Σελίδες

Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2022

Μαρτυρίες Εβριτών στρατιωτών κατά την επιστροφή τους από το μέτωπο - Η φιλοξενία τους σε ποντιακά χωριά

 

Μαρτυρίες Εβριτών στρατιωτών κατά την επιστροφή τους από το αλβανικό μέτωπο - Η φιλοξενία τους σε ποντιακά χωριά

Οι μαρτυρίες προέρχονται από Εβρίτες στρατιώτες, και όχι μόνο, που φιλοξενήθηκαν σε ποντιακά χωριά κατά την υποχώρηση και επιστροφή στα σπίτια τους.

“Αχπάσκουμαι σον πόλεμον, πάγω σην Αλβανίαν,
Μάνα παρακάλ΄ τον Θεόν, διπλά την Παναίαν,
να δι΄ με μάνα δύναμην, πάντα μπροστά να πάγω,
και τον στρατόν του Μουσολίν΄ ταρματαγάν να φτάγω.
Ο Μουσολίνς εθάρεσεν πως σην Ελλάδαν π΄ είναι,
οι Πόντιοι οι πρόσφυγες πολεμιστάδες κι΄ ναι.
Εμέν Ακρίτα λέγ΄ νε με, τον Ντούτσε κι΄ φοούμαι,
και αντίς να είμαι σκλάβος ατ΄, καλλίον να σκοτούμαι...
Εποίκα όρκον σον Θεόν, μάνα, κι αν αποθάνω,
τη Μουσολίν΄ την γενεάν απ΄ αδά-κεσ΄ θα χάνω”*



της Ουρανίας Πανταζίδου

Στο προσκλητήριο κατά την κήρυξη του πολέμου της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδας στις 28 Οκτωβρίου 1940 έδωσαν το παρών τους και οι Πόντιοι ακρίτες. Πολλοί από αυτούς έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι στο αλβανικό μέτωπο. Και ενώ η νίκη στεφάνωνε τα ελληνικά όπλα, η Γερμανία θα εισβάλει στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941.

Μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα και τη διάλυση του μετώπου του Στρυμόνα, οι στρατιώτες μας είχαν χάσει κάθε επαφή με την Επιμελητεία τους. Οπισθοχωρούσαν κατάκοποι και πεινασμένοι.

Από το 1941 ο γιατρός Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου και οι λόγιοι Χρυσόστομος Μυρίδης και Γρηγόρης Τηλικίδης, είχαν προτείνει να γίνει από τους Πόντιους λαογράφους η συγκέντρωση όσο το δυνατόν περισσοτέρων στοιχείων για τη φιλοξενία και την περίθαλψη που παρείχαν ποντιακά χωριά και γενικά Πόντιοι της Βόρειας Ελλάδας σε στρατιώτες, κατά την αποχώρησή τους από το μέτωπο της Αλβανίας και της Μακεδονίας, μετά την εισβολή των Γερμανών. Τότε, λόγω της Κατοχής δεν ήταν δυνατόν να υλοποιηθεί εκείνη η πρόταση.

Το Νοέμβριο του 1944 η πρόταση εκείνη επανήλθε, όμως αυτή τη φορά τους πρόλαβαν τα Δεκεμβριανά** που ακολούθησαν. Η ανώμαλη κατάσταση που επικράτησε στη χώρα δεν επέτρεψε και πάλι την υλοποίηση της πρότασης.

Θ΄ ακολουθήσει τον Ιούλιο του 1945 η δημοσίευση της διατριβής του μεγάλου λαογράφου Δημητρίου Σ. Λουκάτου, στην οποία κατέγραφε παραστατικότατα τη στοργική φιλοξενία που έτυχε ο ίδιος και άλλοι στρατιώτες στο ποντιακό χωριό Αγραπιδιές της Φλώρινας, ενώ σε άλλα χωριά, όπως έγραφε, ζητούσαν για ένα κομμάτι ψωμί τ΄ άρβυλα ή τις κουβέρτες τους. Η αντικειμενική εκείνη καταγραφή (ο Λουκάτος δεν ήταν Πόντιος) ήταν ένας ύμνος και τρισάγιο στην πατροπαράδοτη φιλοξενία των Ποντίων, στην οποία αναφέρεται και ο Στρατηγός και ιστορικός Ξενοφών στο έργο του "Η Κάθοδος των Μυρίων". Ως γνωστόν ο Ξενοφών, μετά την επική μάχη στα Κούναξα στο πλευρό του Κύρου, ανέλαβε να επιστρέψει τον στρατό του στην Ελλάδα. Κατά την επιστροφή τους φιλοξενήθηκαν για ένα περίπου μήνα σε περιοχές του Εύξεινου Πόντου (www.alexpolisonline.com/2019/05/blog-post_11.html).

