Σελίδες

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

13 Σεπτεμβρίου 1943 :Μνήμη Ελευθερίας Μεγίστης (Καστελόριζου)


Θ. Μαλκίδης 

Μνήμη Ελευθερίας Μεγίστης (Καστελόριζου). 

Το Καστελλόριζο, η Μεγίστη είναι η μεγαλύτερη (εξ ου και Μεγίστη) νήσος ενός μικρού συμπλέγματος, που ονομάζεται σύμπλεγμα Καστελλόριζου ή σύμπλεγμα Μεγίστης και περιλαμβάνει τις νησίδες και βραχονησίδες: Άγιος Γεώργιος, Αγριέλαια, Κουτσουμπάς, Μεγάλο Μαύρο Ποϊνί, Μικρό Μαύρο Ποϊνί, Πολύφαδος ένα, Πολύφαδος δύο, Ρω, Σαβούρα, Στρογγυλή, Τραγονέρα, Ψωμί και Ψωραδιά. Οι  14 νησίδες/βραχονησίδες αποτελούν τον Δήμο Μεγίστης, με την Στρογγυλή να αποτελεί το ανατολικότερο άκρο της ελληνικής επικράτειας.





Όταν κηρύχτηκε η επανάσταση του 1821, οι κάτοικοι του Καστελλόριζου συμμετείχαν στον αγώνα προσφέροντας τα πλοία τους ενάντια στον τουρκικό στόλο, κατορθώνοντας σημαντικές επιτυχίες και αποκτώντας λάφυρα. Τα γυναικόπαιδα του νησιού είχαν φυγαδευτεί στην Κάρπαθο, την Κάσο και την Αμοργό.

 

Μετά από την επιτυχή απελευθέρωση της Ελλάδας, το πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830 όριζε στα Δωδεκάνησα να ξαναγυρίσουν υπό την Τουρκική κυριαρχία, ωστόσο το Καστελλόριζο δεν έχασε τη ναυτιλιακή του ζωτικότητα. Το 1841, ο Άγγλος περιηγητής Φέλοους, έγραφε χαρακτηριστικά:

 

Βάρκες και πλοία γεμίζουν το λιμάνι. Φτιάχνουν καράβια, χτίζουν σπίτια, οι άνθρωποι εδώ είναι πολύ δραστήριοι και σφύζουν από εμπορικό πνεύμα. 

 

Οι ναυτικοί του νησιού δεν δίστασαν να ριχτούν σε ριψοκίνδυνες επιχειρήσεις: κατάφεραν να σπάσουν τον αποκλεισμό της Γαλλίας από τον Αγγλικό στόλο, εφοδιάζοντας τους Γάλλους με τροφές και πολεμικό υλικό. Οι Γάλλοι τους ονόμαζαν «Σαν-ντραπό» (sans-drapeau), δηλαδή χωρίς σημαία.

 


Οι κάτοικοι του νησιού επέδειξαν ιδιαίτερη μέριμνα και για την πνευματική εκπαίδευση: ιδρύθηκαν σχολεία, όπως η Σαντράπεια Σχολή το 1903 (δαπάνη των ευεργετών Λουκά και Αναστασίας Σαντραπέ), που μαζί με το Παρθεναγωγείο συγκέντρωνε 1000 μαθητές. Χτίστηκαν επίσης εκκλησίες, όπως ο Μητροπολιτικός Ναός Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, του Αγ. Γεωργίου του Λουκά, Αγ. Γεωργίου Πηγαδιώτου και άλλες μικρότερες, ως πολλά μοναστήρια και εξωκλήσια.

 

Στο διάστημα αυτό, ο εμπορικός στόλος του Καστελλόριζου βρισκόταν στη μεγάλη του άνθηση και το  νησί από τις αρχές του 20ου αιώνα στη μεγαλύτερή του ακμή. Το Καστελλόριζο αριθμούσε τότε περί τους 12-14 χιλιάδες κατοίκους. Το 1904-1905, με την  στρατολόγηση νέων από την Τουρκία, άρχισε η μετανάστευση από το νησί.

 

Την 14η Μαρτίου του 1913, οι κάτοικοι του Καστελόριζου επαναστάτησαν και εκδίωξαν τη τουρκική φρουρά του νησιού κηρύσσοντας την Ένωση με την Ελλάδα. Έκτοτε, το Καστελλόριζο αυτοδιοικήθηκε για δύο χρόνια με την έμμεση υποστήριξη του ελληνικού κράτους, ενώ σε συνέλευση των Μεγάλων Δυνάμεων στο Λονδίνο στις αρχές του 1914 αποφασίστηκε η επιστροφή του Καστελλόριζου στην Τουρκία (από κοινού με την Ίμβρο και την Τένεδο). Αργότερα, με την έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου, η Γαλλία, επιδιώκοντας να καταστήσει το νησί ναυτική βάση, το κατέλαβε στις 28 Δεκεμβρίου του 1915.

