ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΦΟΥΛΑΤΖΙΚ ΣΤΙΣ 23 ΙΟΥΝΙΟΥ 1920
Γράφει ο Καραγιαννόπουλος Απόστολος
Πρόεδρος της Εταιρείας Μικρατικών Σπουδών
και Ερευνών Ευρωπού – Ν.Κιλκίς
Στις 23 Ιουνίου 1920 σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο (και αντίστοιχα 6 Ιουλίου με το νέο) γράφτηκε στο Φούλατζικ της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας μία από τις τραγικότερες σελίδες της Μικρασιατικής Εκστρατείας και αυτού που ονομάστηκε Μικρασιατική Καταστροφή. Αυτά διαδραματίστηκαν εκεί την ημέρα εκείνη καταγράφηκαν από τους ιστορικούς ως το «Ολοκαύτωμα του Φούλατζικ» .
Θα αναφέρουμε πρώτα δύο λόγια για το Φούλατζικ της Βιθυνίας και στην συνέχεια θα προσπαθήσουμε να εντάξουμε τη σφαγή στο Φούλατζικ στο πλαίσιο των ιστορικών γεγονότων που διαδραματίστηκαν στην περιοχή την ίδια χρονική περίοδο.
Το χωριό Φούλατζικ βρισκόταν σε πλαγιά, σε υψόμετρο περίπου 350 μ., στο ασιατικό τμήμα της Μικράς Ασίας στο μέσο της διαδρομής μεταξύ της παραθαλάσσιας πόλης του Καραμουρσάλ στη νότια ακτή του Αστακηνού κόλπου της θάλασσας του Μαρμαρά και της πόλης της Νίκαιας.
Βρίσκεται 70 χλμ. Ν.Α. της Κωνσταντινούπολης, 19 ½ χλμ. Βορειοδυτικά της Νίκαιας πάνω από τη ομώνυμη λίμνη. Άλλα χωριά της περιοχής όπου κατοικούσαν Ρωμιοί ήταν ο Κοντσές, το Τεπέ-κιόϊ (το βυζαντικό Ηράκλειον) και το Κιζ-ντερμ-πεντ.
Το Φούλατζικ αριθμούσε 1.800 κατοίκους , όλοι ΄Ελληνες οι οποίοι μιλούσαν την Τουρκική γλώσσα. ΄Οπως γράφει και ο πολεμικός ανταποκριτής Κωνσταντίνος Φάλταϊτς, ο οποίος συγκέντρωσε προσωπικές μαρτυρίες από επιζώντες της εθνοκαθάρσεως στην περιοχή: .. «Τέσσερις ώρες μακριά από τη Νίκαια βρίσκοταν το Φούλαζικ με τα πολλά του νερά, τα πυκνά δάση του, τους δυνατούς άνδρες του και τις ωραίες Ελληνοπούλες του. Δίκαια το Φούλατζικ ελέγοταν από τους Τούρκους των γύρω χωριών -Κιουτσούκ Γιουνάν – Μικρή Ελλάδα – και το αρχαίο βυζαντινό Ατύμυλο, στο Φούλατζικ, δίκαια διατηρούσε τη συνέχιση της ζωής του».
Οι κάτοικοι ήταν φιλοπρόοδοι και ασχολούνταν με την καλλιέργεια σιτηρών, καπνού, αμπελιών, την σηροτροφία, την κτηνοτροφία, την παραγωγή κάρβουνου, και τέλος με το εμπόριο.
Το χωριό ευημερούσε. Συντηρούσε με δαπάνες των ίδιων των κατοίκων Αστική Σχολή και Παρθεναγωγείο («εις α λίαν φιλοτίμως καλλιεργείται η θρησκεία, η πάτριος γλώσσα και τα γράμματα» όπως αναφέρει ο περιηγητής Θεόδωρος Μαρκουϊζος στο βιβλίο του ΄΄Από Κωνσταντινουπόλεως εις Νίκαιαν Βιθυνίας΄΄, 1909). Οι κάτοικοι των γύρω χωριών (Βόσνιοι έποικοι οι περισσότεροι που εγκαταστάθηκαν εκεί από τον Σουλτάνο μετά την προσάρτηση της Βοσνίας στην Αυστρο-Ουγγαρία το 1908) φθονούσαν την ευμάρεια των κατοίκων του Φούλατζικ και με την ανοχή ή και τη βοήθεια ακόμη των Αρχών δημιουργούσαν συνεχώς προβλήματα στους κατοίκους του Φούλατζικ.