Από εκεί και μετά οι Πόντιοι λόγιοι θα προσπαθήσουν να συγκεντρώσουν όσα περισσότερα στοιχεία μπορούσαν, καταγράφοντας μαρτυρίες στρατιωτών.

Το ίδιο έκανε στην Αλεξανδρούπολη ο δάσκαλος και λαογράφος Δημήτριος Κ. Παπαδόπουλος (Σταυριώτης).

Οι μαρτυρίες που συγκέντρωσε προέρχονται από Εβρίτες στρατιώτες - κι όχι μόνο - που φιλοξενήθηκαν σε ποντιακά χωριά της Μακεδονίας κατά την υποχώρηση και επιστροφή στα χωριά τους, όπως και μαρτυρίες της φιλοξενίας που έτυχαν σε χωριά της Αλεξανδρούπολης. Οι μαρτυρίες εκείνες δημοσιεύθηκαν από τον Δημήτριο Κ. Παπαδόπουλο τον Απρίλιο του 1952 στο περιοδικό "ΤΟ ΠΟΝΤΙΑΚΟ", ένα περιοδικό που είχε εκδοθεί από τους N. Καπνά και Γ. Λαμψίδη για το Ποντιακό θέατρο. Για το παρόν αφιέρωμα επέλεξα τις πιο αντιπροσωπευτικές μαρτυρίες.

Στην παραπάνω εικόνα, Πόντιοι αξιωματικοί που έπεσαν στο αλβανικό μέτωπο. Κάτω δεξιά ο Θεόδωρος Γ. Κανδηλάπτης - Από μαθητής του Γυμνασίου Αλεξανδρούπολης νεαρός αξιωματικός της Σχολής Ευελπίδων. Σκοτώθηκε στις 28/2/1941 (φωτογραφία από www.pontosnews.gr).

 Διαβάστε εδώ την ιστορία του Ανθυπολοχαγού Θεόδωρου Κανδηλάπτη ο οποίος έπεσε ηρωικά μαχόμενος στα βουνά της Βορείου Ηπείρου το 1941

Μαρτυρίες Εβριτών στρατιωτών κατά την επιστροφή τους από το Αλβανικό μέτωπο

Α. Μαρτυρία Δεκανέα Άγγελου Ποιμενίδη, δάσκαλου της Αλεξανδρούπολης

Ύστερα από την κατάρρευση του μετώπου στην Αλβανία οπισθοχωρούσα μαζί με άλλους τρεις στρατιώτες μου. Περάσαμε βιαστικά από πολλά χωριά αλλά δεν μας έδωσαν σημασία. Κατακουρασμένοι και νηστικοί βαδίζαμε συνεχώς. Τέλος φτάσαμε σ΄ ένα χωριό όπου ζούσαν Πόντιοι. Η πρώτη Πόντια που μας είδε έτρεξε να μας υποδεχθεί και να μας περιποιηθεί σαν δικούς της. Ούτε τη λέρα, ούτε την ψείρα μας δεν ελογάριαζαν οι αγνοί αυτοί άνθρωποι. Μας οδηγούσαν στα σπίτια τους σαν συγγενείς, που γυρνούσαν από τις ξενιτιές κι έστρωναν τα προικιά τους για να μας φιλοξενήσουν.

Η προσήνεια και η οικειότητα αυθόρμητα ζωγραφίζονταν στα πρόσωπά τους και η γνωριμία της στιγμής ήταν σαν μια γνωριμία πολύχρονη κι εγκάρδια. Μονάχα στο θερμό αυτό περιβάλλον γέλασε το χείλι μας. Και σέρναμε πίσω μας μια τραγωδία κι απλωνόταν μπροστά μας το δράμα της κατοχής. Ω! Πόσο παραδεισένια θα ήταν η ψευτο ζωή μας αυτή, αν είχε η πλάση τέτοιους αγνόψυχους ανθρώπους!

Β. Μαρτυρία Δεκανέα Ιωάννη Καλτσίδη, από την Αλεξανδρούπολη

Ο Ιωάννης Καλτσίδης έγραφε στο ημερολόγιό του κατά την επιστροφή του από την Καστοριά:

10-4-1941: Φτάσαμε στην Αγιά Κυριακή και βαδίζοντας αδιάκοπα φτάσαμε στο χωριό Βασιλειάδα. Δεν μας πρόσεξε κανείς...

