Σελίδες

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2023

Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως: Ο Διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, ο Παιδαγωγός, ο Θεολόγος

 


Ἡ Ριζάρειος Ἐκκλησιαστική Σχολή, ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπό τῶν ἀοιδίμων εὐεργετῶν ἀδελφῶν Μάνθου καί Γεωργίου Ριζάρη μέ σκοπό – διατυπωμένο εἰς τό 72 ἄρθρο τῆς διαθήκης τοῦ Γεωργίου Ριζάρη – νά χορηγῇ εἰς Ἕλληνας «ἔχοντας τάς ἀπαιτουμένας προπαιδευτικάς γνώσεις τά αὐτά διδακτικά μέσα, ὥστε νά εἶναι εἰς θέσιν νά ἐνδυθοῦν τό τῆς ἱερωσύνης σχῆμα μετά τήν ἀποπεράτωσιν τῆς πενταετοῦς ἐν αὐτῇ σπουδῆς», ἑορτάζει διττή ἑορτή: Τήν συμπλήρωσι ἑκατόν πενήντα ἐτῶν (1844 – 1994) ἀπό τῆς ἱδρύσεώς της καί ἑκατόν ἐτῶν (1894 – 1994) ἀπό τῆς ἀναλήψεως τῆς διευθύνσεως αὐτῆς ὑπό τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως.


Ἡ ἱερά αὐτή Σχολή διά τήν προσφοράν της εἰς τήν Ἐκκλησία καί τόν Ἑλληνισμό – τόν ἐλεύθερο καί τόν ὑπόδουλο – ἐχαρακτηρίσθη ὡς «τό ἄριστον καί ὠφελιμώτατον πάντων τῶν ἐν Ἑλλάδι ἐκπαιδευτηρίων, ὅπερ πολυειδώς καὶ πολυτρόπως, ἀμέσως τε καί ἐμμέσως εὐηργέτησε καί εὐεργετεῖ τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καί τό Ἑλληνικόν Ἔθνος»[1]. Ἀνεγνωρίσθη καί ἐτιμήθη ὑπό τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν διά χρυσοῦ μεταλλίου εἰς πανηγυρική συνεδρία τῆς 29-12-1966 ὡς «ἑστία ἀληθοῦς Χριστιανικῆς καί κλασσικῆς παιδείας, ἐκ τῶν κόλπων τῆς ὁποίας προῆλθον καί ἀνεδείχθησαν ἐξαίρετοι κληρικοί καί ἱεράρχαι, ὡς ἐπίσης καὶ ἐπιφανεῖς ἐπιστήμονες εἰς ὅλους τούς τομεῖς τῆς ἐπιστήμης, τῆς ἀκτινοβολίας τῆς Σχολῆς ταύτης ἐπεκταθείσης καί πέρα τῶν ὁρίων τοῦ ἑλληνικοῦ βασιλείου»[2]. Πρό πάντων δέ σεμνύνεται διά τόν ἔφορον αὐτῆς, τόν Ἅγιον Νεκτάριον Πενταπόλεως, ὁ ὁποῖος τήν ἐλάμπρυνε ἐπί δέκα τέσσαρα ἔτη (1894-1908) ὡς ἄριστος καί ἱεροπρεπής Διευθυντής, ὡς ἔξοχος Παιδαγωγός, ὡς κορυφαῖος Θεολόγος καί Συγγραφεύς πολλῶν καί περισπουδάστων συγγραμμάτων, ὡς Ὅσιος.

Πολλές καί ἀνεκτίμητες ὑπηρεσίες προσέφερε ὁ Ἅγιος Νεκτάριος καί ἐκ τῆς θέσεως ταύτης, ὡς ὁμοφώνως μαρτυρεῖ ἡ σεπτή χορεία τῶν μαθητῶν καί πνευματικῶν τέκνων του, τούς ὁποίους ἐπαιδαγώγησε σοφῶς, ἐξέθρεψε πνευματικῶς καί καθωδήγησε ἀπλανῶς καί οἱ ὁποῖοι ἀνεδείχθησαν οἱ φωτεινότερες, πνευματικές μορφές τοῦ αἰῶνος μας.

Ἔδωκεν ὁ Θεός εἰς μέν τήν οἰκουμενικήν Ὀρθοδοξία τόν νεοφανῆ Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, εἰς δέ τήν ἐκκλησιαστική παιδεία τό πρότυπο τοῦ παιδαγωγοῦ, τόν μύστη καί ὁραματιστή τῆς ἀληθοῦς παιδείας καί Διδάσκαλο, πού θά διδάσκει πάντοτε διδάσκοντας καί διδασκόμενους.

Α. Ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΗΣ ΡΙΖΑΡΕΙΟΥ ΕΚΚΛ. ΣΧΟΛΗΣ

Τῆς διευθύνσεως τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου προηγήθησαν γεγονότα, πού συνετάραξαν τήν εὔρυθμο λειτουργία τῆς Σχολῆς.