Η κήρυξη του 1ου Βαλκανικού πολέμου καθώς και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου επιδείνωσε τη θέση των Ρωμιών της Μικράς Ασίας και είχε σαν συνέπεια την ομαδική φυγή του ανδρικού πληθυσμού του Φούλατζικ στα γύρω βουνά της Βιθυνίας (του Κραν και της Ολύμπου) για να αποφύγουν την επιστράτευση ή την ένταξή τους στα τάγματα εργασίας (τα περιβόητα «αμελέ ταμπουρού») που θα σήμαινε και το βέβαιο θάνατό τους είτε από κακουχίες ανοίγοντας ορύγματα είτε από αρρώστιες όπως τη χολέρα είτε από αφυδάτωση οδηγούμενοι σε φάλαγγα στην έρημο. Αυτός άλλωστε και ο απώτερος στόχος των Νεότουρκων και των Γερμανών συμμάχων τους, που ανέλαβαν τη οργάνωση του στρατού τους: Ο αποδεκατισμός των χριστιανικών πληθυσμών (ελληνικών και αρμενικών) και η εθνοκάθαρση.
Στα πλαίσια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, η οποία είχε ξεκινήσει ήδη στις 2 Μαϊου του 1919 με την απόβαση του Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος στη Σμύρνη και μετά την κατάληψη της Φιλαδέλφειας και της γύρω περιοχής την 11η Ιουνίου πρόθεση του Γενικού Επιτελείου ήταν να προελάσει προς την Πάνορμο με ταυτόχρονη κάλυψη από τα ανατολικά. Το βράδυ της 17ης Ιουνίου είχαν καταληφθεί το Μπαλισεκίρ και τα υψώματα του Τας Μπανάρ.
Το Γενικό Στρατηγείο μετά την κατάληψη του Μπαλισεκίρ ζήτησε οδηγίες από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Κυβέρνησης Ελευθέριο Βενιζέλο για τις μελλοντικές ενέργειες προτείνοντας την συνέχιση των επιχειρήσεων προς Εσκί Σεχίρ και το Αφιόν Καραχισάρ, για την πλήρη εξάρθρωση του εθνικιστικού κινήματος του Κεμάλ.
Ο Πρωθυπουργός απάντησε οτι πριν από κάθε ενέργεια επιβάλλεται η κατάληψη της Ανατολικής Θράκης.
Το πρωϊ της 19ης Ιουνίου η Μεραρχία της Ξάνθης με Διοικητή τον Υποστράτηγο Μαζαράκη Κων/νο ενήργησε απόβαση στην Πάνορμο χωρίς να συναντήσει αντίσταση.
Στις 17 Ιουνίου 1920 το Γενικό Στρατηγείο, με σκοπό την συντριβή των κεμαλικών δυνάμεων, είχε προτείνει στο Βρετανικό Στρατηγείο στην Κωνσταντινούπολη την κατάληψη της περιοχής της Προύσας από τον Ελληνικό Στρατό. Το Βρετανικό Στρατηγείο δεν ενέκρινε αρχικά την πρόταση. ΄Οταν όμως κεμαλικές δυνάμεις προσέβαλαν βρετανικά πολεμικά στο Βόσπορο, άρχισε να υιοθετεί και να προωθεί την ιδέα της κατάληψης της Προύσας από τις ελληνικές δυνάμεις. Μετά από αυτό το Γενικό Στρατηγείο αποφάσισε να προχωρήσει, χωρίς ωστόσο να ενημερώσει σχετικά την Κυβέρνηση. Την όλη επιχείρηση ανέθεσε στη Μεραρχία Αρχιπελάγους, την οποία ενίσχυσε με ένα σύνταγμα Πεζικού και μία μοίρα Πεδινού Πυροβολικού, καθώς και στην Ταξιαρχία Ιππικού.
Η Μεραρχία Αρχιπελάγους και η Ταξιαρχία Ιππικού προήλασαν στις 23 Ιουνίου 1920 προς την Προύσα και μέχρι το βράδυ κατέλαβαν την Κρεμαστή και το Μιχαλίτσι. Την ίδια μέρα οι Βρετανοί κατέλαβαν με αποβατική ενέργεια τα Μουδανιά. Την επομένη , 24 Ιουνίου, οι ελληνικές δυνάμεις συνέχισαν την προέλασή τους από βόρεια και νότια της Αρτυνίας λίμνης και ήρθαν σε επαφή με τα τουρκικά τμήματα Το πρωϊ της 25ης Ιουνίου η προηγουμένη Ταξιαρχία Ιππικού συγκρούστηκε με τις δυνάμεις του εχθρού και τμήματά της που μάχονταν πεζή προσπάθησαν να διασπάσουν την τουρκική αμυντική τοποθεσία Μιναρελή-Μισίκιοϊ. Από το μεσημέρι άρχισαν να καταφθάνουν οι δυνάμεις της Μεραρχίας Αρχιπελάγους, της οποίας το πυροβολικό έβαλλε εναντίον των τουρκικών θέσεων.
