Ανώνυμου Χριστιανού
Εκανα μεταπτυχιακὸ μὲ ὑποτροφία στὸ τότε Λένινγκραντ (Ἁγία Πετρούπολη), κατὰ τὰ ἔτη 1977 - 1980. Ἡ ζωὴ ἐκεῖ κυλοῦσε μὲ ὅλα τὰ συμπαρομαρτούντα τοῦ Σοβιετικοῦ καθεστῶτος.
Αὐστηρὸ πρόγραμμα σπουδῶν, περιορισμὸς κινήσεων, ἀπαγόρευση κυκλοφορίας ἀπ’ τὶς 11 μέχρι τὶς πρωϊνὲς ὧρες καὶ καθόλου τρόπους διασκέδασης ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ξέραμε στὴν πατρίδα μας. Συναυλίες, ἐκδρομές, διαλέξεις, βιβλιοθῆκες ἦταν τὰ μοναδικὰ ποὺ γέμιζαν τὴν μοναξιά μας.
Ἡ φοιτητική μας ἑστία ἦταν ἕνα σταλινικὸ κτίριο μὲ πολλὲς φθορές, μύριζε κλεισούρα καὶ μοῦχλα. Οἱ συγκάτοικοί μου ἦταν...δύο πολὺ καλὰ παιδιά, τυπικὲς φιγοῦρες τοῦ τόπου, ὡς πρὸς τὸ ὕψος, τὸ χρῶμα, τὴ σοβαρότητα καὶ τὴ νοοτροπία.
Βέβαια τὰ βήματα καὶ τὰ λόγιά μου ἦταν πολὺ μετρημένα καὶ προσεκτικὰ καθότι τὰ «καλὰ παιδιὰ τοῦ συστήματος» ἦταν οἱ κατάσκοποι, καταδότες, συνωμότες. Ἐπίσης πολὺ δύσκολο εἶναι νὰ μιλᾶς μὲ ἀνθρώπους ἄλλης νοοτροπίας, χαρακτῆρα, ἐμπειριῶν.
Ὅμως ἄλλη ἐπιλογὴ δὲν ὑπῆρχε. Ἔπρεπε ὑποχρεωτικὰ νὰ συζήσω, νὰ συνεργαστῶ καὶ νὰ καταβάλω κάθε προσπάθεια προσαρμογῆς καὶ ἐπιβιώσεως σὲ κάθε πρόκληση.
Ἕνα Σάββατο βράδυ, τέλη Νοεμβρίου, ποὺ ἔριχνε πυκνὸ χιόνι, γυρίζοντας ἀπὸ μία συναυλία ἀπ’ τὴν ἑστία, πέρασα ἔξω ἀπὸ μία ἐπιβλητικὴ Ἐκκλησία καὶ ἀποφάσισα νὰ μπῶ μέσα, περισσότερο ἀπὸ περιέργεια.
Μισοσκόταδο βασίλευε παντοῦ. Πολλὰ κεριὰ ἔκαιγαν μπροστὰ ἀπὸ κάθε εἰκόνα, σκορπίζοντας μελιχρὸ φῶς.
Ἐντύπωση μεγάλη μοῦ ἔκανε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶχε καθίσματα, ὅπως στὴν πατρίδα μου.
Ὅπως ἐπίσης ὅτι καὶ ὅλες οἱ γυναῖκες φοροῦσαν στὸ κεφάλι μαντήλια καὶ ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα ἔκανε συχνὰ-πυκνὰ βαθιὲς ὑποκλίσεις μὲ πολὺ σπάσιμο τῆς μέσης.
Ἡ ὅλη ἀτμόσφαιρα ἦταν πολὺ διαφορετικὴ καὶ ὑποβλητικὴ ἐν σχέσει μὲ τὶς δικές μας Ἐκκλησίες, ἀφοῦ ἤθελες δὲν ἤθελες ὅσο ἄσχετος κι ἂν ἤσουνα ἔμπαινες σὲ μυστικιστικὴ διάθεση.
Πῆγα πίσω ἀπὸ μία κολῶνα, ἄκουγα, κοίταγα ἐντυπωσιασμένος, ὥσπου βλέπω κάποια στιγμὴ ἕναν ἀπὸ τοὺς συγκατοίκους μου, τὸν πιὸ σοβαρὸ καὶ ἀμίλητο, ντυμένο στὰ χρυσοκίτρινα νὰ κρατᾶ λαμπάδα.
