Κυριάκος Μάτσης – Άνθρωπος προικισμένος με σπάνιες αρετές
Ο Κυριάκος Μάτσης, το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά της αγροτικής οικογένειας του Χριστοφή και της Κυριακούς, γεννήθηκε την 23η Ιανουαρίου του 1926 στο ορεινό Παλαιχώρι, της επαρχίας Λευκωσίας. Μετά την αποφοίτησή του από το δημοτικό σχολείο του χωριού του, πηγαίνει στο Γυμνάσιο της Αμμοχώστου, όπου διακρίνεται για την πνευματική και εθνική του δράση.
Το 1946 πήρε υποτροφία από την Κυπριακή Αγροτική Εταιρεία για να φοιτήσει στη Γεωπονική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η παρουσία του στην Ελληνική συμπρωτεύουσα θα αποτελέσει μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία, για να δραστηριοποιηθεί έντονα στον αγώνα, για την ΕΝΩΣΗ της Κύπρου με την Ελλάδα. Διακρίνεται για τη ρητορική του δεινότητα. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, όταν τον άκουσε να μιλά με πάθος για το Κυπριακό, τον αποκάλεσε «αηδόνι της Κύπρου».
Στις 30 Οκτωβρίου 1946, μία μόλις εβδομάδα μετά την άφιξή του στη Θεσσαλονίκη, γράφει στο ημερολόγιό του: «Πριν δύο μέρες γιορτάσαμε την 28η Οκτωβρίου. Τρίξανε τα ξύλινα πόδια των αναπήρων του πολέμου. Και το τρίξιμό τους έφερε στην ψυχή ένα αίσθημα απελπισίας, γιατί οι θυσίες μας θυσιάστηκαν στο βωμό του αγίου συμφέροντος των μεγάλων δυνάμεων. Εφ’ όσον η ηρωική αυτή χώρα πληρώνεται με το κάλπικο νόμισμα των ωραίων λόγων και των επιβλητικών εκφράσεων, ενώ τα αληθή της συμφέροντα παραβλάπτονται ουσιωδώς, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι επικρατεί εις τον κόσμο δικαιοσύνη…».
«Ήταν μέλος της Πολιτοφυλακής του Α. Τ. Θεσσαλονίκης και αρθρογραφούσε στην εφημερίδα “Νέα Αλήθεια”. Παράλληλα, λάμβανε μέρος σε συλλαλητήρια διαμαρτυρίας εναντίον της συνεχιζόμενης κατοχής της Κύπρου από τους Άγγλους, ενώ φαίνεται να ήταν φίλος του κόμματος των Φιλελευθέρων».
Όταν εντάχθηκε στην Ε.Ο.Κ.Α. επικεφαλής του τομέα Αμμοχώστου, εργαζόταν ως γεωπόνος στην Αμμόχωστο. Συνελήφθη από τους Άγγλους στις 9 Ιανουαρίου 1956. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1956 δραπετεύει. Αμέσως μετά διορίζεται Τομεάρχης της επαρχίας Κερύνειας. Γράφει ο Γεώργιος Γρίβας Διγενής στα απομνημονεύματά του: «Ο Μάτσης εκ των πρώτων κατετάγη εις την Οργάνωσιν. Στρατιώτης του καθήκοντος, αγνός και τίμιος, υπόδειγμα, εις τους υφισταμένους του εμψυχωτής, εισήλθεν εις τον αγώνα με την φλόγα της αυτοθυσίας και την δίψαν να επιτελέσει έργον μεγάλο».
Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του υποβάλλεται σε φρικτά βασανιστήρια. “Εξοχότατε, ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα, αλλά περί αρετής! Λυπούμαι, εξοχότατε, αλλά με προσβάλλετε”. Αυτήν την απάντηση έδωσε, χτυπώντας το χέρι του δυνατά στο τραπέζι, στον στρατάρχη Χάρτινγκ, όταν αυτός τον επισκέφθηκε στα μπουντρούμια των κεντρικών φυλακών Λευκωσίας όπου εκρατείτο, υποβαλλόμενος για μέρες σε φρικτά βασανιστήρια, για να του προσφέρει ένα μυθικό χρηματικό ποσό, προκειμένου να προδώσει την Ε.Ο.Κ.Α. Ο Χάρτινγκ μένει έκθαμβος από τον ακέραιο χαρακτήρα του Κυριάκου Μάτση που απορρίπτει χωρίς συζήτηση την προσφορά του, που ανήρχετο στις 500.000 λίρες, ποσό αστρονομικό για εκείνη την εποχή, καθώς και κάθε είδους προστασία.
