Σελίδες

Τρίτη 2 Μαρτίου 2021

Ἅγιος Νικόλαος Πλανᾶς, Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καὶ Μωραϊτίδης


Τὸ διήγημα τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη «Ἱερεῖς τῶν Πόλεων καὶ Ἱερεῖς τῶν χωρίων», ποὺ ἔγραψε τὸ 1896, ἀναφέρεται σὲ ἕναν ὄντως συνειδητοποιημένο καὶ ἄοκνο ἱερουργό, ποὺ μὲ τὴν ἀπεριόριστη καλοσύνη του, τὴν ὑπερβολική του ἀφιλοχρηματία, τὸ ἀκτινοβόλο ἱερατικό του ἦθος, τὴν ταπείνωσή του, καταξιώθηκε στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ ὡς Ἅγιος πολυαγαπημένος καὶ θαυματουργός. Ἕνα πρότυπο ἱερέα, ἁπλό, γνήσιο, ἀληθινό.
Ὁ πρῶτος ποὺ δίδει γραπτὲς μαρτυρίες γιὰ τὸν παπα-Νικόλα εἶναι ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Στὰ Ἀθηναϊκά του διηγήματα γράφει γιὰ τὸν ταπεινὸ ἱερέα ποὺ γνώρισε στὸ παρεκκλήσι τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου, στὸ Μοναστηράκι, τὰ ὅσα μαζὶ μὲ τὸν τριτεξάδελφό του, Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, ἔζησαν στὶς ἀκολουθίες, ἑσπερινούς, ὄρθρους καὶ ἀγρυπνίες, στὶς ὁποῖες...
ἔψαλλαν οἱ ἴδιοι (ὁ Παπαδιαμάντης ὡς δεξιὸς καὶ ὁ Μωραϊτίδης ὡς ἀριστερὸς ψάλτης). Τὸν ὀνομάζει «ἄξιον λειτουργὸν τοῦ Ὑψίστου» καὶ τὸν ἀντιπαραβάλλει μὲ τοὺς «ἐπαγγελματίες ἱερεῖς».

Τὸ ἐκκλησάκι τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου, ποὺ χρονολογεῖται στὰ μέσα τοῦ 16ου αἰῶνα, ἀποτέλεσε τὰ χρόνια ἀπὸ τὸ 1885 ἕως τὸ 1942 «στέκι» λογοτεχνῶν καὶ λογίων της ἐποχῆς. Ἐκεῖ ἐκκλησιάζονταν, ἐξαιτίας τῆς ἐμβληματικῆς μορφῆς τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ «ἐκ περιεργείας», γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὴ «φωνὴ γεμάτη εὐλάβεια», ὁ Παῦλος Νιρβάνας, ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης, ὁ Γεράσιμος Βῶκος κ.ἄ.
Ἀπ᾿ ὅσα γράφει στὸν πρόλογο, φαίνεται ὅτι οἱ ἀγρυπνίες ξεκίνησαν γύρω στὸ 1885 καὶ σύντομα ἄρχισαν νὰ συμμετέχουν ἀδιαλείπτως οἱ δύο Σκιαθῖτες λογοτέχνες. Ὁ Παπαδιαμάντης πέθανε τὸ 1911, ἀλλὰ οἱ ἀγρυπνίες συνεχίστηκαν ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, ὁ ὁποῖος τὸ 1925, τέσσερα χρόνια πρὶν πεθάνει, πρόλαβε καὶ ἐξέδωσε τὴν Ἀκολουθία τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου.

ΙΕΡΕΙΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΕΙΣ ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ (ἀπόσπασμα)
Πρώτη δημοσίευση στὸ λεύκωμα: 

«Ἡ Ἑλλὰς κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνας τοῦ 1896», μὲ τὴν ὑπογραφὴ Ἀλ. Παπαδιαμάντης.

