Θ. Μαλκίδης
Όταν
ο φασίστας Κεμάλ πουλούσε τα οστά των προγόνων
μας.....
Αυτές
τις ημέρες του 1922 γραφόταν δύο από τις
τελευταίες πράξεις της Γενοκτονίας
εναντίον των Ελλήνων της Θράκης, της Ιωνίας, του Πόντου, της Καππαδοκίας.
Μία ήταν
καταστροφή της Σμύρνης και η άλλη ήταν η ανακωχή των Μουδανιών, με την οποία ο
Ελληνισμός υποχρεώθηκε σε φυγή και από
τη Θράκη.
Από τον όμορφο αυτό λιμένα
όμως της Θρακικής ενδοχώρας, δεκαπέντε
μήνες αργότερα από το μαύρο Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1922, θα διαδραματιζόταν η
τελευταία και πιο φρικιαστική πράξη
του Ελληνικού Ολοκαυτώματος.
Μπορεί οι
Νεότουρκοι, Τζεμάλ, Ενβέρ και Ταλαάτ
πασά και ο Μουσταφά Κεμάλ, να δολοφόνησαν
1.000.000 Έλληνες και Ελληνίδες, αλλά
φρόντισαν να τα εξαφανίσουν τα ίχνη
τους, με ένα τρόπο που αφού δεν τιμωρήθηκε επαναλήφθηκε από τον πιστό τους μαθητή
Χίτλερ, λίγα χρόνια αργότερα.
Ο
Χ. Αγγελομάτης στο βιβλίο του «Χρονικόν
Μεγάλης Τραγωδίας» (Αθήνα 1924) αναφέρεται
στο μέγεθος του εγκλήματος, τους θύτες
και τους συνεργάτες τους: «Οι παλαιότεροι
θα ενθυμούνται την δημοσιευθείσαν
είδησιν εις τα αθηναϊκάς εφημερίδας,
μίαν ημέρα του Φεβρουαρίου του 1924. Το
προσεγγίσαν εις την Θεσσαλονίκην
αγγλικόν πλοίον “Ζαν”, μετέφερε 400
τόννους οστών Ελλήνων, από τα Μουδανιά
της Μικράς Ασίας εις την Μασσαλίαν, προς
βιομηχανοποίησιν. Οι εργάται του λιμένος
Θεσσαλονίκης, πληροφορηθέντες το
γεγονός, εμπόδισαν το πλοίον να αποπλεύσει,
επενέβη όμως ο Άγγλος πρόξενος και
επετράπη ο απόπλους» .
Έτσι
όπως αναφέρει ο διευθυντής του Μουσείου της Γενοκτονίας στο Ερεβάν, Χαΐκ
Ντεμογιάν, στην ομιλία του για τη
Γενοκτονία των Ελλήνων (Αθήνα, Μάϊος
2014) “η τουρκική πολιτική της γενοκτονίας,
κατά των Αρμενίων, των Ελλήνων και των
Ασσυρίων, αφού παρέμεινε ατιμώρητη,
έχει γεννήσει νέο κακό για την ανθρωπότητα.
Η ατιμωρησία και η απροκάλυπτη εύνοια
εκ μέρους των παγκόσμιων μεγάλων δυνάμεων
προς ένα κράτος-διάδοχο και συνεχιστή
της οθωμανικής παράδοσης, δημιούργησαν
το γόνιμο έδαφος ώστε να φυτρώσουν σε
αυτό νέα σχέδια για τη διάπραξη
γενοκτονίας. Η ατιμωρησία και ως
επακόλουθο η επιθετική συμπεριφορά του
τουρκικού κράτους, οδήγησαν σε νέα
εγκλήματα”.
Μπροστά
στο έγκλημα κανείς δεν έχει δικαίωμα
να σιωπήσει, πόσο μάλλον να το αρνείται.
Μπροστά στην Ύβρη έναντι των οστών των δικών
μας ανθρώπων, από εκεί απ΄ όπου είναι
βγαλμένη η ελευθερία των Ελλήνων, όπως
γράφει ο Διονύσιος Σολωμός.
“Εμείς οι
απόγονοι αυτών που βίωσαν τη φρίκη της
Γενοκτονίας των Αρμενίων, Ελλήνων και
Ασσυρίων, όπως λέει ο Αρμένιος συναγωνιστής
Χ. Ντεμογιάν, “δεν έχουμε το δικαίωμα
να σιωπούμε και να ανεχόμαστε την
εγκληματική άρνηση των διαπραχθέντων
φρικαλεοτήτων και των συνέπειών τους.
Το ηθικό χρέος της νέας γενιάς δεν είναι
μόνο να τιμά και να θυμάται, αλλά από
κοινού, χέρι-χέρι, να συνεχίζει τον αγώνα
για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης.Ας μην
ξεχνάμε λοιπόν τον πόνο, τους καημούς
και τα ανεκπλήρωτα όνειρα των προγόνων
μας και μαζί να σηκώσουμε το λάβαρο του
αγώνα για να θριαμβεύσει το δίκαιο και
η αλήθεια”.
Υ.Γ.
