Σελίδες

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2022

Σεφέρης και Κύπρος


Ο Γ. Σεφέρης με τον Ευάγγελο Λουίζο στον αγ. Ιλαρίωνα (Νοέμβρης 1953). 

Με αφορμή την επέτειο των 51 χρόνων από τον θάνατο του ποιητή και το έργο του ποιητή, μελετητή και αγωνιστή Σάββα Παύλου



του Τάσου Χατζηαναστασίου

Το έργο του Σάββα Παύλου για τον Σεφέρη αναδεικνύει σε βάθος τη σημασία της σχέσης τού Σεφέρη με την Κύπρο τα τελευταία 18 χρόνια της ζωής του, από τον Νοέμβριο του 1953 ως τον Σεπτέμβριο του 1971, μιας σχέσης κομβικής, βιωματικής. Σημειώνω ότι ο Σεφέρης στο τέλος της ζωής του σχεδίαζε ένα ακόμη ταξίδι στην «Κύπρο τη θαλασσοφίλητη που έταξαν να μου θυμίζει την πατρίδα», όπως γράφει στο πολυαγαπημένο ποίημά του «Ελένη». Η Κύπρος συγκινεί βαθιά τον Σεφέρη αλλά λειτουργεί και ως δημιουργική έμπνευση. Όπως παρατηρεί ένας από τους σπουδαιότερους μελετητές του Σεφέρη, ο Ρόντρικ Μπήτον: «μετά το τέλος της πρώτης του επίσκεψης στην Κύπρο και ως τις αρχές της δεύτερης, στα μέσα Σεπτεμβρίου, ο Γιώργος γράφει ακατάπαυστα και με πάθος. Σπάνια έχει νιώσει τόσο απελευθερωμένος και ποτέ για τόσο μεγάλο διάστημα». Η τεκμηρίωση αυτής της θέσης στηρίζεται φυσικά και στον Σάββα Παύλου στον οποίον παραπέμπει. Μετά από χρόνια «σιωπής», η Κύπρος τού δίνει την έμπνευση να ξαναδουλέψει ως ποιητής και να μας δώσει ποιήματα υψηλής ποιότητας και ένα μυθιστόρημα, πάλι με θέμα την Κύπρο, που θα μείνει ανολοκλήρωτο. Είναι η πρώτη φορά από το 1946 που ο Σεφέρης είναι τόσο παραγωγικός.

Η Κύπρος υπήρξε η αποκάλυψη μιας αυθεντικής, εκτός ελληνικού κράτους, Ελλάδας. Κι από την πρώτη του επίσκεψη, ως το τέλος της ζωής του το 1953, ο Σεφέρης έχει διαρκώς στο μυαλό του το νησί. Στις 4 Νοεμβρίου 1969 επισκέφτηκε ξανά, για τελευταία φορά την Κύπρο, για επίσκεψη μιας μέρας σχεδόν, στο πλαίσιο ταξιδιού του με το «Απολλώνια» όπου εργαζόταν ως ασυρματιστής ο φίλος του Νίκος Καββαδίας, μετά την τελευταία του επίσκεψη τον Δεκέμβριο του 1955. Συναντήθηκε και πάλι με τους στενούς του φίλους, Ευάγγελο Λουίζο και το ζεύγος Διαμαντή, του γνωστού ζωγράφου, ενώ στους δημοσιογράφους του ΡΙΚ που του ζήτησαν μια δήλωση, είπε πως του ήταν αδύνατο να εκφράσει με λόγια τα συναισθήματά του.

Αμέσως μετά, αρχίζουν οι προετοιμασίες για μία πολυήμερη επίσημη επίσκεψη ενώ παράλληλα ο Σεφέρης επιδιώκει να έχει και εκδοτική συνεργασία με την Κύπρο. Η Κύπρος, ως δεύτερο ελληνικό κράτος, του επιτρέπει να δημοσιεύει μένοντας συνεπής στην άρνησή του να εκδίδει οτιδήποτε περνούσε από τη λογοκρισία των Συνταγματαρχών. Μία ακόμη σημαντική, πιστεύω, επισήμανση του Παύλου. Στο πλαίσιο της επίσκεψής αυτής, σκόπευε να συναντήσει και τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, για τον οποίον είχε εκφραστεί ευμενώς αρκετές φορές. Ο Παύλου σημειώνει ότι «ο Σεφέρης ήθελε αυτήν την επισημότητα για να ακουστούν καλύτερα έστω και με πλάγιο τρόπο οι ανησυχίες του για την πορεία του Κυπριακού και τη μοίρα της Κύπρου.»

