«Μητέρα ἂν τὀ βρῆς βαρὺ τὸ γράμμα μου,
εἶναι ποὺ σκύβει ἀπάνω του ὁ Πενταδάχτυλος φορτωμένος Τοῦρκο,
ἂν τὸ βρῆς ἀσήκωτο,
εἶναι ποὺ γονατίζει ἀπάνω του ὁ Πενταδάχτυλος φορτωμένος Τοῦρκο.
Θὰ τἄχης μάθει αὐτά, μητέρα,
θἄχης μάθει γιὰ τὸν Πενταδάχτυλο.
Λοιπόν, τὰ μεσημέρια ἀκούγονται κάτι παράξενες φωνές,
λοιπόν, τὰ μεσημέρια ἀκούγονται κάτι ξερὰ τριξίματα
σὰν νὰ ξεκολλοῦν βράχοι ἀπ᾽ τῆν κορφὴ τοῦ Κυπαρισσόβουνου.
Καὶ τὶς νύχτες βογγᾶ στὶς πλαγιὲς του
τὸ αἶμα τῶν σκοτωμένων παιδιῶν
καὶ κυλᾶ στὶς κρεββατοκάμαρές μας
καὶ καταβρέχει τὰ βιβλία μας
καὶ καταβρέχει τοὺς στίχους μας
καὶ καταβρέχει τὴν ἀναπνοή μας
καὶ τσαλαβουτᾶν τὰ πόδια
και τσαλαβουτᾶ ἡ καρδιὰ
καὶ τσαλαβουτᾶ τὸ μυαλό. [...]
Εἶναι ἕνα μεγάλο πρόβλημα ὁ Πενταδάχτυλος, μητέρα.
Στὸ κάτω-κάτω τὸ Μόρφου δὲν τὸ βλέπουμε,
στὸ κάτω-κάτω τὴν Κερύνεια δὲν τὴ βλέπουμε,
τὴν Ἀμμόχωστο δὲν τὴ βλέπουμε,
ὅμως αὐτὸς εἶν᾽ ἐκεῖ ἀπέναντί μας
ὅμως αὐτὸς εἶναι διαρκῶς ἐκεῖ ἀπέναντί μας
καὶ μᾶς κυτάζει
καὶ μᾶς κυτάζει μ᾽ ἕνα τρόπο,
καὶ κάθεται βραχνὰς καὶ μολύβι στὸ στῆθος μας,
ὅμως αὐτὸς εἶν᾽ ἐκεῖ ἀπέναντί μας
καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κρυβῆ σὰν τὸ Μόρφου,
καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κρυβῆ σὰν τὴν Κερύνεια
καὶ σὰν τὴν Ἀμμόχωστο.
Καὶ λέει: «Λοιπόν»;
Καὶ μᾶς ρωτᾶ: «Λοιπόν»; Κώστας Μόντης [απόσπασμα από το «Τρίτο Γράμμα στη Μητέρα (β)»]