13-4-1941: Στο Μελισσοπόταμο, όπου δεν μας φιλοξένησαν και κατόπιν στο Αηδονοχώρι. Οι κάτοικοι δεν μας έδωσαν σημασία.

14-4-1941: Φτάνομε στη Νεάπολη (Κοζάνης). Είχα μαζί μου ένα στρατιώτη από τη Μακεδονία και τον δημοδιδάσκαλον Χρ. Χρηστούδην από το Σουφλί. Πτώματα από την κούραση και κατασκονισμένοι καθίσαμε στην είσοδο του χωριού. Τυχαία περνούσε η κ. Μερόπη Ποιμενίδου ή Τριστανίδου. Μόλις μας είδε ήρθε κοντά μας και μας ρωτούσε για τους δικούς της. Έπειτα μας πήγε στο σπίτι της και μαζί με τον άνδρα της Αλκιβιάδη μας περιποιήθηκαν όσο ήταν καλύτερα. Μας ετάγισαν, έστρωσαν να κοιμηθούμε και το πρωί μας απέστειλαν αφού μας φίλεψαν και εφοδίασαν με τρόφιμα οι καλοί αυτοί Πόντιοι. Τέτοιοι φιλόξενοι άνθρωποι δύσκολα βρίσκονται.

Γ. Μαρτυρία Στρατιώτη Θεόδωρου Χαραλαμπίδη, δάσκαλος από την Αλεξανδρούπολη

Με τη διάλυση του μετώπου του Στρυμόνα οι στρατιώτες έχασαν κάθε επαφή με την επιμελητεία τους. Βρέθηκα κατάκοπος στο χωριό Πλατανάκια Πορρόιων στις Σέρες. Εκεί μας περιποιήθηκαν όπως έπρεπε. Το πιο περίεργο ήταν που οι Πόντιες γυναίκες ήθελαν να πλύνουν τα πόδια των στρατιωτών.

Ένας λοχαγός μου είπε: Σαν τους Πόντιους ακραιφνείς πατριώτες και ανιδιοτελείς δεν υπάρχουν.

Δ. Μαρτυρία του καταγόμενου από την Κερασούντα Ηλία Ευαγγελίδη***, Κοινοτάρχη Αισύμης

Μετά την κατάρρευση του μετώπου μια ομάδα από σαράντα στρατιώτες, από διάφορα χωριά του Έβρου έφτασαν αργά τη νύχτα, πεινασμένοι και ταλαιπωρημένοι στο χωριό Κίρκη στις 18 Απριλίου 1941. Το πρώτο μέλημά τους ήταν να μάθουν εάν υπήρχε στην περιοχή κανένα ποντιακό χωριό.

Όπως εξιστορούσε αργότερα ο Ηλίας Ευαγγελίδης στο δάσκαλο - λαογράφο Δημήτριο Κ. Παπαδόπουλο (Σταυριώτη), τους υπέδειξε το χωριουδάκι Μαυρόπετρα, αμιγώς ποντιακό με 30 οικογένειες. Το χωριό βρισκόταν σε απόσταση πάνω από ώρα από την Κίρκη. Παρόλη την κούραση και την πείνα οι στρατιώτες συνέχισαν το δρόμο τους για να φθάσουν έπειτα από σχεδόν τρεις ώρες, σε ελεεινή κατάσταση στη Μαυρόπετρα.

Το χωριό αναστατώθηκε από την παρουσία τους. Οι νυχτοφύλακες ειδοποίησαν όλους τους κατοίκους για την παρουσία των στρατιωτών. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Συνερίζονταν ποιος θα τους περιποιηθεί περισσότερο. Τους πήραν στα σπίτια τους, τους έπλυναν και τους έδωσαν καθαρά ρούχα. Τους πρόσφεραν φαγητό και τους έβαλαν να κοιμηθούν στα καλύτερα στρώματα που είχαν. Οι στρατιώτες απορούσαν με την περιποίηση των ανθρώπων.

Την επόμενη ημέρα, αφού και πάλι περιποιήθηκαν τους στρατιώτες στη Μαυρόπετρα τους οδήγησαν στην Αισύμη, επίσης ποντιακό χωριό, όπως αφηγείται ο Κοινοτάρχης Ηλίας Ευαγγελίδης. Εκεί τους περιποιήθηκαν, τους έδωσαν λίγα τρόφιμα και χρήματα και τους κατευόδωσαν για τα χωριά τους.

