ΔΥΟ ΕΛΛΗΝΟΚΎΠΡΙΟΙ ΜΙΛΟΎΝ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΡΤΎΡΙΟ ΤΗΣ ΑΙΧΜΑΛΩΣΊΑΣ...
ΚΑΙΡΌΣ ΝΑ ΠΟΎΜΕ ΤΑ ΠΡΆΓΜΑΤΑ ΜΕ Τ ΌΝΟΜΑ ΤΟΥΣ..
Από τα Άδανα στο Αντιγιαμάν ... Για τον Γιώτη (Παναγιώτη)και τον Κυριάκο - Αιχμάλωτοι πολέμου - Ιούλιος 1974
Έσυρε μια καρέκλα και έκατσε δίπλα μου. Ο Γιώτης,ήταν γύρω στα 65. «Τούτες οι μέρες ξυπνούν θύμησες»μου είπε ! « μας χτυπούσαν αλύπητα. Με ρόπαλα , με τα όπλα , με τις λόγχες μας τρυπούσαν». Ο Γιώτης ήταν αιχμάλωτος 70 μέρες, στα Αδανα και μετά στο Αντιγιαμαν. Στην κουβέντα μας ήρθε και ο Κυριάκος. Αιχμάλωτος και εκείνος στα Άδανα για 2 μήνες. Το 1974 έφεδροι υπηρετούσαν στη Μια Μηλιά . Παληκάρια 22 χρονών. Σκέφτηκα το δικό μου παιδί, στην ίδια ηλικία σήμερα. Και μετα όλα τα παιδιά που χάθηκαν , τις μάνες που στερήθηκαν την αγκαλιά του γιου , του παιδιού που έτρεξε να υπηρετήσει και δεν γύρισε ποτέ. ! και άρχισαν να διηγούνται, συμπλήρωναν ο ένας τον άλλο, ανκαι οι δυο τους δεν συναντήθηκαν ποτέ στις φυλακές της Τουρκίας. Και οι εικόνες ζωντάνευαν μπροστά μου άγριες , τρομαχτικές : « την ώρα που μας έριξαν στα καράβια σκέφτηκα οτι χαθήκαμε , τέλειωσε η ζωη μας , τον τόπο μου δεν θα τον ξανάβλεπα ποτέ.», είπε ο Κυριάκος.
«Φώναξαν λάθος το όνομα μου» είπε ο Γιώτης, «και σκέφτηκα οτι οι δικοί μου δεν θα ήξεραν οτι είμαι ζωντανός, σκεφτόμουν την μάνα μου». Και σαν μάνα το ένιωσα.
Με το που κατέβηκαν απο το βαπόρι τους φόρτωσαν σε φορτηγά. Τα μάτια τους κλειστά και τα χέρια τους δεμένα. Στο δρόμο τα φορτηγά σταμάτησαν. «πονεμένα βογγητά» ...Στρατιώτες τους λόγχιζαν από την έξω μεριά του φορτηγού. «Μαζευτήκαμε στο κέντρο, στοιβαχτήκαμε ο ένας πάνω στον άλλο και τότε μπήκαν με τα ρόπαλα και μας χτυπούσαν αλύπητα. Ένιωθα το αίμα να κυλά απο το κεφάλι μου, στο σώμα μου ,στα ρούχα ....φτάσαμε στο στρατοπεδο και μας είπαν οι τραυματίες να πάνε στο γιατρό. Δεν πήγα, ευτυχώς! Όσοι ζήτησαν περίθαλψη τους χτύπησαν κι’ άλλο! Πάλι καλά που γλυτώσαμε το λυντσάρισμα στο λιμάνι. Τούρκοι πολίτες , με τι λύσσα προσπαθούσαν να φτάσουν σε μας. Τοσο μίσος ! απίστευτο μίσος!
