηγορίες. Ο Νεκτάριος δεν θέλησε να τραβήξει το σχοινί στα άκρα και ανεχώρησε από την Αλεξάνδρεια, εν αντιθέσει με τους αντιπάλους του, οι οποίοι θέλησαν την οικονομική και ηθική εξόντωση του. Πέραν δηλαδή του ότι φρόντισαν να σπιλώσουν το όνομα του στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να εργαστεί οπουδήποτε, παρακρατούσαν και τους μισθούς του.
Ο Νεκτάριος βρέθηκε ενώπιον ακόμα μιας πολύ δύσκολης κατάστασης, όπως από μικρή ηλικία πολλές φορές είχε βρεθεί. Ο ίδιος ενοικίασε ένα μικρό δωμάτιο στα περίχωρα των Αθηνών, αλλά αδυνατούσε να πληρώσει το ενοίκιο, ενώ δεν είχε χρήματα να τραφεί. Η παράλληλη διαπόμπευσή του, ακόμα και σε κυβερνητικά κλιμάκια δυσχέραιναν την δυνατότητα εύρεσης εργασίας. Προσπαθούσε μέσω του Αρχιεπισκόπου Γερμανού να βρει μια θέση ιεροκήρυκα. Ο ίδιος παρά την συμπάθεια που έτρεφε προς το πρόσωπό του, αδυνατούσε λόγω πιέσεων από την σύνοδο να τον βοηθήσει. Έφτασε μέχρι τον υπουργό παιδείας και εκκλησιαστικών, που όμως του διεμήνυσε, ότι λόγω του νόμου (ο Νεκτάριος δεν είχε ελληνική υπηκοότητα) αδυνατούσε.
Μετά από λίγο καιρό, τελικά ο Άγιος Νεκτάριος διορίστηκε ιεροκήρυκας χάρη στη βοήθεια ενός ανθρώπου ονόματι Μελά ο οποίος ήταν μέλος της κυβέρνησης και τον είχε γνωρίσει στην Αλεξάνδρεια. Μεσολαβώντας στο γραφείο του υπουργού διορίστηκε εν τέλει ιεροκήρυκας στη Χαλκίδα. Η φήμη όμως που τον ακολουθούσε ακόμα παρέμενε. Πέρασε δύσκολες στιγμές καθότι υπήρχε μεγάλη καχυποψία σε βάρος του, από τις κατηγορίες που τον ακολουθούσαν. Αποτέλεσμα αυτού ήταν, άνθρωποι από την Αθήνα αλλά και ντόπιοι να τον αποδοκιμάζουν στις ομιλίες του, στιγματίζοντας τον.
Η αποκατάσταση της αλήθειας
Το 1891, δύο έτη μετά από τις κατηγορίες που του εξαγγέλθηκαν και την απομάκρυνσή του από την Αλεξάνδρεια, στην κυβέρνηση ακόμα γίνονταν προσπάθειες για την αποπομπή του από τη θέση που κατείχε. Τότε αποκαλύφθηκε πλήρως το σχέδιο κι η πλεκτάνη που είχε στηθεί σε βάρος του. Όλα ξεκίνησαν από την αποκάλυψη ότι δεν έπαιρνε τα χρήματα που του οφείλονταν και εργαζόταν αμισθί επί της εποχής της επισκοπείας του. Επίσης παρότι παρέμενε δικαιωματικά επίσκοπος Πενταπόλεως, αφού είχε παράνομα εκδιωχθεί δεν ελάμβανε χρήματα. Εν συνεχεία καθαρίστηκε το όνομά του από κάθε είδους ανάμιξη σε σκάνδαλο ηθικού χαρακτήρος και από παντός είδους ραδιούργες προσπάθειες σε βάρος του πατριάρχη. Αυτό, ειδικά μετά την σκληρή συμπεριφορά του ποιμνίου, τον έκανε συμπαθή ενώπιον του λαού στη Χαλκίδα. Άρχισε τότε με περισσή άνεση να κηρύττει. Γρήγορα η φήμη του εξαπλώθηκε μακρύτερα από την Χαλκίδα, ενώ ο λαός έδειξε μεγάλη συμπάθεια στο πρόσωπό του, όταν χήρεψε η θέση του τοπικού επισκόπου, σχεδόν απαιτώντας την άνοδό του στο θρόνο.
Η Ριζάρειος σχολή
Το 1892 και 1893 διορίστηκε ιεροκήρυκας στο νομό Λακωνίας και Φθιωτοβοιωτίας αντίστοιχα. Ο Νεκτάριος πραγματοποιούσε διαρκώς περιοδείες σε χωριά και πόλεις κηρύττοντας, την ώρα που φίλοι του προσπαθούσαν να τον μεταθέσουν στη Ριζάρειο σχολή Αθηνών. Όταν έγινε αντιληπτό άρχισαν πάλι κάποιοι ψίθυροι, οι οποίοι τελικά δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τον Νεκτάριο από το να γίνει διευθυντής της Αθηναϊκής θεολογικής σχολής της εποχής, που επί των ημερών του γνώρισε μεγάλη αίγλη.
Την Άνοιξη του 1894 διορίστηκε ως διευθυντής της σχολής. Οι αμφιβολίες που υπήρχαν πλέον περί του Νεκταρίου δεν ήταν τόσο για τις κατηγορίες του παρελθόντος, χωρίς όμως και να εκλείψουν, αλλά κατά πόσον αυτός ο λεγόμενος και «δεσποτοκαλόγερος», θα ήταν δυνατόν με τις παλαιές και θρησκευτικές αντιλήψεις του, να μπορέσει να πετύχει στο έργο που του ανατέθηκε, καθώς η Ριζάρειος σχολή ήταν μεν θεολογική σχολή, ήταν δε σχολή που φοιτούσαν και πολλά παιδιά ευκατάστατων Αθηναίων και άλλων αρχόντων και πολιτικών της εποχής, που δεν θα γίνονταν απαραίτητα ιερείς ή θεολόγοι, αλλά επιστήμονες. Σύντομα όμως κάμφθηκαν όλες οι αντιρρήσεις από το ρηξικέλευθο τρόπο διαπαιδαγώγησης του Νεκταρίου.
Το έργο του στη Ριζάρειο
Το έργο του στη Ριζάρειο ήταν οργανωτικό, εκπαιδευτικό, συγγραφικό και παιδαγωγικό. Σύντομα οργάνωσε την σχολή με πρότυπα τα οποία αφορούσαν τον εκκλησιαστικό ορθόδοξο τρόπο σκέψης. Όμως αυτό στο οποίο ήταν αξεπέραστος ήταν η παιδαγωγική του σκέψη. Κάποτε όταν μαθητές της Ριζαρείου ήρθαν στα χέρια, ο ίδιος αντί να τους τιμωρήσει, αυτοτιμωρήθηκε, θεωρώντας εαυτόν υπαίτιο, με ασιτία 3 ημερών. Σύντομα το παράδειγμα του έγινε ανάμεσα στους τροφίμους δείκτης και η σχολή επί των ημερών του απέκτησε μεγάλη αίγλη. Άλλοτε βρέθηκε ξυπόλητος ενώπιον των μαθητών να αγορεύει, διότι εισερχόμενος στην αίθουσα είδε ένα φτωχό ο οποίος τον παρακάλεσε, αν μπορούσε να τον βοηθήσει ώστε να αποκτήσει παπούτσια, καθότι δεν είχε. Ο Νεκτάριος αμέσως έβγαλε τα δικά του και τα παρέδωσε προς κατάπληξη των πάντων. Άλλοτε σε μια διαμάχη μεταξύ των επιστατών για το ποιος ήταν υπεύθυνος καθαριότητας των αποχωρητηρίων, ο ίδιος έλυσε τη διαφορά τους, καθαρίζοντάς τες. Τέτοια και άλλα πλείστα παραδείγματα τον ανέδειξαν και σύντομα τον έκαναν στην τότε μικρή Αθήνα ακουστό και κοσμαγάπητο.
Την ίδια εποχή επιδόθηκε σε μεγάλο συγγραφικό έργο. Πολλά έργα τα διέθεσε στο λαό και τους θεολόγους δωρεάν, επειδή αδυνατούσαν να τα αγοράσουν, λόγω της φτώχειας. Χωρίς κανένα κέρδος, με γνώμονα μόνο την ψυχική ωφέλεια, πένητας από μικρός, ασκητής και ολιγαρκής, ουδέποτε ενδιαφέρθηκε για την αυτοπροβολή και το κέρδος. Όταν τον κατηγορούσαν ουδέποτε αντιδικούσε, παρέμενε πράος και έλεγε πάντα πως ο Θεός θα δικαιώσει το δίκαιο και την αλήθεια. Ταπεινός, μοναχικός και παρόλα αυτά προσηνής, ο ήδη σεβάσμιος γέροντας Νεκτάριος έγινε παράδειγμα ανιδιοτελούς προσφοράς και αγάπης στους πονεμένους συνανθρώπους του στις δύσκολες εποχές που διένυαν. Η ταπεινοφροσύνη και το αίσθημα ευθύνης που τον διακατείχε για το έργο που επιτελούσε, καταδείχθηκε την εποχή που πέθανε ο Πατριάρχης Σωφρόνιος, όταν του ζητήθηκε να τον διαδεχθεί και ο ίδιος αρνήθηκε.
Η φτώχεια την εποχή που διετέλεσε ο Νεκτάριος διευθυντής της Ριζαρείου ήταν κανόνας και ταυτόχρονα το ηθικό των Ελλήνων, ειδικά μετά την αποτυχία, το 1897 με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, βρισκόταν στο ναδίρ. Ο ίδιος όμως με την ελεημοσύνη ως όπλο και το λόγο του ευαγγελίου τόνωνε την τότε αθηναϊκή κοινωνία, η οποία προσέτρεχε συχνά στα κηρύγματά του για να πάρει την συμβουλή του. Ο ίδιος διετέλεσε διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής 14 συναπτά έτη ως και το 1908, οπότε και για λόγους υγείας εγκατέλειψε τη θέση του.
Στην Αίγινα
Στην Αίγινα ο Άγιος Νεκτάριος εγκαταστάθηκε το 1908, η ιστορία όμως της εγκατάστασης του πηγαίνει αρκετά νωρίτερα στο χρόνο. Ο Νεκτάριος ποτέ στη ζωή του, δεν απέβαλε την έντονη επιθυμία του για το μοναχικό βίο. Αυτή η επιθυμία ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο κατά την επίσκεψη του στο Άγιο Όρος και την σύνδεσή του με το γέροντα Δανιήλ το 1898. Έκτοτε έψαχνε ένα τόπο να στεγάσει ένα μοναστήρι για το τέλος της ζωής του, ένα «Εκκλησιαστικό Παρθενώνα», όπως έλεγε. Πιο έντονη και ίσως επιτακτική έγινε αυτή η ανάγκη, όταν 4 γυναίκες που ήσαν μόνες και συνδέονταν μαζί του, με σχέση πνευματικής καθοδήγησης, θέλησαν να μονάσουν υπό την εποπτεία του. Έτσι τελικά βρήκε ένα παλαιό εγκαταλελειμμένο μοναστήρι στην Αίγινα στη θέση Ξάντος στο οποίο και αποφάσισε να στεγάσει τις 4 μοναχές και άλλες 3 που ήδη μόναζαν στο νησί. Το μοναστήρι άρχισε να επαναλειτουργεί το 1904 υπό την καθοδήγησή του, παρότι αυτός ακόμα βρισκόταν στην Ριζάρειο σχολή.
Η εμφάνισή του στην Αίγινα όμως συνδυάστηκε από δύο γεγονότα, με αποτέλεσμα να γίνει άμεσα λαοφιλής. Ο Νεκτάριος αρχικά θεράπευσε έναν δαιμονισμένο νέο κάτι που γρήγορα μαθεύτηκε. Οι χωρικοί τότε τον επισκέφτηκαν ζητώντας του να λειτουργήσει και να δεηθεί στον Θεό να βρέξει, διότι είχε 3 χρόνια να βρέξει στο νησί με αποτέλεσμα να έχει προκληθεί εκτεταμένη ανομβρία και οικονομική ζημία. Ο ίδιος με σύσσωμη παρουσία των νησιωτών, λειτούργησε και την ίδια μέρα άρχισε να βρέχει. Αυτά, εκλήφθηκαν ως θεϊκά σημάδια από τους Αιγινίτες, με αποτέλεσμα να θεωρούν Άγιο τον Νεκτάριο, ακόμα και εν ζωή.
Το 1908 παραιτήθηκε από σχολή για λόγους υγείας αλλά και γήρατος και αφοσιώθηκε στο μοναστήρι. Η χάρη του και η φήμη διαρκώς μεγάλωνε με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος δωρεών να κατευθύνεται στο μοναστήρι και μέσα σε 4 χρόνια επιτεύχθηκε να μεγαλώσει τόσο, ώστε να χωράει 15 μοναχές. Τα χρήματα κατευθύνονταν κυρίως στους φτωχούς του νησιού. Μεγάλο μέρος λαού και πιστών κατευθυνόταν προς το μοναστήρι, από διάφορα μέρη της Ελλάδας, για να δει ή να πάρει την ευχή του ήδη ξακουστού Νεκταρίου, κάτι που βοηθούσε και τους νησιώτες να ανασάνουν οικονομικά.
Το έργο του στην Αίγινα
Παρότι ήταν μεγάλος σε ηλικία όταν αποσύρθηκε στην Αίγινα, δεν έπαψε ποτέ να εργάζεται είτε πνευματικά, υπέρ της εκκλησίας, είτε και χειρωνακτικά για την διεύρυνση του μοναστηριού. Το έργο πλέον είχε χαρακτήρα ποιμαντικό, λειτουργικό, λατρευτικό, εξομολογητικό, παρηγορητικό. Στάθηκε στους ανθρώπους του νησιού σαν αδελφός, βοηθός, συμπαραστάτης, οδηγός και συνοδοιπόρος της ζωής. Τα χρόνια μέχρι το τέλος της ζωής του, έμελλε να είναι πολύ ταραγμένα. Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους που έφεραν ηθική ανάταση και κάποια ευφορία οικονομική και πνευματική, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ήρθε να σκιάσει την Ελλάδα. Φτώχεια, ανέχεια και όλα τα συνεπακόλουθα ενός βασανισμένου τόπου και λαού μαζί με τα σύνδρομα του φόβου και των στερήσεων εμφανίζονταν απειλητικά σε αυτά τα ταραγμένα πολιτικά χρόνια για την Ελλάδα. Ο ίδιος όμως πάντα βοηθός, παρηγορητής, γνωρίζοντας από μικρός τις δυσκολίες του κόσμου κήρυττε την ελπίδα και το Θεό για ένα καλύτερο μέλλον, που πάντα όπως έλεγε στεκόταν κραταιός δίπλα στον πιστό λαό. Γι' αυτό και ο Άγιος Νεκτάριος για τους Αιγινίτες υπήρξε κάτι παραπάνω από ένας μοναχός που εγκαταστάθηκε στο νησί τους.
Η ποιμαντική αγωγή του ποιμνίου, μακρύτερα από τα στενά όρια του νησιού, ήταν πάντα μέλημά του, έτσι συνέχισε το συγγραφικό του έργο, που πλέον αναγνωριζόταν τόσο από τον τύπο της εποχής για την επιστημονική εγκυρότητά του, όσο και από μεγάλα πνευματικά ιδρύματα της εποχής. Επίσης διέθετε περισσότερο χρόνο για προσευχή κάτι που αγαπούσε, ιδιαίτερα προς την Παναγία, που θεωρούσε μητέρα του, όπως έλεγε. Ποτέ παρά τον κλονισμό της υγείας του δεν έπαψε όμως να προσφέρει ακόμα και χειρωνακτικά. Μάλιστα συνεισέφερε στην ανέγερση νέων κοιτώνων της μονής, στη διάνοιξη δρόμων προς το μοναστήρι, ασχολείτο με την κηπουρική και άλλες χειρωνακτικές εργασίες που πάντα τις θεωρούσε τιμή. Πάντα ανέφερε πως καμία εργασία δεν είναι ντροπή, αντιθέτως είναι ευλογία Θεού.