Μοῦ φάνηκε πολὺ περίεργο γιατί ποτὲ δὲν μποροῦσα νὰ φανταστῶ ὅτι αὐτὸς ἦταν τόσο κοντὰ στὸ Θεὸ καὶ ταυτοχρόνως ἦταν τόσο ὑπεύθυνος ποὺ δὲν ἔδινε καμία ὑποψία γι’ αὐτὸ ποὺ ἦταν, γιὰ τοὺς γνωστοὺς λόγους...
Ξαφνιάστηκε στὸ τέλος ποὺ μὲ εἶδε, συνοφρυώθηκε καὶ μὲ παρεκάλεσε σχεδὸν γονατιστὸς νὰ μὴν πῶ τίποτα γιὰ αὐτὴ τὴ συνάντηση, διότι ἀπ’ εὐθείας, ἂν ἐγίνετο γνωστὴ ἡ σχέση του μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία, θὰ γινόταν ἐχθρός τοῦ κόμματος καὶ τοῦ λαοῦ, θὰ ἔχανε τὴν ὑποτροφία, θὰ ἐδιώκετο ἀπὸ τὸ πανεπιστήμιο καὶ δὲν θὰ εἶχε καμία ἐλπίδα γιὰ τὸ μέλλον...
Μὲ ἀφορμὴ αὐτὸ γίναμε ἀπὸ τότε καὶ μέχρι σήμερα ἀχώριστοι φίλοι, ἔστω κι ἂν μᾶς χωρίζουν μεγάλες ἀποστάσεις.
Πλησίαζαν τὰ Χριστούγεννα. Μία μέρα πού ἔλειπε ὁ συγκάτοικος ἀπὸ τὸ δωμάτιο, μοῦ λέει πολὺ χαμηλόφωνα ὁ φίλος, σχεδὸν ψιθυριστά, διότι ὑπῆρχε ὁ φόβος τῶν μυστικῶν μικροφώνων, «θέλεις νὰ γιορτάσεις ἀλλιώτικα Χριστούγεννα ἀπ’ αὐτὰ πού ξέρεις;».
Αὐθόρμητά τοῦ ἀπάντησα ναί, ἐξηγώντας του ὅτι δὲν ἔχω καὶ πολλὲς σχέσεις μὲ τὴν Ἐκκλησία.
«Πρόσεξέ» μοῦ εἶπε, «δὲν θὰ εἶναι ἄνετο, ἀλλὰ ἐκτὸς αὐτοῦ ὑπάρχει καὶ κίνδυνος νὰ μᾶς συλλάβει ἡ KGB.
Τρόμαξα, ἀλλὰ εἶχα πολλὴ ἐμπιστοσύνη στὸ φίλο μου Ἰβᾶν, καὶ ἀφετέρου ἐγὼ ἐκεῖνο ποὺ εἶχα νὰ πάθω ἦταν νὰ μοῦ ἀκυρώσουν τὴν ὑποτροφία καὶ νὰ ἀπελαθῶ ἀπὸ τὴ χώρα ἐνῷ αὐτὸς εἶχε πολὺ χειρότερες ἐπιπτώσεις καὶ ἀποκλεισμοὺς ἀπὸ τὴ δημόσια ζωή, ἀπὸ τὴν ἀνέλιξή του στὴν κρατικὴ μηχανή, πληρώνοντας ἀκριβὰ τὴν ἐπιλογὴ τῆς πίστεως του εἰς τὸν Χριστόν.
Δὲν ἄλλαξα γνώμη, τοῦ εἶπα ἐντάξει. «Πρόσεξε τσιμουδιὰ σὲ κανέναν καὶ θὰ σοὺ πῶ ἐγώ», μοῦ εἶπε.
Μετὰ ἀπὸ μερικὲς μέρες, παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων μεσημέρι, μοῦ λέει, αὐτὴ τὴ φορὰ ξαπλωμένος στὸ πάτωμα γιὰ νὰ μὴν ἀκούγεται ἀπὸ τὰ ἀόρατα μικρόφωνα, «τὸ βράδυ γύρω στὶς 8:00 θὰ βγεῖς περίπατο πρὸς τὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νιέφσκι. Θὰ περπατᾶς ἀμέριμνος πρὸς τὰ ἀριστερά τῆς Λαύρας ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ αὐτὴ καὶ θὰ σὲ συναντήσω ἐκεῖ. Θὰ ἔχεις μπότες, ζεστὰ ροῦχα, βαρὺ παλτὸ καὶ τὸ γούνινο καπέλο».