α) Ὁ ὑπουργός τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως Κ. Λομβάρδος διώρισε ἄνευ προτάσεως τοῦ Συμβουλίου δύο Καθηγητάς στή Σχολή τό 1882. Τό πολυμελές Συμβούλιο ἀπέκρουσε αὐτούς τούς διορισμούς καί οὕτω προέκυψε τό πολύκροτο ζήτημα τῶν σχέσεων τῆς Κυβερνήσεως πρός τήν Σχολή, πού ἀπησχόλησε ἐπί τετραετία τήν κυβέρνησι καί τό Συμβούλιο. Ἐπί τέλους, μετά ἀπό γνωμοδοτήσεις νομικῶν, ἐξεδόθη Β. Διάταγμα τήν 19η Μαρτίου 1886, πού ὥριζε: «Οὐδείς δέ διορίζεται Καθηγητής ἐν αὐτῇ ἄνευ τῆς προτάσεως περί τούτου τοῦ πολυμελοῦς Συμβουλίου τῆς εἰρημένης Σχολῆς»[3].

β) Μετά τήν παραίτησι ἀπό τήν διεύθυνσι τῆς Σχολῆς τοῦ Ἐπισκόπου Πλαταμῶνος Ἀμβροσίου τό Συμβούλιο ἀνέθεσε κατ᾿ ἀρχήν προσωρινά τήν διεύθυνσι εἰς τόν καθηγητή Ἰωάννη Ἀργυριάδη, παλαιό τρόφιμο τῆς Σχολῆς, ἀφοῦ προεκάλεσε διά τοῦ Ὑπουργείου Β. Διάταγμα (14 Σεπτεμβρίου 1883), διά τοῦ ὁποίου ἐπετρέπετο ἡ ἀναπλήρωσι τοῦ Διευθυντοῦ “ὑπό τινος τῶν ἐν τῇ Σχολῇ διδασκόντων καθηγητῶν”. Τό Ὑπουργεῖο ἐνέκρινε τήν γνώμη τοῦ Συμβουλίου καί διά πρώτη φορά ἀπό τῆς συστάσεως τῆς Σχολῆς ἀνετέθη ἡ διεύθυνσί του εἰς λαϊκό κατά παράβασι τῆς Ριζαρείου Διαθήκης, τοῦ Ὀργανισμοῦ καί τοῦ Κανονισμοῦ καί εἰς ἀντίθεσι πρός τόν ἐκκλησιαστικόν αὐτῆς χαρακτῆρα. Βεβαίως ὁ Ἰ. Ἀργυριάδης ἀνέπτυξε πολλή δραστηριότητα πρός διόρθωσι τῶν κακῶς ἐχόντων, ἀλλά «μή ὤν κληρικός καί θέλων νά προσαρμόση οὐχί τούς μαθητάς πρός τόν ἐκκλησιαστικόν χαρακτῆρα τῆς Σχολῆς, ἀλλά μᾶλλον τήν Σχολήν πρός τούς μαθητάς, ἐπί θυσίᾳ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ της χαρακτῆρος, δέν ἠδύνατο νά εἰσαγάγῃ εἰς τόν βίον τόν ἐσωτερικόν τῆς Σχολῆς ἐκκλησιαστικόν πνεῦμα. Προέβη δέ εἰς μεταρρυθμίσεις τοιαύτας, αἵτινες ἠδύναντο νά προκαλέσωσι μεγάλας παρεξηγήσεις»[4]. Ἡ κοινή γνώμη συνεταράσσετο. Ὁ σύμβουλος Δ. Στροῦμπος διεμαρτύρετο. Ἡ κατάστασι τῆς Σχολῆς ἀπέβη ἔκρυθμος καί ἡ τάξι τῆς διεσαλεύθη.

Ὁ Ἰ. Ἀργυριάδης τήν 26 Φεβρουαρίου 1891 ὑπέβαλε τήν παραίτησί του, ἡ ὁποία δέν ἔγινε ἀμέσως ἀποδεκτή, ἀλλ᾿ ἐπέμεινε εἰς αὐτήν καί τόν Μάρτιον τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἀπεχώρησε ἀπό τήν διεύθυνσι τῆς Σχολῆς.

Ἀτυχής μετά ταῦτα ὑπῆρξε ἡ ἐκλογή τοῦ Μαθηματικοῦ Νικολ. Κρίσπη, λαϊκοῦ ἐπίσης, διά τήν διεύθυνσι τῆς Σχολῆς. Ἐπαύθη τήν 9ην Ὀκτωβρίου 1893.

γ) Ἀλλά τό προέχον πάντοτε ζήτημα ἦτο ἡ διοργάνωσι τῆς Σχολῆς συμφώνως πρός τόν εἰδικόν αὐτῆς σκοπό. Ἐπειδή τά τοῦ κλήρου δέν εἶχον βελτιωθῇ καί οὐδεμία πρόνοια εἶχε ληφθῇ διά τούς ἀποφοίτους τῆς Σχολῆς μέχρι τῆς χειροτονίας τους, προέκυψε θέμα περί τῆς λειτουργίας τῆς Σχολῆς ἤ ὡς ἁπλοῦ Γυμνασίου ἤ ὡς προπαρασκευαστικῆς διά τήν Θεολογική σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ἤ ὡς Ἀνωτέρας Θεολογικῆς Σχολῆς.