Στις 19 Νοεμβρίου του 1958, ο Μάτσης, ύστερα από προδοσία, βρίσκεται στο κρησφύγετό του περικυκλωμένος από πάνοπλους Άγγλους στρατιώτες, που τον καλούν να παραδοθεί. Τρία πράγματα σκέφτηκε αμέσως να κάνει: Να κάψει τα έγγραφα της Ε.Ο.Κ.Α., να διώξει τους δύο συντρόφους του και να γεμίσει το όπλο του. Αμέσως μετά ακούστηκε η απάντηση: «Όχι. Δεν παραδίδομαι. Αν θα βγω, θα βγω πυροβολώντας».
Ήταν έτοιμος για τον θάνατο. Τον είχε προβλέψει στα γράμματά του, τον είχε αναλύσει στους φιλοσοφικούς στοχασμούς του, τον είχε με σιγουριά καταγράψει στο ημερολόγιό του, τον είχε σιγοτραγουδήσει πολλές φορές μόνος του, παρέα μόνο με την ελληνική ιστορία! Τον είχε υμνήσει και τον είχε αποτυπώσει με τη γραφίδα του, όπως καταγράφεται στη «Σιδηρά Διαθήκη» του Δημητρακοπούλου: «Έκλεξε όσον ημπορής τον τρόπον του θανάτου σου, ένας ωραίος θάνατος είναι συνήθως η ευγενεστέρα πράξις της ζωής!»
Οι Άγγλοι αν και πολυπληθέστεροι φοβήθηκαν και προτίμησαν τη σιγουριά των χειροβομβίδων. Κουνήθηκε συθέμελα ο Πενταδάκτυλος την ώρα που ο Μάτσης κείτονταν νεκρός, με μια γαλήνια έκφραση ικανοποίησης στο πρόσωπό του, αντάξια του ηρωικού τέλους του. Κρατούσε ακόμη σφικτά στο στήθος του τα δύο αυτόματα όπλα. Το όνειρό του να πέσει για την Ελλάδα γίνεται πραγματικότητα, εκείνη την ευλογημένη μέρα, μία ώρα και τριάντα λεπτά μετά το μεσημέρι της 19ης Νοεμβρίου 1958.
Έντεκα μήνες πριν το πέρασμά του στην αθανασία, σε επιστολή προς τους γονείς του, φανερώνει τον τρόπο που θα αντιμετώπιζε το τελευταίο εθνικό προσκλητήριο: «Πιστεύουμε ότι κάθε θυσία μας δεν πηγαίνει άδικα και εσείς να είστε περήφανοι για μας. Αν ο καλός Θεός μας επιφυλάσση την λαμπράν τύχη να δώσωμεν την ζωήν μας για την πατρίδα, τότε η χαρά σας πρέπει να είναι απέραντη. Δεν ξέρω αν μπορεί να ονειρευτεί ένας άνθρωπος καλύτερη τύχη από αυτήν. Και δεν μπορώ να σκεφθώ γονείς που να είναι πιο περήφανοι παρά για τα παιδιά τους που έπεσαν για την πατρίδα».
Ο Κυριάκος Μάτσης, μια από τις πιο συγκλονιστικές μορφές της Ε.Ο.Κ.Α. ήταν άνθρωπος προικισμένος με σπάνιες αρετές και ιδανικά. Προκαλούσε τον σεβασμό των συναγωνιστών του, τους οποίους παρηγορούσε, εμψύχωνε και συμβούλευε. Διέθετε έμφυτη ευγένεια, θάρρος, αξιοπρέπεια και μια ώριμη πολιτική σκέψη. Δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν πως η κυπριακή ιστορία από το 1959 και μετά θα ήταν ίσως πολύ διαφορετική, αν ο Μάτσης ήταν ακόμη εν ζωή.
Δρ. Αυγουστίνος (Ντίνος) Αυγουστή