Προβληματίστηκα, φόβος μὲ ἐπίασε, ἀλλὰ τὸ διαφορετικὸ ἔστω κι ἂν ἔχει κινδύνους, μὲ ὠθοῦσε νὰ τὸ ζήσω. Πράγματι, ξεκίνησα κουκουλωμένος, καθότι τὸ θερμόμετρο ἔδειχνε 20 βαθμούς ὑπὸ τὸ μηδέν. Περπατοῦσα μέσα στὸ τσουχτερὸ κρύο. Σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ φίλου, ἔφτασα κοντὰ στὴ γέφυρα καὶ στάθηκα προβληματισμένος ποῦ πάω μέσα στὸ ἄγνωστο καὶ τί μὲ περιμένει.
Συνέχισα νὰ περπατὼ καὶ φθάνοντας στὴ μέση τῆς γέφυρας, ἔρχεται ἕνα αὐτοκίνητο, σταματάει δίπλα μου καὶ βλέπω ὅτι μέσα ἦταν ὁ φίλος μου ὁ Ἰβᾶν. «Γρήγορα μέσα», μοῦ λέγει.
Μπῆκα μέσα καὶ τὸ αὐτοκίνητο ἀνέπτυξε ταχύτητα. Ἐκεῖ ἦταν ἀκόμη δύο, ἐκτός τοῦ φίλου, ὁ ὁδηγὸς καὶ ἕνας σεβαστὸς κύριος μὲ γαλλικὸ μοῦσι καὶ γούνινο καπέλο.
Τὸ αὐτοκίνητο ἔτρεχε, περάσαμε δύο-τρεῖς γέφυρες, στρίβοντας δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ καὶ μετὰ κατευθυνθήκαμε δυτικὰ ὅπου σὲ δύο ὧρες φτάσαμε σὲ ἕνα πυκνὸ δάσος. Προχωρήσαμε μέσα ἀρκετά.
Σταματήσαμε σὲ ἕνα μέρος καὶ συνεχίσαμε γιὰ λίγο μὲ τὰ πόδια. Τὸ κρύο τσουχτερό, 32 βαθμοὺς κελσίου ὑπὸ τὸ μηδέν. Παγωνιὰ φοβερή, χιόνι σχεδὸν μέχρι τὸ γόνατο. Στὸ δρόμο συναντούσαμε κι ἄλλους ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἡλικιῶν, ντυμένους μὲ βαρὺ γούνινο παλτό, μπότες, γάντια, κασκόλ, γούνινα καπέλα. Ἔρχονταν ἀπὸ διάφορα μέρη τοῦ δάσους.
Σίγουρα δὲν θὰ γλιτώσω ἀπὸ τὰ κρυοπαγήματα, σκέφτηκα. Ὁ Ἰβᾶν δίπλα μου ἔδινε θάρρος. Αὐτὰ γιὰ αὐτοὺς ἦταν γνωστὰ καὶ γιὰ αὐτὸ τὰ ἀντιμετώπιζαν πολὺ ἄνετα. Ἐγὼ πρώτη φορὰ στὴ ζωή μου περπατοῦσα καὶ ζοῦσα σὲ τέτοιες θερμοκρασίες.
Ἐπιτέλους μετὰ ἀπὸ μία ὥρα περίπου περπάτημα φτάσαμε σὲ ἕνα ξέφωτο κι ἐκεῖ τὰ ἔδωσα ὅλα. Ποῦ βρέθηκαν τόσοι ἄνθρωποι μέσα στὸ πουθενὰ καὶ σὲ τέτοιες θερμοκρασίες, φαινόταν ἀπὸ τὸ ντύσιμο καὶ τὶς κινήσεις ὄχι ἁπλοὶ ἄνθρωποι. Ρωτάω τὸ φίλο μου ποιοὶ εἶναι αὐτοί; Μοῦ ἀπαντᾶ μὲ πολλὴ ἄνεση: «Κρυφὰ μέλη τῆς ἐκκλησίας».
«Δηλαδή;» ρωτάω. «Στελέχη τοῦ κόμματος, στρατιωτικοί, ἐπιστήμονες, γιατροί, καθηγητὲς κλπ». «Καὶ τί θέλουν ἐδῶ;». «Μὰ τί ἄλλο; Νὰ γιορτάσουν τὰ Χριστούγεννα», μοῦ εἶπε, καὶ ἔφυγε γιὰ νὰ βοηθήσει στὴν ἑτοιμασία γιὰ τὴν ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς.