Ἐν τῷ μεταξύ τήν Διεύθυνσι τῆς Σχολῆς, μετά τήν ἀποχώρησι τοῦ Νικ. Κρίσπη, ἀνέλαβε προσωρινῶς ὁ ἀπό τοῦ 1891 Οἰκονόμος τῆς Σχολῆς Σεραφείμ Δομβοΐτης, ὁ μετέπειτα Ἐπίσκοπος Εὐρυτανίας (¶1914).

Κατά τή συνεδρία τῆς 27ης Δεκεμβρίου 1893 τό Συμβούλιο προέβη εἰς τήν ὑπόδειξι πρός τό Ὑπουργεῖο τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως τριῶν κληρικῶν διά τήν θέσι τοῦ Διευθυντοῦ: Τοῦ Ἐπισκόπου Πενταπόλεως Νεκταρίου, τοῦ Ἐπισκόπου Κάσσου καί Καρπάθου Νείλου καί τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Σαμουήλ Ἀνεστοπούλου. Ἐξ αὐτῶν προέκρινε τό Ὑπουργεῖο τόν Νεκτάριον Πενταπόλεως. Διωρίσθη διά Βασιλικοῦ Διατάγματος ἐκδοθέντος τήν 1ην Μαρτίου 1894 καί κοινοποιηθέντος διά τοῦ ὑπ᾿ ἀριθ. 3721/8-3-1894 ἐγγράφου τοῦ Ὑπουργείου τῶν Ἐκκλησιαστικῶν.

Λόγῳ τῶν προηγηθέντων γεγονότων ἡ κατάστασι τῆς Σχολῆς δέν ἦτο ὁμαλή. Ὡς ἐκ τούτου δέν ἑωρτάσθη ἡ πεντηκονταετία τῆς λειτουργίας της (1844-1894) πού συνεπληρώθη τό ἔτος ἐκεῖνο.

Παρά ταῦτα ὁ νέος Διευθυντής ἐπανέφερε τήν ἐσωτερική της γαλήνη καί ἀποκατέστησε τόν ἐκκλησιαστικό αὐτῆς χαρακτῆρα. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος γράφει: «Ἀλλ᾿ εὐτυχῶς, παρά τάς διακυμάνσεις ταύτας, ἡ Ριζάρειος Σχολή, διά τοῦ Διευθυντοῦ Μητροπολίτου Πενταπόλεως Νεκταρίου, ἕνεκα τοῦ κύρους αὐτοῦ ὡς Ἱεράρχου, ἐπανεῦρε τήν ἐσωτερικήν αὐτῆς γαλήνην καί διά τοῦ ἐκλεκτοῦ αὐτῆς διδακτικοῦ προσωπικοῦ ἐχώρησε πρός τά πρόσω, μετά τῆς συνήθους αὐτῇ μεγάλης πνευματικῆς ἐπιδόσεως. Ὁ διευθυντής ἀποκατέστησε τελείως τόν ἐκκλησιαστικόν χαρακτῆρα τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τῆς Σχολῆς, ἔν τισιν ὅμως αἱ ἐνέργειαι αὐτοῦ, ἕνεκα τῆς ἀποτόμου ἀντιθέσεως μᾶλλον πρός τήν ἐποχήν τοῦ Ἀργυριάδου καί τοῦ Κρίσπη, ἐφάνησαν ἀσκητικαί καί ὑπερβολικαί. Ἀλλ᾿ ἀσφαλῶς δι᾿ αὐτῶν ἀποκαθίστατο ὁ ἐκκλησιαστικός τῆς Σχολῆς χαρακτήρ»[5].

Ὁ καθηγητής καί μαθητής αὐτοῦ διατελέσας Παν. Μπρατσιώτης γράφει: «Ἐπί κεφαλῆς αὐτῆς εὑρίσκετο, ἤδη ἀπό τοῦ 1894, εἷς τῶν ὁμολογουμένως ἀρίστων διευθυντῶν αὐτῆς, ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης πρώην Πενταπόλεως (τῆς Αἰγύπτου) Νεκτάριος Κεφαλᾶς (¶1920), ἀνήρ μέ ἀμφιλαφῆ παιδείαν, μέ ἦθος ἀκραιφνῶς ἐκκλησιαστικόν καί ἀσκητικόν καί μέ εὐγένειαν χριστιανικήν, χάρις εἰς τά ὁποῖα προσόντα κυρίως κατώρθωνε νά ἐπιβάλλεται πρός τε τά ἄνω καί πρός τά κάτω, τ. ἔ. πρός τούς διοικοῦντας τήν Σχολήν καί πρός τούς καθηγητάς καί μαθητάς αὐτῆς»[6].