...«Μεταξὺ τῶν ὑπαρχόντων ἱερέων ὑπάρχουσιν ἀκόμη πολλοὶ ἐνάρετοι καὶ ἀγαθοί, εἰς τὰς πόλεις καὶ εἰς τὰ χωρία. Εἶναι τύποι λαϊκοί, ὠφέλιμοι, σεβάσμιοι. Ἂς μὴν ἐκφωνῶσι λόγους. Ἠξεύρουσιν αὐτοὶ ἄλλον τρόπον πῶς νὰ διδάσκωσι τὸ ποίμνιον.
Γνωρίζω ἕνα ἱερέα εἰς τὰς Ἀθήνας. Εἶναι ὁ ταπεινότερος τῶν ἱερέων καὶ ὁ ἁπλοϊκότερος τῶν ἀνθρώπων. Διὰ πᾶσαν ἱεροπραξίαν ἂν τοῦ δώσῃς μίαν δραχμὴν ἢ πενήντα λεπτὰ ἢ μίαν δεκάραν, τὰ παίρνει. Ἂν δὲν τοῦ δώσῃς τίποτε, δὲν ζητεῖ. Διὰ τρεῖς δραχμὰς ἐκτελεῖ ὁλόκληρον παννύχιον ἀκολουθίαν. Ἀπόδειπνον, Ἑσπερινόν, Ὄρθρον, Ὧρας, Λειτουργίαν. Τὸ ὅλον διαρκεῖ ἐννέα ὥρας. Ἂν τοῦ δώσῃς μόνον δύο δραχμάς, δὲν παραπονεῖται.

Κάθε ψυχοχάρτι, φέρον τὰ μνημονευτέα ὀνόματα τῶν τεθνεώτων, ἀφοῦ ἅπαξ τοῦ δώσῃς, τὸ κρατεῖ διὰ πάντοτε. Ἐπὶ δύο, τρία, τέσσαρα, πέντε ἔτη ἐξακολουθεῖ νὰ μνημονεύῃ τὰ ὀνόματα, δι᾿ εἴκοσι λεπτὰ τὰ ὁποῖα τοῦ ἔδωκες εἰσάπαξ. Εἰς κάθε προσκομιδὴν μνημονεύει δύο ἢ τρεῖς χιλιάδας ὀνόματα. Δὲν βαρύνεται ποτέ. Ἡ προσκομιδὴ παρ᾿ αὐτῷ διαρκεῖ δύο ὥρας. Ἡ Λειτουργία ἄλλας δύο. Εἰς τὴν ἀπόλυσιν τῆς Λειτουργίας, ὅσα κομμάτια ἔχει ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ, ἀπὸ πρόσφορα ἢ ἀρτοκλασίαν, τὰ μοιράζει ὅλα εἰς ὅσους τύχουν. Δὲν κρατεῖ σχεδὸν τίποτε.

Μίαν φορὰν ἔτυχε νὰ χρεωστῇ μικρὸν χρηματικὸν ποσόν, καὶ ἤθελε νὰ τὸ πληρώσῃ, εἶχε δέκα ἢ δεκαπέντε δραχμάς, ὅλα εἰς χαλκόν, ἐπὶ δύο ὥρας ἐμετροῦσεν, ἐμετροῦσε καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὰ εὕρῃ πόσα ἦσαν. Τέλος, εἷς ἄλλος χριστιανὸς ἔλαβε τὸν κόπον καὶ τοῦ τὰ ἐμέτρησεν.
Εἶναι ὀλίγον τι βραδύγλωσσος, καὶ περισσότερον ἀγράμματος. Εἰς τὰς εὐχάς, τὰς περισσοτέρας λέξεις τὰς λέγει ὀρθάς, εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τὰς περισσοτέρας ἐσφαλμένας. Θὰ εἰπῆτε, διατί ἡ ἀντίθεσις αὐτή; Ἀλλὰ τὰς εὐχὰς τὰς ἰδίας ἀπαγγέλλει καθ᾿ ἑκάστην, ἐνῷ τὴν δείνα περικοπὴν τοῦ Εὐαγγελίου θὰ τὴν ἀναγνώσῃ ἅπαξ ἢ δίς ἤ, τὸ πολύ, τρὶς τοῦ ἔτους, ἑξαιρέσει ὡρισμένων περικοπῶν συχνὰ ἀλλ᾿ ἀτάκτως ἐπανερχομένων, ὡς εἰς τοὺς Ἁγιασμοὺς καὶ τὰς Παρακλήσεις.

