Ἐπιστολὴ τοῦ Ἰωάννου Μακρυγιάννη πρὸς τοὺς Νέους
Ἀγαπητά μου Παιδιά,
Μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους ἄξιους καὶ γενναίγους Ἕλληνες πολεμήσαμε καὶ λευτερώσαμε τοῦτο τὸν τόπο ποὺ πατᾶτε ἐσεῖς, καὶ νὰ στοχάζεστε πὼς τὸν λευτερώσαμε γιὰ σᾶς ποὺ γεννηθήκατε σὲ πατρίδα ἐλεύθερη, γιατί ἐμεῖς λίγο τὴν ἀπολάψαμε, ὅτι, μόλις ἐδιώξαμε τοὺς Τούρκους, ἀρχίσαμε νὰ τρῶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον κι ἔτσι μᾶς βρῆκαν διαιρεμένους οἱ Μπαυαροὶ καὶ μᾶς τζαλαπάτησαν.
Μὰ ὁ Θεός, τὸ ἔλεός του μεγάλο, δὲν συνερίστη τὰ κρίματά μας καὶ στερίωσε τὸ ἔθνος, ὅπου καταφανίστηκε τόσους χρόνους στὴ σκλαβιὰ καὶ ἦρθε ὁ καιρὸς πάλι νὰ δικαιωθεῖ. Ὅτι τὸ δίκιο μας μᾶς τὸ ‘δίνε ὂ Θεὸς καὶ τὸ χαλούσαμε ἐμεῖς. Κι ἀπ’ τὸ λίγο ποὺ δὲν προκάναμε νὰ χαλάσουμε ἐστερεώθη τὸ ἔθνος αὐτό, ποὺ ἐγέννησε κι ἐσᾶς. Ἐσεῖς τώρα μάθατε καὶ γράμματα, ὅτι σκολάσατε ἀπὸ τὶς ἀγγαρεῖες καὶ τοὺς κιντύνους καὶ κατατρεγμοὺς ὁπού ‘χαμεν ἐμεῖς – ἐγὼ ἐμεγάλωσα ἀγράμματος, μὲ ἄσπρα τὰ μαλλιά, ὄψιμος ἐπίασα κοντύλι στὸ χέρι μου. Καὶ τὰ γράμματα ποὺ μάθατε σᾶς δίδαξαν πὼς εἶστε Ἕλληνες καὶ Χριστιανοὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Ἂν ἢθελ’ ἐμεῖς, γιὰ νὰ γλυτώσουμε ἀπὸ τὴν τυραγνία...καὶ τὰ βάσανα, νὰ γίνουμε Τοῦρκοι, ὅπως ἔγιναν καμπόσοι τότε, θὰ σᾶς εἶχαν γεννημένους χανούμισσες κι ὄχι Ρωμαίϊσσες Χριστιανὲς καὶ μὲ τοῦτο θὰ ἤστενε κι ἐσεῖς Τοῦρκοι. Καὶ θὰ παίρνατε πάνω σας καὶ τὰ κρίματα τοῦ μολεμένου αὐτοῦ Ἔθνους, ποὺ ἐσώριασε τόσα ἀδικοχαμένων καὶ ἀτιμασμένων κουφάρια ἀπάνω στὴ γῆ.
Κι ἂν θέλαμε μεῖς νὰ σεργιανᾶμε μὲ τὲς καρρότσες τῆς βασιλείας, φορτωμένοι τὰ παράσημα, καὶ νὰ μᾶς φυλεύουν οἱ Μπαυαροὶ τιμὲς καὶ περιουσίες, ἢθελ’ ἀφήσομε τὸν Κωλέττη μὲ τοὺς μισσιονάριους καὶ τοὺς ξένους πρέσβεις νὰ μᾶς ἀλλάξουνε τὴν πίστη καὶ τότε κι ἐσεῖς θὰ ‘χατε γεννηθεῖ ἀπὸ μάννες Φράγκισες καὶ θὰ κάνατε ἀνάποδα τὸ σταυρό σας. Καὶ θὰ στοχαζόσασταν ὅτι ἐχρειάστη νὰ χυθεῖ ποτάμι τὸ αἷμα τόσων παλληκαριῶν καὶ ἡρώων της πατρίδος, γιὰ νὰ χάσετε ἐλεύτεροι τὴν πίστη ποὺ εἴχατε σκλαβωμένοι.