Ὡς πρός τήν ἐσωτερική διοίκησι, ἕως τῶν ἡμερῶν του ὁ Διευθυντής ἐστερεῖτο αὐτενεργείας καί ἐδεσμεύετο ἀπό τίς ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου, τό ὁποῖον ἀπεφαίνετο καί διά τά πλέον ἀσήμαντα ζητήματα. Ὡς ἐκ τούτου ἀπέβαλλε πολλάκις τό κῦρός του ἔναντι τῶν μαθητῶν, οἱ ὁποῖοι κατέφευγον στό Συμβούλιον, ἀκόμη καί δι᾿ ἄδεια ἐξόδου. «Ἐπί Νεκταρίου ὅμως ἐπῆλθε κανονικωτέρα τις ρύθμισις τῆς ἐσωτερικῆς διοικήσεως τῆς Σχολῆς, ὑπό τήν ἄμεσον μέν πάντοτε ἐποπτείαν τοῦ Συμβουλίου ἐλευθέρως δέ καί μετά τῆς ἀπαιτουμένης αὐτενεργείας ὑπό τοῦ Διευθυντοῦ διεξαγομένης. Πρός ἐνίσχυσιν δέ τοῦ ἔργου τῆς ἐσωτερικῆς διευθύνσεως σκέψις ἐγένετο καί σχετικόν Β. Διάταγμα ἐξεδόθη (20 Δεκεμβρίου 1906) περί Ὑποδιευθυντοῦ, (διδάκτορος τῆς φιλοσοφίας, κεκτημένου παιδαγωγικήν μόρφωσιν καί ἀποδεδειγμένην τοῦ σχολικοῦ ἔργου ἐμπειρίαν). Ὁ θεσμός ὅμως τοῦ Ὑποδιευθυντοῦ δέν ἐφηρμόσθη, τά δ᾿ ἐν τῷ Β. Διατάγματι ἀναγραφέντα ἐποπτικά ἐπί τῶν μαθητῶν καθήκοντα ἀφέθησαν εἰς τόν Οἰκονόμον τῆς Σχολῆς, καί εἰς τούς Παιδονόμους»[7].

Μεγίστη κατέστη ἡ αἴγλη καί ἡ ἀκμή τῆς Σχολῆς. Ἡ ἀκτινοβολία της ἐφώτιζε τό ἐλεύθερο καί ὑπόδουλο γένος. Παρεῖχε χριστιανική καί ἐθνοπρεπῆ παιδεία εἰς μαθητές προερχομένους ἀπό τίς ἀλύτρωτες πατρίδες, οἱ ὁποῖοι καί μεταλαμπάδευον αὐτήν ἀργότερον ὡς Κληρικοί καί Θεολόγοι ἕως τά βάθη τοῦ Πόντου καί τῆς Μ. Ἀσίας. Εἰς τήν ἐκπλήρωσι τῆς ἐθνικῆς αὐτῆς ἀποστολῆς πολύ συνετέλεσε καί ὁ Ἅγιος Πενταπόλεως συνδεθείς μέ τόν καθηγητή τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί Πρόεδρο τοῦ Μικρασιατικοῦ Συλλόγου «Ἡ Ἀνατολή» Μαργαρίτη Εὐαγγελίδη. Αὐτοῦ τό αἴτημα διά τόν καθορισμό ὑποτροφιῶν ἐκ τῆς Ριζαρείου περιουσίας διά μαθητές προερχομένους ἐκ τῆς Μ. Ἀσίας ἔγινε εὐχαρίστως ἀποδεκτό ἀπό τό Συμβούλιο καί καθωρίσθησαν τέσσαρες ὑποτροφίες καί τό δικαίωμα ἐπιλογῆς τῶν ὑποτρόφων καί τῶν Κοινοτήτων ἐδόθη στό Σύλλογο.

Κέντρο τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τῆς Σχολῆς κατέστησε τή λατρεία τοῦ Θεοῦ καί διά τήν εὐπρέπεια τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ ἐλάμβανε πᾶσα μέριμνα. Ἔκαμε πρότασι εἰς τό Συμβούλιο, νά ἀνατεθῆ ἡ κατασκευή τῶν εἰκόνων εἰς τούς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἀδελφούς Ἰωασαφαίους, ὡς κατεγράφη εἰς τά Πρακτικά[8].

Πολλούς κόπους κατέβαλε ἐπίσης διά τήν καλλιέργεια καί διακόσμησι τοῦ σχολικοῦ κήπου[9]. Καί αὐτές οἱ λεπτομέρειες τοῦ ἐσωτερικοῦ βίου τῆς Σχολῆς δέν τόν ἄφηναν ἀδιάφορο.

Διά τήν ἐπίτευξι τοῦ εἰδικοῦ σκοποῦ τῆς Σχολῆς – τῆς ἱερωσύνης τῶν ἀποφοίτων – προέβη στίς κάτωθι ἐνέργειες:

α) Ὑπέβαλε ὑπόμνημα πρός τήν Κυβέρνησι, μέ τό ὁποῖο ζητοῦσε τήν λῆψι προνοίας διά τούς ἀποφοίτους μέχρι τῆς χειροτονίας αὐτῶν. Ὅπως ἀνέφερε καί στίς ἐξετάσεις (16 Ἰουνίου 1894), ἄνευ αὐτῆς τῆς προνοίας ὑπό τῆς Πολιτείας, δέν θά ἦτο δυνατή ἡ ἐπίτευξι τοῦ εἰδικοῦ τῆς Σχολῆς σκοποῦ.

