Ο Γιάννης Τσαρούχης με το έργο και τις σκέψεις του μας απάντησε στα ερωτήματα: Πως μπορείς να αποδέχεσαι κριτικά και γόνιμα τον μοντερνισμό και την πρωτοπορία και συγχρόνως να έχεις χωνεύσει κάθε ζωντανό στοιχείο της σύνθετης παράδοσης μας, πώς μπορείς να διαλέγεσαι με την οικουμενικότητα και συγχρόνως να διασώζεις τον εαυτό σου, πως μπορεί να είσαι Βαλκανικός και συγχρόνως Ευρωπαίος, πώς να διακρίνεις την ξενολατρία από την ξενοφοβία.
Όταν σήμερα κάποιοι στοχαστές θεωρούν ότι στον Γκρέκο βρήκαν εκείνο το πρότυπο, που δικαιολογεί τον μεταπρατισμό και τον ξενόδουλο μιμητισμό τους, ο Γιάννης Τσαρούχης σε συνέντευξη του στην Άννα Μιχαλιτσιάνου θα αποφανθεί «ότι ο Γκρέκο θα ήταν πιο μεγάλος ζωγράφος αν έμενε, αν μπορούσε να μείνει, στην Κρήτη».
Μας εξομολογείτε ότι επειδή είναι λάτρης του Νίτσε, δεν συμμερίζεται τον λαϊκισμό, αλλά τον ενδιαφέρει ο «λαϊκός που δίνει τους κορυφαίους», όπως είναι ο Θεόφιλος. Θεωρεί μάλιστα «ο μόνος δρόμος για να γίνει κάτι παγκόσμιο είναι να είναι εθνικό» ώστε αν «η Ελλάς δεν έκανε καμιά προσπάθεια σοβαρή να βρεί το ελληνικό της στοιχείο, όπως κάθε ενδιαφέρον λαός, είναι απαραίτητο να το κάνει». Σε όλους αυτούς που παιανίζουν ότι η Ελλάδα είναι η Δύση και η κοιτίδα του πνεύματος της, αντιτείνει ότι «ένας αληθινός καλλιτέχνης πρέπει να έχει συνείδηση της διαφοράς που μας χωρίζει από τους Ευρωπαίους».
Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989) – Μεταξοτυπία “Ερωτόκριτος”.
Μαθητής του Κόντογλου, ο Τσαρούχης, αλλά και έτοιμος να αφομοιώσει την νεοτερικότητα συμπεραίνει ότι «όλοι οι Έλληνες είμαστε βυζαντινοί, για να μην πω αρχαίοι Έλληνες, και αναγκαστικά κάνουμε ό,τι θα έκαναν οι βυζαντινοί, αν ζούσαν σήμερα. Ό,τι κάνουμε σήμερα, αν είμαστε ειλικρινείς, είναι η εξέλιξη της βυζαντινής τέχνης. Πάντως, πιστεύω βαθύτατα σ’ αυτό, που έλεγε ο αρχιτέκτων Γκάουντυ, «δεν πρέπει να συνεχίσουμε να μιμούμεθα την γοτθική τέχνη, πρέπει να την τελειοποιήσουμε». Με αυτή την έννοια προχωρούμε με την παράδοση και αν είμαστε ικανοί την ξεπερνάμε.
Ο έρωτας και μάλιστα ο «θείος έρωτας» κατά πως λέγει η μυστική μας παράδοση είναι η πηγή της έμπνευσής του. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό του στοιχείο, που η ισοπεδωτική πολιτική ορθοφροσύνη περιφρονεί ή αποσιωπεί. Ο Τσαρούχης εξηγεί ότι τις μορφές του, τις είδε μέσα από τον θείο έρωτα: «Δεν μ’ ενδιαφέρει η ύλη που φθείρεται αλλά το θεϊκό μέρος του ανθρώπου. Αυτό που μπορεί να το βρεί κανείς σε κάθε άνθρωπο, αν έχει την απαιτούμενη ευλάβεια» ενώ προσθέτει στο ίδιο πνεύμα «επειδή υπάρχουν φαρισαίοι, δεν υπάρχει λόγος να είναι κανείς άθρησκος. Η εκκλησία όπως είναι, μ’ όλα της τα ελαττώματα, είναι ένας θησαυρός. Μας διδάσκει την ψυχική εγρήγορση, που είναι η βάση κάθε πνευματικής δημιουργίας. Δεν είμαστε πια στον 19ο αιώνα και στις επαναστατικές του ιδέες. Κάθε εποχή έχει τη δική της επαναστατικότητα».
Όμως κατανοεί ότι θα πρέπει να ανοιχτούμε στον κόσμο. Αν «ο ελληνικός λαός έχει κρατήσει μέχρι αηδίας πολλά γνωρίσματα της αρχαιότητας», ο κλασικισμός έκτισε το «ψεύτικο κάστρο του εθνικισμού μας», που σε πολλές περιπτώσεις – εκτός των άλλων αρνητικών που έθρεψε– εμπόδισε την προσέγγισή μας με τους βαλκανικούς λαούς. Δυτική επιρροή είναι ο βλοσυρός αρχαιοπρεπής πουριτανισμός του Μιστριώτη όσο και η δημοτικιστική αδιαλλαξία. Επειδή έχει συνείδηση ότι ο δυτικός πολιτισμός «είναι αντίθετος προς την αληθινή μας παράδοση, όποιας καταγωγής και όποιου σχηματισμού και αν είναι αυτή» είναι ιδιαίτερα καχύποπτος σε κάθε δυτική επιρροή. Όπως λέγει «πρέπει να προσέχουμε να εισάγουμε ό,τι καλύτερο έχει η Δύση και να τ’ αφομοιώνουμε με ό,τι ανώτερο έχουμε εμείς».