Οι δυσκολίες και οι πίκρες ποτέ δεν έλειψαν. Παρότι είχαν περάσει πάνω από 10 χρόνια από την επαναλειτουργία της μονής, ο Μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος αρνείτο να αναγνωρίσει την μονή, παρά την αρχική συγκατάθεσή του. Το πρόβλημα αυτό μεγάλωνε, διότι η μονή δεν αποκτούσε νομική προσωπικότητα με αποτέλεσμα να αδυνατεί να κρατήσει τις κληρονομιές και όποια άλλα οικονομικά ωφελήματα είχε από πιστούς με αποτέλεσμα να δυσχεραίνει το φιλανθρωπικό έργο. Κάποιοι δηλαδή, άφηναν κληρονομιές υπέρ του μοναστηριού, που το μοναστήρι αδυνατούσε να αποδεχτεί λόγω της νομικής ανυπαρξίας του. Ο Μητροπολίτης δε, είχε δυσαρεστηθεί από την τροπή που έλαβε η εξέλιξη του μοναστηριού, με αποτέλεσμα να είναι ανένδοτος. Ο Νεκτάριος προσπάθησε με διάφορους τρόπους να τον μεταπείσει, όμως μέχρι τέλους της ζωής του, δεν είδε το αίτημά του να πραγματοποιείται.
Τα τελευταία χρόνια
Ο Νεκτάριος αρχικά αφού τελείωσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, και ο Θεόκλητος αποπέμφθηκε λόγω του αναθέματος στον Βενιζέλο μαζί με τους υπολοίπους επισκόπους, πίστεψε πως τα πράγματα ίσως εξομαλυνθούν. Η αρχική αισιοδοξία όμως διεκόπη όταν 1918 κατηγορήθηκε από μητέρα μοναχής για ανηθικότητα. Γρήγορα όμως εξετάσεις και έρευνες του εισαγγελέα Αθηνών κατέδειξαν το ψεύδος της μητέρας της κόρης, η οποία οικειοθελώς είχε προσχωρήσει στο μοναστήρι. Εξ αιτίας αυτού του λόγου, αλλά και κληρικών οι οποίοι στο νησί τον φθονούσαν, πιστεύοντας ότι τους παίρνει όλη την «πελατεία» και τον κατηγορούσαν πισώπλατα, ουσιαστικά δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρό του, την αναγνώριση του Μοναστηριού. Πάντα όμως πιστός στο Ευαγγέλιο, το παράδειγμα του Χριστού, τα γραφέντα του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη, πίστευε απόλυτα στη δικαιοσύνη του Θεού. Ήταν πράος, ήρεμος, υπομονετικός σε όλες αυτές τις κατηγορίες και εξευτελισμούς που κατά καιρούς τον υπέβαλαν.
Το τέλος της ζωής του ήταν επίπονο. Η χρόνια ασθένεια του προστάτη, μαζί με τα περασμένα χρόνια της ηλικίας του και κακοπάθειες της ζωής τον ταλαιπωρούσαν. Ακόμα και τότε είχε σχέδια. Ήθελε να δημιουργήσει ένα εκπαιδευτήριο. Τελικά δεν πρόλαβε. Το 1920 εισήχθη στο Αρεταίειο νοσοκομείο Αθηνών όπου διεγνώσθη καρκίνος του προστάτη. Στις 8 Νοεμβρίου του ιδίου έτους ο Άγιος Νεκτάριος εκοιμήθη. Το δωμάτιο στο οποίο εκοιμήθη, έχει σήμερα μετατραπεί σε μικρό ναό στο δεύτερο όροφο του Αρεταιείου νοσοκομείου, που κοσμείται από εικόνες του Αγίου και τάματα πιστών για ανάρρωση των συγγενών τους που νοσηλεύονται στην κλινική.
Θαύματα μετά θάνατον;
Ο Άγιος Νεκτάριος θεωρείτο από τους κατοίκους του νησιού της Αίγινας εν ζωή Άγιος. Τα γεγονότα όμως που περιγράφουν οι μοναχές, ο Κωστής Σακκόπουλος, φίλοι, ιερείς, νησιώτες είναι πραγματικά αξιοπερίεργα και εξηγούν τη σημερινή λαοφιλία. Όπως λέγεται στο διπλανό κρεβάτι που νοσηλευόταν ο Άγιος νοσηλευόταν και ένας παραπληγικός, ο οποίος αδυνατούσε να περπατήσει. Τότε ακουμπώντας την φανέλα του κεκοιμημένου Αγίου πάνω του, θεραπεύτηκε. Κατά τη μεταφορά του λέγεται ότι δεν είχε βάρος, ενώ το μέτωπό του ανάβλυζε μύρο. Το μεγαλύτερο όμως μυστήριο είναι ότι το λείψανο του Αγίου παρά τις 3 ταφές και εκταφές παρέμεινε αναλλοίωτο για περισσότερο από 30 χρόνια. Η φήμη αυτή μάλιστα έδωσε ελπίδα στο λαό, ειδικά σε μια περίοδο όπου το Ελληνικό όνειρο της Πόλης έγινε συντρίμμια με τη πυρπόληση της Σμύρνης. Το λείψανό του πρώτη φορά εξετάφη 3 έτη μετά την κοίμησή του και αυτό που συνέβη κλόνισε από άκρη σε άκρη την Ελλάδα.
Το συγγραφικό του έργο
Ο Άγιος Νεκτάριος ήταν πολυγραφότατος και λόγιος της εποχής εξ ου και παρέδωσε πολυποίκιλο έργο, πραγματεύοντας πάσης φύσεως θέματα. Θρησκευτικά, κοινωνικά, παιδαγωγικά, ηθικά κλπ. Το έργο είχε αναγνωριστεί για τη σπουδαιότητά του, το ύφος του και πνευματικότητά του όσο ακόμα βρισκόταν εν ζωή από τον τύπο της εποχής αλλά και από την Πανεπιστημιακή κοινότητα.
Α. Από το 1885-1890. Περίοδος Αιγύπτου
Δέκα λόγοι δια την Μεγάλην Τεσσαρακοστή. Αλεξάνδρεια 1885
Λόγος Εκκλησιαστικός εκφωνηθείς εν τω Ναώ του Αγίου Νικολάου εν Καΐρω την πρώτη Κυριακή του Τεσσαρακονθημέρου. Αλεξάνδρεια 1886
Δύο λόγοι Εκκλησιαστικοί ("Εις την Κυριακήν της Ορθοδοξίας, ήτοι περί πίστεως" και "Περί της εν τω κόσμω αποκαλύψεως του Θεού, ήτοι περί θαυμάτων") Κάιρον 1887
Λόγοι περί εξομολογήσεως. Κάιρο 1887
Περί των Ιερών Συνόδων και ιδίως περί της σπουδαιότητος των δύο πρώτων Οικουμενικών Συνόδων. Αλεξάνδρεια 1888
Περί των καθηκόντων ημών προς το Άγιον Θυσιαστήριον. Κάιρο 1888
Περί της εν τω κόσμω αποκαλύψεως του Θεού. Αλεξάνδρεια 1889
Λόγος εκφωνειθείς εν τω Αχιλλοπουλείω Παρθεναγωγείο κατά την εορτήν των Τριών Ιεραρχών. Αλεξάνδρεια 1889
Λόγος περί της προς το Άγιον Θυσιαστήριον προσελεύσεως. Αλεξάνδρεια
Με πρωτοβουλία και με επιμέλειά του Αγίου εξεδόθηκε το βιβλίο του Ευγενίου Βουλγάρεως "Σχεδίασμα περί ανεξιθρησκείας". 1890
Β. Από το 1892-1894. Περίοδος που ο Άγιος ήταν ιεροκήρυκας
Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι της του Χριστού Εκκλησίας. 1892, Β' Έκδοση συμπληρωμένη.
Τα παρ' ημίν τελούμενα ιερά μνημόσυνα. 1892
Περί της εν τω κόσμω αποκαλύψεως του Θεού. 1892, Β' Έκδοση συμπληρωμένη.
Υποτύπωσις περί ανθρώπου. 1893
Περί επιμελείας ψυχής (Ένδεκα ομιλίες). 1894
Μελέτη περί των αποτελεσμάτων της αληθούς και ψευδούς μορφώσεως. 1894
Επιμέλεια της έκδοσης του βιβλίου του Νεόφυτου Βάμβα "Φυσική Θεολογία και Χριστιανική Ηθική", Αλεξάνδρεια 1893
Γ. Από το 1894-1908. Περίοδος που ο Άγιος ήταν Διευθυντής στη Ριζάρειο
Ομιλίαι περί του Θείου χαρακτήρος και του έργου του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. 1895
Ιερόν και Φιλοσοφικών λογίων θησαύρισμα. Τόμος Α' 1895, Τόμος Β' 1896
Επικαί και Ελεγειακαί γνώμαι των μικρών Ελλήνων ποιητών. 1896
Μάθημα Χριστιανικής Ηθικής. 1897
Μάθημα Ποιμαντικής. 1898
Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις. 1899
Χριστολογία. 1901, εσώφυλλο 1990
Μελέτη περί αθανασίας της ψυχής και περί των ιερών μνημοσύνων. 1901
Ευαγγελική Ιστορία δι' αρμονίας των ποιμένων των ιερών Ευαγγελιστών Ματθαίου, Μάρκου, Λουκά και Ιωάννου. 1903
Προσευχητάριον Κατανυκτικόν. 1904
Το γνώθι σαυτόν. 1904
Μελέτη περί της Μητρός του Κυρίου της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας. 1904
Μελέτη περί των Αγίων του Θεού. 1904
Μελέτη περί μετανοίας και εξομολογήσεως. 1904
Μελέτη περί του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. 1904
Ιστορική μελέτη περί των διατεταγμένων νηστειών. 1905
Θεοτοκάριον, ήτοι προσευχητάριον μικρόν. 1905
Ιερατικόν Εγκόλπιον. 1907
Θεοτοκάριον. 1907, Β' έκδοση επαυξημένη.
Ψαλτήριον του προφητάνακτος Δαυίδ. 1908
Επιμέλεια της έκδοσης του έργου του Αντιόχου μοναχού της Λαύρας του Αγίου Σάββα "Πανδέκτης των Θεοπνεύστων Αγίων Γραφών", 1906
Δημοσίευσε, επίσης, περιοδικά τις παρακάτω μελέτες
Μελετίου Πηγά, "Δύο επιστολαί", Βυζαντινά Χρονικά, Πετρουπόλεως, Ι/1894
Ποιμαντικαί Ομιλίαι. Α' Περί της πολιτείας του ιερού κλήρου κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας. Ιερός Σύνδεσμος, 1895-96
Η αγωγή των παίδων και αι μητέρες. Ιερός Σύνδεσμος, 1895
Περί μεσαίωνος και Βυζαντιακού Ελληνισμού. Ιερός Σύνδεσμος
Τίνες οι λόγοι της μήνιδος των Δυτικών κατά του Φωτίου. Θρακική Επετηρίς, 1897
Περί του τις η αληθής ερμηνεία περί της ρήσεως του Αποστόλου Παύλου "η δε γυνή να φοβήται τον άνδραν". Ανάπλασις, 1902
Μελέτη περί των αγίων εικόνων. Αναμόρφωσις, 1902
Θρησκευτικαί μελέται. Αναμόρφωσις, 1903-4
Περί όρκου. Ιερός Σύνδεσμος, 1906
Επίσης έγραψε 136 επιστολές στις μοναχές που εξεδόθησαν με τον τίτλο "Κατηχητικαί Επιστολαί προς τας μοναχάς Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος Αιγίνης", 1984
Δ. Από το 1908-1920. Περίοδος που ο Άγιος ήταν στο μοναστήρι στην Αίγινα
Τριαδικόν. 1908
Κεκραγάριον του Θείου και Ιερού Αυγουστίνου. τ.Α'-Β',1910
Μελέτη ιστορική περί των αιτιών του σχίσματος. Περί των λόγων της διαιωνίσεως αυτού και περί του δυνατού ή αδυνάτου της ενώσεως των δύο Εκκλησιών, της Ανατολικής και Δυτικής (τ. Α' 1911, τ. Β' 1912)
Μελέται δύο. Α' Περί Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Β' Περί της Ιεράς Παραδόσεως (1913)
Προσευχητάριον Κατανυκτικόν (β' έκδοση, 1913)
Μελέτη περί των Θείων Μυστηρίων (1915)
Μελέτη ιστορική περί του Τιμίου Σταυρού (1914)
Χριστιανική Ηθική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας (β' έκδοση επαυξημένη, 1920)
Περί Εκκλησίας ("Εβδομηκονταπενταετηρίς της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής 1844-1919", 1920)
Ε. Εκδόσεις μετά την εκδημία του Αγίου
Θεία Λειτουργία του Αγίου και ενδόξου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου (1955)
Θρησκευτικαί Μελέται (1986)
ΣΤ. Ανέκδοτα έργα του Αγίου
Μελέτη περί των αγίων λειψάνων
Περί της αφιερώσεως τω Θεώ οσίων παρθένων και περί Μονών και μοναχικού βίου
Εορτολογία της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας (Περί των Κυριακών του όλου ενιαυτού- Περί των ακινήτων και κινητών εορτών)
Ιερά Λειτουργική
Κεφάλαια πέντε περί των λειτουργικών βιβλίων
Περί της εν πνεύματι και αληθεία λατρείας
Ερμηνεία των Πράξεων των Αποστόλων
Περί Ελληνισμού
Εγκυκλοπαιδεία της φιλοσοφίας
Ιστορίας εκκλησιαστικής μυστική θεωρία
Χρηστομάθεια
Νέον Πασχάλιον αιώνιον
Υμνολογία - Υμνογραφία
Το πολυδιάστατο του χαρακτήρα του Αγίου Νεκταρίου αποκαλύπτεται και από το υμνολογικό και υμνογραφικό έργο του. Ο Άγιος Νεκτάριος αγαπούσε ιδιαίτερα την Υπεραγία Θεοτόκο και γι' αυτό ειδικά συνέγραψε το θεοτοκάριον. Επίσης επεσήμανε χαρακτηριστικά τη διαφορά μεταξύ τύπου προσευχής και λατρείας.
Α. Υμνολογία
Κεκραγάριον είναι τα τέσσερα βιβλία των Εξομολογήσεων του ιερού Αυγουστίνου, κατά μετάφραση Ευγενίου του Βουλγάρεως, τα οποία ο Άγιος ανήγαγεν "από του πεζού λόγου εις τον έμμετρον"
Ψαλτήριον είναι πάντες οι Ψαλμοί του Δαβίδ, τους οποίους ο Άγιος, "ενέτεινεν εις μέτρα ποικίλα, Θεού ευδοκούντος και εμπνέοντος, κατά τονικήν βάσιν".
Β. Υμνογραφία
Θεοτοκάριον και Τριαδικόν είναι τα θεοτοκία και τριαδικά αντιστοίχως τροπάρια της Παρακλητικής, του Τριωδίου ή και λοιπών λειτουργικών βιβλίων, εντεταμένα σε ενιαία ή πολυποίκιλα μέτρα.
Αγιογραφία