β) Συνεργάσθη μέ τόν Ὑπουργό τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί τῆς δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως Ἀθανάσιο Εὐταξία – πρώην τρόφιμο τῆς Σχολῆς – καί τόν Σύμβουλο καί Καθηγητή Ἰωάννη Ἀργυριάδη πρός καταρτισμό ἑνός Ὀργανισμοῦ, πού ἐστηρίζετο ἐπί τοῦ προηγουμένου τοῦ Ὑπουργοῦ μέ πολλές βελτιώσεις. Ἡ σχολή παρέμενε πεντάτακτη ἀλλ᾿ ἡ πρώτη τάξι ἀντιστοιχοῦσε στή Γ΄ Γυμνασίου. Μέ τό πλούσιο εἰς ἐγκύκλια καί θεολογικά μαθήματα πρόγραμμά του ἀνεδεικνύετο ἀνωτέρα Θεολογική Σχολή, πού παρεῖχε ἐπιστημονική ἐκπαίδευσι καθ᾿ ὅλους τούς κλάδους τῆς θεολογίας.

Ἀλλά τό σπουδαιότερο εἶναι, ὅτι μέ τήν προσθήκη στό πρόγραμμα τῶν παιδαγωγικῶν μαθημάτων καί μέ τήν διάταξι τοῦ Ὀργανισμοῦ περί διμήνου φοιτήσεως σέ Διδασκαλεῖο τῶν Ἀθηνῶν μέ προσηρτημένο πρότυπο δημοτικό Σχολεῖο ἐδίδετο λύσι στό πρόβλημα τῶν ἀποφοίτων. Ὅπως ἀνέφερε στή μακρά ἔκθεσί του πρός τόν Βασιλέα ὁ Ὑπουργός, θά μποροῦσαν οἱ ἀπόφοιτοι μέ τήν ἀρτία ἐκπαίδευσί τους νά χρησιμοποιοῦνται ὑπό τῆς Πολιτείας ὡς διδάσκαλοι τῶν ἱερῶν μαθημάτων καί ὡς κήρυκες τοῦ θείου λόγου μέχρι τῆς συμπληρώσεως τοῦ τριακοστοῦ ἔτους τῆς ἡλικίας τους, ὁπότε θά ἐχειροτονοῦντο. Ὡς ἐφημέριοι δέ κατηρτισμένοι θά μποροῦσαν νά ἀναλάβουν καί τό ἔργο τοῦ ἐπιθεωρητοῦ τῶν δημοτικῶν σχολείων σέ ἐπαρχίες ἤ δήμους, ὅπως συνέβαινε σέ χῶρες, τῶν ὁποίων ἡ δημοτική ἐκπαίδευσι ἐθεωρεῖτο πρότυπος.

Μέ τόν Ὀργανισμό αὐτό θά μποροῦσε νά λυθῇ τό μέγα πρόβλημα τῆς Σχολῆς πρός ὄφελος τοῦ Ἔθνους, ἀλλά δυστυχῶς δέν ἐψηφίσθη νόμος πρός ἐφαρμογή του καί τελικῶς μέ τήν κυβερνητική μεταβολή, πού ἀκολούθησε, καί τήν ἄρνησι τῶν μεταγενεστέρων Ὑπουργῶν νά τόν ἐφαρμόσουν, τροποποιήθηκε μέ τή συναίνεσι τῆς Διευθύνσεως καί τοῦ Συμβουλίου[10].

γ) Ὁ Μητροπολίτης Ἀθηνῶν Θεόκλητος ἀπηύθυνε ἔγγραφο πρός τό συμβούλιο τῆς Σχολῆς καί σχέδιο νόμου «περί συστάσεως Θεολογικοῦ Φροντιστηρίου» σέ διαμέρισμα τῆς ὑπό τοῦ προκατόχου του Γερμανοῦ ἱδρυθείσης Ἱερατικῆς Σχολῆς. Στό Θεολογικό Φροντιστήριο θά ἐγκατεβίωναν οἱ ἀπόφοιτοι τῆς Ριζαρείου συμφώνως πρός Κανονισμό, μέ δωρεάν παροχή ὅλων τῶν ἀναγκαίων, πρός ἐξάσκησι εἰς τήν ἐκκλησιαστική Ρητορική καί τή μελέτη τῶν Πατέρων, μέ τήν ὑποχρέωσι νά φοιτήσουν εἰς τήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου καί ἐν καιρῷ νά ἱερωθοῦν. Ἡ πρότασι ἔγινε ἀποδεκτή εἰς τήν συνεδρία τῆς 19ης Μαρτίου 1905 καί ἐψηφίσθη ἐτήσια ἐπιχορήγησι τριῶν χιλιάδων δραχμῶν, ἀλλά δέν ἐνεκρίθη ἀπό τό Ὑπουργεῖο πρός ζημία καί τῆς Ριζαρείου καί τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς[11].

Περί τῆς ἐπιτυχίας τοῦ ἔργου μιᾶς Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς γράφει ὁ Καθηγητής Ἀνδρέας Φυτράκης: «Ἡ ἐπιτυχία τοῦ ἔργου μιᾶς Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς, γνωστόν εἶναι, ὅτι ἐξαρτᾶται ἀπό πολλάς βασικάς προϋποθέσεις, αἱ ὁποῖαι δέν εἶναι, τοὐλάχιστον ἐξ ἴσου, τόσον ἀναγκαῖαι διά τήν ἐπιτυχίαν ἄλλων σχολείων, ὡς π.χ. ἐκ τῆς ἐν αὐταῖς δημιουργίας κλίματος ἐντόνων θρησκευτικῶν καί ἠθικῶν βιωμάτων τῶν τροφίμων της, τῆς μεταξύ τῶν ἐν αὐταῖς ὑπηρετούντων ὑπάρξεως ζώντων προτύπων πρός μίμησιν ὑπό τῶν ἱεροσπουδαστῶν, τῆς ἐν αὐταῖς καλλιεργείας ἱεραποστολικοῦ πνεύματος κ.λπ.»[12].