Ε. Μαρτυρία Λοχία Σαϊνίδη από τα Κοίλα

Υπηρετούσα στο Επιτελείο του 81ου Συντάγματος του μετώπου Στρυμόνα. Επειτα από την παράδοσή μας οι Γερμανοί συγκέντρωσαν περίπου 200 στρατιώτες καταγόμενους από την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και μας επιβίβασαν σε φορτηγά βαγόνια. Όταν το τρένο έφτασε στις Μουριές οι Πόντιοι κάτοικοι του χωριού κατέκλυσαν το σταθμό και συνερίζονταν ποιος θα περιποιηθεί καλύτερα τους στρατιώτες. Και από τα παράθυρα των βαγονιών έριχναν ότι είχαν στους φαντάρους, γλυκίσματα, τρόφιμα, ρούχα. Μερικές γριούλες έκλαιγαν και τα μάτια όλων ήταν δακρυσμένα. Στις εκδηλώσεις εκείνες πρωτοστατούσε η Βασιλική Κούση από τα Σούρμενα. Ακόμη και οι σκληρόκαρδοι Γερμανοί έδειξαν κάποια συγκίνηση με το θέαμα.

(Μουριές, μάλλον εννοεί το χωριό του Κιλκίς με τον ομώνυμο σιδηροδρομικό σταθμό, όπου είχαν εγκατασταθεί πολλές οικογένειες Ποντίων από τα Σούρμενα. Δυστυχώς δεν αναφέρεται το μικρό όνομα του Σαϊνίδη. Στα ιδρυτικά μέλη της Ένωσης Ποντίων Ν. Έβρου το 1960 βρήκα τρεις με το ίδιο επώνυμο, Κωνσταντίνος, Δημήτριος και Γεώργιος Σαϊνίδης).

ΣΤ. Μαρτυρία Δεκανέα Πετρόπουλου Αναστάσιου του Νικολάου από τη Μαυρόπετρα

Υποχωρώντας από το Πόγραδετς σταματήσαμε στο Άργος Ορεστικό. Οι Γερμανοί αφού μας αφόπλισαν μας άφησαν ελεύθερους. Με δύο συστρατιώτες, τον Αδαμίδη Χαράλαμπο από την Κατερίνη και τον Καπαγερίδη Χρήστο από το Δωρικό πήραμε το δρόμο και φτάσαμε στο χωριό Φιλώτα. Μας υποδέχτηκαν σαν παιδιά τους. Ο Γεώργιος Αραβίδης, Πόντιος, μας πήρε στο σπίτι του, έβαψε τα στρατιωτικά μας ρούχα και μας φιλοξένησε για τρεις μέρες (18, 19 και 20 Απριλίου 1941). Επέμενε να μας φιλοξενήσει και άλλο αλλά εμείς βιαζόμασταν να επιστρέψουμε στα σπίτια μας.

Φτάσαμε στα Γιαννιτσά. Εδώ ο Πόντιος Σταύρος Αρχαζίδης μας φιλοξένησε επί τριήμερο. Στα Γιαννιτσά χωρίσαμε και ο καθένας τράβηξε για το χωριό του. Ύστερα από μέρες έφτασα στο Παπράτι Σερρών. Οι Πόντιοι κάτοικοι είχαν οργανωμένη υπηρεσία για την υποδοχή και αποστολή των υποχωρούντων στρατιωτών. Μοίραζαν συσσίτιο, έδιναν τρόφιμα και ρούχα. Δυο Πόντιοι ο Ηλίας Κουγιουμτζίδης και ο Χρήστος Αδαμίδης λογόφερναν ποιος θα με φιλοξενήσει. Για να μην τους δυσαρεστήσω παρέμεινα στο σπίτι του πρώτου πέντε μέρες και στου δεύτερου τρεις.

Ζ. Μαρτυρία του γιατρού Αλέξανδρου Παπαθανάση, βουλευτή Έβρου

Άφησα για το τέλος τη μαρτυρία του βουλευτή Έβρου Αλ. Παπαθανάση, καθώς αυτήν την καταγράφει ο Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου, επίσης γιατρός (είχε διατελέσει Γενικός Διοικητής Θράκης επί Κυβερνήσεως Βενιζέλου 1929-1930).

