Σελίδες

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Ο Άγιος Ιωάννης Γ' Δούκας Βατάτζης ο Ελεήμων

Μνήμη του Αγίου Ιωάννη Γ΄Δούκα Βατάτζη του Ελεήμονος



Ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης (Διδυμότειχο 1193 - Νυμφαίο 3 Νοεμβρίου 1254) ήταν ο δεύτερος αυτοκράτορας της Νικαίας (1222-1254), διάδοχος και γαμπρός του Θεοδώρου Α΄ Λάσκαρη. Συνετός κυβερνήτης και ικανός στρατιωτικός, υπήρξε συνεχιστής του έργου του προκατόχου του πετυχαίνοντας να υπερδιπλασιάσει τις κτήσεις που παρέλαβε και να ανορθώσει κοινωνικά και οικονομικά το κράτος, θέτοντας τις βάσεις για την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Η τριανταδιάχρονη βασιλεία του χαρακτηρίζεται από συνεχή πρόοδο σε όλους τους τομείς της ζωής τής εξόριστης αυτοκρατορίας. Αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του αναγνωρίστηκε ως Άγιος και η μνήμη του ετιμάτο με ιδιαίτερη ευλάβεια από τους μικρασιατικούς πληθυσμούς μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα.


Γεννήθηκε στο Διδυμότειχο της Θράκης το 1193. Παρόλο που από τα μέσα του 12ου αιώνα αρκετές επιφανείς προσωπικότητες του Βυζαντίου (κυρίως στρατιωτικοί) φέρουν το επώνυμο Βατάτζης, δεν μπορεί να ανασυντεθεί με ακρίβεια το γενεαλογικό του δένδρο. Κάποιες πηγές τον θέλουν γιο του στρατηγού Βασιλείου Βατάτζη και κάποιας ανεψιάς των αυτοκρατόρων Ισαάκιου Β΄ Αγγέλου και Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου, της οποίας το όνομα δεν μας διασώζεται. Αλλού πάλι φέρεται ως εγγονός του Κωνσταντίνου Βατάτζη, στρατοπεδάρχη του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1148). Όλες αυτές οι πληροφορίες ελέγχονται για την ακρίβειά τους καθώς προέρχονται, κατά ένα μεγάλο μέρος, από συναξάρια που γράφτηκαν αρκετούς αιώνες μετά την εποχή του και σε πολλές περιπτώσεις συγχέουν τον βίο του Ιωάννη με γεγονότα που συνέβησαν κατά τη βασιλεία του Θεοδώρου Α΄ Λάσκαρη.[1] Πάντως, είχε προγόνους και στην περίφημη οικογένεια των Δουκών, ενώ αδελφός του ήταν ο περίφημος σεβαστοκράτωρ Ισαάκιος Δούκας.


Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας βρέθηκε στην Νίκαια, προφανώς ακολουθώντας το ρεύμα μετανάστευσης από τις λατινοκρατούμενες προς τις υπό βυζαντινό έλεγχο περιοχές. Εκεί, οι αρετές του αλλά και η ευγενική του καταγωγή εκτιμήθηκαν από τον Θεόδωρο Α΄, ο οποίος τίμησε τον νεαρό Ιωάννη με το αξίωμα του πρωτοβεστιάριου (επικεφαλής του πρώτου τμήματος της αυτοκρατορικής φρουράς). Τέλος, ελλείψει άρρενος διαδόχου, ο Θεόδωρος επέλεξε τον Ιωάννη ως διάδοχό του δίδοντάς του την κόρη του Ειρήνη ως σύζυγό του.


Η άνοδος του Ιωάννη στον θρόνο της Νικαίας δεν βρήκε σύμφωνους τους αδερφούς του Θεοδώρου, Ισαάκιο και Αλέξιο Λάσκαρη. Δυσαρεστημένοι, κατέφυγαν στην αυλή του Λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Ροβέρτου Β΄ ντε Κουρτεναί ζητώντας βοήθεια για την ανατροπή του Ιωάννη. Μάλιστα προς επισφράγιση της συμμαχίας τους, τού πρόσφεραν το χέρι της ανηψιάς τους, κόρης του Θεοδώρου, Ευδοκίας, την οποία είχαν απαγάγει και φέρει μαζί τους στην Κωνσταντινούπολη. Το συνοικέσιο μάλλον δεν ευόδωσε αλλά ο Ροβέρτος βοήθησε τους αδερφούς Λάσκαρη να στρατολογήσουν μισθοφόρους όπως επίσης και προσφέροντάς τους στρατό.

Οι εχθροπραξίες ξεκίνησαν στις αρχές του 1223 όταν ο φραγκικός στρατός των Λασκαριδών διεκπεραιώθηκε στην Βιθυνία. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στο Ποιμανηνό το επόμενο έτος, όπου ο στρατός του Βατάτζη, με τον ίδιο επικεφαλής, συνέτριψε τους αντιπάλους. Πρόκειται για μεγάλης σπουδαιότητας νίκη: οι Φράγκοι έχασαν τις περισσότερες μικρασιατικές κτίσεις τους, προς όφελος της Νικαίας, εξαιρουμένων των παραλίων απέναντι από την Πόλη και την Νικομήδεια, η δε εξασθένισή τους λόγω της καταστροφής μεγάλου τμήματος του στρατού τους, έκανε τον Ιωάννη ακόμα τολμηρότερο. Πράγματι ο αυτοκράτορας της Νίκαιας μετέφερε τον πόλεμο στα ευρωπαϊκά λατινοκρατούμενα εδάφη καθώς και στα απέναντι των παραλίων της Μικράς Ασίας νησιά του Αιγαίου. Με τη βοήθεια στόλου που ναυπηγήθηκε κοντά στην Λάμψακο (απ’ όπου εξεδιώχθησαν οι Ενετοί) τα στρατεύματα του Βατάτζη διέσχισαν τον Ελλήσποντο και κυρίευσαν αρκετές πόλεις της Θράκης, ενώ οι Λατίνοι περιορίστηκαν πίσω από τα τείχη της Πόλης, μη δυνάμενοι να υπερασπίσουν τις κτίσεις τους. Από τα νησιά του Αιγαίου κατελήφθησαν η Χίος, η Λέσβος, η Σάμος, η Ικαρία, η Κως και άλλα μικρότερα. Το σημαντικό νησί της Ρόδου, καθώς και άλλα των Δωδεκανήσων, εκυβερνάτο από τον βυζαντινό άρχοντα Λέοντα Γαβαλά, ο οποίος, κατόπιν αρκετών αμφίρροπων εχθροπραξιών, δέχτηκε εν τέλει την επικυριαρχία του Βατάτζη (1233).