Πέντε μέρες πριν από το προγραμματισμένο ταξίδι στο αγαπημένο του νησί, στις 22 Ιουλίου 1971, ο ποιητής μεταφέρθηκε στον «Ευαγγελισμό» όπου και πέθανε στις 20 Σεπτεμβρίου 1971. Το τελευταίο γραπτό του μήνυμα είχε και πάλι σχέση με την Κύπρο. Ο οικοδεσπότης του, Ευάγγελος Λουίζος αναφέρει στις αναμνήσεις του ότι όταν έμαθε από τη Μαρώ ότι ο Σεφέρης δεν θα ερχόταν, ζήτησε να του μιλήσει στο τηλέφωνο. «ήταν τόσο άρρωστος που δεν μπορούσε να μιλήσει και η Μαρώ του έδωσε πένα και χαρτί να γράψει τι ήθελε να πει και να μου το διαβάσει εκείνη. Ο Σεφέρης προσπάθησε κάτι να γράψει αλλά οι δυνάμεις του τον αφήσανε. Ήταν το τελευταίο γράψιμο, στο χαρτί, του Σεφέρη που έχει σχέση κι αυτό με την Κύπρο.»

Τάσος Χατζηαναστασίου & Μαρία Κασιμάτη: “Πολεμώντας το 1821”

Αλλά και με άλλους τρόπους, όπως μαθαίνουμε από τον Παύλου, το τέλος του Σεφέρη σχετίζεται με τη Μεγαλόνησο. Για παράδειγμα, τα τελευταία ανάτυπα δοκιμών του Σεφέρη τυπώθηκαν στην Κύπρο, αφού αρνιόταν να δημοσιεύσει οτιδήποτε στην Ελλάδα της Χούντας. Το τελευταίο ανάτυπό του με στίχους είναι το «κυπριακό» ποίημά του: «Οι γάτες τ’ Άι Νικόλα» ενώ η τελευταία πολιτική του παρέμβαση ήταν το συγχαρητήριο τηλεγράφημά του για τη διάσωση του Μακαρίου από τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του, το 1970. Τέλος, η τελευταία εγγραφή τού Σεφέρη στο ημερολόγιό του, στις 11 Μαΐου 1971, δύο περίπου μήνες πριν από την εισαγωγή του στον «Ευαγγελισμό» σχετίζεται με τις συζητήσεις για την εξέλιξη του Κυπριακού. Πρόκειται για μια καταγραφή με ιδιαίτερη σημασία για τη στάση τού Σεφέρη στο Κυπριακό, μια στάση που έχει συζητηθεί ιδιαίτερα σε σημείο να συκοφαντηθεί ο ποιητής πως το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963 του δόθηκε γιατί συναίνεσε ως πρέσβης της Ελλάδας στο Λονδίνο στην υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου του 1959 με βάση τις οποίες ιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία. Είναι παραπάνω από βέβαιο ότι με την καταγραφή αυτή, ο Σεφέρης επιδιώκει να προστατέψει την υστεροφημία του σε ό,τι αφορά την προσωπική του στάση στο ζήτημα καθώς δέχεται χυδαίες επιθέσεις, κυρίως, από την εφημερίδα «Εστία».

Την ανησυχία του Σεφέρη για την Κύπρο αλλά και την αγωνία του να καταγραφεί η στάση του στις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, άρα και τα συμπεράσματα του Παύλου επιβεβαιώνουν τόσο ο Ρόντρικ Μπήτον, όσο και οι Γεωργής και Χατζηβασιλείου σε πρόσφατες μελέτες τους άσχετα εάν υπάρχει διαφωνία μεταξύ τους στην ερμηνευτική προσέγγιση σε πρόσφατες μελέτες του. Αυτό που κρατάμε εδώ είναι την εγκυρότητα των διαπιστώσεων του Παύλου.

Τη διαπίστωση ότι ο Σεφέρης είχε συνειδητοποιήσει από τους πρώτους την αγγλοτουρκική συμπαιγνία στο Κυπριακό κάνει και ο Ρόντρικ Μπήτον και το επιβεβαιώνει ο Γεωργής στη μελέτη του για τη ρήξη μεταξύ του διπλωμάτη Σεφεριάδη και του προϊσταμένου του, Ευάγγελου Αβέρωφ.[1] Ο Κύπριος Ιστορικός δημοσιεύει ολόκληρο το σημείωμα του Σεφέρη. Σ’ αυτό «επεσήμανε τις δυσλειτουργίες που θα προκαλούσε το βέτο, ότι το προτεινόμενο σύνταγμα θα συνέβαλε στον εθνοτικό διαχωρισμό του πληθυσμού και ότι το 70:30 έπρεπε να θεωρηθεί ως δείγμα καλής πρόθεσης του ελληνικού πληθυσμού, αλλιώτικα οι Τούρκοι θα μπορούσαν αργότερα να το προβάλουν ως minimum αν στο μέλλον επιδίωκαν διαμελισμό.