Κάτω από την πίεση των ελληνικών δυνάμεων, οι Τούρκοι ανατράπηκαν και αποχώρησαν εσπευσμένα προς την Προύσα. Η Ταξιαρχία Πεζικού τους καταδίωξε και στις 14:00 εισήλθε στην πόλη, από όπου συνέχισε την καταδίωξη προς το Κεστέλ, σε βάθος δεκαπέντε χιλιομέτρων. Η Μεραρχία Αρχιπελάγους κινήθηκε προς την Προύσα σε τρεις φάλαγγες, κατέβαλε την ασθενή τουρκική αντίσταση και προωθήθηκε πέρα από τη γραμμή Κεστέλ-Κορού.
Ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, μόλις πληροφορήθηκε την κατάληψη της Προύσας επετίμησε το Γενικό Στρατηγείο, επειδή δεν είχε ενημερωθεί και εγκρίνει την επιχείρηση και επιπλέον θεωρούσε οτι τα ελληνικά συμφέροντα επέβαλαν να προηγηθεί η κατάληψη της Ανατολικής Θράκης.
Για τον σκοπό αυτό, δηλαδή για την κατάληψη της Θράκης, αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν οι Μεραρχίες Ξάνθης και Σμύρνης καθώς και η Ταξιαρχία Ιππικού.
Μετά την κατάληψη της Προύσας θεωρήθηκε οτι έληξαν οι επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία. Επίσης καθορίσθηκαν νέα όρια στις ζώνες των σωμάτων στρατού, ως εξής:
Στο Α΄ Σώμα Στρατού (Μεραρχίες Ι και ΙΙ και Κυδωνιών) ορίστηκε ως νότιο όριο ο Μαίανδρος ποταμός και ως βόρειο η γραμμή Σιντιρτζί – Παπαζλί (βόρεια του Κασαμπά).
Στο Σώμα Στρατού Σμύρνης ( Μεραρχίες ΧΙΙΙ και Αρχιπελάγους) ορίστηκε ως νότιο όριο το βόρειο όριο του Α΄Σώματος Στρατού και βόρειο η Προποντίδα.
Στις 23 Ιουνίου 1920 προήλασε προς την Προύσα ο Ελληνικός Στρατός. Την ίδια μέρα, 23 Ιουνίου 1920 μπήκαν στο Φούλατζικ οι κεμαλικοί επειγόμενοι να προλάβουν την άφιξη του Ελληνικού στρατού, με σκοπό να σφαγιάσουν τους κατοίκους τους και να ληστέψουν τις περιουσίες τους.
΄Ηταν ο Τζεμάλ μπέης, στρατιωτικός διοικητής του Καραμουρσάλ επικεφαλής εξακοσίων (600) περίπου ατάκτων οπλοφόρων (τσέτες). Γύρω στις τρεις το μεσημέρι οδήγησαν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου όλους τους άντρες του χωριού από 14 ετών και άνω, περίπου 300 στον αριθμό, όπου δήθεν θα τους μιλούσε ο Τζεμάλ – μπέης.
Όταν οι μελλοθάνατοι συγκεντρώθηκαν στο Ναό, μπήκε μέσα ο σαδιστής Τζεμάλ – μπέης και, μπροστά στα μάτια των άλλων εγκλείστων, βασάνισε με απερίγραπτη βαρβαρότητα τον εβδομηντάχρονο ιερέα και εθνομάρτυρα παπά – Φίλιππο. Τού πέρασε καπίστρι στο λαιμό και χαλινάρι στο στόμα, του έβγαλε με μαχαίρι το ένα του μάτι, τον έσυρε στο Ιερό, κι εκεί τον έσφαξε σαν αρνί, επάνω στην Αγία Τράπεζα. Έπειτα έσυραν το σώμα του έξω, με το κεφάλι να κρέμεται, τον έδεσαν πίσω από ένα άλογο, το έσυραν στους δρόμους του χωριού και το πέταξαν σε μια χαράδρα. Στη συνέχεια έδεσαν απ’ έξω την πόρτα της εκκλησίας και έβαλαν φωτιά για να κάψουν ζωντανούς τους έγκλειστους.