Ἕνα τραπέζι συναρμολογούμενο στὸ κέντρο, ἄλλο πιὸ μικρὸ παραδίπλα, τὰ Δισκοπότηρα καὶ γενικὰ ὅ,τι χρειαζόταν γιὰ νὰ γίνει ἡ Θεία Λειτουργία. Εἶχα μείνει ἀποσβολωμένος καὶ ἄφωνος.
Θὰ ἤμαστε περίπου 300 ἄνθρωποι μέσα σὲ ἕνα ἀπέραντο δάσος, πατώντας σὲ μισὸ μέτρο παγωμένο χιόνι, μὲ φοβερὸ κρύο, ὄρθιοι χωρὶς καμία ἀνθρώπινη παρηγοριά. Κανεὶς ὅμως δὲν δυσανασχετοῦσε, οὔτε ἔδειχνε ἀπογοητευμένος. Ὅλοι εἶχαν χαρά, ὑπομονὴ καὶ καρτερία. Ὁ κύριος ποὺ ἦταν μαζί μας στὸ ἁμάξι μὲ τὸ γούνινο καπέλο, ἦταν τελικὰ ὁ ἱερέας καὶ ὁ ὁδηγὸς ὁ διάκονος, ποὺ θὰ ἔκαναν μαζὶ τὴ Λειτουργία τῶν Χριστουγέννων.
Ἄρχισε ὁ Ὄρθρος, μία θαυμάσια χορωδία σχηματίστηκε καὶ ὅλα ἔγιναν ὅπως ἁρμόζει στὴ μεγάλη ἡμέρα τῆς χριστιανοσύνης, χωρὶς βιασύνη καὶ μὲ μεγάλη λεπτομέρεια.
Τέσσερις ὧρες κράτησε ὅλη αὐτὴ ἡ ἀνεπανάληπτη λατρεία, μέσα σὲ τόσο σκληρὲς καιρικὲς συνθῆκες. «Τιέλο Χριστόβα Πριμίτε ἰστότσνινα μπεσμερτναγκοβκουσίτε». (Σῶμα Χριστοῦ μεταλάβατε, πηγῆς ἀθανάτου γεύσασθε).
Ὅλοι προσέρχονται, ὅλοι κοινωνοῦν, ὅλοι πλησιάζουν. Βλέπεις τὴ λαχτάρα στὰ πρόσωπά τους, τὴ συντριβὴ καὶ τὴ συναίσθηση, τὴν κατάνυξη, τὴν πίστη, τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ. Πρόσωπα γενναῖα, σκλαβωμένα ἀλλὰ ἐλεύθερα, εἶναι ἡ ζωντανὴ Ἐκκλησία. Στιγμὲς γιὰ μένα ἱερές, ἀνεπανάληπτες, συγκινητικές.
Ποιὸς τὸ περίμενε ὅτι σὲ “δημοκρατικὸ” καθεστώς, μετὰ ἀπὸ σαράντα χρόνια θὰ ξαναζοῦσα λίγο διαφορετικά, ἀλλὰ κατ’ οὐσίαν τὴν ἴδια κατάσταση, μὲ κλειστὲς Ἐκκλησίες τὸ Πάσχα καὶ τὰ Χριστούγεννα; Καὶ ποῦ αὐτό; Στὴν Ἑλλάδα.
Μία παρέα λοιπὸν ἀρκετὰ μεγάλη ἀποφασίσαμε μετὰ ἀπὸ δική μου παρότρυνση καὶ ἔχοντας ὑπόψη μου τὰ παραπάνω, νὰ ἑορτάσουμε τὶς γιορτὲς αὐτές, ὄχι καθήμενοι στὰ σπίτια σύμφωνα μὲ τὶς κυβερνητικὲς ἐπιταγὲς καὶ τὴν ἐπιβολὴ τῶν προστίμων, ἀλλὰ λατρεύοντας τὸν Θεὸ στὸ χῶρο τοῦ Ναοῦ.
Ἀπορούσαμε στὶς συζητήσεις μας πῶς οἱ διοικοῦντες τὴν Ἐκκλησία μᾶς παρότρυναν νὰ μείνουμε στὸ σπίτι μας, ὑποβιβάζοντας τὴ λατρεία σὲ ἀτομικὴ προσευχή, υἱοθετώντας τρόπους προτεσταντικούς.