Βεβαίως πολύ έγκαιρα είχε δει να διαμορφώνεται μια εφιαλτική κατάσταση: «Δεν αισθάνομαι καμία τύψη από καμία ξένη επίδραση, αν αυτή είναι καλή. Αλλά εδώ πρόκειται για κάτι άλλο, πρόκειται για την προσπάθεια μερικών φτηνών φανατικών να μετατρέψουν ένα λαό σε μάζα, ζηλεύοντας ίσως ειλικρινά όσους έπαθαν αυτό το κακό. Είναι το αιώνιο «εφάμιλλο των ευρωπαϊκών», που σημαίνει εφάμιλλο του κάθε κακού που έχει η Ευρώπη. Έχοντας συνείδηση βαθειά πως πρέπει να κάνουμε πολλά μπόλια δυτικά για να επιζήσουμε, προσπαθώ αυτά τα μπολιάσματα να γίνονται με άκρα προσοχή και διαύγεια πνεύματος. Ό,τι καλό έχει η Δύση είναι πολύ συχνά δημιουργικά επηρεασμένο απ’ ό,τι ψηλότερο δημιούργησε η ελληνική τέχνη. Πρέπει να είσαι πολύ αγράμματος για να το αγνοήσεις αυτό. Εν τούτοις, ο εξευρωπαϊσμός είναι μια λεπτή εγχείρηση που πρέπει να γίνεται με πολλή προσοχή. Κάθε χοντροκοπιά και απλοποίηση είναι κίνδυνος-θάνατος».
Σήμερα βέβαια η πορεία που ακολούθησε η χώρα μας επιβεβαίωσε τους χειρότερους φόβους του Τσαρούχη. Ο υποτιθέμενος εξευρωπαϊσμός μας ταυτίστηκε με τον εκχυδαϊσμό του πολιτισμού, τον εκτοπισμό του λαού στο περιθώριο μέσω της νάρκωσης του, την μετατροπή του σε μάζα που εύκολα χειραγωγείται και την αναρρίχηση μιας μαφιόζικης τάξης που μοναδικό σκοπό είχε να λεηλατήσει το κράτος και τα ευρωπαϊκά προγράμματα.
Πάντα «στην Ελλάδα συμβιώνει το κάλλιστο με το χείριστο», αλλά αυτό το κακό που συνέβη στις μέρες μας δεν έχει προηγούμενο. Ο Τσαρούχης θεωρεί ότι οι Έλληνες «αγνοούν τους θησαυρούς της πατρίδα τους. Θα γίνουν θρήσκοι όσο μορφώνονται. Αντίθετα με άλλους που όσο μορφώνονται παύουν να είναι θρήσκοι. Όταν περνάει ο Επιτάφιος και οι γυναίκες κάνουν το σταυρό τους, είναι ένα στοιχείο πολιτισμού».
Η καταστροφή του πολιτισμού μας έχει μια δραματική αισθητική και αρχιτεκτονική πλευρά, που φαίνεται από την εικόνα της Αθήνας και κάθε άλλης, σχεδόν, ελληνικής πόλης. Για αυτό οι πλούσιοι «θα έπρεπε να δώσουν χρήματα και να γκρεμίσουν ολόκληρα τετράγωνα και να λέγεται: «Εγκρεμίσθη υπό του Ωνάση. Εγκρεμίσθη υπό του Νιάρχου…».
Ο Τσαρούχης θέτει την ολιγάρκεια ως προϋπόθεση του πολιτισμού: «Ο Έλληνας έχασε ένα μεγάλο κίνητρο που είχε στη ζωή του: Την πείνα. Τώρα τρώει και όλοι έχουν κοιλιά και στομάχι. Λοιπόν δεν μπορεί να έχουν τη δραστηριότητα που είχανε ως πεινασμένοι. Ό,τι μεγάλο έκανε η Ελλάς – είτε από φιλοσόφους είτε από απλούς ανθρώπους – το έκανε από την πείνα. Ο Έλληνας φαγωμένος γίνεται ένα αποκτηνωμένο ζώο. Η πείνα πρέπει να γίνει σήμερα δίαιτα».
Εξ αιτίας της δυσμενούς κατάστασης που βρίσκεται η χώρα μας όλα και περισσότεροι γνωρίζουν την έλλειψη, την οδύνη, την φτώχεια, την πείνα και όχι την δίαιτα. Αν θα υπάρξουν και τα αποτελέσματα που ανέμενε ο Τσαρούχης, στον χώρο του πολιτισμού και της κοινωνίας, θα το δείξει ο χρόνος που θα περάσει.
του Σπύρου Κουτρούλη