Η μορφή του Αγίου Νεκταρίου στην αγιογραφία εμφανίζεται σε δύο φάσεις. Όρθιος και καθήμενος σε επισκοπικό θρόνο. Στην πρώτη περίσταση φέρει λιτή αμφίεση κρατώντας το ευαγγέλιο στο αριστερό χέρι και με το δεξί ευλογεί. Στην δεύτερη περίσταση φέρει αναστάσιμα άμφια και έχει στο δεξί χέρι το ευαγγέλιο ανοιχτό σε κάποιο ευαγγελικό ανάγνωσμα. Ο Άγιος Νεκτάριος είναι σύγχρονος Άγιος με αποτέλεσμα να υπάρχουν φωτογραφίες με την μορφή του.
Εορτή ιεράς μνήμης
Κοίμηση - 9 Νοεμβρίου
Ανακομιδή λειψάνων - 3 Σεπτεμβρίου
Αναγνώριση Αγιότητος - 20 Απριλίου
Ύστερα από την με αριθμ. 22/30 Σεπτεμβρίου 1999 εγκύκλιο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, η μνήμη του Αγίου Νεκταρίου συμπεριελήφθηκε να τιμάται επιπρόσθετα και στις 12 Οκτωβρίου όπου και ορίσθηκε να τιμάται η Σύναξη των εν Αθήναις Αγίων.