Τώρα ὅμως ζεῖτε πάνω σὲ τοῦτο τὸ ματωμένο καὶ καπνισμένο χῶμα καὶ λογαριάζεστε Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ καὶ ὅσοι ἔχετε μέσα σᾶς καρδιὰ καὶ νοῦ, τὸ ‘χετε γιὰ τὴν πιὸ τρανὴ χαρά σας, κορῶνα στὸ κεφάλι. Νὰ μὴ θαρρεῖτε ὅμως πὼς ἔτσι κοιμηθήκαμε ἀπὸ βραδὶς Τοῦρκοι καὶ ξυπνήσαμε Ἕλληνες. Ἐχρειάστηκε νὰ θυσιάσουμε ἀρετὴ καντάρια καὶ κόπους καὶ αἵματα γι’ αὐτὴ τὴν ἐλευθερία ποὺ ἔχετε ἐσεῖς. Ὅτι ἡ ἐπανάσταση δὲν ἔγινε τὸ ’21 μονάχα κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ ἀπὸ τότε ποὺ πῆρε ὁ Ἀγαρηνὸς τὴν Πόλη, μὲ κάθε σφαγὴ καὶ ἁρπαγὴ καὶ ἀτιμία ποὺ σήκωνε ὁ σβέρκος τοῦ σκλάβου, γιὰ νὰ προσκυνήσει καὶ δὲν προσκύναγε, γίνονταν μία ἐπανάσταση. Κι ὅλες αὐτὲς οἱ ἐπαναστάσεις γνωστῶν καὶ ἀγνώστων ἡρώων της πίστης καὶ τῆς πατρίδος ἔτρεξαν σὰν τὰ ρυάκια στὸ μεγάλο ράμμα καὶ ἔτσι ἔγινε τὸ ’21 ποὺ ἤθελε ὁ Θεὸς καὶ μᾶς ἔκανε λεύτερους.
Γι’ αὐτό, παιδιά μου, τέτοιες μέρες, ποὺ γιορτάζετε τὸ σηκωμὸ τοῦ γένους, νὰ μνημονεύετε αὐτοὺς τοὺς ἥρωες ποὺ θυσίασαν καὶ τὴ ζωή τους καὶ τὸ βίος τους γιὰ πίστη καὶ πατρίδα κι ἄφησαν τὶς φαμίλιες τοὺς γυμνὲς νὰ διακονεύουν. Καὶ τούτη τὴν πίστη νὰ τὴ λογαριάζετε ὡς ἕνα τζιβαΐρι ποὺ τὸ κρατᾶ ὁ ἄνθρωπος καὶ περπατεῖ καὶ φόβος εἶναι νὰ μὴν τοῦ πέσει. Καὶ ἡ πατρίδα δὲν εἶναι ἑνὸς οὔτε ὀλίγων ἀλλὰ τὴν ἔχουμε ὅλοι μαζί, ὅτι ὅλοι μαζὶ τὴν ἐλευτερώσαμε.
Ὥστε ἂν ἀμελήσετε τὴν πίστιν ὅπου σας παραδώσαμεν Ὀρθόδοξην Ἀνατολικὴν καὶ σᾶς τὴν κλέψουν, ἂν πέσετε στὲς παραλυσίες καὶ ἀφήσετε τὰ κάστρα ἀφύλακτα καὶ σᾶς τὰ πάρουν, οὔτε νὰ ζήσετε μπορεῖτε οὔτε νὰ πεθάνετε παρηγοριέστε, ὅτι θὰ βρεῖτε ἐκεῖ ποὺ θὰ πάτε τοὺς γενναίγους πατέρες σας, τὸ Διάκο, τὸν Ὑψηλάντη, τὸν Κολοκοτρώνη, τὸ Δυσσέα, καὶ θὰ σᾶς ζητήσουν τὰ αἵματα πίσω ποὺ χύθησαν γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδος. Καὶ καθὼς τὰ αἵματα δὲν γυρίζουν πλέον, θὲ νὰ εἶστε καταδικασμένοι. Ὅθεν, ἀγαπητά μου Ἑλληνόπουλα, κάνετε τὰ καλά σας καὶ μὴ σκολᾶτε τὶς μετάνοιές σας γιὰ τούτη τὴν ἅγια πατρίδα, τηρᾶτε νὰ ‘χετε τὸ νοῦ καθαρὸ καὶ Ὀρθόδοξο καὶ τὸ σῶμα τυραννισμένο, γιὰ νὰ ἀντέχει τοὺς κόπους καὶ νὰ πηγαίνετε τοῦτες τὶς μέρες στοὺς τάφους μας καὶ νὰ στοχάζεστε τὰ χρέη σας. Ὅτι ἐμεῖς ἀπὸ μέσ’ ἂπ’ αὐτοὺς τοὺς τάφους μᾶς μία μέρα θ’ ἀναστηθοῦμε καὶ θὰ σᾶς κρίνουμε.