Τὰ λάθη, ὅσα κάμνει εἰς τὴν ἀνάγνωσιν, εἶναι πολλάκις κωμικά. Καὶ ὅμως ἐξ ὅλων τῶν ἀκροατῶν του, ἐξ ὅλου τοῦ ἐκκλησιάσματος, κανείς μας δὲν γελᾷ. Διατί; Τὸν ἐσυνηθίσαμεν, καὶ μᾶς ἀρέσει. Εἶναι ἀξιαγάπητος. Εἶναι ἁπλοϊκὸς καὶ ἐνάρετος. Εἶναι ἄξιος τοῦ πρώτου τῶν Μακαρισμῶν τοῦ Σωτῆρος.
Τώρα, ὑποθέσατε δύο ὑποθέσεις, μίαν ἀδύνατον, καὶ μίαν δυνατήν, ὑποθέσατε ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ἱερεὺς εἶχεν ἐξέλθει ἀπὸ ἱεροδιδασκαλεῖον, παλαιὸν ἢ νέον· θὰ εἶχε διαφορὰν ἐπὶ τὸ βέλτιον; Θὰ ἦτο πασσαλειμμένος μὲ ὀλίγα ἀτελῆ, κακοχώνευτα καὶ συγκεχυμένα γράμματα, μὲ περισσότερον οἴησιν καὶ ἀξιώσεις. Θὰ ἦτο διὰ τοῦτο καλύτερος; ...»

Ἐπίσης ὁ Παπαδιαμάντης ἀναφέρεται στὸν παπα-Νικόλα καὶ στὸ διήγημά του, «Τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ» (1908), αὐτὴ τὴ φορὰ ὀνομαστικῶς. Γράφει ὅτι ἡ μικρὴ Κούλα Μπούκη πέθανε καὶ οἱ ψάλτες μαζὶ μὲ τοὺς ἱερεῖς ἔψαλλον τὸ «Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμὸν» καὶ συνεχίζει χαρακτηριστικῶς: «Μόνος ὁ παπα-Νικόλας ἀπὸ τὸν Ἅη-Γιάννη τοῦ Ἀγροῦ, ὁ Ναξιώτης, ἐφαίνετο ὅτι ἐπίανε χωριστὴν ἀκολουθίαν, ἐμουρμούριζε μέσα του, καὶ τὰ ὄμματά του ἐφαίνοντο δακρυσμένα. «Τί μουρμουρίζεις παπᾶ;», τοῦ εἶπα ἀπὸ τὸ ὄπισθεν τοῦ στασιδίου, ὅπου εἶχεν ἀκουμβήσει. «Λέγω τὴν ἀκολουθίαν τῶν νηπίων μέσα μου», εἶπεν ὁ παπα-Νικόλας. Εἰς αὐτὸ τὸ ἄκακον ἁρμόζει ἡ ἀκολουθία τῶν νηπίων».

Οἱ ἀγρυπνίες τοῦ Ἁγίου Ἐλισαίου σταθήκανε πνευματικὸ φυτώριο. Μέσα στὸ ταπεινὸ αὐτὸ ἐκκλησάκι, στοὺς Ἀγέρηδες, τὸ ἰδιωτικό, τὸ ἀνύπαρκτο τώρα πιά, ἀφοῦ τὸ γκρέμισε ἡ σκαπάνη τῆς οἰκονομικῆς σκοπιμότητος, ὁ Ὅσιος παπα-Νικόλας ὁ Πλανᾶς, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης καὶ μία πλειάδα ταπεινῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, εἴχανε ὀργανώσει αὐτὲς τὶς ἀγρυπνίες.

Λειτουργὸς ὁ ἀκούραστος παπα-Πλανᾶς, δεξιὸς ψάλτης ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, κι ἀριστερὸς ψάλτης ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης. Καὶ γύρω τους ἕνα ἐκκλησίασμα ἀπὸ ταπεινοὺς Χριστιανούς, ποὺ δὲν κουραζόντανε, οὔτε...

ἀπὸ τὶς μακρυὲς ἀκολουθίες, οὔτε ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία, οὔτε ἀπὸ τὴν ὀρθοστασία. Οὔτε τὰ βλέφαρά τους κλείνανε, οὔτε τὰ γόνατά τους λυγίζανε.

Οἱ ταπεινοὶ αὐτοὶ Χριστιανοί, οὔτε συλλόγους εἴχανε σκαρώσει, οὔτε λόγους βγάζανε, οὔτε συχνάζανε στὰ γραφεῖα τῶν ἐφημερίδων, ἀπαιτώντας προσωπικὴ προβολὴ καὶ παινέματα τῶν δημοσιογράφων, οὔτε καλούσανε κανέναν ἰσχυρὸ νὰ ‘ρθῆ, νὰ τοὺς καμάρωση καὶ νὰ τοὺς ἐνίσχυση.

