Σελίδες

Δευτέρα 3 Μαΐου 2021

Μνήμη Μιχάλη Πασιαρδη

 


Θλιμμένη Ανάσταση έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος Κύπριος ποιητής Μιχάλης Πασιαρδης.


 Γράφει ο Αλέκος Μιχαηλίδης Εις μνήμην: Μέσα στο λλίον το πολλύν

«Μα εγνώρισες τον Ρίτσο, κύριε Μιχάλη», ρωτούσαμε –με περίσσια ή περιττή παιδική αφέλεια– στην αυλή του «Αιγαίου». Κι αν περιμέναμε ιστορίες επαναστατικές, εκείνος απαντούσε, ανάβοντας την πίπα του, με ένα απλό και σεμνό «βεβαίως», απολαμβάνοντας τη ζεστασιά των φίλων ή των θαυμαστών του. «Τι ομάδα είσαι, κύριε Μιχάλη», ρωτούσαμε άλλες φορές, γνωρίζοντας την απάντηση -«Πανιώνιος»- μα πουλώντας μαγκιά μέσω της εφηβικής πια θρασύτητάς μας: «Νέας Σμύρνης», προσθέταμε καμαρωτοί-καμαρωτοί για να λάβουμε την πληρωμένη του, μα πάντα χαμογελαστή του απάντηση –«και παλαιάς, γιε μου, και παλαιάς»– και να μείνουμε με θκυο σιείλη καμένα.


Μα ’ταν σαν μυσταγωγία, η απλή του «καλησπέρα» -πότε δίπλα στο φουρνίν και πότε μακρά του, με ανοικτό το πουκάμισο και με το χέρι στο κονιάκ. Κι ύστερα αρχίσαμε να τον διαβάζουμε και να καταλαβαίνουμε ότι δεν ήταν ένας απλός ποιητής, με ατέλειωτη αγάπη για το Τσέρι, τη φύση, την Κύπρο, ικανοποιημένος με «το λλίον» και με το ανθρώπινο τρίγωνο ΡΙΚ-ΟΡΦΕΑΣ-ΑΙΓΑΙΟΝ, με την αγάπη της μάνας του –«έθελα να ’φευκα εγιώ, εσούνι να με θάψεις, να ξέρω ότι σίουρα για λλόου μο ’ν’ να κλάψεις· τζι’ ίσια τζιει πας στον ουρανό μάνα μου άμαν πάω, να το γυρεύκω το ψουμίν που ζύμωννες να φάω»– και με την πίστη στην ομορφιά της λευτεριάς και της γης:


«Η γη ένι το κράτημα, στη γην να κρατηθούμε

τζι ό,τι τζι’ αλ λάχει να μας πουν, εμείς τούτο να πούμε·

πως σιίλλια γρόννια να δκιαβούν, όσοι τζιαιροί τζι’ αν πάσι

η Τζιύπρου εν για λλόου μας π’ Ακάμαν ως Καρπασι».


Κι όμως, προτιμούσε το φουρνίν, το κονιάκ, την πίπα, το τάβλι, τα πειράγματα του Βάσου, τις εξάρες του Σάββα και το οφτόν του Κόκου, παρά τα βραβεία, τη μεγαλομανία των άλλων ανθρώπων του πολιτισμού. Προτιμούσε τα πρόχειρα τετράστιχά του, που με τόση ευαισθησία απήγγελλε, παρά τις μεγαλοστομίες των εξουσιαστών για το πρόσωπό του. Καθόταν με τις ώρες, καλοντυμένος στην αυλή, χειμώνα-καλοκαίρι, σκεφτόταν, μιλούσε, έγραφε κι έκρυβε πόνο και μαράζι για τα κακά του τόπου μας –«ο σταυρός του Κυρίου είναι η Κύπρος, όταν μετά τη σταύρωση τον πέταξαν στη θάλασσα». Διαλεκτικός και πανελλήνιος, ερωτικός και εθνικός, διανοούμενος και λαϊκός. Κι ήταν τιμή μας, που ανταλλάξαμε τόσες κουβέντες για την Κύπρο, την Ελλάδα, τα πουλιά, τα δέντρα, τα βουνά, το ΑΠΟΕΛ, τον Πανιώνιο, το Αρμενούιν, την ομορφιά και την ελευθερία:


«Όποτε πεις δίτζιο τζιαι φως, αγάπη καλοσύνη

αρμόζουν τζιαι πααίννουσιν στηλ λέξη, Ρωμηοσύνη·

μες στούν τηλ λέξη τ’ όμορφον κάθε φοράν ταιρκάζει

τζι’ η Τζιύπρου μας που μιας αρκής με τούν’ τηλ λέξη μοιάζει».