Ενώ όμως όλα έβαιναν καλώς για το κράτος της Νίκαιας, και ενώ ο Ιωάννης είχε ξεκινήσει τη βασιλεία του με τόσο καλούς οιωνούς, άρχισε να εξυφαίνεται στην Νίκαια συνομωσία κατά του αυτοκράτορα. Επικεφαλής των συνομωτών, που θέλησαν να εκμεταλλευτούν την απουσία του αυτοκράτορα, ήταν ο εξάδελφος και στενός συνεργάτης του, Ανδρόνικος Νέστογγος. Ο Ιωάννης, όμως, πληροφορήθηκε εγκαίρως τα περί συνομωσίας και εγκαταλείποντας τις επιχειρήσεις, επέστρεψε ταχέως στην Νίκαια σώζοντας έτσι τον θρόνο του. Ωστόσο μέχρι το 1235 δεν επιχείρησε να ηγηθεί προσωπικά στρατιωτικών επιχειρήσεων για την επέκταση των συνόρων, έχοντας ως πρώτιστο σκοπό την εδραίωση της θέσης του και την ρύθμιση εσωτερικών ζητημάτων.

Οι σχέσεις με τους Βυζαντινούς της ΗπείρουΣτον αντίποδα της μικρασιατικής αυτοκρατορίας είχε δημιουργηθεί το Δεσποτάτο της Ηπείρου, το οποίο ενσάρκωνε τις ελπίδες των Βυζαντινών της Βαλκανικής χερσονήσου για την αποτίναξη του λατινικού όσο και του βουλγαρικού ζυγού. Το Δεσποτάτο, με πρωτεύουσα την Άρτα, περιλάμβανε τμήματα της σημερινής Αλβανίας, Δυτικής Ελλάδας (Ήπειρος, Δυτ. Μακεδονία, Δυτ. Στερεά). Σύντομα, υπό την ηγεσία του ικανού, θυελλώδους όσο και τυχοδιώκτη Θεοδώρου Δούκα Αγγέλου, ακολούθησε επεκτατική πολιτική καταλαμβάνοντας το 1223 την Θεσσαλονίκη καθώς και μεγάλα τμήματα της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Θράκης. Φαινόταν λοιπόν, ότι η Ήπειρος θα πετύχαινε την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας. Το 1227 μάλιστα ο μονάρχης της Ηπείρου εγκατέλειψε τον τίτλο του Δεσπότη και στέφθηκε αυτοκράτορας στην Θεσσαλονίκη.

Επίσης, ο βασιλέας των Βουλγάρων Ιωάννης Β΄ Ασάν (1218-1241) διεκδικούσε κι αυτός τον αυτοκρατορικό τίτλο φέροντας την προσωνυμία «αυτοκράτωρ Βουλγάρων και Ρωμαίων».

Μέσα σ’ αυτόν τον γεμάτο αυτοκράτορες[2] βυζαντινό κόσμο, ο Ιωάννης Βατάτζης έπρεπε να υπερασπιστεί τον αυτοκρατορικό τίτλο που είχε κληρονομήσει από τον προκάτοχό του. Η πρώτη σύγκρουση με το Δεσποτάτο της Ηπείρου ήρθε το 1225 για την κατοχή της Αδριανούπολης. Οι κάτοικοι της πόλης έστειλαν πρεσβεία στον Βατάτζη ζητώντας του να στείλει δυνάμεις για την εκδίωξη την φραγκικής φρουράς. Ο τελευταίος άδραξε την ευκαιρία και το απόσπασμα που έστειλε κατέλαβε αναίμακτα την πόλη. Επίσης αναίμακτα αποχώρησαν, όταν ο Θεόδωρος Δούκας, ευρισκόμενος στην Θράκη, έσπευσε με τον στρατό του να εκδιώξει την μικρασιατική φρουρά. Κατά τη στιγμή της παράδοσης, ο διοικητής των Νικαέων Ιωάννης Καμμύτζης δεν αφίππευσε, ούτε προσκύνησε τον Θεόδωρο μη αναγνωρίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο άλλον αυτοκράτορα Ρωμαίων, πέραν του Βατάτζη. Τα πνεύματα οξύνθηκαν (ο Θεόδωρος λίγο έλλειψε να προβεί σε χειροδικία εναντίον του Καμμύτζη) αλλά τελικά δεν δόθηκε συνέχεια. Το γεγονός αυτό είναι χαρακτηριστικό της έντονης ιδεολογικής αντιπαράθεσης μεταξύ Ηπείρου και Νικαίας. Μάλιστα, ο Καμμύτζης για την πράξη αυτή, τιμήθηκε με αξιώματα από τον Βατάτζη, κατά την επιστροφή του στη Νίκαια, αφού έδειξε στους κατοίκους της Θράκης ότι μόνον ο μονάρχης της Νικαίας ήταν ο γνήσιος «αυτοκράτωρ Ρωμαίων».

Το Δεσποτάτο της Ηπείρου από το 1205 έως το 1230 (μάχη της Κλοκότνιτζα). Με το ανοιχτό πράσινο συμειώνονται οι κατακτήσεις τού Θεοδώρου Δούκα Αγγέλου (1215-1230).Ασχολούμενος με εσωτερικά θέματα, όπως προαναφέρθηκε, και με στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Αιγαίο, ο Ιωάννης δεν αντέδρασε σθεναρά στην απώλεια της Αδριανούπολης. Απέστειλε πρεσβεία με τον πατριάρχη Γερμανό Β΄ (1222-1240) στον Θεόδωρο (μετά την στέψη του τελευταίου) απαιτώντας να αποποιηθεί τον τίτλο του αυτοκράτορα και να δεχθεί αυτόν του δεσπότη, κυβερνώντας ανενόχλητος τα εδάφη του υπό την τυπική επικυριαρχία της Νίκαιας. Ωστόσο και πάλι δεν προχώρησε σε ουσιαστικές ενέργειες εναντίον του Θεοδώρου όταν εκείνος απέρριψε τις προτάσεις του. Και αυτό επειδή είχε να αντιμετωπίσει νέα εισβολή των Φράγκων της Πόλης, που υπό την ηγεσία του νέου τους αυτοκράτορα, του ηλικιωμένου όσο και ιπποτικού Ιωάννη Βριέννου (de Brienne) προσπάθησαν να ανακαταλάβουν τα μικρασιατικά εδάφη που είχαν χάσει μετά την μάχη στο Ποιμανηνό. Τελικά οι Φράγκοι εκδιώχθηκαν, ενώ οι βλέψεις της Ηπείρου εξανεμίστηκαν μετά τη μάχη της Κλοκοτνίτσα ή Κλοκοτινίτζα, κατά την οποία ο Ιωάννης Ασάν συνέτριψε τον στρατό του Θεοδώρου Δούκα. Στον θρόνο της Θεσσαλονίκης ανήλθε ο αδελφός του Θεοδώρου και γαμπρός τού Ασάν, Μανουήλ, ο οποίος εξακολουθούσε να φέρει τα αυτοκρατορικά διάσημα μολονότι ήταν ουσιαστικά υποτελής τού πεθερού του.