Αρσένιος ο Καππαδόκης
Από OrthodoxWiki
Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης
Γέννηση
1840, Φάρασα Καππαδοκίας
Κοίμηση
10 Νοεμβρίου 1924, Κέρκυρα
Εορτασμός
10 Νοεμβρίου

Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης αποτελεί μια από τις πλέον σύγχρονες φωτισμένες μορφές της εκκλησίας. Ο βίος του δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστός, μέχρι τη δημοσίευσή του από μια άλλη σύγχρονη χαρισματική μορφή, τον Γέροντα Παΐσιο. Ο Άγιος Αρσένιος έζησε στα δύσκολα χρόνια μετά τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους στην Καππαδοκία. Είχε ιδιαίτερη μόρφωση για την εποχή, με αποτέλεσμα να τη χρησιμοποιήσει για να διδάξει τα ελληνικά και εκκλησιαστικά γράμματα, σε μια εποχή που η Τουρκική αυλή εξεδίωκε απηνώς το ελληνικό στοιχείο. Χαρακτηριστική ήταν η συμβολή του στην μικρασιατική καταστροφή, οπού ως πνευματικός οδηγός οδήγησε τους ξεριζωμένους Έλληνες κατά την ανταλλαγή πληθυσμών, στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Ο βίος του
Ο Όσιος Αρσένιος Χατζεφεντής, γεννήθηκε γύρω στα 1840 στο χωριό Φάρασα ή Βαρασιό της Καππαδοκίας, στην περιοχή της Νοτιοανατολικής σημερινής Τουρκίας. Το χωριό αυτό, με μοναδικό λαϊκό πολιτισμό έως την ανταλλαγή πληθυσμών, ήταν το Κεφαλοχώρι μιας ομάδας έξι χωριών της επαρχίας Φαράσων και είχε τετρακόσιες οικογένειες Ορθοδόξων. Ήταν μεταλλουργική κωμόπολη, στην άγρια περιοχή των βουνών του Αντίταυρου. Οι γονείς του ήταν φτωχοί ευσεβείς χωρικοί, κατά τον μακαριστό Αγιορείτη π. Παΐσιο, που ήταν πνευματικό του παιδί. Ο δάσκαλος πατέρας του, ονομαζόταν Ελευθέριος και μετά το προσκύνημα στους άγιους Τόπους, Χατζηλευτέρης. Το επώνυμό του ήταν Αννητσαλήχος και το παρατσούκλι του, Αρτζίδης. Η μητέρα του λεγόταν Βαρβάρα, το γένος Φράγκου ή Φραγκόπουλου, με το παρατσούκλι Τσαπάρη. Είχαν αποκτήσει δυο παιδιά, τον Βλάσιο και τον Θεόδωρο (π. Αρσένιο), που σε μικρή ηλικία έμειναν ορφανά, πρώτα απ’ τον πατέρα τους και λίγο αργότερα κι απ’ την μητέρα τους, με αποτέλεσμα να αναλάβει την ανατροφή τους και την προστασία τους η αδελφή της μητέρας τους.
Ο Θεόδωρος από μικρή ηλικία είχε κλίση προς τον μοναχισμό και είχε πάρει την απόφαση να γίνει μοναχός, ύστερα από τη σημαδιακή σωτηρία του από βέβαιο πνιγμό στον χείμαρρο Εβκάση. Τον Θεόδωρο έστειλε η θεία του στην πόλη Νίγδη για να μορφωθεί. Εκεί τον προστάτευε η αδελφή του πατέρα του, που εργαζόταν ως δασκάλα. Όταν τέλειωσε, η δασκάλα-θεία του φρόντισε με συγγενείς τους στη Σμύρνη, να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του. Κάθε φορά που πήγαινε στα Φάρασα, μάζευε τα μικρά παιδιά να τα μάθει κάποια γράμματα, αφού δάσκαλος σπάνια βρισκόταν να διδάξει τα παιδιά της περιοχής. Τελικά μετέβη στη Σμύρνη, όπου έμαθε καλά και τα Ελληνικά γράμματα και τα εκκλησιαστικά, αλλά και τα Αρμενικά και Τουρκικά, καθώς και λίγα Γαλλικά. Το 1866, έζησε στο κοινόβιο, της Ιεράς Μονής Φλαβιανών (Ζιντζί-Ντερέ) του Τιμίου Προδρόμου. Εκεί σύντομα εκάρη μοναχός, με το όνομα Αρσένιος. Την ίδια εποχή όμως ενεφανίσθη έλλειψη δασκάλων στην περιοχή και ο Μητροπολίτης Παΐσιος ο Β΄ τον χειροτόνησε διάκονο και τον έστειλε στα Φάρασα, για να διδάξει. Τα έξι ελληνικά μικρά χωριά οι Τούρκοι επεδίωκαν να τα αφήσουν χωρίς δάσκαλο, ώστε να μη μετέχουν και εκκλησιαστικών γραμμάτων, γι' αυτό ο π. Αρσένιος, επειδή δεν βρισκόταν άλλος δάσκαλος δέχτηκε.
Στο σχολείο που εστάλη, δεν είχε θρανία, αλλά δέρματα από κατσίκες κι έτσι οι Τούρκοι νόμιζαν ότι μάθαινε τα παιδιά να προσεύχονται, ενώ σε άλλες περιπτώσεις τα πήγαινε στο ξωκλήσι της Παναγιάς στη θέση Κάντσι, μέσα σε μια σπηλιά. Όταν έγινε τριάντα χρονών, το 1870, χειροτονήθηκε στην Καισαρεία πρεσβύτερος, με τον τίτλο του Αρχιμανδρίτη. Εν συνεχεία μετέβη στα Ιεροσόλυμα για προσκύνημα και έκτοτε οι Φαρασιώτες τον αποκαλούσαν Χατζεφεντή.
Ζούσε ταπεινά και ήταν ολιγαρκής. Κοιμόταν καταγής και ελάχιστες ώρες την ημέρα. Δύο φορές την βδομάδα ήταν έγκλειστος στο κελί του για εσωτερική νήψη, μελέτη βιβλικών και πατερικών κειμένων, βίους αγίων και προσευχή ιδιαίτερη. Οι δύο αυτές ημέρες αγίαζαν και καρποφορούσαν τις άλλες πέντε ημέρες της εβδομάδας, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. Το κατάλυμά του, όπου δεχόταν τους πνευματικούς και φυσικούς ασθενείς του, ήταν φτωχικό και δίπλα είχε ένα μικρό ατομικό κελί χωμάτινο πάτωμα. Στο ανατολικό μέρος είχε ένα ράφι και πάνω εικονοστάσι αρκετές εικόνες, όπου έκαιγε ακοίμητο κανδήλι και κάτω απ’ αυτό ήταν πάντα ένα χαλάκι, όπου γονατιστός προσευχόταν. Το τυπικό του ήταν να μένει έγκλειστος Τετάρτη και Παρασκευή με απόλυτη άσκηση. Αν κάποιος άρρωστος τύχαινε να τον επισκεφτεί, τον δεχόταν, αλλά με απόλυτη σιωπή. Γι' αυτό, αυτές τις δυο μέρες δεν τραβούσε πάνω του τις Ουράνιες δυνάμεις και χαρίσματα, αλλά τραβούσαν αυτόν πάνω στους ουρανούς οι αγγελικές δυνάμεις, όπως γράφει ο π. Παΐσιος.
Ύστερα από την Μικρασιατική καταστροφή (1922) ο π. Αρσένιος παρέμενε στα Φάρασα ως τις 14 Αυγούστου του 1924. Τότε τον ανάγκασαν οι Τούρκοι να ακολουθήσει το ποίμνιό του κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Μετά από μεγάλη ταλαιπωρία έφτασε με καράβι στον Άγιο Γεώργιο Πειραιά και γιόρτασε μαζί με τους υπολοίπους συμπατριώτες του την μεγάλη μέρα του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου 1924), με το παλαιό ημερολόγιο που είχαν στον τόπο τους. Από τον Πειραιά μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα, όπου διέμεινε για δύο βδομάδες στο Κάστρο της Κέρκυρας και λειτούργησε δύο φορές, στον Ι. Ναό του Αγίου Γεωργίου και μία εβδομάδα στο Νοσοκομείο. Λόγω όμως της ηλικίας και των κακουχιών, που υπέστη ο γέροντας, όπως είχε προβλέψει και προειδοποιήσει το ποίμνιό του, εκοιμήθη στις 10 Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Ο γέροντας εκοιμήθη πένητας, με μόνη περιουσία, μερικά βιβλία. Όταν μαθεύτηκε το γεγονός αυτό, πικρία και λύπη επικράτησε ανάμεσα στους φαρασιώτες, παρ’ ότι τους είχε προετοιμάσει.Η ταφή του πραγματοποιήθηκε στο κοιμητήρι της Κέρκυρας
Η εκταφή του και η αγιότητά του
Το 1945 βρέθηκε ο τάφος του Αγίου από τα αδέλφια του Γέροντα Παϊσίου. Έτσι τον Οκτώβριο του 1958 πήγε στην Κέρκυρα αποφασισμένος να κάνει ανακομιδή των λειψάνων του. Τελικά προέβη σε ανακομιδή και το 1970 τα μετέφερε και τα τοποθέτησε κάτω απ’ την Αγία Τράπεζα του καθολικού, στο Ι. Ησυχαστήριο του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σε συνεννόηση με τον φίλο του, κτήτορα και γέροντα του Ησυχαστηρίου, π. Πολύκαρπο. Ο π. Αρσένιος παρουσιάστηκε σε ενοράσεις και ενύπνια σε πολλές μοναχές και ο π. Πολύκαρπος ενημέρωσε τον π. Παΐσιο, που ήταν πια Αγιορείτης.
Το 1979 εξέδωσε, το Γυναικείο Ι. Ησυχαστήριο της Σουρωτής, το βίο του Αγίου Αρσενίου, με στοιχεία, που είχαν περισυλλεγεί και συγγραφεί από τον π. Παΐσιο. Οι προσπάθειές του στο εξής ήταν δώσει όλα τα στοιχεία στο σεπτό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως για την αναγνώριση της αγιότητας του π. Αρσενίου. Να σημειωθεί πως στον π. Παΐσιο ο ανάδοχός του είχε παρουσιασθεί στις 21-2-1971, Ψυχοσάββατο.
Το 1986 το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνώρισε και επίσημα την αγιότητα του Π. Αρσενίου του Θαυματουργού και όρισε να εορτάζεται η μνήμη του στις 10 Νοεμβρίου, ημέρα της κοίμησής του.
Απολυτίκιον (ήχος γ΄)
«Βίον ένθεον,
καλώς ανύσας,
σκεύος τίμιον
του Παρακλήτου,
ανεδείχθης θεοφόρε Αρσένιε,
και των θαυμάτων την χάριν δεξάμενος,
πάσι παρέχεις ταχείαν βοήθειαν,
πάτερ Όσιε,
Χριστόν τον Θεόν ικέτευε,
δωρήσασθαι, ημίν το μέγα έλεος».
Γεγονότα
Κάποτε εμφάνισαν ενώπιόν του Τουρκάλα δαιμονισμένη, δεμένη με αλυσίδες, για να την διαβάσει. Ο Όσιος τους δέχτηκε, παρ’ ότι εκείνη την ημέρα ήταν έγκλειστος. Έκανε νόημα να την λύσουν και όταν λύθηκε, όρμησε στον γέροντα, του άρπαξε το ένα πόδι και το δάγκωσε. Ενώ κρατούσε το Ευαγγέλιο, δεν το άνοιξε, παρά την κτύπησε απαλά στο κεφάλι της τρεις φορές και το δαιμόνιο έφυγε αμέσως. Η γυναίκα άρχισε να κλαίει και να φιλάει το δαγκωμένο πόδι. Ο πατέρας της έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε να δεχτεί όλο το κασέ του (το πουγκί με τα χρήματά του). Πάρτα όλα, είναι δικά σου, γιατί έσωσες το παιδί μου. Και ο Ορθόδοξος ιερέας του είπε: «κράτησε τα λεφτά σου. Η πίστη μας δεν πουλιέται».
Μια φορά του πήγε ένας Τούρκος δύο ζώα μπαχτσίς (δώρο), γιατί απέκτησε η στείρα γυναίκα του δύο παιδιά με το ευλογημένο φυλακτό που της έστειλε ο Χατζεφεντής. Τότε ο γέροντας του έκανε αυστηρή παρατήρηση με τα εξής λόγια: «στο χωριό σου φτωχούς δεν είχες; Τι μου τα κουβάλησες εδώ; Για να σου πω το αφερίμ (μπράβο); Εγώ μπαχτσίσια δεν μαζεύω».
Στην Εκκλησία ήταν μια καμάρα, στην οποία άφηναν μερικοί προαιρετικά χρήματα για τους φτωχούς. Οι φτωχοί πήγαιναν μόνοι τους και έπαιρναν όσα είχαν ανάγκη. Περισσότερα φοβόντουσαν να πάρουν, για να μην τους τιμωρήσει ο Θεός. Ο γέροντας τα χρήματα δεν τα έπιανε ποτέ στα ίδια του τα χέρια, όχι μόνο για να μην αρχίσει το πάθος της φιλαργυρίας να τον κυβερνάει - φαινόμενο σύνηθες σε μερίδα κληρικών - αλλά κυρίως για να μη περνάει ούτε από το μυαλό των Χριστιανών ούτε των Τούρκων, ότι έχει την ιεροσύνη για επάγγελμα.
Τα πρόσφορα της Εκκλησίας, όχι μόνο δεν τα έπαιρνε στο σπίτι ή τα έδινε στους πιο κοντινούς του φίλους, αλλά τα έστελνε κρυφά την νύχτα σε δυστυχισμένες οικογένειες με τον ψάλτη (Πρόδρομο).
Εκκλησιολογικά
Τον π. Αρσένιο, ο Πατριάρχης του Οικουμενικού Θρόνου τον είχε σε ευλάβεια. Πολλές φορές του ζητούσε να προσευχηθεί γι' αυτόν. Τότε ο Χατζεφεντής έπαιρνε τον Πρόδρομο και έκαναν, όπως για κάθε περίσταση, ολονυκτίες στην Παναγία ή τον Άγιο Χρυσόστομο.
Μια φορά στην μνήμη του Αγίου Χαραλάμπους, έλεγε ο Πρόδρομος, πήγαμε στην Παναγιά (στο Κάντσι) να κάνουμε ολονυκτία. Όταν φτάσαμε στους Αίνους, βγήκε και ο Χατζεφεντής από το Ιερό, να ψάλλουμε μαζί. Ενώ ψάλαμε στο ίδιο αναλόγιο, βλέπω ξαφνικά έναν ασπρομάλλη Γέρο στο απέναντι αναλόγιο, ο οποίος ήταν σκυφτός και ακουμπούσε με την πατερίτσα του, κι άρχισα να τρέμω από ευλάβεια. Ο Χατζεφεντής όταν με είδε, με ρώτησε «μήπως κρυώνεις;» Εγώ του είπα όχι και του έδειξα τον γέρο. Ο Χατζεφεντής δεν ταράχτηκε καθόλου και του μίλησε Τουρκικά «Ελάτε να ψάλλουμε μαζί». Ο Γέρος έκανε νόημα να συνεχίσουμε μόνοι μας και όταν έφυγε, χάθηκε στη μικρή λίμνη του Αγιασμού. Ο Χατζεφεντής είπε πως ήταν ο Άγιος Χαράλαμπος.
Οι Φαρασιώτες δύσκολα καταλάβαιναν γιατί ο π. Αρσένιος στις ονοματοδοσίες, δεν άκουγε κανέναν και έδινε ότι όνομα ήθελε αυτός. Έδινε ή καλογερικό ή Εβραϊκό! Δεν άφηνε τον ανάδοχο να δώσει όνομα μεγάλου Αγίου, που γιόρταζε ιδιαίτερα. Ο π. Παΐσιος, που ήταν παθών, το εξηγεί λέγοντας «Ο Πατήρ το έκανε αυτό με σκοπό να κόψει τα πολλά γλέντια, που γίνονταν στις ονομασίες, και στα επεισόδια. Γι' αυτό προτιμούσε ονόματα που δεν γιορτάζουν, όπως Αβραάμ, Ισαάκ, Αβέρκιο, Ιορδάνη. Μ’ αυτόν τον τρόπο κόπηκαν τα γλέντια στις ονομασίες, που είχαν αποτέλεσμα την μέθη με επεισόδια σοβαρά, λόγω του ότι οπλοφορούσαν όλοι. Έτσι αναγκάζονταν να συγκεντρώνονται στο σπίτι τους μετά την Θεία Λειτουργία. Ξεκουράζονταν λίγο, και οι μεγαλύτεροι πήγαιναν στο σπίτι του π. Αρσενίου που διηγιόταν τον βίο του αγίου της ημέρας»
Ο Άγιος Αρσένιος όταν βάπτιζε τον π. Παΐσιο, μικρό στα Φάρασα, απαίτησε από τους γονείς του να δοθεί το δικό του όνομα Αρσένιος και όχι το όνομα Χρήστος του παππού του. Είπε χαρακτηριστικά, με προφητικό νόημα «Εσείς καλά θέλετε να αφήσετε άνθρωπο στο πόδι του παππού, εγώ δεν θέλω να αφήσω καλόγηρο στο πόδι μου;»

