Σελίδες

Παρασκευή 4 Αυγούστου 2017

Ο Ηλίας Βενέζης στο βιβλίο του «Το Νούμερο 31328» για τα οστά των Ελλήνων της Μικράς Ασίας που πουλήθηκαν για λίπασμα!



Θ. Μαλκίδης 

Ο Ηλίας Βενέζης για τα Άουσβιτς και τα Νταχάου των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και για τα οστά τους που πουλήθηκαν από τους Κεμαλικούς για λίπασμα!

Η επέτειος θανάτου ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες πεζογράφους, του Ηλία Βενέζη, επανέφερε στη μνήμη για ακόμη μία φορά τα έργα του και την πορεία του.  Γεννημένος στο Αϊβαλί ως Ηλίας Μέλλος όπως ήταν το πραγματικό του όνομα το 1904, έζησε τη Γενοκτονία στη Μικρά Ασία, σημειώνοντας ότι από τους 3.000 αιχμαλώτους των Κυδωνιών επέστρεψαν μόνο 23… 

Με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κατέφυγε με τη μητέρα και τα αδέρφια του στη Μυτιλήνη, αλλά επέστρεψαν το 1919. Το 1922 ο Βενέζης βρίσκεται στην κορύφωση της Γενοκτονίας. Το βιβλίο του Νούμερο 31328 με  υπότιτλο «Το βιβλίο της σκλαβιάς», καταγράφει την εμπειρία του στα τάγματα εργασίας των Κεμαλικών, τα Άουσβιτς και τα Νταχάου των Μικρασιατών. Αν και η οικογένεια του καταφέρνει να φύγει  από τη Μικρά Ασία, ο ίδιος δεν προλαβαίνει να επιβιβαστεί στο πλοίο. Αιχμαλωτίζεται από τους Τούρκους που τον στέλνουν  στα τάγματα θανάτου, τα «αμελέ ταμπουρού». Εκεί όπου   Αρμένιοι και Έλληνες χριστιανοί  κάτω από απάνθρωπες συνθήκες δούλευαν σε ορυχεία και στην κατασκευή δημοσίων έργων. Ο αείμνηστος καθηγητής Πολυχρόνης Ενεπεκίδης ονόμασε τις πορείες των Ελλήνων προς τα τάγματα εργασίας «Άουσβιτς εν ροή!»

Ο Βενέζης ήταν από τους ελάχιστους που κατάφεραν να γλιτώσουν και το βιβλίο του «Το νούμερο 31328» ήταν ο αριθμός τουστα τάγματα εργασίας. Το βιβλίο αποτελεί τη ρεαλιστική καταγραφή των  βασανιστηρίων που βίωσαν οι Έλληνες, αφού ο Βενέζης έζησε για 14 μήνες ο συγγραφέας ζούσε καθημερινά τον εξευτελισμό, την πείνα, το κρύο, την απειλή του θανάτου. Ο Βενέζης  αφέθηκε ελεύθερος το 1923 και επέστρεψε στην οικογένειά του στη Λέσβο. Στη συνέχεια διώχτηκε για τις ιδέες του κατά τη δικτατορία του Μεταξά, ενώ στα χρόνια της γερμανικής κατοχής συνελήφθη και κλείστηκε στο «Μπλοκ C» των φυλακών Αβέρωφ και πέθανε τον Αύγουστο του 1973 

Ο Βενέζης έλεγε για «Το νούμερο 31328» πως «Το βιβλίο τούτο είναι γραμμένο με αίμα».... Δεν είχε άδικο, εκεί εκτός από το αίμα βρίσκεται και η διαστροφή των Κεμαλικών δολοφόνων, δασκάλων των Ναζί, που πούλησαν τα οστά των Ελλήνων για λίπασμα! Μία ακόμη καταγραφή, μαρτυρία που έγινε πράξη, από ολοκληρωτικά καθεστώτα που προχώρησαν σε Ολοκαυτώματα. Το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Βενέζη είναι συνταρακτική και συνδυάζεται και με την είδηση του 1924 για τους 400 τόνους οστών Ελλήνων που πουλήθηκαν από τους Κεμαλικούς σε εμπόρους στη Μασσαλία για βιομηχανική χρήση!