Ο ισχυρότερος, πλέον, άνδρας της Βαλκανικής ήταν ο Βούλγαρος ηγεμόνας και ο Βατάτζης έσπευσε να συμμαχήσει μαζί του. Η συμμαχία επισφραγίστηκε, κατά το έθος της εποχής, με τον γάμο τού γιου τού Βατάτζη, Θεοδώρου, με την κόρη του Ασάν Ελένη. Μετά την υπογραφή των συμφωνιών, οι δύο σύμμαχοι ξεκίνησαν εκστρατείες στην Θράκη. Αμφότεροι έφτασαν μέχρι τα τείχη της Κωνσταντινούπολης την οποία και πολιόρκησαν από κοινού το 1235 και το 1236, χωρίς όμως επιτυχία. Η επέμβαση Βενετών και Φράγκων της Πελοποννήσου αντίστοιχα απέτρεψε την πτώση της Πόλης. Είχε γίνει όμως σαφές ότι η πτώση της λατινοκρατούμενης Κωνσταντινούπολης δεν ήταν παρά θέμα χρόνου. Ο ίδιος ο Πάπας αφόρισε τον Ασάν,[3] απαίτησε από τον βασιλέα της Νίκαιας να σταματήσει τις εχθροπραξίες και κάλεσε τους ηγεμόνες της Δύσης να συνδράμουν με στρατεύματα τούς εν τη Πόλει ομοεθνείς τους. Τότε, ο ηγεμόνας των Βουλγάρων αποκήρυξε τη συμμαχία του με τον Βατάτζη, αντιλαμβανόμενος ότι ο σύμμαχός του ωφελείται πολύ περισσότερο από τον ίδιο. Επεδίωξε, μάλιστα, και πέτυχε να προσεταιριστεί τους Λατίνους της Πόλης, με την ελπίδα να γίνει κύριός της κατόπιν κάποιου διακανονισμού ή συνοικεσίου. Τελικά, εξ αιτίας αστάθμητων παραγόντων,[4] η συμμαχία Βουλγάρων και Φράγκων δεν ευόδωσε. Εγκαταλείποντας τις κοινές με τους Λατίνους επιχειρήσεις, ο Ιωάννης Ασάν ανανέωσε τις συνθήκες και τις συμφωνίες με τον Βατάτζη. Το 1241 ο Βούλγαρος ηγεμόνας απεβίωσε, αφήνοντας στον θρόνο τον δεκαετή γιο του, Καλλιμάν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αυτοκρατορία της Νίκαιας απαλλάχθηκε από έναν επικίνδυνο και ικανό αντίπαλο και ο Βατάτζης έστρεψε την προσοχή του στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Ήθελε να στερεώσει τις ευρωπαϊκές κτίσεις του πριν δώσει το οριστικό χτύπημα στην παραπαίουσα Κωνσταντινούπολη.

 Εν τω μεταξύ, τα πράγματα στην αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης εξελίχτηκαν ως εξής: ο Θεόδωρος Δούκας, μετά τη μάχη της Κλοκότνιτζα, κατέστη αιχμάλωτος του Ιωάννη Ασάν. Μερικά χρόνια αργότερα, συνελήφθη να συνωμοτεί εναντίον του τελευταίου και τιμωρήθηκε με την ποινή της τύφλωσης. Τον θρόνο της Θεσσαλονίκης είχε καταλάβει ο Μανουήλ, αδερφός του τυφλού Θεοδώρου και την Ήπειρο ο Μιχαήλ Β' Κομνηνός Δούκας, ανηψιός του τελευταίου. Όταν ο Ιωάννης Ασάν χήρεψε, ο Θεόδωρος του πρόσφερε την κόρη του. Έτσι, κατάφερε τελικά να αφεθεί ελεύθερος. Μπήκε κρυφά στην Θεσσαλονίκη όπου ανέτρεψε τον αδερφό του, Μανουήλ, και ανέβασε στον θρόνο τον γιο του, Ιωάννη. Ο Μανουήλ κατέφυγε αρχικά στους Σελτζούκους του Ικονίου και κατόπιν στην Νίκαια. Υποσχέθηκε στον Βατάτζη ότι αν τον συνέδραμε ώστε να καταλάβει την συμβασιλεύουσα, θα την κυβερνούσε υπό την επικυριαρχία του. Όντως, ο αυτοκράτορας του έδωσε στρατό και στόλο και ο Μανουήλ απέπλευσε για την Ελλάδα. Αποβιβάστηκε στην Θεσσαλία, στον Παγασητικό το 1239. Χρησιμοποιώντας τον στρατό του ως μέσω πίεσης και χωρίς να πραγματοποιηθούν στρατιωτικές επιχειρήσεις, κατάφερε να γίνει διανομή των εδαφών του Βασιλείου της Θεσσαλονίκης. Ο ίδιος έλαβε την Θεσσαλία, ο αδερφός του, Θεόδωρος τη δυτική Μακεδονία και ο Ιωάννης παρέμεινε στην Θεσσαλονίκη.

Δύο χρόνια αργότερα, απεβίωσαν ο Μανουήλ και ο Ιωάννης Β΄ Ασάν, αφήνοντας τον Θεόδωρο (που ουσιαστικά κινούσε τα νήματα πίσω από τον Ιωάννη της Θεσσαλονίκης) και τον Μιχαήλ Β΄ της Ηπείρου κυριάρχους στην νότια Βαλκανική. Με τον θάνατο του Μανουήλ, ο Βατάτζης βρήκε το κατάλληλο πρόσχημα για να διεκδικήσει ενεργά την υποταγή της περιοχής. Πρώτη ενέργειά του ήταν ο αφοπλισμός του ενεργητικού και πανούργου Θεοδώρου. Το πέτυχε με έναν ειρηνικό και “έντιμο” τρόπο: προσκάλεσε τον Θεόδωρο στην Νίκαια όπου τον υποδέχτηκε με τιμές. Όταν όμως αυτός ετοιμάστηκε να επιστρέψει στην Μακεδονία… πληροφορήθηκε ότι ήταν αιχμάλωτος.

