Γιὰ νὰ μὴν πάρω τοὺς πολὺ παληούς, παίρνω δύο τρεῖς ἀπὸ ἐκείνους ποῦ ἀγωνισθήκανε γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδας, ποῦ ὅποτε μιλᾶνε γιὰ τὴ λευτεριά, μιλᾶνε καὶ γιὰ τὴ θρησκεία.
Ὁ Ρήγας Φεραῖος λέγει: «Νὰ κάνουμε τὸν ὅρκο / ἀπάνω στὸ Σταυρό”. Ἕνας ἄλλος ποιητὴς γράφει: «Γιὰ τῆς πατρίδας τὴν ἐλευθερία / γιὰ τοῦ Χρίστου τὴν πίστη τὴν ἁγία / γι’ αὐτὰ τὰ δύο πολεμῶ, / μ’ αὐτὰ νὰ ζήσω ἐπιθυμῶ_ / κι ἂν δὲν τὰ ἀποχτήσω / τί μ’ ὠφελεῖ νὰ ζήσω;»
Τοῦ Σολωμοῦ ἡ ψυχὴ εἶναι θρεμμένη μὲ τὴ θρησκεία, γι’ αὐτὸ μοσκοβολοῦνε τὰ ποιήματά του ἀπὸ δαύτη. Κι αὐτὴ τὴ μοσκοβολιὰ τὴ νιώθει κανένας στὴν Ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς, στὴ Δέηση τῆς Μαρίας, στὴ Φαρμακωμένη, Εἰς Μοναχήν, στὸν Ὕμνο τῆς Ἐλευθερίας, στὸ Διάλογο καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα Οἱ ἀγράμματοι ποιητὲς τῶν βουνῶν, μέσα στὰ τραγούδια ποὺ κάνανε, καὶ ποὺ δὲ θὰ τὰ φτάξει ποτὲ κανένας γραμματιζούμενος, μιλᾶνε κάθε τόσο γιὰ τὴ θρησκεία μας, γιὰ τὸ Χριστό, γιὰ τὴν Παναγιά, γιὰ τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους, γιὰ τοὺς ἁγίους. Πολλὲς παροιμίες καὶ ρητὰ καὶ λόγια ποὺ λέγει ὁ λαός μας, εἶναι παρμένα ἀπὸ τὰ γράμματα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι ζυμωμένη μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, γι’ αὐτὸ Χριστιανὸς κ’ Ἕλληνας ἤτανε τὸ ἴδιο. Ἀπὸ τότε ποὺ γινήκανε χριστιανοὶ οἱ Ἕλληνες, πήρανε στὰ χέρια τους τὴ σημαία τοῦ Χρίστου καὶ τὴν κάνανε σημαία δική τους: Πίστις καὶ Πατρίς! Ποτάμια ἑλληνικὸ αἷμα χυθήκανε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὰ χρόνια του Νέρωνα καὶ τοῦ Διοκλητιανοῦ, ἕως τὰ 1838, ποῦ μαρτύρησε ὁ ἅγιος Γεώργιος ὁ ἐξ Ἰωαννίνων. Ποιὰ ἄλλη φυλὴ ὑπόφερε τόσα μαρτύρια γιὰ τὸ Χριστό; Αὐτὸ τὸ ἀκατάλυτο ἔθνος ποὺ ἔπρεπε νὰ πληθύνει καὶ νὰ καπλαντίσει τὸν κόσμο, ἀπόμεινε ὀλιγάνθρωπο γιατί ἀποδεκατίσθηκε ἐπὶ χίλια ὀχτακόσια χρόνια ἀπὸ φυλὲς χριστιανομάχες.
Ἁγιασμένη Ἑλλάδα! Εἶσαι ἁγιασμένη, γιατί εἶσαι βασανισμένη. Κι ἡ κάθε γιορτή σου μνημονεύει κ’ ἕνα μαρτύριό σου. Τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ τὰ ‘κανες δικά σου πάθη, τὰ μαρτύρια τῶν Ἁγίων εἶναι δικά σου μαρτύρια. Ὁ δικός σου ὁ κλῆρος στάθηκε ἡ πίκρα. Θλίβεσαι μὲ τὸν Χριστό, θλίβεσαι μὲ τὴν Παναγιά, μαρτυρᾶς μαζὶ μὲ τοὺς μάρτυρες τῆς πίστης κι ὁλοένα κλαῖς σὰν θρηνητικὸ τρυγόνι στὰ ἁγιασμένα μνημούρια ποῦ ‘ναι φυτρωμένα ἀπάνω τους ἀγριοχόρταρα καὶ φλυσκούνια.
Πλὴν ἡ θλίψη σου ἐσένα εἶναι κάποια θλίψη χαροποιά, γεμάτη ἐλπίδα κι ἀθανασία. «Καὶ γὰρ ἐν ὄψει ἀνθρώπων ἐὰν κολασθῶσιν, ἡ ἐλπὶς αὐτῶν ἀθανασίας πλήρης» κατὰ τὸν Σολομώντα. Αὐτὸ εἶναι τὸ «χαροποιὸν πένθος», ἡ «χαρμολύπη» ποῦ λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρὰ ποὺ ξαγοράζεται μονάχα μὲ τὸν πόνο.
Φώτης Κόντογλου