Οι 400 τόνοι οστών που μετέφερε το πλοίο
από τα Μουδανιά στη Μασσαλία, μετά από την πώλησή τους από τον φασίστα Κεμάλ, είναι
πολλές χιλιάδες πρόγονοί μας.
Πέρα από το σεβασμό, οφείλουμε και την
αλήθεια για τη
Γενοκτονία, αυτήν που ψευτοπολιτικοί,
ψευτοκαθηγητές, ψευτοδιανοούμενοι και ψευτοκαλλιτέχνες την αρνούνται, θαυμάζοντας τον πρωτεργάτη της Μουσταφά Κεμάλ!
Ο ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΟΣΤΑ ΤΩΝ ΠΡΟΓΌΝΩΝ ΜΑΣ
Η
αφήγηση ενός αιχμαλώτου των Τούρκων
«Ενα
πρωί μάς παίρνουν καμιά εξηνταριά
σκλάβους για μικρή αγγαρειά. Είναι λίγο
όξω απ’ τη Μαγνησά. Δίπλα στις ράγες
του σιδηρόδρομου τελειώνει μια μεγάλη
χαράδρα, ανάμεσα στο Σίπυλο. Τη λέν
«Κηρτίκ-ντερέ». Μες σ’ αυτήν τη χαράδρα
λογαριάζαν πως θα σκοτωθήκαν ίσαμε
σαράντα χιλιάδες χριστιανοί απ’ τη
Σμύρνη και τη Μαγνησά, αρσενικοί και
θηλυκοί. Τις πρώτες μέρες της καταστροφής.
Τα κορμιά λιώσανε το χειμώνα, και το
νερό της χαράδρας που κατέβαινε από
ψηλά έσπρωξε τα κουφάρια προς τα κάτω…
Λοιπόν η δουλειά όλη τη μέρα ήταν να
σπρώξουμε τα κουφάρια, που ατάχτησαν,
προς τη μέσα. Να μη φαίνουνται.
Στην
αρχή μάς έκανε κακό να τα πιάνουμε με
τα χέρια μας, αγκαλιές αγκαλιές, και να
τα κουβαλούμε. Μα σε λίγες ώρες οι πρώτες
εντυπώσεις είχαν περάσει. Οι σκλάβοι
κάναν και αστεία… Σε κάμποσα καλάμια
χεριών, βρίσκαμε διατηρημένο ένα ψιλό
σύρμα. Ο χριστιανός θα ‘ταν δέμενος με
κάποιον άλλο – μα, με το κατρακύλισμα
στη χαράδρα, αυτός ο σύντροφος σκελετός
είχε ξεκόψει. Ενας από μας στάθηκε
τυχερός. Βρήκε τέσσερα κόκαλα χεριών
δεμένα μαζί μαζί. Ετσι μαζί μαζί τα
σήκωσε και τα κουβάλησε παραμέσα.
Μεσημέρι.
Βαρεμένοι απ’ αυτό το πάνε-έλα. Περπατούμε
αργά, ναρκωμένοι από τον φρέσκο ήλιο.
Κ’ οι κουβέντες, τ’ άγαρμπα αστεία
έχουν σταματήσει. Κανένας δε βγάζει
μιλιά. Μοναχά όταν ένας βρήκε ένα μικρό
κρανίο το έδειξε στους αλλουνούς.
– Για
δέστε, είπε. Ηταν παιδάκι.
– Αλλάχ!…
Αλλάχ!… μουρμουρίζει ταραγμένος ο
μαφαζάς.
Καθίσαμε
να φάμε ψωμί. Κανείς δεν έχει όρεξη. Ενας
λέει:
– Πόσω
χρονώ να ‘ταν;
– Για
το παιδάκι λες;
– Ναι.
– Τι
θα ‘ταν; Κάνα-δυο χρονώ….
Σαν
πέσαμε στο δρόμο να γυρίσουμε στο
στρατόπεδο ο νους μας δεν μπορούσε να
φύγη απ’ τον τόπο που αφήσαμε. Η χαράδρα
με τους σκελετούς βάραινε κυριαρχικά
-κάτι κουνιόταν, μας παρακολουθούσε
βήμα με βήμα.
Σε
μια πηγή σταθήκαμε. Πλύναμε τα χέρια
μας, τα πρόσωπά μας. Σα ν’ αλαφρώσαμε.
– Τι
θα γίνουν τόσα κόκαλα; Αναρωτιέται μια
στιγμή ένας.
Ο
Μίλτος τον κοιτάζει ήρεμα.
– Δεν
ξέρεις τι γίνεται με τα κόκαλα;
– Οχι.
– Κοπριά,
σύντροφε.
– Τι
έκανε, λέει;
– Κοπριά,
σύντροφε. Θα δεις μια μέρα που θα
μοσκοπουληθούν. Θα δης…
Ήταν
ταξιδεμένος ο Μίλτος. Ήξερε».
Ηλίας Βενέζης «Το νούμερο 31328. Το
βιβλίο της σκλαβιάς», εκδ. Εστία, Αθήνα,
1931, σελ. 217-218.