Την άνοιξη του 1242, ο αυτοκράτορας εκστράτευσε κατά της Θεσσαλονίκης με στρατό και στόλο. Δεν πολιόρκησε την πόλη, αλλά απέσπασε όρκο υποταγής από τον συνονόματό του κυβερνήτη της και γύρισε εσπευσμένα στην Μικρά Ασία. Αιτία της αιφνίδιας διακοπής των επιχειρήσεων ήταν η εμφάνιση των μογγολικών ορδών που σάρωσαν την ανατολική Μ. Ασία καθιστώντας υποτελείς τους Σελτζούκους Τούρκους και τους Βυζαντινούς της Τραπεζούντας. Μπροστά στον κοινό κίνδυνο η Νίκαια και οι Σελτζούκοι συμμάχησαν. Η τύχη όμως ευνόησε ακόμα μια φορά τον Ιωάννη. Οι Μογγόλοι εγκατέλειψαν ξαφνικά την περιοχή, λόγω εσωτερικών προβλημάτων, αφήνοντας αλώβητο το κράτος της Νίκαιας και αρκούμενοι σε έναν φόρο υποτελείας από τον Βατάτζη. Έτσι ακολούθησε μια περίοδος ανάπαυλας καθώς όλα τα γύρω κράτη ήταν εξασθενημένα (Ικόνιο, Λατινική Κωνσταντινούπολη, Βουλγαρία) ή υποτελή (Θεσσαλονίκη) στον Βατάτζη.

Το 1246 βρέθηκε στην Θράκη, όπου επιθεωρούσε τις φρουρές των πόλεων, εν όψει της λήξης ανακωχής με τους Φράγκους. Μαθαίνοντας ότι ο βασιλιάς της Βουλγαρίας Καλιμάν, πέθανε αφήνοντας στον θρόνο τον ανήλικο αδερφό του, επετέθη κατά των Βουλγάρων. Σε σύντομο διάστημα προσαρτήθηκε στο βασίλειο της Νικαίας ολόκληρη η νότια και νοτιοδυτική Βουλγαρία και τμήματα της Μακεδονίας. Σημαντικές πόλεις, όπως οι Σέρρες, η Βέροια, το Μελένικο και τα Σκόπια περιήλθαν υπό βυζαντινό έλεγχο, οι περισσότερες εξ αυτών αμαχητί. Στράφηκε τότε και κατά της Θεσσαλονίκης την οποία κατέλαβε σε συνεργασία με δυσαρεστημένους από την διακυβέρνηση του νέου δεσπότη Δημήτριου, αριστοκράτες της πόλης. Με την συμβασιλεύουσα υπό την κατοχή του, ο Βατάτζης εδραίωσε τη θέση του ως μοναδικός βυζαντινός αυτοκράτορας στη συνείδηση του λαού. Προσεταιρίστηκε, επίσης, τον δεσπότη της Ηπείρου, Νικηφόρο, διάδοχο του Μιχαήλ Β΄ με την προοπτική συνοικεσίου. Μα ο Νικηφόρος αθέτησε τη συμφωνία και το 1251 επιτέθηκε κατά των πόλεων της Μακεδονίας που υπάγονταν στην Νίκαια. Χρειάστηκε μια ακόμα εκστρατεία και πολλές αμφίρροπες μάχες μέχρι τελικά να συνθηκολογήσει ο Νικηφόρος – με την προοπτική συνοικεσίου πάλι και λαμβάνοντας τον τίτλο του δεσπότη όπως οι προκάτοχοί του, αλλά με ακόμα λιγότερα εδάφη.

Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην εποχή του Ιωάννη Βατάτζη ήταν ο Φρειδερίκος Β' Χοενστάουφεν (1194 – 1250, αυτοκράτορας από το 1220). Μεγαλωμένος στην νορμανδική Σικελία, όπου συνυπήρχαν Άραβες, Έλληνες, Ιταλόφωνοι και Ιουδαίοι, είχε αναπτύξει μια πολύ διαφορετική αντίληψη και νοοτροπία από τους υπόλοιπους ηγεμόνες της Δύσης.[5] Υπέρμαχος της «ελέω Θεού μοναρχίας», δεν συμμεριζόταν την τάση του Ποντίφηκα για επιβολή και κυριαρχία της εκκλησιαστικής εξουσίας επί της πολιτικής. Δεν άργησε, λοιπόν, να έρθει σε σύγκρουση με το παπικό κράτος.

Από την άλλη πλευρά, ο Βατάτζης, για να αντισταθμίσει την επιρροή και τη δύναμη του πάπα, του οποίου οι ενέργειες μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να κατευθύνουν ακόμα μία σταυροφορία εναντίον των βυζαντινών χωρών, αναζητούσε έναν βάσιμο σύμμαχο στη Δύση. Τα κοινά συμφέροντα αλλά και οι κοινές εκκλησιαστικές και πολιτικές αντιλήψεις των δύο μοναρχών οδήγησαν στη σύναψη συμμαχίας με τον Ιωάννη τύποις υποτελή του Γερμανού αυτοκράτορα.[6] Η συμμαχία σφραγίστηκε με τον γάμο του Ιωάννη (η πρώτη σύζυγός του, Ειρήνη, πέθανε το 1239) με την κόρη του Φρειδερίκου, Κονστάνς, το 1245. Μετά από αυτό, ο Πάπας Ιννοκέντιος Δ΄ αφόρισε τον Φρειδερίκο και αποκύρηξε το γένος των Βυζαντινών. Ενδεικτική των αντιλήψεων του Γερμανού μονάρχη είναι η επιστολή που έστειλε στον Ιωάννη, σχολιάζοντας την πολιτική του πάπα. Θεωρεί ότι κακώς η Κωνσταντινούπολη είχε αφαιρεθεί από τους Βυζαντινούς, τους δικαιωματικούς κατόχους της, και ότι κακώς πάλι οι τελευταίοι θεωρούνταν σχισματικοί, αφού ο πρωταίτιος του σχίσματος ήταν ο ίδιος ο πάπας.[7]

Αν και η συμμαχία δεν απέδωσε όσο θα ήθελε ο Βατάτζης, υπήρξε αρκετά συμφέρουσα και για τα δύο κράτη. Ο Φρειδερίκος εμπόδισε τα στρατεύματα, που κατόπιν αιτήματος του πάπα ετοιμάζονταν να συνδράμουν τους Λατίνους της Πόλης, να περάσουν από την επικράτειά του στην Βόρειο Ιταλία, ενώ έλαβε από τον σύμμαχό του ενισχύσεις (κυρίως πεζούς και τοξότες) για τις επιχειρήσεις του στην Νότιο Ιταλία.

