Σκηνή από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 Πίνακας του Παναγιώτη Ζωγράφου με την καθοδήγηση του Μακρυγιάννη. Πόλεμος της Τριπολιτζάς και των περί αυτής Χωρίων.
Αρχές Απριλίου – 23 Σεπτεµβρίου 1821
«Ο κάβουρας (Οι Έλληνες πολιορκητές) έχει πια γλιτώσει από το θανατηφόρο σφίξιμο του φιδιού (Τούρκοι πολιορκούμενοι).»
Παραβολή Θεόδωρου Κολοκοτρώνη
Απόσπασμα από το βιβλίο των Τάσου Χατζηαναστασίου και Μαρία Κασιμάτη, Πολεμώντας το 21, που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Η πολιορκία και η άλωση της Τριπολιτσάς ήταν η μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση των Ελλήνων κατά το πρώτο έτος της Επανάστασης. Σε αυτήν ενεπλάκησαν οι περισσότεροι αγωνιστές και οι σημαντικότεροι οπλαρχηγοί του Μοριά, με επικεφαλής τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Κράτησε έξι ολόκληρους μήνες, από τις αρχές Απριλίου έως τις 23 Σεπτεμβρίου.
Η Τρίπολη, τότε Τριπολιτσά, ήταν και τότε, όπως και σήμερα, η σημαντικότερη πόλη και το διοικητικό κέντρο της Περιφέρειας Πελοποννήσου. Η ιστορία της πόλης είναι σχετικά πρόσφατη και το πιθανότερο είναι πως προέρχεται από έναν μικρό μεσαιωνικό συνοικισμό σλαβικής καταγωγής κτηνοτρόφων, καθώς το αρχικό όνομα, «Ντρομπολιτσά», ετυμολογείται από πολλούς από το σλαβικό dabr, που σημαίνει βελανιδιά, δέντρο που επικρατεί στην περιοχή. Το 1587 αναφέρεται σε πατριαρχικό έγγραφο ως «Υδρομπολιτσά», αλλά το επικρατέστερο όνομα στις πηγές της περιόδου είναι Τροπολιτσά. Η διαμόρφωσή της σε σημαντικό αστικό κέντρο ανάγεται στο σύντομο διάστημα της Β΄ Βενετοκρατίας στον Μοριά (1687-1715). Η γεωγραφική της θέση, στο κέντρο της Πελοποννήσου, την κατέστησε τον σημαντικότερο οδικό κόμβο που συνέδεε τις βενετικές εμπορικές ναυτικές βάσεις, όπως αυτές του Ναυπλίου, της Μονεμβασίας, της Μεθώνης και της Κορώνης. Έτσι, όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν για δεύτερη φορά την περιοχή, το 1715, βρήκαν μία ακμάζουσα πόλη που την όρισαν έδρα του «Μόρα Βαλεσί», του διοικητή του πασαλικίου του Μοριά. Ο σταδιακός μεταπλασμός του αρχικού ονόματος Ντρομπολιτσά σε Τροπολιτσά, αργότερα ή, εναλλακτικά, σε Τριπολιτσά στην Επανάσταση και σήμερα σε Τρίπολη, φαίνεται να ακολουθεί τη σταδιακή «εξομάλυνσή» του στο ελληνικό φωνητικό σύστημα.
Σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσει η πόλη κατά τα «Ορλωφικά» (1770), όταν δηλαδή οι Έλληνες πήραν τα όπλα κατά των Τούρκων μετά από πρόσκληση των Ρώσων αξιωματικών, αδελφών Ορλώφ, κατ’ εντολήν της Αικατερίνης της Μεγάλης στο πλαίσιο του ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-1774). Οι επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο κρίθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την αποτυχία των Ρώσων και των Ελλήνων επαναστατών να καταλάβουν την Τρίπολη. Στη συνέχεια, η οθωμανική κυβέρνηση έστειλε σώματα Αλβανών μουσουλμάνων ατάκτων για την οριστική καταστολή της εξέγερσης, που εξελίχθηκε σε πραγματική καταστροφή για τους κατοίκους της Πελοποννήσου. Όπως ομολογεί και ένας από τους επίσημους ιστορικούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Σανί-ζαντέ:
Ο στρατός είχε τόσο κακή πειθαρχία, που το μόνο που κατάφερε ήταν να εξαγριώσει τους Έλληνες ραγιάδες, τους οποίους οι στρατιώτες προσέβαλλαν, λεηλατούσαν και αδικούσαν (λέγοντας: «κι αυτός γκιαούρης είναι, χτύπα τον!)