Στο στρατόπεδο κάθε μεσημέρι μας μοίραζαν φαί. Μια ομάδα απο έξι δικούς μας επρεπε να πάει να το φέρει. Ξύλο και παλι ξύλο για τους εξι που αναλάμβαναν αυτό το καθήκον, μόνο στο πήγαινε όταν τα χέρια μας ήταν αδεια. Κανενας δεν θα αντεχε τοσο ξυλο, γι αυτο και χωριστηκαμε και καθε μερα πηγαιναν αλλοι εξι να φερουν το φαι. Αφου να σκεφτείς», συνεχισε οΠαναγιώτης, « οτι κάποιοι πρόσφεραν εκεινη τη λιγοστη μερίδα σε άλλους για να παρουν τη θεση τους. Η πεινα αντεχεται το ξύλο και ο φόβος...».
Μετά τα Αδανα ο Παναγιώτης μεταφέρθηκε στο Αντιγιαμάν στα βάθη της Τουρκίας. Ακόμα πιο αγριες καταστασεις ! « Εκλαψα απο τον πονο...τα χερια μου ελυωσαν , τα δαχτυλα μου δεν τα ενιωθα ! προσπαθησα να καλυψω το σωμα μου... Ο Στρατής εκείνον τον χτυπούσαν εξι ταυτόχρονα. Γυρισε μαζι μας στην Κυπρο και πέντε μερες μετά πέθανε απο το ξύλο που του έριξαν»
Και η μέρα της επιστροφής μετά απο 70 μέρες. « Δεν μας το είπαν , το καταλαβαμε ! 65 απο μας θα εμεναν πίσω για να φυγουν με άλλο καραβι. Ανησυχούσα για τους χωριανούς μου, τους Περαχωρίτες . Αν ξεμεναν τι θα ελεγα στις μαναδες τους; Ο Κυριακος με κοιταξε. Το Βλέμμα του ηταν θλιμμένο και η καθε ρυτιδα στο προσωπο του έμοιαζε να κουβαλά βαρύ φορτίο από αναμνήσεις που τον στοίχειωναν και δεν θα έσβηναν ποτέ! : « Ανοιξε η πόρτα και είδα τον Πενταδάχτυλο και σκεφτηκα ελευθερια, ειμαστε λευτεροι , στην Κυπρο μας, ειμαστε ζωνανοι. Εκεινη η εικονα του πενταδαχτυλου απο την μοισανοιχτη πορτα του βαποριου...» , « Μας πηγαν σε ενα σχολείο», συνεχισε ο Γιώτης και ρωτουσαμε αν οι Τουρκοι επιασαν το χωριο μας δεν μαθαιναμε τιποτα εκεί που ημαστε στην Τουρκία, δεν ξεραμε »...
Και έφτασε η ώρα της ανταλλαγής: « μας ζήτησαν να δούμε φωτογραφίες για να τους πούμε αν αναγνωρίζαμε καποιον. Και είδα τον Β..... υπηρετούσαμε μαζι στο στρατο. Και μετα οι μανάδες με τις φωτογραφιες στα χερια : « είδες τον γιέ μου, ειδες το παιδί μου;» ...
Τα παιδιά τους, που δεν γύρισαν ,που για χρονια αγνοείτο η τύχη τους και ακομα αγνοείται ! Η ζωή τους η ίδια. Και εκείνο το γιατί θα μας στοιχειώνει ! την απάντηση τώρα πια την ξέρουμε αλλά δικαίωση δεν είδαμε...και οι πιο πολλές μανάδες έφυγαν πικραμένες , μαυροντυμένες και μεις υποκλινόμαστε ως οφείλουμε σε σεντούκια των 90 ποντων, που καταμαρτυρούν την τραγωδία μας.
Έσκυψα, τους αγκάλιασα και τους φίλησα ! Τον Γιώτη και τον Κυριάκο .Στην αγκαλιά μου κρατούσα δυο εικοσάχρονα παλληκάρια ... «Ποτέ πια πόλεμος» ψέλλισε ο Κυριάκος... «Ποτέ πια»!