 Έντονη διπλωματική δραστηριότητα αναπτύχθηκε μεταξύ Νίκαιας και Αγίας Έδρας, επί των ημερών του Ιωάννη Βατάτζη. Έχοντας απέναντί του τον πανίσχυρο πάπα Γρηγόριο Θ΄ (1227-1241), που ακολουθούσε την ανατολική πολιτική των προκατόχων του προτρέποντας του ηγεμόνες της Δύσης να ενισχύσουν τους Λατίνους της Πόλης, ο αυτοκράτορας απέστειλε αίτηση διά του πατριάρχη Γερμανού Β΄ για την ένωση των Εκκλησιών. Συνήλθε, λοιπόν, σύνοδος στο Νυμφαίο το 1232 που όμως γρήγορα διαλύθηκε χωρίς να επέλθη κάποια συμφωνία. Ο Βατάτζης είχε θέσει ως όρο την μη αποστολή βοήθειας προς τους Φράγκους της Κωνσταντινούπολης, πράγμα που ο πάπας απέρριπτε ασυζητητί. Παρόμοια προσπάθεια κατά τα επόμενα έτη (1234) κατέληξε σε ανταλλαγή ύβρεων.[8] Μολονότι ο αυτοκράτορας αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να κερδίσει πολλά μέσω διαπραγματεύσεων, εξακολούθησε να κρατά επαφές με το Βατικανό. Οι θέσεις και οι επιδιώξεις του, όμως, παρέμεναν σταθερές, έτσι ώστε οι υπήκοοί του (κλήρος και λαός) δεν αισθάνθηκαν ποτέ ότι θίγονται οι θρησκευτικές πεποιθήσεις τους χάριν πολιτικών στόχων.

Ο Πάπας Γρηγόριος Θ', δεινός διπλωμάτης και φανατικός υποστηρικτής της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, αποτέλεσε επί μία δεκαπενταετία έναν ικανότατο αντίπαλο του Βατάτζη.Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο πάπας Γρηγόριος είχε ενεργό ρόλο στη λύση της συμμαχίας μεταξύ Βουλγάρων υπό τον Ιωάννη Ασάν και Νίκαιας αφού αφόρισε τον Βούλγαρο βασιλέα. Κατόπιν έστειλε επιπλητική επιστολή στον Βατάτζη απαιτώντας να σταματήσει τις εχθροπραξίες εναντίον της Πόλης. Χαρακτηριστική είναι η απάντηση[9] του αυτοκράτορα: θεωρεί το γένος των Ρωμαίων (Βυζαντινών) ως το μόνο που έχει δικαιώματα στον θρόνο του Μεγάλου Κωνσταντίνου. «Τις αγνοεί ότι ο κλήρος της διαδοχής εκείνου (σ.σ. του Μ. Κωνσταντίνου) εις το ημέτερον διέβη γένος, και ότι ημείς είμεθα οι τούτου κληρονόμοι και διάδοχοι;» Επίσης βεβαιώνει τον πάπα ότι δεν θα σταματήσει τις εχθροπραξίες εάν δεν καταλάβει την Πόλη («ως ουδέποτε παυσόμεθα μαχόμενοι και πολεμούντες τοις κατέχουσι την Κωνσταντινούπολιν»). Στις δε απειλές περί σταυροφορίας υπέρ των δοκιμαζόμενων Φράγκων, απαντά ότι «εάν δε τις δια τούτο αγανακτή και δυσχεραίνη και οπλίζηται καθ’ ημών, έχομεν πως κατά τούτου να αμυνθώμεν, πρώτον μεν διά της βοηθείας του Θεού, έπειτα δε διά των υπαρχόντων και παρ’ ημίν αρμάτων και ίππων και πλήθους ανδρών μαχίμων και πολεμιστών, οίτινες πολλάκις επολέμησαν τους σταυροφόρους». Μετά το γεγονός αυτό, οι σχέσεις Ρώμης και Νικαίας επιδεινώθηκαν περισσότερο. Μάλιστα, ο πάπας απέτρεψε και σύναψη συμμαχίας μεταξύ Νίκαιας και Ουγγαρίας, εξοργισμένος από την κατάληξη της συνόδου στο Νυμφαίο.

Και πάλι, όμως, ο μονάρχης της Νίκαιας δεν διέκοψε τις επαφές με την παπική έδρα. Πληροφόρησε τον διάδοχο τού Γρηγορίου Θ΄, Ιννοκέντιο Δ΄ (1243-1254), ότι επιθυμεί την ένωση των Εκκλησιών και άρχισαν εκ νέου συζητήσεις με τους απεσταλμένους του πάπα στην Νίκαια. Πάντως, φαίνεται ότι δεν έτρεφε, πλέον, ελπίδες για κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα πέραν της καθυστέρησης αποστολής φραγκικών ενισχύσεων στην Κωνσταντινούπολη. Εν τούτοις, ο νέος πάπας ήταν πιο διαλλακτικός και διατεθημένος να θυσιάσει την Κωνσταντινούπολη με αντάλλαγμα την υποταγή την Ανατολικής Εκκλησίας. Από την άλλη, ο αυτοκράτορας χάριν της Κωνσταντινούπολης σκεπτόταν σοβαρά να συμβιβαστεί στο θέμα του πρωτείου της παπικής Έδρας. Η αντίδραση όμως του ορθόδοξου Πατριάρχη πάνω σε δογματικά ζητήματα, εμπόδισε την περαιτέρω προσέγγιση. Ένας ακόμη βασικός λόγος καθυστέρησης των προσπαθειών προσέγγισης (η οποία, ομολογουμένως, ήταν μεγαλύτερη από ποτέ) ήταν η ισχυροποίηση της θέσης της Νίκαιας έναντι όλων των γειτονικών κρατών. Δεν ήθελε ο Ιωάννης να έρθει σε σύγκρουση με το ιερατείο, αλλά και τον λαό του από την στιγμή που δεν συνέτρεχε κάποια ουσιαστική εξωτερική αιτία. Οριστικό τέρμα στο θέμα αυτό έθεσε ο σχεδόν ταυτόχρονος θάνατος των Ιννοκέντιου Δ' και Βατάτζη.