Μετά την αποχώρηση των Ρώσων και, παρά την ευνοϊκή για τους χριστιανικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας, ρωσοτουρκική συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), οι Αλβανοί παρέμειναν στην Πελοπόννησο για εννέα ολόκληρα χρόνια επιδιδόμενοι σε εκτεταμένες λεηλασίες και αρπαγές, σε σφαγές και απαγωγές κατοίκων, που τους πουλούσαν στα σκλαβοπάζαρα. Είχαν καταστεί φόβος και τρόμος για τους Έλληνες, αλλά σιγά σιγά και για τους Τούρκους, αρνούμενοι να αποχωρήσουν και αγνοώντας την οθωμανική εξουσία. Τελικά, το 1779 οργανώθηκε πραγματική εκστρατεία εναντίον τους στην οποία συνέδραμαν και οι κλέφτες του Μοριά με πρωταγωνιστές την οικογένεια των Κολοκοτρωναίων, που είχε ως αποτέλεσμα τη συντριβή και την επακόλουθη μαζική σφαγή των Αλβανών. Στη συνέχεια (1805-1806), οι Τούρκοι θα καταδιώξουν τους κλέφτες και ειδικά την οικογένεια του Κολοκοτρώνη, που θα βρεθεί στα Επτάνησα. Ο μετέπειτα αρχιστράτηγος του Αγώνα εντάχθηκε στον βρετανικό στρατό φτάνοντας στον βαθμό του ταγματάρχη. Εξ ου και η χαρακτηριστική αγγλική περικεφαλαία, που συνοδεύει έκτοτε τις ρομαντικές απεικονίσεις του Γέρου του Μοριά.
Η Τριπολιτσά, επομένως, λίγο πριν από την Επανάσταση είναι ένα ισχυρό διοικητικό, εμπορικό και στρατιωτικό κέντρο και μία οχυρή θέση με τείχος γύρω από αυτήν. Είχε επτά πύλες με ονόματα αντίστοιχα των πόλεων προς τις οποίες οδηγούσε ο δρόμος που ξεκινούσε από την καθεμιά. Έτσι, υπήρχαν οι πύλες των Καλαβρύτων, του Αγίου Αθανασίου, της Καρύταινας, του Λεονταρίου, του Μυστρά και του Ναυπλίου. Η τελευταία ονομαζόταν και πύλη του Σεραγιού, διότι ξεκινούσε από το σεράι (παλάτι) του Τούρκου διοικητή και οδηγούσε προς τα χωριά της περιοχής του Λουκά στα βορειοανατολικά. Η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Τούρκοι, ακολουθούσαν οι Έλληνες, ενώ υπήρχε και μία αξιόλογη εβραϊκή κοινότητα, καθώς κι ένας μικρός αριθμός Αλβανών που είχαν εγκατασταθεί στις αρχές του 19ου αιώνα.
Με την έναρξη της Επανάστασης, οι Έλληνες άρχισαν να εγκαταλείπουν σταδιακά την πόλη που, αντίθετα, γέμισε με Τούρκους από τη κεντρική Πελοπόννησο, που έσπευσαν να ζητήσουν εκεί καταφύγιο, μόλις άρχισαν οι επιθέσεις των επαναστατημένων Ελλήνων. Με βάση την αφήγηση του Κολοκοτρώνη, Έλληνες παρέμειναν στην πόλη ως τις παραμονές της άλωσης, καθώς οι Τούρκοι τούς έδιωχναν τμηματικά όσο τα τρόφιμα λιγόστευαν εξαιτίας της πολιορκίας. Πριν την Επανάσταση, και καθώς οι πληροφορίες για επικείμενη εξέγερση των ραγιάδων πλήθαιναν στην πόλη, ο Τούρκος διοικητής κάλεσε στα μέσα Φεβρουαρίου τους Έλληνες προκρίτους και επισκόπους δήθεν για σύσκεψη, αλλά όσοι τελικά πείστηκαν να πάνε, πενήντα άτομα περίπου, φυλακίστηκαν και κρατήθηκαν ως όμηροι. Στη διάρκεια της ομηρίας τους, οι περισσότεροι, οι δεκαοκτώ σωματοφύλακες των προκρίτων, ο Μητροπολίτης Άργους-Ναυπλίου, Γρηγόριος Καλαμαράς κ.ά., είτε εκτελέστηκαν είτε πέθαναν από τις κακουχίες. Ο Άγγλος ιστορικός Μπρούερ (Brewer) γράφει ότι επιβίωσαν μόνον τρεις καθώς κι από αυτούς που διασώθηκαν, μετά την απελευθέρωσή τους, κάποιοι πέθαναν από δυσεντερία λόγω της απότομης αλλαγής της διατροφής τους. Ο συνολικός αριθμός των κατοίκων της Τριπολιτσάς δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί με ακρίβεια, καθώς οι διάφορες πηγές δίνουν διαφορετικά στοιχεία. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης γράφει πως, με βάση όσα του είπαν Τούρκοι, στην απογραφή του Μαΐου 1821, μετά δηλαδή την έλευση των μουσουλμάνων των γύρω περιοχών, καταγράφηκαν τριάντα τέσσερις χιλιάδες μουσουλμάνοι. Από την άλλη, ο ιστορικός Σακελλαρίου αναφέρει ότι ο συνολικός αριθμός των μουσουλμάνων της Πελοποννήσου ήταν τριάντα χιλιάδες. Σε τριάντα πέντε χιλιάδες κατοίκους της Τριπολιτσάς το 1821 αναφέρεται και η Τουρκάλα ιστορικός Μπαϊράκ. Καθώς οι περισσότερες πηγές αναφέρουν αριθμούς που δεν ξεπερνούν τους σαράντα χιλιάδες κατοίκους, όλων των θρησκειών και εθνοτήτων για την Τριπολιτσά, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε ως μέγιστο αυτόν τον αριθμό.
Ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι Έλληνες οπλαρχηγοί είχαν συνειδητοποιήσει ότι η άλωση της Τριπολιτσάς αποτελούσε ένα αποφασιστικό βήμα για την τελική επιτυχία της Επανάστασης. Γιατί, εάν απελευθερωνόταν αυτό το σημαντικό διοικητικό κέντρο, η πτώση και των άλλων κάστρων, όπου είχαν κλειστεί οι Τούρκοι στην Πελοπόννησο, θα ήταν πλέον ζήτημα χρόνου. Η οριστική εκκαθάριση του Μοριά από την τουρκική στρατιωτική παρουσία θα τον καθιστούσε μια ισχυρή βάση για τη νέα, ελεύθερη πια, ελληνική εξουσία. Σε κανένα άλλο μέρος, εκτός από τα νησιά του Αιγαίου, όπου η τουρκική παρουσία ήταν είτε περιορισμένη είτε ανύπαρκτη, έως εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον, δεν παρουσιαζόταν αυτή η δυνατότητα. Η άλωση της Τριπολιτσάς εξελισσόταν επομένως σε αγώνα δίχως αύριο. Η δε εκπόρθησή της, καθώς βρισκόταν σε ανοιχτό πεδίο και όχι σε φυσικά οχυρή θέση, όπως το Παλαμήδι, ο Ακροκόρινθος και η Μονεμβασία, φαινόταν πιο προσιτή στους εξεγερμένους Έλληνες. Η πραγματικότητα, ωστόσο, ήταν αρκετά διαφορετική.
Οι δυσκολίες ήταν πολλές. Πρώτα πρώτα, οι Έλληνες δεν διέθεταν τα μέσα για να εκπορθήσουν με έφοδο μια οχυρή θέση. Δεν διέθεταν επαρκείς δυνάμεις για να διενεργούν επιθέσεις σε οχυρωμένες θέσεις που τις υπερασπιζόταν τακτικός στρατός. Δεν είχαν καν τον απαραίτητο οπλισμό, τον συντονισμό και την οργάνωση. Μόνη δυνατότητα, επομένως, για την κατάληψή τους απέμενε η πολιορκία των κάστρων και της Τρίπολης, που όμως παρουσίαζε πολύ σοβαρά μειονεκτήματα με κυριότερο τη μάχη εναντίον του χρόνου: πέρα από το ότι οι πολιορκημένοι μπορούσαν, εάν είχαν νερό και επαρκή τρόφιμα, να αντέξουν για μήνες, στο διάστημα αυτό η κεντρική διοίκηση είχε τον χρόνο να αποστείλει δυνάμεις και να λύσει τις πολιορκίες, όπως είδαμε να συμβαίνει με την εκστρατεία του Μουσταφά Κεχαγιάμπεη, που έλυσε τις πολιορκίες της Πάτρας, του Ακροκορίνθου και του Ναυπλίου και τώρα βρισκόταν κι αυτός με τους άντρες του πολιορκημένος στην Τρίπολη. Εκτός αυτού του κινδύνου, οι Έλληνες ήταν ευάλωτοι απέναντι στις ξαφνικές εξόδους των πολιορκημένων Τούρκων, που διέθεταν ιππικό και μπορούσαν να επιφέρουν σοβαρά πλήγματα στους πολιορκητές ή ακόμη και να απαλλαγούν εντελώς από αυτούς.