Ο Αλ. Παπαθανάση είχε συναντήσει τον Θ. Θεοφυλάκτου στην Αθήνα:

- Αγαπητέ μου Θεοφύλακτε δος μου το χέρι σου να σε συγχαρώ (με ήξερε για φανατικό Πόντιο). Είμαι γεμάτος αίσθημα θαυμασμού για τη ράτσα σας, τη συγχαίρω στο πρόσωπό σου. Και ξέρεις το γιατί; Χθες ήρθε ο ανιψιός μου από το μέτωπο. Υπόφερε πολλά στην υποχώρηση. Φτάσανε αυτός κι άλλοι, μεσάνυχτα σ΄ ένα ποντιακό χωριό κοντά στην Πάτρα. Χτυπήσανε στην πρώτη πόρτα.

Τους ανοίξανε. Τους δέχτηκαν σαν να ήτανε παιδιά τους, αληθινά παιδιά τους. Φαντάσου, μεσάνυχτα πήγε ένα κοριτσάκι μισή ώρα δρόμο να φέρει αλάτι. Κάνανε αλμύρα και πλύνανε τα πληγωμένα από την πορεία πόδια όλων, τους φιλοξένησαν αρχοντικά και την άλλη μέρα τους κατευοδώσανε.

Ο Αλ. Παπαθανάσης απευθύνεται στον Θ. Θεοφυλάκτου
(Δημοσίευση στις 6-3-1951)

Θα ήθελα να κλείσω το παρόν αφιέρωμα με λίγες γραμμές από το βιβλίο του λαογράφου Δημήτριου Λουκάτου****

...Τούτοι είναι άνθρωποι. Πόντιοι, το πράμα.
Μια γυναίκα κατεβαίνει με ένα καλάθι. Έρχεται μπροστά μας.
- Φάτε, παιδιά μου, για το δρόμο σας. Μη στεναχωριέστε, ο Θεός θα δει το άδικο. Πάλι λεύτεροι θα γίνουμε.

Την ρωτάω από που είναι.
- Από τη Σαμψούντα, μου λέει.

Καταλαβαίνω, ένα χωριό ακριτών, από εκείνους που έχουν μέσα τους τον Ελληνισμό 100% και την ανθρωπιά της βιβλικής φιλοξενίας...


Άραγε εμείς οι απόγονοι εκείνων των ανθρώπων έχουμε κρατήσει κάτι από εκείνα τα στοιχεία που χαρακτήριζαν τη ράτσα τους;

Υ.Γ.

Το απόσπασμα του ποιήματος που περιλαμβάνεται στο βιβλίο της λαογράφου κ. Έλσας Γαλανίδου - Μπαλφούσια "Λαογραφικά Πόντου" και αναφέρεται στη συμμετοχή των Ποντίων στο έπος του 1940 - Οι Πόντιοι πάντα ακρίτες, είναι του Δημ. Παρασκευόπουλου. Το ποίημα είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα "ΦΩΣ" της Θεσσαλονίκης και το διέσωσε ο αντιπρόεδρος της Βουλής Ισαάκ Λαυρεντίδης στο δημοσίευμά του "Η εν Ελλάδι εγκατάστασις των εκ Πόντου Ελλήνων" στο περιοδικό "ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΝΤΟΥ" της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών, τόμος 29, σελ.345, 1968-1969.

** Τα Δεκεμβριανά (ή μάχη της Αθήνας) ήταν οι μάχες που ξεκίνησαν στις 3 Δεκεμβρίου 1944 και τερματίστηκαν μετά 33 μέρες στις 5-6 Ιανουαρίου 1945 και στις οποίες συγκρούστηκαν μεταξύ τους συμμαχικές δυνάμεις στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με Βρετανικές και κυβερνητικές δυνάμεις).

*** Ο Ηλίας Ευαγγελίδης ήταν παππούς του αείμνηστου Δημάρχου Αλεξανδρούπολης Ηλία Ευαγγελίδη (1994–1997) ο οποίος πέθανε αρκετά νέος από την επάρατο νόσο. Για το σύντομο έργο του Δημάρχου Ευαγγελίδη έχει γράψει, ως μνημόσυνο ο καθηγητής κ. Φάνης Μαλκίδης: malkidis.blogspot.com/2017/03/blog-post_6.html

**** Μπορείτε να διαβάσετε το απόσπασμα από το βιβλίο του Δ. Λουκάτου, που αναφέρεται στη φιλοξενία του στο ποντιακό χωριό Αγραπιδιές Φλώριναςterra-pontus.blogspot.com/2017/09/blog-post_36.html

Ουρανία Πανταζίδου
Υποπλοίαρχος Π.Ν. (ε.α)


Πηγή: https://www.alexpolisonline.com/2021/10/blog-post_78.html#ixzz7GQLOgFAq
Alexandroupoli Online