 Τον 13ο αιώνα η Μεσόγειος βρισκόταν υπό την κυριαρχία και τον έλεγχο των ιταλικών ναυτικών δημοκρατιών. Ιδίως η Βενετία διήνυε το χρυσό αιώνα της. Είχε αποκομίσει τεράστια οφέλη από την υποταγή της Κωνσταντινούπολης στους σταυροφόρους το 1204, από τα οποία προσπαθούσε ζηλότυπα να κρατήσει μακριά τις υπόλοιπες ανταγωνίστριές της, κυρίως τη Γένουα.
Ο Ιωάννης εκμεταλλευόμενος τις αντιζηλίες των ιταλικών πόλεων (που αρκετές φορές έφταναν μέχρι και την ανοικτή σύγκρουση), προσπάθησε να αποκομίσει ποικίλα οφέλη, κυρίως την οικονομική αποδέσμευση από αυτές και τον περιορισμό του εμπορικού μονοπωλίου, από τα οποία υπέφερε το Βυζάντιο κατά τις τελευταίες δεκαετίες πριν την άλωση. Έτσι αρνήθηκε επίμονα να ανανεώσει τα προνόμια που ο προκάτοχός του είχε παραχωρήσει στην Βενετία.[10] Επιπλέον, εκδίωξε τους Βενετούς από αρκετές παραλιακές πόλεις της Μικράς Ασίας, όπως η Λάμψακος. Εναντίον της Βενετίας στρέφονταν και οι κινήσεις προσέγγισης με την Γένουα, που επιδίωξε κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του, αν και δεν τελεσφόρησαν. Ωστόσο, φρόντισε για την κατασκευή στόλου, ώστε να έχει τη δυνατότητα έμπρακτης αμφισβήτησης της κυριαρχίας των Ιταλών στο Αιγαίο. Σε ευθεία σύγκρουση με την Βενετία ήρθε, όταν η τελευταία υποστήριξε τον άρχοντα της Ρόδου Λέοντα Γαβαλά στην προσπάθειά του να μείνει μακριά από την επιρροή του Βατάτζη. Την ίδια εποχή, ο στόλος της Νίκαιας έφτασε μέχρι την Κρήτη προς βοήθεια των επαναστατημένων Κρητών. Τελικά οι Βενετοί απώθησαν τους Νικαείς από την Κρήτη, αλλά η Ρόδος δέχτηκε την επικυριαρχία του Ιωάννη (1233). Η ένοπλη αντιπαράθεση με τους Βενετούς συνεχίστηκε καθώς ο κλοιός έσφιγγε γύρω από την Κωνσταντινούπολη. Επανειλημμένως ο μικρασιατικός στόλος της Νίκαιας καταναυμαχήθηκε από τον αντίστοιχο βενετικό, αλλά και πάλι, χάριν της οικονομικής ευρωστίας της Νίκαιας, αναγεννιόταν και εμφανιζόταν στο Αιγαίο και την Προποντίδα.

Οι σχέσεις με τη Γένουα ήταν πιο πολύπλοκες. Τις προσπάθειες προσέγγισης και συνεργασίας διαδέχονταν περίοδοι συγκρούσεων μικρής εμβέλειας. Η οριστική ρήξη ήρθε το 1247, όταν ο συνασπισμένος στόλος Γένουας και Πριγκιπάτου της Αχαΐας επιτέθηκε κατά της Ρόδου, τη στιγμή που ο αυτοκράτορας ετοιμαζόταν να πολιορκήσει την Πόλη. Εν τούτοις, αντέδρασε ταχύτατα αποσπώντας μεγάλο μέρος των δυνάμεών του για να υπερασπίσει το σημαντικό αυτό νησί που πάντοτε εποφθαλμιούσαν οι ιταλικές πόλεις.

Σπουδαίο έργο επιτέλεσε ο Βατάτζης και ως προς την εσωτερική αναδιοργάνωση της χώρας, σε όλα τα επίπεδα. Ακολουθώντας ένα πρόγραμμα οικονομικής ανόρθωσης, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ευημερία των υπηκόων του και κυρίως των χαμηλών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων. Αναζωογονήθηκαν η γεωργία και η κτηνοτροφία, το εμπόριο γνώρισε σπουδαία άνθηση, ενώ παράλληλα υπήρξε ιδιαίτερα αυστηρός απέναντι στις καταχρήσεις και σπατάλες που παρατηρούντο από την μεριά της διοίκησης. Έτσι μπόρεσε να εφαρμόσει πολιτική ελαφριάς φορολογίας, χωρίς να παρατηρηθεί ποτέ έλλειψη οικονομικών πόρων.[11] Περιόρισε τις εισαγωγές ειδών πολυτελείας και με το προσωπικό του παράδειγμα προέτρεψε τον λαό να αποφεύγει την πολυτέλεια και τη χλιδή χάριν της λιτότητας. Αναφέρεται ότι επέπληξε τον γιο και διάδοχό του όταν κάποια μέρα τον είδε ντυμένο με ακριβά ενδύματα.[12]

Ο Ιωάννης Βατάτζης στέφεται από την Παναγία σε υπέρπυρον (χρυσό νόμισμα)Στην ιστορία έμεινε το «ωάτον» στέμμα που πρόσφερε στην γυναίκα του. Επρόκειτο για ένα στέμμα κατασκευασμένο από μαργαριτάρια, το οποίο χρηματοδοτήθηκε αποκλειστικά από τις πωλήσεις αυγών του κτήματός του.[13] Μ’ αυτόν τον τρόπο ήθελε να δείξει που μπορεί να φτάσει κάποιος με συνετή και συνεπή διαχείριση. Μάλιστα, αναφέρεται ότι ασχολείτο και ο ίδιος με αγροτικές εργασίες στα κτήματά του, όταν του το επέτρεπαν οι κρατικές υποθέσεις.

Η μείωση των εισαγωγών ακολουθήθηκε από αύξηση των εξαγωγών. Ειδικά μετά την επιδρομή των Μογγόλων, το καταστραμμένο Σουλτανάτο του Ικονίου εισήγαγε από την Νίκαια είδη διατροφής έναντι χρυσού, ακριβών υφασμάτων και άλλων πολυτελών ειδών.

Σπουδαία άνθηση, επίσης, γνώρισαν τα γράμματα και οι τέχνες. Ο αυτοκράτορας έδειξε προσωπικό ενδιαφέρον για την παιδεία και τις επιστήμες. Σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης και ο μοναχός και λόγιος Νικηφόρος Βλεμμύδης, έδρασαν την εποχή εκείνη στην Νίκαια. Ακόμη, με ειδική μέριμνα του Ιωάννη και της πρώτης συζύγου του, ιδρύθηκαν μοναστήρια, ναοί, νοσοκομεία και άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα.