Ηλίας Βενέζης,
«Το Νούμερο 31328» Απόσπασμα  από το Κεφάλαιο ΙΗ':

«ΜΕΣΗΜΕΡΙ. Βαρεμένοι απ' αυτό το πάνε έλα. Περπατούμε αργά, ναρκωμένοι απ' τον φρέσκο ήλιο. Κ' οι κουβέντες, τ' άγαρμπα αστεία, έχουν σταματήσει. Κανένας δε βγάζει μιλιά. Μονάχα όταν ένας βρήκε ένα μικρό κρανίο το έδειξε στους
αλλουνούς.
—Για δέστε, είπε
Ήταν παιδάκι.
—Αλλάχ!... Αλλάχ!... μουρμουρίζει ταραγμένος ο μαφαζάς.
Καθίσαμε να φάμε ψωμί. Κανείς δεν έχει όρεξη. Ένας λέει:
—Πόσω χρονώ να 'ταν;
—Για το παιδάκι λες;
—Ναι.
—Τι θα 'ταν; Κάνα δυο χρονώ.
Νωρίς νωρίς το βράδυ είχαμε τελειώσει. Ο λοχίας πάει στη σιδηροδρομική γραμμή. Κοιτάζει από κει πάνου αν φαίνεται τίποτα στο άνοιγμα της χαράδρας. Δε φαινόταν.
—Εν τάξει!
Ένα δυο παίρνουν ενθύμια γι' αυτή τη μέρα. Άλλος ένα σύρμα. Άλλος ένα μικρό κόκαλο.
—Τι κουράγιο είναι αυτό! διαμαρτύρεται ένας σύντροφος.
—Είναι για δείγμα! άπαντα τότες ένας απ' αυτούς.
Σαν πέσαμε στο δρόμο να γυρίσουμε στο στρατόπεδο, ο νους μας δεν μπορούσε να φύγει απ' τον τόπο που αφήσαμε. Η χαράδρα με τους σκελετούς βάραινε κυριαρχικά — κάτι κουνιόταν, μας παρακολουθούσε βήμα με βήμα. Σε μια πηγή σταθήκαμε. Πλύναμε τα χέρια μας, τα πρόσωπά μας. Σα ν' αλαφρώσαμε.
—Τι θα γίνουν τόσα κόκαλα; αναρωτιέται μια στιγμή ένας.
Ο Μίλτος τον κοιτάζει ήρεμα.
—Δεν ξέρεις τι γίνεται με τα κόκαλα;
—Όχι.
—Κοπριά, σύντροφε.
—Τι έκανε λέει;
Κοπριά, σύντροφε. Θα δεις μια μέρα που θα μοσκοπουληθούν. Θα δεις...
Ήταν ταξιδεμένος ο Μίλτος. Ήξερε. Ω, βέβαια, έτσι θα γίνει: Απ' το Σαουθάμπτον—κάποιο τέτοιο «μπτον»— θ' αριβάρει μια μέρα ένας μπιχιμίχος. Θα σιάξει τα γυαλιά του, θα ξετάσει το πράμα: ποιότης έξτρα για χημικά λιπάσματα. «Πόσα τον τόνο;» «Τόσα.» «Ω, μα αλλού πήραμε τούρκικο πράμα, βουλγάρικο πράμα, ρούσικο πράμα τόσα!» «Μα τούτο δω είναι γνήσιο ελληνικό!» θα του αντιτάξει ο πλασιέ. «Αλήθεια γνήσιο;» «Αλήθεια.» «Ε, τότε ας πάει και το παλιάμπελο!» Και ο μπιχιμίχος θα συγκατατεθεί σε τιμή ένα γρόσι μεγαλύτερη — επειδή τώρα πια θα ήταν στη μέση ο Περικλής και ο Ικτίνος».







Οι αναφορές για το φορτίο των 400 τόνων ανθρώπινων λειψάνων από τις εφημερίδες «New York Times», «Midi» και «Μακεδονία»