Οι τελευταίοι προκειμένου ν’ αποφύγουν τον φρικτό θάνατο αποφάσισαν να σπάσουν την πόρτα και να ξεχυθούν έξω από το Ναό, γνωρίζοντας οτι τους περίμεναν τα τουφέκια και τα μαχαίρια των τούρκων. Πολλοί τουφεκίστηκαν βγαίνοντας, ενώ οι τραυματίες σφάχτηκαν στον περίβολο της εκκλησίας,
Οι τούρκοι οδήγησαν έξω από το χωριό περί τα δέκα (10) κορίτσια, που τα υποχρέωσαν να γδυθούν και να χορεύουν υπό τους ήχους ζουρνάδων και νταουλιών, πάνω από τα πτώματα των χωριανών. Πολλές γυναίκες ατιμάσθηκαν από τον ξεχαλίνωτο τουρκικό όχλο. Ακολούθησε ένα νέο Ζάλογγο, καθώς περί τις είκοσι (20) μικρομάνες έπεσαν μαζί με τα παιδιά τους στον γκρεμό για να γλιτώσουν από την ατίμωση.
Το σύνολο των νεκρών της σφαγής, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και βρέφη δεν κατέστη δυνατό να εξακριβωθεί. Μέχρι σήμερα εντοπίσθηκαν 182 ονόματα, ενώ οι συνέπειες της φυγής στο βουνό, οι στερήσεις, οι ασθένειες και η πείνα προκάλεσαν ανεξακρίβωτο αριθμό επί πλέον θυμάτων.
Εξιστορεί στα «Ματωμένα χώματα» της Διδούς Σωτηρίου ο στρατιώτης Αξιώτης:
«…Πήγαινα τότες και καθόμουνα πλάι σ’ ένα φίλο μου, τον Κιρμιζίδη, που αυτός πίστευε τυφλά στη νίκη. Ήταν από το Φουλατζίκ και είχε χάσει γονιούς, αδέρφια, χωράφια, την κοπέλα π’ αγαπούσε και το μόνο που δεν έχασε ήταν η πίστη. Με τη φωτιά και το τσεκούρι εξαφανίσανε οι Τούρκοι το χωριό του καθώς μάθανε την προέλαση του στρατού μας! Αυτός ήτανε ο μόνος που σώθηκε. Σαν έπιανε ο Κιρμιζίδης ν’ ανιστορεί τις σφαγές του χωριού του, κλαίγανε ως κι οι πέτρες….»
Όπως προαναφέραμε παραπάνω δόθηκε εντολή στον Ελληνικό Στρατό να οριοθετήσει τη θέση του λίγα χιλιόμετρα έξω της Προύσας, στο Κεστέλ, και μη προελάσει ανατολικώτερα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μείνουν απροστάτευτα τα ελληνικά και αρμενικά χωριά της Νικομήδειας, του Αστακινού Κόλπου και της Νίκαιας. Τους περίμενε η ίδια τύχη μ΄αυτήν του Φούλατζικ. Δεν γλύτωσαν και αυτά ακόμη τα χωριά των κιρκασίων : Νεοχώρι (Γενίκιοϊ), Οβατζίκ, Τουγκέλ, Καράτεπε, Φιντικλί, Κόνσες, Λεύκες, Οράκιοϊ, τα χωριά της περιοχής Καράσου στις εκβολές του Σαγγαρίου, είναι κάποια από αυτά που υπέστησαν τη μανία των εθνικιστικών συμμοριών, τις οποίες όμως διοικούσαν ή καθοδηγούσαν οι Νεότουρκοι πολιτικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι της περιοχής Νικαίας – Νικομηδείας – Καράμουρσαλ.
Ο ίδιος Τζεμάλ-μπέης που κατάστρεψε το Φούλατζικ ήταν από τους κύριους υπευθύνους της μαζικής σφαγής στη Νίκαια στις 14 και 15 Αυγούστου 1920 όταν «εκκαθαρίστηκε» η πόλις από τον ελληνικό και κιρκάσιο πληθυσμό της.
΄Οσοι διασώθηκαν, κατευθύνθηκαν νύκτα προς τα κατάφυτα βουνά του Κραν για να ξεφύγουν από τους διώκτες τους. Εκεί εκτυλίχθηκε ένα νέο δράμα. Συγκεντρώθηκαν σε μια μεγάλη ομάδα, όμως τα βρέφη πεινούσαν και έκλαιγαν. Υπήρχε κίνδυνος ν’ ακουστούν τα κλάματα και να τους ανακαλύψουν οι τούρκοι, που τους έψαχναν. Αποφασίσθηκε να τα πνίξουν.