Ὁ εἰδικός σκοπός τῆς Σχολῆς – ἡ ἐκπαίδευσι καί ἀνάδειξι ἀξίων κληρικῶν – ὑπῆρξε ὁ σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, πρός ἐπίτευξι τοῦ ὁποίου προσέφερε τόν ἑαυτόν του ὡς πρότυπο Ἱεράρχου διά τούς Ἱεροσπουδαστές συμφώνως πρός τίς μαρτυρίες αὐτῶν, ἐκ τῶν ὁποίων ἐνδεικτικῶς παραθέτομεν τίς κάτωθι:

Ὁ Πρωθιερεύς Θεμιστοκλῆς Παπακωνσταντίνου γράφει: «Ἐν τῇ Ἐκκλησιαστικῇ Ριζαρείῳ Σχολῇ ἐφοίτησα ἀπό τοῦ ἔτους 1903-1908, εἰς ἐποχήν ἀκμῆς καί δόξης τῆς Σχολῆς. Τό ὅλο περιβάλλον τῆς Σχολῆς, ἀπό τοῦ Ἁγίου Διευθυντοῦ της, τῶν ἐκλεκτῶν καθηγητῶν καί τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου, ἐπέδρα εἰς τήν διάπλασιν καί διαμόρφωσιν τοῦ χρηστοῦ καί ἐναρέτου χαρακτῆρος τῶν μαθητῶν τῆς Σχολῆς. Ἀλλά τήν ἀρίστην καί εὐσεβῆ κλίσιν, τήν θερμήν καί ζῶσαν πίστιν ἐλάμβανον οἱ μαθηταί ἀπό τήν ἁγίαν μορφήν τοῦ Πενταπόλεως Νεκταρίου. Ὄντως βιβλική μορφή, Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ἔργῳ τε καί λόγῳ διδάξας»[13].

Ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Μυλωνᾶς ὁμολογεῖ ὅτι ἡ ἐπίδρασι τῆς ἁγίας Προσωπικότητός του ἐνίσχυσε τήν ἔμφυτον κλίσιν αὐτοῦ καί τῶν συμμαθητῶν του πρός τήν ἱερωσύνην. Γράφει: «Δέν διστάζω δέ νά ὁμολογήσω, ὅτι πάντα ταῦτα ἐπέδρασαν εἰς τάς παιδικάς μας ψυχάς καί οἱ πλεῖστοι τῶν μαθητῶν ἐφιλοδόξουν νά μιμηθοῦν τόν Σεβασμιώτατόν τους Διευθυντήν εἰς ὅλα τά χριστιανικά προτερήματα καί οὕτως ἀπό τότε ἐνεδύθημεν τόν ἄτρωτον θώρακα, καί πάντα τά βέλη, τά ὁποῖα συνηντήσαμεν εἰς τήν μετέπειτα κοινωνικήν καί οἰκογενειακήν μας ζωήν, ἀπεσκορακίζοντο καί πάντοτε εἴμεθα ἄτρωτοι. Ἡ ἐπίδρασις τῆς ἁγιότητος τοῦ ἀειμνήστου εἰς τούς μαθητάς ἦτο τοιαύτη, ὥστε ἐκ τῆς τάξεώς μου ἀριθμούσης 14 μαθητάς, σχεδόν ὅλοι ἠκολούθησαν τό ἱερατικόν στάδιον, τήν Θεολογικήν Σχολήν τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, δύο ἔγιναν Μητροπολῖται, οἱ δέ λοιποί διεκρίθησαν ὡς καθηγηταί τῆς Θεολογίας εἰς τα γυμνάσια καί ὡς παιδαγωγοί.

Ἡ ἐπίδρασις τῆς Ἁγίας μορφῆς τοῦ ἀειμνήστου Νεκταρίου ἐπέδρασε καί ἐπ᾿ ἐμέ, ἐνίσχυσε τήν ἔμφυτον κλίσιν πρός τήν Ἱερωσύνην καί μετά χαρᾶς μεγάλης καί ἐνθουσιασμοῦ προὐτίμησα, νά ἀκολουθήσω τό ἱερατικόν στάδιον. Ὅταν δέ ἀπεφάσισα τοῦτο καί μετέβην εἰς τήν Σχολήν, νά τό ἀναγγείλω καί νά παρακαλέσω τόν ἀείμνηστον, ἐάν εὐηρεστεῖτο νά μέ χειροτονίσῃ, τοιαύτη χαράν ἔδειξεν, ὅταν ἤκουσε τοῦτο, πού βεβαιῶ, ὅτι δέν εὑρίσκω λέξεις ἁρμοζούσας εἰς τήν γλῶσσάν μας, νά τήν περιγράψω. Τοῦτο μόνον ἔμεινε μέχρι σήμερον ἀλησμόνητον εἰς τήν ψυχήν μου, ὅτι ἠγέρθη ἀπό τό γραφεῖον του, μέ συνεχάρη μέ ἐφίλησε σάν Στοργικός Πατέρας καί ἐπί λέξει εἶπε· «Θά ἔλθητε νά σᾶς χειροτονίσω ἐγώ. Πρῶτον διά νά εὐχαριστήσω τόν ἑαυτόν μου καί δεύτερον σεῖς νά γίνητε παράδειγμα καί διά πολλούς ἄλλους, οἵτινες ἀμφιταλαντεύονται»[14].

