Προσπαθώντας να καταπνίξει την Ελληνική Επανάσταση, ο σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Μαχμούτ Β’ ζήτησε βοήθεια από τον υποτελή του ηγεμόνα της Αιγύπτου, Μεχμέτ Αλή. Εκείνος, ανταποκρινόμενος, έστειλε τον γιο του Ιμπραήμ Πασά με τεράστιο στρατό, άρτια εκπαιδευμένο. Η απόβαση επιλέχθηκε να γίνει στην Πελοπόννησο, περιοχή που λόγω του εδάφους της προσφερόταν για τη διαμονή των Αιγυπτίων. Έτσι, στις 11-12 Φεβρουαρίου του 1825, οι Αιγύπτιοι αποβιβάζονται στο φρούριο της Μεθώνης. Και όλα αυτά, ενώ οι Έλληνες επιδίδονταν σε εμφύλιες διαμάχες και η ελληνική κυβέρνηση αδυνατούσε να αντιδράσει ή να υπολογίσει τον κίνδυνο.
Οι επιχειρήσεις του Ιμπραήμ το 1826
Το 1826, ο Ιμπραήμ κυριαρχεί σε όλη σχεδόν την Πελοπόννησο. Αφού τον Απρίλιο του ίδιου έτους κατέλαβε το Μεσολόγγι, επέστρεψε στον Μοριά, όπου άρχισε τη συνήθη τακτική του για την καταστολή κάθε αντίστασης, δηλαδή τη διενέργεια μαζικών λεηλασιών και καταστροφών. Συγκεκριμένα, στράφηκε κατά των Καλαβρύτων, καθώς και κατά της Κεντρικής και Νότιας Πελοποννήσου γενικότερα. Όλα έδειχναν πως επόμενος στόχος του ήταν η Μάνη.[4]
Οι προετοιμασίες των Ελλήνων στη Μάνη
Διαβλέποντας τον επικείμενο κίνδυνο εισβολής του Ιμπραήμ στη Μάνη, οι ισχυροί παράγοντες της περιοχές παραμέρισαν τις διαφορές τους και συγκρότησαν στην Καρδαμύλη εννεαμελή επιτροπή για τον έλεγχο της κατάστασης, με το όνομα «Εφορεία της Σπάρτης». Παράλληλα, τριμελής επιτροπή συγκροτήθηκε για την τροφοδοσία της Μάνης σε περίπτωση έναρξης των εχθροπραξιών με τους Αιγυπτίους. Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης στις 25 Μαΐου έφτασε στον Αλμυρό για να συμβουλεύσει τους Μανιάτες, και εκείνοι του υποσχέθηκαν πως θα συγκροτήσουν στρατόπεδο σε αυτή την περιοχή. Πλέον, παρά την αδυναμία της Κυβέρνησης η Μάνη θα αντέτασσε σθεναρή αντίσταση στον εισβολέα.[5]
Η εισβολή του Ιμπραήμ στη Μάνη - σχέδιο για επίθεση στον Δυρό
Στις 21 Μαΐου ο Ιμπραήμ επιτίθεται κατά του τείχους τη Βέργας
που είχαν χτίσει οι Μανιάτες για να ανακόψουν την προέλασή του.[5] Κατά την διάρκεια της μάχης της Βέργας, ο Ιμπραήμ αποφάσισε να εισβάλει κατά των Μανιατών από πίσω. Ο στόχος του ήταν να στείλει ένα μικρό στόλο με λίγους στρατιώτες στον κόλπο του Δυρού, 2 χιλιόμετρα νότια της Αρεόπολης (τότε ονομαζόταν Τζίμοβα) .[6] Σκοπός της μάχης ήταν η κατάληψη της ανοχύρωτης Αρεόπολης. Έτσι, θα κατάφερνε να κόψει τις γραμμές επικοινωνίας των Ελλήνων στη Βέργα αλλά και να τους μειώσει το ηθικό.[6] Έπειτα θα ήταν σε θέση να εισβάλει στη Μάνη από ανατολικά και να καταλάβει τα ανατολικά περάσματα της περιοχής που οδηγούσαν προς το Γύθειο.[6] Ο συγγραφέας Πίτερ Γκρίνεϊλτζ και Έντουαρντ Ηλιόπουλος περιγράφουν αυτό το σχέδιο ως άριστο.[6]