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Το Αλβανικό Εθνικό Ζήτημα





Θεοφάνης Μαλκίδης

Το αλβανικό εθνικό ζήτημα

Εκδόσεις Ιδρύματος Βορειοηπειρωτικών Ερευνών Ιωάννινα 2006

Σήμερα που γίνεται και ολοένα και μεγαλύτερη συζήτηση για το αλβανικό εθνικό ζήτημα είναι επίκαιρο το βιβλίο όπου παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα, η πλατφόρμα επίλυσης του αλβανικού εθνικού ζητήματος.

Η ανάδειξη του αλβανικού εθνικού ζητήματος στη χρονική φάση μετά τη δημιουργία ενός ακόμη βαλκανικού κράτους, μπορεί να κατανεμηθεί σε τρεις περιόδους:

Η πρώτη ξεκινά από το 1913, έτος δημιουργίας του αλβανικού κράτους, και φτάνει μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, συμπυκνώνοντας αναζητήσεις, διεκδικήσεις, οράματα και εκπλήρωση εθνικών πόθων.

Η δημιουργία του αλβανικού κράτους προέκυψε από την αδυναμία της καταρρέουσας οθωμανικής κρατικής δομής, η οποία βλέποντας την αδυναμία της να διατηρήσει τις βαλκανικές κτήσεις της και προκειμένου να εμποδίσει την διανομή τους μεταξύ των ορθοδόξων βαλκανικών κρατών σύμφωνα με τις προβλέψεις της Συνθήκης του Αγ. Στεφάνου (Μάρτιος 1878), επιδίωξε την δημιουργία αλβανικού κράτους δίνοντας για πρώτη φορά εθνική υπόσταση στον αλβανικό παράγοντα. Τις παραμονές του Συνεδρίου του Βερολίνου με την ενθάρρυνση και ανοχή των Οθωμανών αλλά και την βοήθεια της Ιταλίας συστάθηκε στο Κοσσυφοπέδιο η «Αλβανική Ένωση για τα Δικαιώματα του Αλβανικού Έθνους» («Λίγκα του Πρίζρεν) με επικεφαλής την οικογένεια Φράσερι και έδρα την Κωνσταντινούπολη, η οποία βαθμιαία επέκτεινε τις δραστηριότητές της μέχρι τα Ιωάννινα και την Πρέβεζα. Μέσα στα πλαίσια της παραπάνω πολιτικής, η Λίγκα ζήτησε από το οθωμανικό κράτος την ένωση όλων των «αλβανικών εδαφών» που μέχρι τότε ήταν διηρημένα στα βιλαέτια Σκόδρας, Κοσσυφοπεδίου, Μοναστηρίου και Ιωαννίνων σ΄ ένα «αυτόνομο» βιλαέτι υπό την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης.