Διέβλεπε, ἐνεψύχωνε καί περιέβαλλε μέ στοργή τους κεκλημένους εἰς τήν ἱερωσύνη, μαρτυρεῖ καί ὁ μαθητής Αὐτοῦ, Πρωτοπρεσβύτερος καί Κατηχητής, Ἄγγελος Νησιώτης, ὁ ὁποῖος καί ἔλαβε προσωπική πεῖρα τούτων[15].

«Ὁποῖός τι δέον νά εἶναι ὁ Πνευματικός Ποιμήν, ὅπως διακυβερνήσῃ καλῶς τήν ἐμπεπιστευμένην αὐτῷ ὑπό τοῦ Θεοῦ ποίμνην», ἄκουσαν οἱ ἱεροσπουδαστές ἀπό τοῦ στόματός του κατά τις παραδόσεις τοῦ μαθήματος Ποιμαντικῆς καί εἶδαν εἰς τό σεπτό Πρόσωπό Του.

Χαρακτηριστικό εἶναι τό κάτωθι περιστατικό τό ἀναφερόμενον εἰς τά μαθητικά χρόνια τοῦ ἀρχιμανδρίτου Γερβασίου Παρασκευοπούλου. Γράφει ὁ Τάκης Κωνσταντόπουλος:

«Ὁ Νεκτάριος μᾶς ἐδίδασκε «Ποιμαντικήν», τήν ὁποία διήνθιζε μέ ποιήματά του πρός τήν Θεομήτορα μελοποιημένα ἀπό τόν ἴδιον καί τά ὁποῖα ἀπό τήν καθοδήγησίν του ἐψάλλαμε.

Σ᾿ ἕνα μάθημά του, σχετικόν μέ τά καθήκοντα τοῦ «Ποιμένος» ἐγείρεται ὁ νεαρός Γερβάσιος καί ζητεῖ εὐλαβῶς τήν ἄδειαν νά ὁμιλήσῃ.

– «Ποιμήν καλός» – λέγει – εἶναι, ὄχι ὁ κατ᾿ ἐπάγγελμα τυπικῶς ἐνασκῶν τά καθήκοντά του, ἀλλά ὁ ὁλοψύχως καί ἐνσυνειδήτως ἀφιερωμένος εἰς τήν Ἐκκλησίαν, πού ἀδιάκοπα ἀγωνίζεται νά κάμῃ βίωμα τοῦ ποιμνίου του τάς ὑποθήκας τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν Γραφῶν, ὑπεισερχόμενος εἰς τάς οὐσίας καί ἐκλαϊκεύων αὐτάς. Ὁ στηλιτεύων τάς ἀντιδράσεις καί ἀντιμετωπίζων τόν «φαρισαϊσμόν» μέ τό μαστίγιον, ὅπως ὁ Κύριος εἰς τόν Ναόν τοῦ Σολομῶντος. Νά εἶναι ὑπόδειγμα λιτότητος καί ἀφιλοχρηματίας. Στοργικός πρός φίλους καί ἐχθρούς καί ἑαυτόν προσφέρων θυσίαν προκειμένου νά περισώσῃ ἀπολωλός πρόβατον. Ἐν μιᾷ λέξει, νά εἶναι ἀδιάβλητος ἐν παντί καί πάντοτε καί ὑπό πάντων.

Μέ συγκίνησιν ὁ Νεκτάριος τόν καλεῖ κοντά του, τόν εὐλογεῖ καί μᾶς λέγει:

Τοιοῦτος ἐμπρέπει ἡμῖν ποιμήν.

Καί ἀνυψῶν τους δακρυβρέκτους ὀφθαλμούς του πρός τόν Οὐρανόν προσθέτει προφητικά:

Εἰς τό πρόσωπόν του βλέπω τόν αὐριανόν «ταγόν» τῆς Ἐκκλησίας μας. Τόν πραγματικόν ποιμένα τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος. Ὁ Κύριος μετ᾿ αὐτοῦ.

Καί ἡ προφητεία τοῦ Νεκταρίου ἐπαλήθευσε»[16].

Εἰς τήν χειροτονία ἀξίων κληρικῶν ἔβλεπε τήν ἐκπλήρωσι τοῦ προορισμοῦ του, ὡς Διευθυντοῦ τῆς Ριζαρείου Ἐκκλ. Σχολῆς.

Γράφει ὁ μαθητής του Πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Μυλωνᾶς: «Ἡ χειροτονία μου διά τόν ἀείμνηστον ἦτο ἴσως ἡ μεγαλυτέρα του χαρά, διότι, ἐν μέσῳ ἐκλεκτοῦ κόσμου καί ἁπάντων τῶν καθηγητῶν τῆς Ριζαρείου Σχολῆς καί τῶν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου, μετ᾿ ἀπείρου ἐνθουσιασμοῦ ἐκήρυττε πρός πάντας τους παρισταμένους τήν εὐχαρίστησίν του λέγων: «Εἶμαι σήμερον εὐτυχής, διότι ἐκπληρῶ, ὡς Διευθυντής, τόν προορισμόν μου καί εὔχομαι ὑπό τοιούτους οἰωνούς προόδου νά γίνῃ εἰς τό μέλλον ἡ χειραφέτησις τοῦ ἱεροῦ μας Κλήρου»[17].