 

Τότε ο οικισμός άρχισε να πλήττεται με οβίδες  από γερμανική πυροβολαρχία εγκατεστημένη στις απέναντι τουρκικές ακτές. Οι Γάλλοι, υποβοηθούμενοι από τον πληθυσμό, αντιμετώπισαν αποτελεσματικά την εχθρική δραστηριότητα . Για την πάνδημη αυτή συμβολή του, η Γαλλική Δημοκρατία απένειμε στο Καστελλόριζο κατά τον Οκτώβριο του 1920 το παράσημο του πολεμικού σταυρού.

 

Την 1η Μαρτίου 1921 ωστόσο, η Γαλλία παραχώρησε το νησί στην Ιταλία έναντι  αμοιβής. Η ναυτιλία, το εμπόριο και τα γράμματα πέφτουν σε μαρασμό, ενώ οι κάτοικοί του νησιού, μην αντέχοντας τον ιταλικό ζυγό και τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής, αρχίζουν να εκπατρίζονται προς την Αυστραλία, Αίγυπτο, Αθήνα, Ρόδο και αλλού, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός να περιοριστεί σε δύο χιλιάδες. Οι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν το νησί ως σταθμό επιβατηγών υδροπλάνων. Το 1926, ισχυρός σεισμός μεγέθους 8 Ρίχτερ κατάστρεψε πάρα πολλά σπίτια.

 

Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος βρίσκει το Καστελλόριζο με αισθητά μειωμένο πληθυσμό, ο οποίος υποδέχθηκε ενθουσιωδώς Άγγλους κομάντος που αποβιβάσθηκαν στο νησί την αυγή της 24ης Φεβρουαρίου 1941. Παρόλα αυτά, οι σύμμαχοι έφυγαν και γύρισαν πάλι οι Ιταλοί. 

Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1943, το αντιτορπιλικό «Ναύαρχος Κουντουριώτης» καταπλέει στο λιμάνι και το Καστελλόριζο είναι το πρώτο κομμάτι ελληνικής γης που απελευθερώνεται. 

Το Καστελλόριζο οχυρώνεται και μεταβάλλεται από τους Εγγλέζους σε κέντρο ανεφοδιασμού του συμμαχικού στόλου. Από τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1943, γερμανικά στούκας αρχίζουν αερομαχίες με τους Συμμάχους, γκρεμίζοντας όσα σπίτια είχανε μείνει όρθια και αναγκάζοντας τους λιγοστούς κατοίκους να εγκαταλείψουν το νησί και να βρεθούν πρόσφυγες άλλοι στις τουρκικές ακτές και άλλοι στο στρατόπεδο Νουζεϊράτ στη Γάζα της Παλαιστίνης. Μόνο η «Κυρά της Ρω», Δέσποινα Αχλαδιώτη, παρέμεινε στην ομώνυμη βραχονησίδα της για να υψώνει κάθε πρωί την ελληνική σημαία, όπως επί σαράντα χρόνια συνήθιζε να κάνει.

 

Μετά την απελευθέρωση στο ακατοίκητο νησί έφτασαν στρατιώτες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, που μόλις διαπίστωσαν ότι τα σπίτια ήταν αφύλακτα προχώρησαν σε λεηλασίες. Όταν οι παλαιοί κάτοικοι ζήτησαν να επιστρέψουν η πιο εύπορη περιοχή του νησιού πυρπολήθηκε από τους Συμμάχους προκειμένου να καλυφθούν οι λεηλασίες. Στην πυρκαγιά καταστράφηκαν 1.400 σπίτια.


Το 1945, οι Καστελλοριζιοί επιστρέφουν στην πατρίδα τους σε τρεις αποστολές. Η τελευταία είχε σοβαρές απώλειες, αφού ξέσπασε πυρκαγιά στο πλοίο «Εμπάιρ Πατρόλ», το πλοίο στο οποίο επέβαιναν, με αποτέλεσμα να πνιγούν 33 άνθρωποι και να καούν αρκετοί. Τα ονόματα των απολεσθέντων ατόμων είναι γραμμένα σε πίνακα, που βρίσκεται στον καθεδρικό ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.

 Το νησί πολλές φορές βομβαρδίστηκε, κάηκε, λεηλατήθηκε και γενικά καταστράφηκε εντελώς. Παρέμεινε υπό συμμαχική στρατιωτική κατοχή, όπως και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, μέχρι τις 7 Μαρτίου του 1948, οπότε ενώθηκε  με την Ελλάδα. 


Το Καστελόριζο δεν είναι μακρυά, Γη και  Ύδωρ δε θα δώσουμε!