Τότε πνίγηκαν πολλά βρέφη, ενώ άλλα, περί τα είκοσι (20), εγκαταλείφθηκαν στα τσαλιά και έγιναν βορά των αγριμιών. Μερικά από αυτά σώθηκαν ως εκ θαύματος όταν γύρισαν οι συγγενείς τους να τα πάρουν, μη αντέχοντας τις τύψεις επειδή εγκατέλειψαν τα σπλάχνα τους. Τα παιδιά αυτά μεγαλώνοντας έφεραν σε όλη τους τη ζωή στο κορμί τους τα σημάδια από τα μυρμηγκοφαγώματα, ως αδιάψευστη απόδειξη του μαρτυρίου που είχαν υποστεί.
Μετά από περιπλάνηση σαράντα ημερών στα γύρω βουνά οι Φουλατζικιώτες αντάμωσαν τον Ελληνικό Στρατό που στο μεταξύ είχε απελευθερώσει τη γύρω περιοχή (από το Καραμουρσάλ μέχρι τη Νικομήδεια). Από το Καραμουρσάλ προωθήθηκαν με πλοία στη Νικομήδεια όπου μετά από παραμονή μερικών μηνών στους προσφυγικούς καταυλισμούς στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη όπου εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Μπεσίκτας (το βυζαντινό Διπλοκυόνιο), τελούντες πλέον υπό την προστασία της διασυμ-μαχικής Αρχής κατοχής.
Οι Φουλατζικιώτες ακολουθώντας τη μοίρα του υπόλοιπου Ελληνισμού πήραν και αυτοί το δρόμο της προσφυγιάς και από την Κωνσταντινούπολη με πλοία μεταφέρθηκαν άλλοι στη Λήμνο όπου έμειναν μερικούς μήνες σε καραντίνα στο Μούδρο και άλλοι στη Λέσβο και εγκαταστάθηκαν προσωρινά στην Ερεσό.
΄Οσες οικογένειες βρήκαν δουλειές και τακτοποιήθηκαν παρέμειναν οριστικά στους τόπους που τους φιλοξενούσαν προσωρινά και δεν ακολούθησαν τους υπόλοιπους στην περιπλάνηση της προσφυγιές.
Ο κύριος όγκος των προσφύγων πλέον Φουλατζικιωτών μεταφέρθηκε αρχικά στο Βόλο, μετά στην Καλαμάτα και τέλος στο Καραμπουρνάκι της Θεσσαλονίκης. Ο Φουλατζικιώτης Στέφανος Λαϊδόγλου, αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, έψαξε στην Μακεδονία και επέλεξε ως καταλληλότερο τόπο για την εγκατάσταση και αποκατάσταση των συγχωριανών του το χωριό Ασικλάρ της Επαρχίας τότε Γιαννιτσών, που κατοικούνταν μέχρι τότε από τούρκους.
Στη συνέχεια αναζήτησε στους προσφυγικούς καταυλισμούς τους συγχωριανούς του και όσους από αυτούς κατάφερε να εντοπίσει τους μετέφερε στο Ασικλάρ. Το Ασικλάρ ήταν χτισμένο επάνω στα ερείπια της αρχαίας Μακεδονικής πόλεως «Ευρωπός» και γι΄αυτό μετονομάσθηκε σε «Ευρωπός» το 1925.
Στον Ευρωπό εγκαταστάθηκαν από το Φούλατζικ συνολικά 277 οικογένειες. Περί τις 50 οικογένειες Φουλατζικιωτών εγκαταστάθηκαν στην Κορμίστα και περί τις 15 στην Βιτάστα (τώρα Κρηνίδα) – Ν. Σερρών. Επίσης Φουλατζικιώτες κατοικούν στη Βέροια, στον Βόλο, στην Αθήνα και κυρίως στην Θεσσαλονίκη.
Η Οθωμανική εκστρατεία ενάντια στις χριστιανικές μειονότητες της αυτοκρατορίας μεταξύ του 1914 και 1923 αποτέλεσε γενοκτονία ενάντια σε Αρμένιους, Ασσύριους και ΄Ελληνες. Η κυβέρνηση της Τουρκίας το ελάχιστο που οφείλει είναι να αναγνωρίσει τις γενοκτονίες ενάντια σ΄ αυτούς τους πληθυσμούς και να εκδώσει μία επίσημη συγνώμη.