Το καλοκαίρι του 1943, η Παραμυθιά και τα χωριά του κάμπου της
βίωναν μια σκληρή κατοχή. Η περιοχή ζούσε την κορύφωση του
δράματος που είχε αρχίσει την άνοιξη του 1941, με την
επικράτηση των «δυνάμεων του άξονα» στην Ελλάδα.
Στην Θεσπρωτία είχε επιβληθεί μία τριπλή κατοχή, των Γερμανών, των Ιταλών και των Τσάμηδων, οι οποίοι έσπευσαν από την αρχή να συνεργασθούν απροκάλυπτα με τους κατακτητές. Όλη την περιοχή της Ηπείρου ήλεγχε η γερμανική μεραρχία Εντελβάις, η οποία ευθυνόταν τόσο για τις σφαγές αμάχων στη Μουσιωτίτσα και στους Λιγκιάδες.
Στην Παραμυθιά, οι κατακτητές είχαν βρει συμπαραστάτες τους αδελφούς Ντίνο, ηγέτες των Τσάμηδων, που συμμάχησαν με τους κατακτητές και έτσι εστράφησαν αδίστακτοι εναντίον του Ελληνικού πληθυσμού, δηλαδή εναντίον των συμπολιτών τους.
Β. Την Παρασκευή, 24 Σεπτεμβρίου του 1943, τα γραφεία της
Κομμαντατούρ αποφασίσθηκε αμέσως η παραδειγματική τιμωρία των Ελλήνων, και μάλιστα με τρόπο που να εκφράζει μια συγκεκριμένη αναλογία:
Ένας προς δέκα! Οι ανακοινώσεις του Γερμανού Φρουράρχου της
Παραμυθιάς το έλεγαν καθαρά: «…δια κάθε δολοφονία ή τραυματισμόν Γερμανού στρατιώτου, θα εκτελούνται 10 χριστιανοί Έλληνες πολίτες εκ Παραμυθίας και των πέριξ χωριών».
Την νύχτα της 27ης Σεπτεμβρίου 1943, κοντά στα μεσάνυχτα, ο τρόμος σκέπασε τα σοκάκια της Κωμόπολης.
Μεικτά αποσπάσματα Γερμανών και Τσάμηδων, παραβιάζουν επιλεκτικά πόρτες Χριστιανικών σπιτιών. Συλλαμβάνουν όσους βρίσκονται στις λίστες τους. Τα ιστορικά ντοκουμέντα που εντοπίσθηκαν, πριν από λίγα χρόνια, αποδεικνύουν ότι τον κατάλογο των μελλοθανάτων είχε συντάξει η ηγεσία των Τσάμηδων.
Οι συλληφθέντες ήταν πρόκριτοι της Παραμυθιάς. Οι πιο πολλοί υπήρξαν μεταξύ τους και στενοί συγγενείς. Γονείς και παιδιά, αδέλφια, ανίψια και θείοι. Η οικογένεια του Βασίλη Τσούλα είχε το «θλιβερό προνόμιο» να χάσει τρία αδέλφια, τον Γάκη, τον Θόδωρο και τον Κώτσιο. Ανάμεσα στους μελλοθάνατους βρίσκονταν και δύο έφηβοι, ο Σπύρος Μπάρμας και ο Γιώργος Σωτηρίου, με τους πατεράδες τους. Κατά την διάρκεια της κράτησης, ανακοινώθηκε στους κρατουμένους η απόφαση των αρχών κατοχής να εκτελεσθούν. Όπως εξιστόρησαν αργότερα οι τρεις από τους κρατούμενους που απελευθερώθηκαν την τελευταία στιγμή, οι τραγικές ώρες στο υπόγειο του σχολείου, λίγο πριν από τον θάνατο, κύλησαν σε κλίμα συναδέλφωσης και αξιοπρέπειας. Ο Νίκος Γιαννάκης, ένας 25χρονος γυμναστής, έδινε κουράγιο στους συγκρατούμενούς του, τραγουδώντας τον «Γεροδήμο». Ο παπά-Βαγγέλης Τσαμάτος, κοντά στο ξημέρωμα, έψαλλε τη νεκρώσιμη ακολουθία.