Η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1912 από τον βαλκανικό συνασπισμό δημιούργησε τις προϋποθέσεις για να διανεμηθεί η σημερινή Αλβανία μεταξύ της Ελλάδας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου. Η αντίδραση της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας καθώς και η υποστήριξή τους στα αλβανικά αιτήματα θα ωθήσει το 1912 στην Αυλώνα την υπό το βουλευτή του οθωμανικού κοινοβουλίου Ισμαήλ Κεμάλ «Εθνική Συνέλευση», να διακηρύξει την ανεξαρτησία της Αλβανίας. Κατά τις προκαταρκτικές διαβουλεύσεις στην πρεσβευτική Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, όπου και αναγνωρίστηκε το νέο κράτος (17-30 Μαΐου), οι Αλβανοί αντιπρόσωποι της προσωρινής κυβερνήσεως προέβαλαν απαιτήσεις που περιελάμβαναν ολόκληρο το Κοσσυφοπέδιο και τις περιοχές των Σκοπίων και Μοναστηρίου, την περιοχή Βορειοδυτικά της Καστοριάς, ανατολικά του Μετσόβου μέχρι τον Αμβρακικό δηλαδή την περιοχή του «Βιλαετίου Ιωαννίνων». Τα σύνορα του νέου κράτους καθορίστηκαν με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (17 Δεκεμβρίου 1913) και παρότι το αλβανικό κράτος μετρούσε ώρες από τη δημιουργία του, φρόντιζε να ταυτισθεί με τις διακηρύξεις της Λίγκας της πρώτης οργανωμένης προσπάθειας των Αλβανών για τη συγκεκριμενοποίηση των εθνικών αιτημάτων, προτάσσοντας τα ζητήματα των εδαφών και πληθυσμών. Η αναφορά για τους Τσάμηδες στην Κοινωνία των Εθνών, είναι ένα δείγμα όπως, δείγμα είναι και οι κινήσεις του, για ένα εξάμηνο, πρωθυπουργού Φαν Νόλη τόσο στην Αλβανία, όσο και στο εξωτερικό για το ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου. Ο κυρίαρχος μέχρι το 1939 Αχμέτ Ζώγου, παρότι αντιμετώπιζε πολλά εσωτερικά προβλήματα με τις μακροχρόνιες φυλετικές διενέξεις, τις οποίες κατόρθωσε να κατευνάσει χρησιμοποιώντας το χρηματισμό και τα προνόμια, προσπάθησε να λάβει με τη σειρά του θέση στο πάνθεον των υπερασπιστών του εθνικού ζητήματος.

Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η ιταλική και η γερμανική παρουσία και κατοχή στα Βαλκάνια, γέμισε προσδοκίες και εν μέρει υλοποίησε τα βασικά αιτήματα του αλβανικού εθνικού ζητήματος. Η συμμετοχή των αλβανικών πληθυσμών της περιοχής στα ιταλικά και γερμανικά στρατεύματα ήταν διακριτή και είχε συγκεκριμένους στόχους. Παρά τις ψυχροπολεμικές αναλύσεις του ηγέτη του Κόμματος Εργασίας της Αλβανίας (ΚΕΑ) Ενβέρ Χότζα και ορισμένων Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου, οι οποίοι προέτασσαν την συμμετοχή στον αντιφασιστικό αγώνα, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Το αλβανικό αίτημα για εθνική ολοκλήρωση βρήκε συμπαραστάτες στις δυνάμεις του Άξονα, κατέχοντας περιοχές με αλβανικούς ή αλβανόφωνους πληθυσμούς (Κοσσυφοπέδιο, πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας-πΓΔΜ, Σερβία- Μαυροβούνιο, Ήπειρος). Η μεραρχία των SS, η οποία έφερε το όνομα του πρίγκιπα που αντιστάθηκε στους Οθωμανούς Ι. Καστριώτη -Σκεντέρμπεη και αποτελούνταν από 11.000 Αλβανούς είχε ουσιαστική και συμβολική σημασία, αφού εκτός από τη συμμετοχή στις επιχειρήσεις στην πΓΔΜ και το Κοσσυφοπέδιο, συνεισέφερε και στην απελευθέρωση των Αλβανών της Βαλκανικής και στην ανύψωση του ηθικού.


Η νίκη των Συμμάχων και η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου σηματοδοτούσαν και τη δεύτερη περίοδο του αλβανικού εθνικού ζητήματος. Η προσέγγιση Αλβανίας και Γιουγκοσλαβίας, η ρήξη τους και η μετέπειτα επανέναρξη των διπλωματικών σχέσεων, (1971) άνοιξαν τους νέους κύκλους του αλβανικού εθνικού ζητήματος. Όλ’ αυτά επηρεάστηκαν και από τη σχέση της Αλβανίας με την ΕΣΣΔ, (με την Κίνα λιγότερο) και με την πολιτική της διεθνούς απομόνωσης. Σε γενικές γραμμές η Αλβανία για δικούς της εσωτερικούς λόγους προσπάθησε να ενεργοποιήσει το ζήτημα των Αλβανών της πΓΔΜ και του Κοσσυφοπεδίου, χωρίς φτάσει σε ακρότητες, παρά την πίεση που δεχόταν από τις ριζοσπαστικές δυνάμεις αυτών των δημοκρατιών και επαρχιών της Γιουγκοσλαβίας.

Η μετά τον Ψυχρό Πόλεμο περίοδος, ανοίγει την τρίτη χρονική φάση του αλβανικού εθνικού ζητήματος. Η κατάρρευση του καθεστώτος του ΚΕΑ και η άνοδος του Μπερίσα στην προεδρία της χώρας, ανέδειξε το καταπιεσμένο, σύμφωνα με την ρητορεία, αίσθημα των βόρειων Αλβανών και των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου. Ο Μπερίσα, στηριζόμενος στα λόμπυ των Αλβανών μεταναστών του εξωτερικού και σε κάποιες ξένες δυνάμεις (ΗΠΑ, Γερμανία), επανέφερε το εθνικό ζήτημα στο προσκήνιο, είτε με την πολιτική του δράση, είτε με τη στελέχωση του μηχανισμού του με τους βόρειους Αλβανούς και τους συγγενείς τους από το Κοσσυφοπέδιο. Μάλιστα ο νεοεκλεγείς πρόεδρος της χώρας το Μάρτιο του 1992 οργάνωσε διαδήλωση στα Τίρανα με στόχο τη δημόσια διαμαρτυρία για την κατάσταση των Αλβανών στο Κοσσυφοπέδιο. Στην πρωτεύουσα της «μητέρας πατρίδας», ο Μπερίσα δήλωσε ότι «δε θα πάψει ν’ αγωνίζεται για την πραγματοποίηση του μεγάλου ονείρου της συνένωσης του αλβανικού έθνους». Την ίδια περίοδο το αλβανικό κίνημα στο Κοσσυφοπέδιο και στην πΓΔΜ κατευθύνθηκε προς τη ριζοσπαστικοποίηση της δράσης του με την εμφάνιση στρατιωτικών τμημάτων. Ωστόσο η συμφωνία του Νταίυτον άφησε εκτός «ρύθμισης» τα αλβανικά αιτήματα απογοητεύοντας τις δυνάμεις στην Αλβανία, στην πρώην Γιουγκοσλαβία και τη Διασπορά. 

Την αποχώρηση του Μπερίσα από την προεδρία μετά την κατάρρευση των παρατραπεζών («πυραμίδες»), ο οποίες είχαν άμεση σχέση με όλο το φάσμα του οργανωμένου εγκλήματος, το οποίο με τη σειρά του είχε σχέση με τη χρηματοδότηση των πολυποίκιλων ένοπλων αλβανικών ομάδων στις γειτονικές χώρες, ακολούθησε μία μικρή παρένθεση ήπιας διαχείρισης των εθνικών οραμάτων. Η συνάντηση Φατός Νάνο - Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς το 1997 στην Κρήτη, ήταν η έκφραση αυτής της πολιτικής, πολιτική η οποία όμως έτυχε δριμείας κριτικής από τους αλβανικούς πληθυσμούς της Βαλκανικής, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει το επόμενο έτος και να επανέλθουν οι ριζοσπάστες στο προσκήνιο. Η εντεινόμενη δράση των αλβανικών στρατιωτικών σωμάτων στο Κοσσυφοπέδιο συνέπεσε με τη θεωρητική τεκμηρίωση του εθνικού ζητήματος από τη δημοσίευση-πρωτοβουλία της Ακαδημίας Επιστημών των Τιράνων- του κειμένου για το εθνικό ζήτημα. ενός εξαιρετικής σημασίας βιβλίου με τίτλο «Πλατφόρμα για την επίλυση του Αλβανικού Εθνικού ζητήματος» και κατέγραφε την αλβανική οπτική για τη χερσόνησο του Αίμου και τους αλβανικούς πληθυσμούς του χώρου, σκοπεύοντας να το μετατρέψει σε πρόγραμμα δράσης όλων των Αλβανών.

Η Νατοϊκή επέμβαση στο Κοσσυφοπέδιο και οι συγκρούσεις στην πΓΔΜ, έδωσαν τη δυνατότητα στον αλβανικό παράγοντα να εδραιώσει και να υλοποιήσει εν μέρει ξανά, , τις εθνικές του διεκδικήσεις . στο μεν Κοσσυφοπέδιο με την de facto κυριαρχία των Αλβανών, στη δε πΓΔΜ με την αλλαγή της κατάστασης και την ουσιαστική συγκυβέρνηση με το σλαβικό πληθυσμό. Ακολούθησαν τα αιτήματα για παραχώρηση περισσότερων δικαιωμάτων στους Αλβανούς του Μαυροβουνίου και της Ελλάδας, που συμπληρώνουν μαζί με τη νέα αναβαθμισμένη αλβανική θέση στη νότια Σερβία ( Πρέσεβο) τη νέα ολοκληρωμένη προσέγγιση του εθνικού ζητήματος.

Η ενασχόληση με τη χερσόνησο του Αίμου και ιδιαίτερα με τους αλβανικούς πληθυσμούς και το εθνικό τους ζήτημα (θα έπρεπε να) αποτελεί μείζον ερευνητικό πεδίο για την ελληνική επιστημονική κοινότητα και κυρίως για το πολιτικό προσωπικό. Για λόγους που σχετίζονται με τη ψυχροπολεμική αντιπαράθεση, απoκόπηκε από τους Έλληνες η γνώση και η πολιτική, ενώ η έρευνα για τους αλβανικούς πληθυσμούς δεν υπήρξε αντάξια της σημασίας που έχουν για την περιοχή. Η ανάδειξη, συνοπτικώς, ορισμένων πτυχών του αλβανικού εθνικού ζητήματος, θεωρούμε ότι αποτελεί σημαντική συνεισφορά τόσο σε επιστημονικούς κλάδους (διεθνείς σχέσεις, πολιτική και οικονομική επιστήμη, κοινωνιολογία, διπλωματική ιστορία), που σχετίζονται με τη χερσόνησο του Αίμου, όσο και ειδικότερα στην ελληνική κοινωνία και πολιτική. 