Τὰ Χριστούγεννα λοιπὸν τοῦ 2020 (!!!) ἀποφασίσαμε, ὅπως καὶ τὸ Πάσχα, νὰ γιορτάσουμε τὴ μεγάλη γιορτὴ τῆς χριστιανοσύνης στὴν Ἐκκλησία. Τὸ ἐξωκκλήσι στὸ βουνό, πέριξ της Ἀττικῆς, μᾶς ἦταν γνωστὸ ἀπὸ τὸ Πάσχα.
Ὁ ἱερέας ἕτοιμος καὶ ἔτσι μέσα σὲ πολὺ φυσικὰ ἐλαφρότερες συνθῆκες ἀπὸ ἐκεῖνες τοῦ Λένινγκραντ, ἀλλὰ μέσα σὲ κρύο ὅμως, ἀφοῦ οἱ περισσότεροι εἴμαστε ἔξω ἀπὸ τὸ ἐξωκκλήσι στὸ βουνὸ μέχρι τὶς 2 τὰ μεσάνυχτα, ὅπου τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία καὶ γίναμε μέτοχοί του μαργαρίτη τῆς ζωῆς.
Ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη στὸ Θεὸ δὲν τιθασεύεται. Καὶ τὶς δύο φορὲς διαπιστώσαμε ὅτι στὰ βουνὰ τῆς Ἀττικῆς πέριξ τῶν Ἀθηνῶν, ὑπῆρχαν κι ἄλλες ὁμάδες χριστιανῶν ὅπου ἑόρταζαν κι αὐτοὶ τὴν μεγάλη ἑορτή, κατὰ παρόμοιο τρόπο.
«Χριστὸς ἐτέχθη», ἀναφώνησε ὁ λειτουργὸς στὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας σὲ ἐκεῖνο τὸ μικρὸ ἐξωκκλήσι μέσα στὸ πουθενά, ποὺ ἔγινε νέα Βηθλεὲμ γιὰ τοὺς στενόμυαλους, τοὺς συνομωσιολόγους, ποὺ ἤθελαν νὰ ἑορτάσουν τὰ Χριστούγεννα μὲ συμμετοχὴ στὸ μυστήριον ποὺ ἀρχίζει μὲ τὴ Γέννηση καὶ τελειώνει μὲ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ μένα, ἔστω καὶ μὲ πολὺ ὁμαλότερες συνθῆκες ἦταν ἕνα βίωμα καὶ μία ἐμπειρία, μετὰ 40 χρόνια, ποὺ ἀναζωπύρωσε μέσα μου τὴν ἐμπειρία στὸ δάσος, στὶς πολικὲς θερμοκρασίες καὶ τὰ χιόνια τοῦ Λένιγκραντ.
Ἄραγε γιὰ τοὺς Μητροπολῖτες ἐκείνους οἱ ὁποῖοι χλεύασαν, ἐπιτίμησαν καὶ κατέκριναν τὶς κρυφὲς Θεῖες Λειτουργίες, τὴ Θεία Μετάληψη, τοὺς τελοῦντας καὶ συμμετέχοντας σ’ αὐτές, εἴμαστε τὰ ἀπείθαρχα τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἀνυπάκουοι καὶ θεληματάρηδες, οἱ ἐγωκεντρικοὶ καὶ οἱ ἐτσιθελικοί;
Ἂν εἴμαστε, ζητᾶμε τὴ συγγνώμη τους. Ἂν δὲν εἴμαστε, τὴν εὐχή τους νὰ 'χουμε.
Πάντως μὲ τὴν εὐχή τους ἢ χωρὶς αὐτήν, δὲν ὑβρίσαμε, δὲν κατακρίναμε, δὲν χλευάσαμε, δὲν ἀπορρίψαμε, ἀλλὰ φροντίσαμε ἀθόρυβα καὶ μυστικά, ἔχοντας μάλιστα καὶ προγενέστερη ἐμπειρία, νὰ φᾶμε τὴν ἡμέρα τῆς γέννας τοῦ Χριστοῦ τὴ Σάρκα Του, γιὰ νὰ μείνουμε μαζί του, κι Αὐτὸς ἐὰν βρεῖ τόπο στὴ φάτνη τῆς καρδιᾶς μας νὰ μείνει μαζί μας.
Εὐλογεῖτε.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΤΕΧΘΗ - ΑΛΗΘΩΣ ΕΤΕΧΘΗ