Όλα αυτά διασφαλίστηκαν με την ισχυρή φρούρηση των συνόρων, που επετεύχθη με μια σειρά αποτελεσματικών μέτρων που ελήφθησαν προς αυτήν την κατεύθυνση. Συγκεκριμένα χτίστηκαν ή/και επανδρώθηκαν ισχυρά φρούρια κατά μήκος των συνόρων και χορηγήθηκαν ατέλειες και πρόνοιες σε συνοριακούς πληθυσμούς. Ουσιαστικά αναβίωσε ο θεσμός των ακριτών, χάρις στην επανίδρυση των στρατιωτικών αγροκτημάτων.[14] Η άμυνα και προστασία των συνόρων ήταν αποτελεσματική όσο λίγες φορές, ακόμα και εναντίον των αεικίνητων τουρκομανικών φυλών που ζούσαν στις παρυφές της βυζαντινοσελτζουκικής μεθορίου, και από τις οποίες η Μικρά Ασία υπέφερε από τα μέσα σχεδόν του 11ου αιώνα

Ο Ιωάννης Γ΄ νυμφεύτηκε δύο φορές:Την Ειρήνη Λασκαρίνα το 1212, κόρη του Θεοδώρου Α΄ Λάσκαρη. Μαζί της απέκτησε ένα γιο, τον διάδοχό του Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρη. Η Ειρήνη κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού, έπεσε από το άλογό της και τραυματίστηκε άσχημα με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να τεκνοποιήσει έκτοτε. Πέθανε το 1239 αφού πρώτα είχε αποσυρθεί σε ιερά μονή με το όνομα Ευγενία.

Την Κονστάνς (Κωνσταντία) το 1245, κόρη του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β΄ Χοενστάουφεν, η οποία κατά το έθιμο πήρε το πιο “βυζαντινό” όνομα Άννα. Δεν απέκτησαν παιδιά.  Επίσης, συνήψε, σχέσεις με μια γυναίκα από την ακολουθία της Κονστάνς-Άννας, που οι βυζαντινές πηγές αποκαλούν «Μαρκεσίνα» (ίσως από τον τίτλο της ‘‘μαρκησίας’’ που πιθανώς έφερε). Η επιρροή αυτής της γυναίκας πάνω στον αυτοκράτορα ήταν μεγάλη για ένα διάστημα. Αυτό είχε ως συνέπεια η «Μαρκεσίνα» να συμπεριφέρεται υπεροπτικά και αλαζονικά. Εξαιτίας της στάσης αυτής αλλά και της δυτικής καταγωγής της, δεν άργησε να τραβήξει πάνω της τα πυρά της κοινής γνώμης, ο δε Ν. Βλεμμύδης καταφερόταν ανοικτά εναντίον της με βαρείς χαρακτηρισμούς. Όταν δε απαγόρευσε την παραμονή εκείνης και της συνοδείας της στην μονή όπου ήταν ηγούμενος, η «Μαρκεσίνα» ζήτησε την παραδειγματική τιμωρία του λόγιου ιερομόναχου. Ο Βατάτζης όμως, μετανιωμένος για την παράνομη αυτή σχέση, αρνήθηκε οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια. Από τότε, η επιρροή της «Μαρκεσίνας» άρχισε να εξασθενεί.[15]

Ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης πέθανε στις 3 Νοεμβρίου του 1254 στο Νυμφαίο και ενταφιάστηκε με μεγάλες τιμές και λαϊκό πένθος στην Μονή Σωσάνδρων, που ο ίδιος είχε χτίσει προς τιμήν της Παναγίας. Έπασχε από επιληψία, που με τον καιρό εκδηλωνόταν όλο και πιο έντονα. Ωστόσο η βασιλεία του υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχημένη και η δράση του υμνείται ομόφωνα από όλους τους ιστορικούς, σύγχρονους ή μεταγενέστερους, κάτι εξαιρετικά σπάνιο στην Ιστορία. Υπήρξε πολύ αγαπητός στον λαό του και αρκετά χρόνια μετά το θάνατό του αναγνωρίστηκε ως άγιος με το όνομα Άγιος Ιωάννης Βατάτζης ο Ελεήμων.

Ως Άγιος Ιωάννης Βατάτζης ο Ελεήμων, η μνήμη του ετιμάτο με ιδιαίτερη ευλάβεια από τους μικρασιατικούς πληθυσμούς μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα. Η λατρεία του αγίου-αυτοκράτορα διατηρήθηκε μέχρι τους νεότερους χρόνους, κυρίως στη μητρόπολη της Εφέσου. Το 14ο αιώνα ο επίσκοπος Πελαγονίας Γεώργιος συνέγραψε το Βίον του αγίου Ιωάννου βασιλέως του Ελεήμονος σε μορφή συναξαρίου, ενώ του αποδόθηκαν πολλά θαύματα. Στον επίσκοπο Γεώργιο πιθανόν βασίστηκε και ο Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749-1809), ο οποίος κατά παραγγελία του μητροπολίτη Εφέσου συνέταξε ακολουθία προς τιμήν του αγίου-αυτοκράτορα. Η Εκκλησία δεν αναγνώρισε επίσημα ως άγιο τον Ιωάννη Βατάτζη, ωστόσο στα μηναία αναφέρεται η μνήμη του «Ιωάννη Δούκα Βατάτζη» στις 4 Νοεμβρίου.

Τα επιτεύγματά του μπορούν να εκτιμηθούν καλύτερα εάν ληφθεί υπόψιν το ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου έδρασε. Ο βυζαντινός κόσμος, μετά το 1204, βρισκόταν σε πλήρη αποσύνθεση, με τοπικιστικά και αυτονομιστικά κινήματα να διαδέχονται το ένα το άλλο. Οι ιταλικές δημοκρατίες μονοπωλούσαν το εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου, ενώ παράλληλα αποτελούσαν σημαντικό αποσταθεροποιητικό παράγοντα εξαιτίας των πειρατικών επιχειρήσεων στις οποίες επιδίδονταν. Τα Βαλκάνια ήταν κατακερματισμένα μεταξύ Σλάβων, Βυζαντινών και Φράγκων που πολεμούσαν αδιάκοπα μεταξύ τους. Παρόμοια κατάσταση επικρατούσε και στην Μικρά Ασία με τις τουρκομανικές φυλές να αποτελούν μόνιμο κίνδυνο για κάθε οργανωμένη κοινωνία (ακόμα και για τους ομοφύλους τους, Σελτζούκους). Η εμφάνιση των Μογγόλων έκανε την κατάσταση ακόμη πιο δύσκολη και πολύπλοκη, αν και τελικά απέβη θετική για το κράτος της Νίκαιας. Τέλος, μολονότι η λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης γρήγορα έπαψε να παίρνει επιθετικές πρωτοβουλίες, αποτελούσε πάντα μια δυνητική αιτία μίας ακόμα σταυροφορίας την οποία οι πάπες εκείνη της περιόδου ήταν πρόθυμοι να κυρήξουν.