Μάλιστα η προσθήκη, στο παράρτημα του βιβλίου, της μετάφρασης -για πρώτη φορά- στην ελληνική γλώσσα του κειμένου της Αλβανικής Ακαδημίας Επιστημών αναφορικά με την «πλατφόρμα για την επίλυση του αλβανικού εθνικού ζητήματος», συμπληρώνει την παρουσίαση του θέματος, δίνοντας ταυτόχρονα την πιο επίσημη άποψη γι΄ αυτό.


Φάνης Μαλκίδης Βιβλιοπαρουσίαση Μαλτέζου Ιωάννα ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ: Γαστρονομία –Ταυτότητα. Κληρονομημένη γνώση. Σαμοθράκη


1. Εισαγωγικά σχόλια
Η Σαμοθράκη αποτελεί ένα από τα τελευταία πραγματικά παρθένα νησιά της Ελλάδας, όπου ο «πολιτισμός της αντιπαροχής και της τουριστικής ανάπτυξης» έκανε την εξαίρεση και δεν κατέστρεψε τη φυσική και αρχιτεκτονική ομορφιά του. Η Σαμοθράκη είναι το νησί με τα κρυστάλλινα νερά των καταρρακτών της, την οργιώδη βλάστηση, τον επιβλητικό όγκο του βουνού της, του Σάος ή Σαώκη, από του οποίου την κορυφή το Φεγγάρι την υψηλότερη κορφή του Αιγαίου, ο Ποσειδώνας παρακολουθούσε την εξέλιξη του Τρωικού πολέμου. Η Ιωάννα Μαλτέζου ενεργό μέλος της Σαμοθρακικής κοινωνίας έγραψε ένα θαυμάσιο από πλευράς περιεχομένου και εξέδωσε ένα πανέμορφο από αισθητικής πλευράς βιβλίο, στο οποίο συμπύκνωσε τη γνώση της για το νησί και τη διατροφική του παράδοση, που συνδέεται με την εσχάτως επαναπροσέγγιση και ανάδειξη του ζητήματος[1]. Η εισαγωγή για την ιστορία του νησιού, οι συνταγές, η μικρή ιστορία που συνοδεύει το κάθε έδεσμα του νησιού, οι πολύ ωραίες φωτογραφίες αποδίδουν με τον καλύτερο τρόπο την ταυτότητα και την πλούσια διατροφική κληρονομιά της Σαμοθράκης. Η οποία μπορεί να είναι ευρύτερα γνωστή για το κατσίκι της, ωστόσο η συγγραφέας κάνει γνωστές στον αναγνώστη και άλλες υπέροχες γεύσεις. Τυροκομικά, μέλι, λάδι, ελιές, ψωμί.

2. Η Σαμοθράκη της ιστορίας και της γαστρονομίας
Η συγγραφέας κατορθώνει να περάσει μέσα από ένα βιβλίο για το διατροφικό πλούτο της Σαμοθράκης- της "πολύδενδρης" του Ομήρου αφού στην εποχή του υπήρχαν 59.000 στρέμματα δάσους- δίνοντας όλη την ιστορία του νησιού, το περιβάλλον, την αρχιτεκτονική και τους ανθρώπους της. Ο μύθος, όπως περιγράφεται από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, λέει ότι η κόρη του Άτλαντα Ηλέκτρα έπεσε σε θαλασσοταραχή στη διάρκεια ενός ταξιδιού της. Προσευχήθηκε στη Μεγάλη Θεά, την Μητέρα των Βράχων, η προσευχή της εισακούστηκε και η Θεά την οδήγησε σε ένα νησί, μικρό και ακατοίκητο. Η Ηλέκτρα έστησε βωμούς και ονόμασε το νησί "Σαμοθράκη", δηλ. το Ιερό Νησί. Το νησί καθιερώθηκε ως "άσυλο", η Μεγάλη Θεά ευχαριστήθηκε και εγκατέστησε στο νησί ως κατοίκους τους γιους της "Κορύβαντες", οι οποίοι ανέλαβαν να διδάξουν τα Μυστήρια.
Το νησί φαίνεται να κατοικείται από την προϊστορική εποχή, οι πρώτοι κάτοικοι του σε οργανωμένη κοινότητα πιστεύεται ότι ήταν στην περιοχή που σήμερα ονομάζεται Μικρό Βουνί, στα μέσα της 5ης ως τα μέσα της 2ης π.Χ. χιλιετίας.
Πιστεύεται ότι την εποχή της ύστερης Χαλκοκρατίας και της πρώιμης εποχής του σιδήρου ο οικισμός εγκαταλείφθηκε και δημιουργήθηκαν οικισμοί σε διάφορα άλλα μέρη μακριά από τα παράλια. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ως πρώτους κατοίκους του νησιού τους Πελασγούς, πριν από αυτούς όμως κατοικούν το νησί οι Θράκες για το διάστημα από την εποχή του Σιδήρου μέχρι την εποχή του Χαλκούκαι έθεσαν το Ιερό των Μεγάλων Θεών υπό την προστασία τους. Η θέση της Σαμοθράκης είναι σημαντική για τις επικοινωνίες τόσο με τη Θράκη όσο και με τα παράλια της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Μεσογείου γενικότερα. Τα ευρήματα δείχνουν ότι οι επικοινωνίες και το εμπόριο με τις Κυκλάδες, την Κρήτη και τους Μίνωες, τα παράλια της Θράκης και της Τρωάδας είχαν αναπτυχθεί από νωρίς.
Γύρω στο 700 π.Χ. εγκαθίστανται στο νησί Αιολείς δίπλα από ένα προελληνικό ιερό των μυστηρίων. Φροντίζουν να επεκτείνουν το χώρο του ιερού των Μεγάλων Θεών χτίζουν, την πόλη Σαμοθράκη και την περιβάλλουν με εντυπωσιακά τείχη (6ος αιώνας π.Χ.) που φτάνουν μέχρι το πιο ψηλό και απόκρημνο σημείο του οικισμού, όπου βρίσκονταν η ακρόπολη. Κοντά στο σημείο που χτίστηκε η πόλη σχηματίζεται ένα μικρό φυσικό λιμάνι, κατάλληλο για τον πολεμικό στόλο της πόλης-κράτους. Δημιουργούνται επαφές με τις απέναντι Θρακικές πόλεις και από τη Σάλη (σημερινή Αλεξανδρούπολη) μέχρι την πατρίδα του Δημόκριτου Άβδηρα είναι η περιοχή των «Σαμοθραείκειων τειχών».
Οι Πέρσες καταλαμβάνουν το νησί μεταξύ 491 και 480 π.Χ.. Τον 5ο π.Χ. οι Αθηναίοι εντάσσουν τη Σαμοθράκη στην Αθηναϊκή Συμμαχία, ενώ οι Σπαρτιάτες θέτουν τη Σαμοθράκη κάτω από την κηδεμονία τους μετά τη νίκη τους στο Πελοποννησιακό πόλεμο.
Στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια αναπτύσσεται ραγδαία το Ιερό των Μεγάλων Θεών και η λατρεία τους αποκτά διεθνή χαρακτήρα. Οι Μακεδόνες και οι Αιγύπτιοι αναβαθμίζουν το ιερό και το πλουτίζουν με αναθήματα και αρχιτεκτονικά έργα, μεταξύ άλλων το Αρσινόειο, που θεωρείται το μεγαλύτερο κλειστό κυκλικό οικοδόμημα της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Στην κοινωνική οργάνωση της εποχής αναφέρεται ο βασιλικός θεσμός, η Βουλή, η Εκκλησία του Δήμου και το ιερατείο με σημαντική επιρροή και πλούτο. Στην Ρωμαϊκή εποχή το νησί θεωρείται ιερό και το Τέμενος των Μεγάλων Θεών άσυλο, ενώ η λατρεία των Μεγάλων Θεών στη Σαμοθράκη θα γνωρίσει παρακμή τον 3ο - 4ο μ.Χ. αιώνα. Η αχρήστευση του λιμανιού και θρησκευτικοί λόγοι οδηγούν σε μεγαλύτερη παρακμή μέχρι τον 8 μ. Χ. αιώνα. Τον 15ο αιώνα ο πληθυσμός λόγω των πειρατικών επιθέσεων εγκαταλείπει πλήρως τα παράλια και συγκεντρώνεται στο εσωτερικό του νησιού, στη Χώρα. Το νησί χρόνια πέρασε στην κυριαρχία του Γενοβέζου άρχοντα Γατιλούζι (1430), κατακτήθηκε από τους Τoύρκους (1457), καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς την 1η Σεπτεμβρίου του 1821 και απελευθερώθηκε μαζί με τα άλλα νησιά ου βορείου Αιγαίου από τον ελληνικό στόλο που μεγαλούργησε στους Βαλκανικούς πολέμους.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950 το νησί έχει σημαντικό αριθμό κατοίκων και είναι σχεδόν αυτόνομο. Από τότε, όμως, αρχίζει και το μεταναστευτικό ρεύμα[2] όπως και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και μεγάλος αριθμός κατοίκων εγκαταλείπει το νησί για την Αλεξανδρούπολη και τη Γερμανία. Μάλιστα το 1973 το κρατίδιο της Βάδης –Βυτεμβέργης (Στουτγάρδη) της δυτικοευρωπαϊκής αυτής χώρας έφτασε να έχει περισσότερους Σαμοθρακίτες παρά Θεσσαλονικείς[3]. Ότι δεν μπόρεσε να καταστρέψει στην κοινωνία και τη δημογραφία η σκληρή βουλγαρική κατοχή το άλωσε η μετανάστευση μέσα σε δέκα χρόνια.
Η συγγραφέας πετυχαίνει να αποδώσει μέσα από το ιστορικό πλαίσιο και το φυσικό και δομημένο περιβάλλον, την πλούσια παράδοση του νησιού, την βιοποικιλότητα, που διαμορφώνεται εδώ και αιώνες μέσα από την αρμονική συμβίωση μικρο-οργανισμών, φυτών, ζώων και ανθρώπων.
Η χτισμένη αμφιθεατρικά, ανάμεσα στις πλαγιές του όρους Σάος, με τα διώροφα σπίτια με τις κεραμοσκεπές και τα πλακόστρωτα στενά πρωτεύουσα Χώρα, θυμίζει περισσότερο ένα καλοσχεδιασμένο κοίλο θεάτρου, παρά μια συνηθισμένη νησιωτική πρωτεύουσα. Εκεί στη Χώρα συναντώνται πολλές μορφές της γαστρονομίας της Σαμοθράκης. Το βιβλίο μας δίνει και άλλες στιγμές της ιστορίας του νησιού.
Οι Άγιοι του νησιού "Πέντε Νεομάρτυρες της Σαμοθράκης", οι Βυζαντινοί, οι Γενοβέζοι Γατελούζοι, οι παραδοσιακοί φούρνοι, οι «κεχαγιάδες», η Παναγία η Κρεμνιώτισσα, όπου και ένα μεγάλο πανηγύρι με φαγητά και ποτά, αποτελούν μέρος αυτής της κληρονομημένης γνώσης. Μαζί και η Παλιάπολη, το αρχαϊκό και ελληνιστικό κέντρο του νησιού όπου σώζονται τα ερείπια της Αρχαίας Πόλης και του Ιερού των Μεγάλων Θεών, εκεί που γίνονταν τα Καβείρια Μυστήρια, εφάμιλλα των Ελευσινίων, με σκοπό την εξασφάλιση της μεταθανάτιας ζωής, η Νίκης της Σαμοθράκης που βρίσκεται σχεδόν δύο αιώνες στο Λούβρο, οι εξοχές των Σαμοθρακιτών. Τα Θέρμα των ιαματικών θειούχων πηγών, η Γριά Βάθρα με τους καταρράκτες, το ρέμα του Φονιά, οι θαλάσσιες σπηλιές, η Άνω Μεριά, τα εξωτικής ομορφιάς μέρη, εκεί που γινόταν και συνεχίζει να γίνεται η κουρά των αμέτρητων και νοστιμότατων όπως πουθενά αλλού στην Ελλάδα κατσικιών, «η άπειρη ησυχία του νησιού αυτού, σα να ακούγεται τώρα η αιωνιότητα να περνά", της Σαμοθράκης του Ίωνα Δραγούμη[4].
Το βιβλίο για τη Σαμοθράκη της Ιωάννας Μαλτέζου δίνει την ευκαιρία στον αναγνώστη να γίνει κοινωνός της υπέροχης διατροφικής παράδοσης του νησιού, αλλά και τη δυνατότητα να γνωρίσει το περιβάλλον που δημιούργησε αυτά τα θαύματα της Σαμοθρακίτικης κουζίνας. Τα δάση με τα πλατάνια, τις καστανιές, τους θάμνους μακκί, τις κουμαριές και τις γλιστροκουμαριές («αντραχλιές»[5]), τη ρίγανη και το θυμάρι. Τα παράλια με τα υλικά και τις παραδόσεις που κατεβάζουν τα ποτάμια και οι πηγές στη θάλασσα, οι υγρότοποι και τα δάση από πλατάνια και σκλήθρα[6]. Τα 21 σπάνια είδη φυτών, τα 14 από τα οποία είναι ενδημικά και φύονται αποκλειστικά στο νησί, τα θηλαστικά, οι σκαντζόχοιροι, τα κουνάβια, οι λαγοί, οι φώκιες, τα δελφίνια, ο μικροτυφλοπόντικας (η «ασκάλπα» των ντόπιων). Οι αγροτικές εκτάσεις όπου καλλιεργούνται σιτάρι, κριθάρι, οι αμέτρητοι ελαιώνες, οι αμπελοκαλλιέργειες, το μέλι, και τα περιβόλια στα «Θέρμα» με αμύγδαλα, κεράσια, ροδάκινα, δαμάσκηνα, σύκα, πραούστια και αχλάδια. Η κυρίαρχη κτηνοτροφία με τα 70.000 (;) κατσίκια που βόσκουν αμέριμνα και αδέσποτα, σκαρφαλώνοντας σε απόκρημνες πλαγιές και γκρεμούς αναπτύσσοντας εξαιρετική ευφυΐα προς αναζήτηση τροφής τους.