Δὲν κάνανε κοινωνικὸ Χριστιανισμό, οὔτε εἶχε ψηλώσει ὁ voῦς τους, ὥστε νὰ θέλουνε νὰ βολέψουνε τὰ στραβά τοῦ κόσμου, σὰν κείνους τοὺς πιὸ θεόστραβους ἀπ’ ὅλους, ποὺ παρασταίνουνε τὸν ἐκλεχτό τοῦ Θεοῦ, τὸν προωρισμένο ν’ ἀποκαταστήση τὴν δικαιοσύνη του, στὸν ξεστρατισμένο κόσμο.

Εἴτανε ἄνθρωποι ἁπλοί, ταπεινοὶ Χριστιανοί, ποὺ πιστεύανε στὸν θεάνθρωπο Χριστό, στὴν Παναγία Θεοτόκο καὶ στοὺς ἁγίους Του. Καὶ πιστοὶ στὸ Λόγο Του, δὲν νοιαζότανε γιὰ τὰ κρίματα τῶν ἀλλονῶν, ἀλλὰ γιὰ τὰ δικά τους. Κι΄ αὐτὲς τὶς δικές τους πληγὲς πασχίζανε νὰ ἐπουλώσουνε μὲ νηστεῖες, μὲ προσευχή, μὲ καθημερινὴ παρουσία στὸν Οἶκο Του, μ΄ ἀδιάκοπο διάβασμα τοῦ Λόγου Του, τοῦ Εὐαγγελικοῦ καὶ τῶν βίων τῶν ἁγίων, ποὺ βρίσκανε μέσα στὰ συναξάρια.

Οὔτε ὁ παπα-Νικόλας ὁ Πλανᾶς, οὔτε ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, οὔτε ὁ Μωραϊτίδης, οὔτε κανένας ἀπὸ κείνους, ποὺ ἀγρυπνούσανε στὸν Ἅγιο Ἐλισαῖο, δὲν σπαταλούσανε τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, βγάζοντας λόγους, τάχα γιὰ νὰ σώσουνε τοὺς ἄλλους, ἐνῶ στὴν οὐσία ἂν τὸ κάνανε δὲν θὰ σώζανε κανέναν μὲ τὰ λόγια, ἄλλα μονάχα θὰ προβάλλανε τὸν ἑαυτό τους.

Σὰν γνήσιοι ὀρθόδοξοι εἴχανε ἀφήσει στοὺς φραγκίζοντες καὶ προτεσταντίζοντες τὶς εὐσεβεῖς φλυαρίες καὶ κεῖνοι ζούσανε τὴν λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι μυστήριο καὶ κλείνει μέσα της ὅσα κανένα κήρυγμα δὲν μπορεῖ νὰ κλείση.

Γιατί ὅλα τὰ λέει ἡ Λειτουργία, τὸ Λυχνικό, τὸ Ψαλτήρι κι’ ἡ ὀρθόδοξη ὑμνογραφία. Ὅλα, πέρα γιὰ πέρα. Καὶ τόσο πολύ, ποὺ καὶ μία προσταφαίρεσι δὲν εἶναι δυνατὴ καὶ νοητή.

Ὁ παπα-Νικόλας ὁ Πλάνας στάθηκε ἡ πιὸ ὁλοκληρωμένη λειτουργικὴ ἔκφρασι μέσα στὴν ὀρθόδοξη Ἑλλάδα τοῦ δεύτερου μισοῦ τοῦ περασμένου αἰώνα καὶ τῶν πρώτων εἰκοσιπέντε χρόνων τοῦ τωρινοῦ. Λειτουργικὴ στάθηκε ὁλάκερη ἡ ζωή του. Ξημερώματα ἄρχιζε καὶ μεσημέρι τελείωνε.

Γιατί τάλεγε ὅλα, γιατί μνημόνευε ἑκατοντάδες νεκροὺς καὶ ζωντανούς. Καὶ τὸ ἐκκλησίασμα οὔτε ἀβάσταχτες εὕρισκε αὐτὲς τὶς ἀκολουθίες, οὔτε καταπονετικές, οὔτε ἐμπόδιο στὶς δουλειές του.