Η μάχη
Στις 24 Ιουνίου, ο Ιμπραήμ έστειλε τελικά έναν μικρό στόλο 1.500 ανδρών στον κόλπο του Διρού για να καταλάβουν την Αρεόπολη.[6] Χωρισμένοι σε δύο σώματα, οι Αιγύπτιοι κατευθύνονταν οι μεν προς την Αρεόπολη και οι δε προς τον Πύργο και τη Χαριά. Αν και οι κάτοικοι αυτών των περιοχών - κυρίως γυναικόπαιδα, αφού οι άνδρες βρίσκονταν στον Αλμυρό - πανικοβλήθηκαν, κατάφεραν γρήγορα να συγκροτηθούν και να αμυνθούν οχυρωμένοι σε οχυρούς πύργους.[7] Οι Αιγύπτιοι δέχθηκαν κανονιοβολισμούς από τον πύργο του Πικουλάκη, καθώς και χτυπήματα από σώματα Μανιατών και επέστρεψαν στις αρχικές τους θέσεις.[8] Παράλληλα, Έλληνες από τα γύρω χωριά έσπευσαν να τους ενισχύσουν τους αμυνόμενους.[6]
Ο Ιμπραήμ, βλέποντας την ήττα των στρατιωτών του, στις 25 Ιουνίου έστειλε νέες δυνάμεις για να καταλάβουν τη Τζίμοβα. Οι κινήσεις των Αιγυπτίων, όμως, αποκαλύφθηκαν και οι καμπάνες των εκκλησιών της Τζίμοβας σήμαναν συναγερμό. Οι αρχικά τρομοκρατημένοι κάτοικοι, μάχιμοι, γυναικόπαιδα και κληρικοί, βρήκαν σύντομα το θάρρος τους και καταδίωξαν τους Αιγυπτίους με ασυγκράτητη ορμή. Με οποιοδήποτε μέσο διέθεταν, ακόμη και με πέτρες, ξύλα και δρεπάνια, επιτέθηκαν στους εισβολείς, οι οποίοι ξαφνιασμένοι από το παράτολμο θάρρος των Μανιατών τράπηκαν σε άτακτη φυγή.[8]
Στις 26 Ιουνίου, οι επιβιώσαντες Αιγύπτιοι διεσώθησαν από τον στόλο του Ιμπραήμ. Όσοι δεν κατάφεραν να επιβιβαστούν στα πλοία πριν εκείνα απομακρυνθούν από τις ακτές, έπρεπε να κολυμπήσουν προς αυτά, αλλά οι περισσότεροι καταδιώχθηκαν από τους Μανιάτες.[6] Αυτή η μάχη στοίχισε χίλιους άνδρες στους Αιγύπτιους. Μετά την ήττα στη μάχη της Βέργας ο Ιμπραήμ αποχώρησε από την περιοχή.[6] Για άλλη μια φορά η Μάνη σώθηκε, χάρις στη μαζική κινητοποίηση των κατοίκων της. Στον αγώνα διακρίθηκαν ιδιαιτέρως οι Μανιάτισσες, για τις οποίες ο Διονύσιος Κόκκινος στο ιστορικό έργο του συνθέτει πραγματικό εγκώμιο. Οι γυναίκες, εκτός από τον εφοδιασμό των μαχίμων με τρόφιμα και πολεμοφόδια, συμμετείχαν ενεργά στις συγκρούσεις. Ο Κόκκινος μάλιστα αναφέρει το παράδειγμα της Πανώριας, κόρης του γερο-Βοζίκη, που σκότωσε με ένα δρεπάνι έναν Αιγύπτιο που προσπαθούσε να δέσει σε δέντρο τον πατέρα της, με τη βοήθεια του οποίου φόνευσε και τον σύντροφό του