[1]    Εὐαγγελικός Κῆρυξ, 1870, σ. 272.

[2]    Π.Ι. Μπρατσιώτου, καθηγητοῦ Πανεπιστημίου – Ἀκαδημαϊκοῦ, Ἡ Ριζάρειος Σχολή καί αἱ πρός τήν Ἐκκλησίαν καί τό Ἔθνος ὑπηρεσίαι της, Ριζάρειος Ἐκκλησιαστική Σχολή, Πανηγυρικός Τόμος ἐπί τῇ 125ετηρίδι 1844 – 1969, Ἀθῆναι 1969, σ. 117.

[3]    Νικ. Ράδου, Τά κατά τήν Ριζάρειον Ἐκκλησιαστικήν Σχολήν ἀπό τῆς συστάσεως αὐτῆς, ἐν Ἀθήναις 19032, σ. 237.

[4]    Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ἀρχιμανδρίτου, Ἱστορία τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς, ἐν Ἀθήναις 1919, σ. 137 – 138.

[5]    Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ἀρχιμανδρίτου, Ἱστορία τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς, ἐν Ἀθήναις 1919, σ. 162.

[6]    Παν. Ἰ. Μπρατσιώτου, Ἡ Ριζάρειος τῆς μαθητικῆς μου ἐποχῆς, Ἐπετηρίς 1948, ἐκδ. Ἑνώσεως ἀποφοίτων Ριζαρείου Σχολῆς, 1, Ἀθῆναι (1949) 146.

[7]    Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ἀρχιμ. ἔνθ. ἀνωτ., σ. 163-164.

[8]    Πρακτικά Πολυμελοῦς Συμβουλίου, Συνεδρίασις 31ης Ὀκτωβρίου 1898, σ. 138.

[9]    Π. Οἰκονόμου 1900-1905, Ἀναμνήσεις τῶν μαθητικῶν μου χρόνων εἰς τήν ΡΕΣ, Ριζάρειος Ἐκκλ. Σχολή, Πανηγυρικός Τόμος ἐπί τῇ 125ετηρίδι 1844-1969, Ἀθῆναι 1969, σ. 675-676.

[10]  Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ἀρχιμ., σ. 155 ἐξ.

[11]  Αὐτόθι, σ. 164-165.

[12]  Ἀνδρέου Ἰωάν. Φυτράκη, Ἡ Ἐκκλησιαστική μας παιδεία· τό πρόβλημα τῆς μορφώσεως καί ἐπιμορφώσεως τῶν ἐφημερίων μας, ἐν Ἀθήναις 1981, σ. 17.

[13]  Οἰκονόμου Θεμιστοκλέους Παπακωνσταντίνου, πρωθιερέως ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Πευκακίων, Ἀναμνήσεις μου περί τοῦ Ἁγίου Διευθυντοῦ τῆς Ἐκκλ. Ριζαρείου Σχολῆς, Τίτου Ἐμμ. Ματθαιάκη, Μητροπολίτου πρ. Παραμυθίας…, Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Κεφαλᾶς Μητροπολίτης Πενταπόλεως (1846-1920), Ἀθῆναι 19852, σ. 274.

[14]  Πρωτ. Νικ. Β. Μυλωνᾶ, Ἡ προσωπικότης τοῦ Ἁγίου Διευθυντοῦ τῆς Ἐκκλ. Ριζαρείου Σχολῆς καί χειροτονήσαντός με Σεπτοῦ Ἱεράρχου Νεκταρίου Κεφαλᾶ, Τίτου Ματθαιάκη, σ. 271-272.

[15]  Κατηχητοῦ Ἀγγέλου Νησιώτου, πρωθιερέως ἱεροῦ ναοῦ Ζωοδόχου Πηγῆς καί προέδρου τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανικῶν Ἑνώσεων, Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, Μητροπολίτης Πενταπόλεως, αὐτόθι, σελ. 276.

[16]  Τάκη Κωνσταντοπούλου, Γερβάσιος Παρασκευόπουλος, Ἀρχιμανδρίτης 1877-1964. Ὁ βαθυστόχαστος ἐρευνητής καί μαχητής (ἀναμνήσεις ἀπό τήν Ριζάρειο Σχολή), Ριζάρειος Ἐκκλ. Σχολή, Πανηγυρικός Τόμος ἐπί τῇ 125ετηρίδι 1844-1969, Ἀθῆναι 1969, σ. 666-667.

[17]  Πρωτοπρεσβυτέρου Νικολάου Β. Μυλωνᾶ, Ἡ προσωπικότης τοῦ Ἁγίου Διευθυντοῦ τῆς Ἐκκλ. Ριζαρείου Σχολῆς καί χειροτονήσαντός με Σεπτοῦ Ἱεράρχου Νεκταρίου Κεφαλᾶ, Τίτου Ματθαιάκη, σ. 272.