Στο προηγούμενό άρθρο υποστηρίξαμε ότι η δημιουργία της «τυπικής-συμβατικής» ελληνικότητας οφείλεται κυρίως σε δύο παράγοντες, τον έντονο και διαχρονικό αθηνοκεντρισμό του μητροπολιτικού κράτους και τον «υπεροπτικό» ετεροπροσδιορισμό μερίδας Ελλήνων με βάση άλλες ελληνικές κοινότητες εντός και εκτός ελλαδικής επικράτειας. Το τελευταίο μπορεί να ερμηνευθεί και ως παράγωγο τόσο του αθηνοκεντρισμού όσο και της μη κατανόησης ότι έθνος και κράτος –τουλάχιστον στην ελληνική περίπτωση– δεν ταυτίζονται.
Σε αυτό το πλαίσιο, βασικό μας επιχείρημα είναι ότι η ελληνικότητα χαρακτηρίζεται από μια πολυμορφία η οποία προέκυψε μέσα από ιστορικούς, πολιτικούς, γεωγραφικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Δηλαδή, η κάθε ελληνική κοινότητα μέσα από την ιστορικη της διαδρομή, το πολιτικο καθεστώς στο οποίο ανήκε και συμμετείχε, τη γεωγραφική διάσταση της ύπαρξής της καθώς και τις κοινωνικές διεργασίες εντός της, αλλά και σε συνάρτηση με άλλες κοινότητες, διαμόρφωσε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Διαφορετικά αντιλαμβάνεται την ελληνικότητα ο Μακεδόνας από τον Κρητικό, ο Αθηναίος από τον Κύπριο ή ο Βορειοηπειρώτης από τον Έλληνα της Διασποράς. Οι διαφορετικές προσλαμβάνουσες αποτελούν και τη δεξαμενή της εθνικής ιδεολογίας των διάφορων ελληνικών κοινοτήτων στη διαμόρφωση της συνείδησής τους.
Είναι για μας δεδομένο ότι η κάθε πληθυσμιακή ομάδα διαθέτει διαφορετικές προσλαμβάνουσες για την έννοια της ελληνικότητας, φτάνοντας μάλιστα και σε στοιχεία υπερβολής ως προς την έκφρασή της. Για παράδειγμα, όπως έχει ήδη λεχθεί, μια σημαντική μερίδα των Ελλήνων της Κύπρου επιχειρεί να καταδείξει την «αυθεντική» ελληνικότητά της –και για πολιτικούς λόγους που έχουν να κανουν με τη μη ενσωμάτωση στο μητροπολιτικό κράτος– με εργαλείο την κυπριακή διάλεκτο. Σύμφωνα με το βασικό επιχείρημα, η κυπριακή διάλεκτος προέρχεται κατ’ ευθείαν από την αρχαία ελληνική. Η επίκληση στην αρχαία Ελλάδα, όμως, θέλει να καταδείξει τη συνέχεια και την αυθεντικότητα της ελληνικότητας στην Κύπρο σε αντιδιαστολή με τον υπόλοιπο ελληνικό χώρο. Στην πραγματικότητα όμως, η κυπριακή διάλεκτος αποτελεί, μαζί με τις υπόλοιπες νεοελληνικές διαλέκτους, παιδί της κοινής ελληνιστικής μέσω της μεσαιωνικής ελληνικής.
Ως προς τον τρόπο άμβλυνσης των διακρίσεων ανάμεσα στις ελληνικές κοινότητες, θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένας ενιαίος θεσμός στον οποίον να αντιπροσωπεύονται οι Έλληνες της Ελλάδας, της Κύπρου, του Ιστορικού Χώρου και της Διασποράς. Μέσω αυτού του θεσμού ενδέχεται να υπάρξει τόσο μια προοπτική επίτευξης του επαναπροσδιορισμού της έννοιας της ελληνικότητας μέσα στα πλαίσια της ήδη υπάρχουσας πολυμορφίας, όσο και κοινωνία συμφερόντων σε επίπεδο άσκησης πολιτικής.
Ανδρέας Χριστοφή
Εκ βαθέων