Η αυτοκρατορία της Νίκαιας το 1254, έτος θανάτου του Ιωάννη Γ'.Μέσα σ’ αυτό το σύνθετο γεωπολιτικό και ιστορικό πλαίσιο, ο Ιωάννης κατάφερε να υπερδιπλασιάσει τις κτήσεις του κράτους του με μακρόχρονους και πολυμέτωπους αγώνες σε Μ. Ασία, Βαλκάνια και Αιγαίο. Οι αγώνες αυτοί τροφοδοτήθηκαν από μια στιβαρή και ανθούσα οικονομία, που ήταν το αποτέλεσμα συνετής και συνεπούς εσωτερικής πολιτικής. Δεν συμμεριζόταν την οπτική της κωνσταντινουπολίτικης αριστοκρατίας, η οποία ήθελε το κράτος της Νίκαιας ως απλό μέσο για την επάνοδο στην Βασιλεύουσα.[10] Η οπτική αυτή είχε δημιουργήσει προστριβές μεταξύ των αριστοκρατών προσφύγων από την Πόλη και των ντόπιων μικρασιατικών πληθυσμών, ιδίως κατά τη βασιλεία του Θεοδώρου Α΄. Παλαιότερα, παρόμοια οπτική (αλλά και πρακτική) αδιαφορίας για τις επαρχίες από μέρους της κεντρικής διοίκησης είχε οδηγήσει στην αποξένωση της πρωτεύουσας από τις επαρχίες, με συνέπεια οι τελευταίες να αδιαφορήσουν με την σειρά τους για την τύχη της Βασιλεύουσας το 1204. Για να αποφευχθεί κάτι παρόμοιο, ο αυτοκράτορας δόμησε και οργάνωσε την επικράτειά του σε υγιείς βάσεις ώστε η ευημερία να απλωθεί και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα (απ’ όπου αντλούσε μεγάλο ποσοστό των στρατιωτών του).

Όλα αυτά είχαν ως άμεση συνέπεια η αυτοκρατορία της Νίκαιας να καταστεί σημαντική δύναμη στον Βαλκανικό και Μικρασιατικό χώρο και να επιτύχει, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Ιωάννη, την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης.

  Σημειώσεις - Παραπομπές↑ Αντωνίου Μηλιαράκη, "Ιστορία του Βασιλείου της Νικαίας και του Δεσποτάτου της Ηπείρου (1204-1261)", Εκδόσεις ΙΩΝΙΑ΄ (Εκδόσεις Ιονικής Τράπεζας), Αθήνα 1994 σελ. 418

↑ οι ηγεμόνες της Τραπεζούντας έφεραν και αυτοί τον τίτλο του αυτοκράτορα των Ρωμαίων, αλλά σύντομα, εκ των πραγμάτων, είχαν βγει εκτός ανταγωνισμού. Πάραυτα μόνον μετά την ανακατάληψη την Κωνσταντινούπολης από τους Νικαείς (1261) αφαίρεσαν από τον τίτλο τους τη λέξη Ρωμαίων αναγορευόμενοι απλώς αυτοκράτωρ. Φυσικά υπήρχε και ο Λατίνος «αυτοκράτωρ Ρωμανίας», ο μόνος του οποίου ο τίτλος αναγνωρίζονταν από τον Πάπα και τις δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις

↑ Ο τσάρος Καλοϊωάννης (1197-1207) είχε κηρύξει την ένωση με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία με αντάλλαγμα τον τίτλο του βασιλέα (rex) που του απένειμε ο πάπας.

↑ την ίδια χρονιά, 1237, ξέσπασε επιδημία στην πρωτεύουσα του Ασάν, Τύρνοβο, κατά την οποία έχασαν τη ζωή τους η γυναίκα του, ένας γιος του και ο Βούλγαρος πατριάρχης. Συντετριμμένος ο Ιωάννης Ασάν, θεώρησε τις απανωτές συμφορές ως θεοδικία για την αθέτηση των συμφωνιών με τον Βατάτζη και την επαναπροσέγγιση προς τη Δυτική Εκκλησία.

↑ Βασίλιεφ, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδόσεις Μπεργαδή, 1954, σελ.651

↑ Βασίλιεφ, ό.π. σελ.654

↑ Α. Μηλιαράκης, ό.π. σελ.385

↑ Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Θ΄ σελ.86

↑ Α. Μηλιαράκης, ό.π. σελ. 276-279 όπου παρατίθεται εκτενής περίληψη της επιστολής του Βατάτζη προς τον Πάπα.

↑ 10,0 10,1 Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμος 4, σελ.168

↑ O Γεώργιος Παχυμέρης αναφέρει ότι ακόμα και σε καιρό πολέμου η φορολογία παρέμενε ως έχει. Βλ. στον Α. Μηλιαράκη ό.π. σελ. 415, όπου περιγράφεται συγκεκριμένα με ποιον τρόπο τα πολλά συνοριακά φρούρια στην Ανατολή εξασφάλιζαν τα απαραίτητα χωρίς να επιβαρύνονται οι πολίτες με έκτακτα τέλη.

↑ Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Θ΄ σελ.230 και Α.Μηλιαράκης ό.π. σελ. 415

↑ Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού

↑ Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Θ΄ σελ.111

↑ Νικηφόρου Γρηγορά, "Ρωμαϊκή Ιστορία", εκδόσεις Λιβάνη, 1997, σελ.72-73

[Επεξεργασία] ΒιβλιογραφίαΑντωνίου Μηλιαράκη, "Ιστορία του Βασιλείου της Νικαίας και του Δεσποτάτου της Ηπείρου (1204-1261)", Εκδόσεις ΙΩΝΙΑ΄ (Εκδόσεις Ιονικής Τράπεζας), Αθήνα 1994

"Ιστορία του Ελληνικού Έθνους", Τόμος θ' (Μεσοβυζαντινοί και Υστεροβυζαντινοί Χρόνοι), Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1972

Παναγιώτη Γκόνη, "Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Γ' Δούκας Βατάτζης και η συμβολή του στην ανασυγκρότηση της αυτοκρατορίας της Νίκαιας", περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τχ. 89, Ιανουάριος 2004

Ηλία Νεσσερη, "Η άνοδος και η πτώση του Θεόδωρου Κομνηνού Δούκα", περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τχ. 117, Μάιος 2006

Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, 1985-1988

Angold Michael, "A Byzantine Government in Exile", Oxford University Press 1975.

Αλεξάντερ Βασίλιεφ, "Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας", εκδόσεις Μπεργαδή. Αθήνα 1954.

Νικηφόρου Γρηγορά, "Ρωμαϊκή Ιστορία", εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 1997.

Χρήστου Μιχαλόπουλου, "Η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης (1204-1261)", εκδόσεις Σπανίδη, Ξάνθη 2007. ISBN 978-

Εγκυκλοπέδια Δομή,τόμος 27,Αθήνα 2006.

Πηγή: Wikipedia