Φτωχοὶ καὶ πολλοὶ μεροκαματιάρηδες ἤτανε αὐτοὶ ποὺ ἐκκλησιαζόντανε στὸν Ἅγιο Ἐλισαῖο, ἢ στὸν Ἅγιο Γιάννη τὸν Κυνηγό, τῆς ὁδοῦ Βουλιαγμένης, ὅπου χρόνια λειτουργοῦσεν ὁ παπα-Νικόλας ὁ Πλάνας. Ἄνθρωποι τῆς ἀνάγκης, θεόφτωχοι, κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι.

Κι’ ὅμως δὲν κουραζόντανε γιὰ ἕνα καὶ μόνο λόγο: Δὲν ἤτανε ξένοι πρὸς τὰ μυστήρια καὶ τὶς ἀκολουθίες.

Τὶς διαβάζανε, ξέρανε ὅλα ἀπ’ ἔξω καὶ γευότανε τὴ Λειτουργία ἢ τὶς ἀκολουθίες τῶν ἀγρυπνιῶν, ὅταν τὶς τελοῦσε ἕνας ἱερέας ταπεινὸς καὶ καθαρὸς τὴν καρδίαν. Αὐτὸς ὁ κόσμος γευότανε ὅσα ἔλεγε ὁ λειτουργὸς ὅσα ψέλνανε οἱ ψαλτάδες.

Τὰ σιγόλεγε καὶ τὰ σιγόψελνε καὶ τὸ ἐκκλησίασμα καὶ κάθε λέξη καὶ κάθε φράση καὶ κάθε μουσικὸς φθόγγος ἤτανε βίωμα. Δὲν ἀκούγανε λόγια ἀδιάφορα γι’ αὐτοὺς ἢ μουσικὴ κοσμικὴ ἢ εἰκόνες φράγκικες, θεατρικὲς καὶ γλυκανάλατες.

Ὅ,τι ἀκούγανε σκορποῦσε γαλήνη στὴν ψυχὴ καὶ στὸ πνεῦμα τους καὶ τὰ μάτια τους δεχότανε σὰν ἴαμα τ’ ἅγια εἰκονίσματα τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας.

Ὄξω καὶ μακρυὰ ἀπ’ τὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, δὲν βρίσκανε οὔτε λύτρωση, οὔτε ἀνάπαυση.

Ὁ πόθος τους γιὰ χριστιανικὴ δικαιοσύνη, ὅπως τὸ βλέπουμε τόσες φορὲς στὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Μωραϊτίδη, δὲν ἔκρυψε ποτὲ τὴν ὀργὴ τῆς ἐκδίκησης.

Ἡ ἀγάπη ποὺ τοὺς θέρμαινε δὲν ἤτανε ἡ ἀνήσυχη κι’ ἐναγώνια ἀγάπη τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ἡ ἀτάραχη καὶ εἰρηνικὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτοὶ οἱ ἐπιζῶντες, ὅπως καὶ μερικοὶ ἄλλοι, καθὼς καὶ κεῖνοι ποὺ κοιμηθήκανε ἐν Κυρίω ἀπὸ τοὺς ἀγρυπνητὲς τοῦ προφήτη Ἐλισαίου, ξέρουνε πὼς ἡ λογική τοῦ κόσμου δὲν ἔχει θέση στὸ χριστιανικὸ περίβολο, ὅπως δὲν ἔχει θέση κι’ ἡ μεθοδολογία τοῦ κόσμου.

Γιατί αὐτὰ κρίνοντάς τα μὲ τὰ μέτρα τους καὶ βλέποντάς τα μὲ τὰ κοντόθωρα μάτια τους δὲν μποροῦνε νὰ καταλάβουνε πὼς ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη περιπέτεια, ἡ πιὸ μεγάλη ὑπερβολὴ καὶ τὸ πιὸ ἀπίστευτο ἀπ’ ὅλα τὰ πιὸ ἀπίστευτα τοῦ κόσμου.

Γιὰ τοῦτο κι’ ἡ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ὀρθοδοξία ἀνόθευτη ἀπ’ ὅλες τὶς κοσμικόφρονες ἐπιδράσεις τοῦ δυτικοῦ κόσμου.

Πηγή: Ἐφημερίδα «Ἡ Βραδυνῆ», 8 Ἰουνίου 1960.