Ακολούθησε η εκτέλεσή τους. Το χάραμα της 29ης Σεπτεμβρίου 1943, πάνοπλοι Γερμανοί μαζί και με τους συνεργούς τους, οδήγησαν τους κρατούμενους λίγο έξω από την Κωμόπολη σ’ ένα χωράφι. Εκεί, την προηγούμενη ημέρα, όμηροι από τα χωριά του κάμπου είχαν ανοίξει ομαδικούς τάφους. Πριν δώσει το πρόσταγμα, ο αξιωματικός του αποσπάσματος απελευθέρωσε τρεις από τους κρατουμένους, γιατί έκρινε πως θα του ήταν χρήσιμοι για ξυλουργικές εργασίες στο γερμανικό γραφείο διοίκησης, οπότε έμειναν 49 μελλοθάνατοι. Ο Γιάννης Μπαζιάκος και ο Κώστας Τσίλης προσπάθησαν ν’ αποδράσουν από το απόσπασμα την τελευταία στιγμή. Λίγο πιο πέρα, τους εκτέλεσαν οι Τσάμηδες συνεργάτες των ναζί.
4. Ο κ. Παναγιώτης Τσαμάτος, Καθηγητής Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και συγγραφέας του βιβλίου, «Εν Παραμυθία τη 29-9-1943», αναφέρει πως, λίγες μέρες νωρίτερα, είχαν συλληφθεί 11 πολίτες από τα χωριά της Παραμυθιάς, οι οποίοι εκτελέσθηκαν στην συνέχεια έξω από το σχολείο. Μαζί με τους προκρίτους, οι εκτελεσθέντες έφθασαν τους εξήντα.Οι μνήμες από τον αφανισμό του ανθού της Πόλης είναι έντονες, όπως αποδεικνύεται και από την προσωπική μαρτυρία του κ. Τσαμάτου, σύμφωνα με την οποία από μικρό παιδί θυμάται το μοιρολόι της γιαγιάς του: «Το όνομα του παπά-Βαγγέλη Τσαμάτου ήταν στην λίστα γραμμένο από καιρό. Όταν τον πήραν μεσάνυχτα από το σπίτι του, μαζί με τον γιο του τον Νικόλα, η παπαδιά έτρεξε ξωπίσω για να του δώσει μια μάλλινη φανέλα. Εκείνος, βέβαιος για το ταξίδι που κινούσε της είπε: «Άσε τη φανέλα παπαδιά. Εκεί που πάω δεν θα μου χρειαστεί». Μόνο το πετραχήλι του, αυτό πήρε μαζί του».
Ωστόσο, ακόμη και σήμερα, οι Τσάμηδες παρουσιάζουν τα γεγονότα με διαφορετικό τρόπο. Υποστηρίζουν ότι, δήθεν, αγωνίσθηκαν κατά των Γερμανών και ότι δεν υπήρξαν συνεργάτες τους. Πρόκειται για κατάφωρη και προκλητική διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας, που προσβάλλει βάναυσα την μνήμη των τραγικών θυμάτων της σφαγής της Παραμυθιάς. Οφείλει, λοιπόν,η Αλβανία, να θυμάται ότι όλα περνούν από τον σεβασμό της αλήθειας και της Ιστορίας. Να ξέρει, λοιπόν, ότι το λεγόμενο Τσάμικο είναι ζήτημα το οποίο έχουν εγείρει συνεργάτες των ναζί.
Και όσο το στηρίζει, στηρίζει συνεργάτες των ναζί.
Είναι σαν να υπερασπίζεται τους εγκληματίες εκείνους που αιματοκύλισαν την Ευρώπη. Και να μην υποτιμά ότι η Ευρώπη, στην οποία προσδοκά να μπει, είναι το οικοδόμημα που δημιουργήθηκε για να μην ζήσουμε ποτέ ξανά αυτά τα εγκλήματα, αυτή την θηριωδία. Η Αλβανία οφείλει αμέσως να αποδεχθεί την αδιαμφισβήτητη ιστορική αλήθεια του εγκληματικού ναζιστικού παρελθόντος των Τσάμηδων και να μην το εγείρει ποτέ ξανά στις μεταξύ μας σχέσεις.
Μέσα σ’ ένα πλαίσιο Ιερής Μνήμης των θυμάτων αυτής της θηριωδίας
εντάσσουμε τις έναντι της Γερμανίας νόμιμες αξιώσεις μας για το κατοχικό δάνειο και τις εν γένει αποζημιώσεις της γερμανικής ναζιστικής κατοχής. Οι αξιώσεις μας είναι πάντα νομικώς ενεργές –πράγμα που σημαίνει ότι δεν τίθεται κανένα θέμα παραγραφής- και δικαστικώς επιδιώξιμες.