3. Συμπερασματικά
Μπορεί η τουριστική ανάπτυξη στη Σαμοθράκη να παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια χαρακτηριστικά άναρχης δόμησης και κιτς, που δεν έχουν καμία απολύτως συμβατότητα με το μοναδικό φυσικό περιβάλλον, ωστόσο η ισχυρή παράδοση και οι μοναδικοί άνθρωποί της είναι η εγγύηση ότι το νησί δε θα καταστραφεί, ότι δε θα παραδοθεί σε κανένα «μεγάλο» που θα θελήσει να την «αναπτύξει».
Η κατάθεση της Ιωάννας Μαλτέζου με το βιβλίο της για τη Σαμοθράκη και τη γαστρονομία της αποτελεί ένα γραπτό δείγμα αυτής γνώσης, της κουλτούρας και της αντίστασης που δείχνουν οι Σαμοθρακίτες απέναντι στο άσχημο και τα διατροφικά σκουπίδια. Τέτοιες γραπτές παρεμβάσεις όπως το βιβλίο της Μαλτέζου αποτελούν σημαντική συμβολή στην ανάδειξη της ιστορικής, πολιτισμικής και περιβαλλοντικής αξίας της Σαμοθράκης και συνιστούν περιουσιακό στοιχείο κληρονομιάς, το οποίο οφείλουμε να παραδώσουμε αλώβητο στις επόμενες γενιές.

Σύλλογος Ποντίων Φοιτητών Νομού Αττικής


Μάϊος 2004. Τέσσερις σπουδαστές του Τ.Ε.Ι. Πειραιά, πόντιοι στην καταγωγή, αισθανόμενοι την ανάγκη για να ακουστεί η ποντιακή φωνή όχι μόνο στο χώρο του Τ.Ε.Ι. Πειραιά αλλά και σε κάθε πανεπιστημιακό ίδρυμα της Αθήνας πραγματοποιούν στις 19 Μαΐου 2004, και με την παρότρυνση και βοήθεια του τότε πόντιου Προέδρου του Τ.Ε.Ι. Πειραιά κ. Λ. Βρυζίδη, μία εκδήλωση αφιερωμένη στη 19η Μαΐου, Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού.Η επιτυχία της πρώτης εκδήλωσης και η ανταπόκριση στο κάλεσμα των πόντιων φοιτητών να γίνει γνωστό το ποντιακό ζήτημα και να ακουστεί η ποντιακή φωνή και σε πανεπιστημιακό επίπεδο ώθησε τους σπουδαστές αυτούς, μαζί και με τη βοήθεια άλλων φοιτητών, να δημιουργηθεί ο Σύλλογος Ποντίων Φοιτητών Ν. Αττικής.Έχοντας ως στόχους την Ιστορική Δικαίωση του Ποντιακού Ελληνισμού,τη Διεθνή Αναγνώριση της Ποντιακής Γενοκτονίας, τη διατήρηση και διάδοση της Ποντιακής διαλέκτου και γλωσσολογική μελέτη της σε Πανεπιστημιακό επίπεδο αλλά και την προώθηση των ζωντανών στοιχείων της παράδοσης στην ευρύτερη σύγχρονη ελληνική κοινωνία οι πόντιοι φοιτητές από την Αθήνα μας τόνισαν ότι ύστερα από την ενασχόληση τους ως νέοι με την παράδοση του ποντιακού ελληνισμού θεώρησαν χρέος να διασώσουν και να διατηρήσουν την ξεχωριστή αυτή πολιτιστική κληρονομιά που άφησε αυτός ο λαός.Ο Σύλλογος ο οποίος βρίσκεται ακόμα στα πρώτα του βήματα έχει καταφέρει ήδη αρκετά. Αριθμεί τα 100 περίπου μέλη, έχει πραγματοποιήσει μέχρι τώρα 4 εκδηλώσεις αφιερωμένες στη 19η Μαΐου αφιερώνοντας χρόνο σε αυτές σε ομιλίες από καθηγητές – ιστορικούς, προβολές βίντεο και φωτογραφιών αλλά και μουσικά αφιερώματα. Έχει εκδώσει ένα ημερολόγιο με ποντιακές συνταγές και λίγα λόγια για τις δραστηριότητες των ποντίων σε κάθε μήνα.


Ακολουθεί ένας τόμος - βιβλίο αφιερωμένος στη γενοκτονία ο οποίος πραγματοποιείται υπό την καθοδήγηση του λέκτορα του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης κ. Θ. Μαλκίδη και ο οποίος έχει μεταφραστεί και στα αγγλικά δίνοντας έτσι διεθνή διάσταση στο ζήτημα της γενοκτονίας και την προώθηση του σε διεθνές περιβάλλον.


Θα ακολουθήσει ένα βιβλίο για τη γαστρονομία του Πόντου και στόχος είναι η έκδοση βιβλίων με θεματολογία από τον Πόντο.Έχοντας συνεχή ενημέρωση και επικοινωνία και με άλλους συλλόγους, παρακολουθούν τις εκδηλώσεις και τις προσπάθειες που γίνονται στον ποντιακό χώρο και συμμετέχουν σε αυτές. Μέλη του Συλλόγου Ποντίων Φοιτητών Ν. Αττικής συμμετείχαν τόσο στην 3η Πανελλήνια Συνάντηση Ποντιακής Νεολαίας που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα όσο και στην 4η Πανελλήνια Συνάντηση Ποντιακής Νεολαίας που πραγματοποιήθηκε στην Καβάλα αλλά και στο 3ο και 4ο Πανελλαδικό Φεστιβάλ Ποντιακών Χορών που έγινε στη Λάρισα και στην Αθήνα αντίστοιχα.


Μάλιστα μέλη του Συλλόγου συμμετέχουν τόσο στις Περιφερειακές Επιτροπές Νεολαίας όσο και στη Συντονιστική Επιτροπή Νεολαίας της Π.Ο.Ε.Όπως μας τόνισαν υποχρέωση όλων των νέων, που έχουν έστω και μία σταγόνα αίματος ποντιακή, θα είναι να βαδίσουμε στο δρόμο που χάραξαν οι πρόγονοι μας, με απόλυτο σεβασμό στην ιστορία και την παράδοση, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια για την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης στην Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο.


Σύλλογος Ποντίων Φοιτητών Ν. ΑττικήςΠ. Ράλλη & Θηβών 250Τ.Κ. 12244

ΑιγάλεωΤηλ. & Fax 2105381468

www.e-pontos.euinfo@e-pontos.eu

Τηλ. επικοινωνίας:Κυριλλίδης Μίλτος-6944527731 Σαντσαρίδου Αναστασία-6973047571