Θεοφάνης Μαλκίδης
Ο Χένρι Κίσινγκερ αναφέρεται στα ρεπορτάζ καναλιών, ραδιοφώνων και ιστοσελίδων ως ένας “μάγος” της διπλωματίας, αλλά σίγουρα ήταν ένας άνευ προηγουμένου πολιτικός που προώθησε τα σχέδια του τουρκικού επεκτατισμού, χωρίς να ακολουθήσει την προτροπή του συμπατριώτη του δημοσιογράφου Μ. Ρούμπιν να ζητήσει συγγνώμη σε Ελλάδα και Κύπρο.
H συνέντευξή μου στο ραδιοφωνικό σταθμό Focus FM
Στο 42:38
Η απόρριψη της ένταξης της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ από τον Ερντογάν κρύβει μέσα της μια σημαντική αλήθεια.
Κι αυτή είναι ότι πλέον η Τουρκία κατατάσσεται στο παθητικό και όχι στο ενεργητικό της Δυτικής Ασφάλειας. Το Ιράκ, η Συρία, η Αρμενία, η Ελλάδα και η Κύπρος έρχονται αντιμέτωπες με την τουρκική επιθετικότητα. Η Τουρκία, επίσης, στοχοποιεί τις θρησκευτικές μειονότητες τόσο στο εσωτερικό της όσο και στο εξωτερικό. Η εθνοκάθαρση συνεχίζεται. Παρ’ όλα αυτά, και η κατευναστική στάση της Δύσης έναντι της Τουρκίας συνεχίζεται επίσης.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό. Αρκετοί διπλωμάτες έχουν παραμείνει σε αυτό που ήταν κάποτε η Τουρκία, και όχι σε αυτό που είναι Τώρα. Άλλοι πιστεύουν ότι οι τιμωρητικές πολιτικές θα δώσουν την ευκαιρία στον Ερντογάν να παίξει το χαρτί του εθνικισμού προκειμένου να βελτιώσει τις πιθανότητες επανεκλογής του. Κάτι που υποδηλώνει άγνοια, γιατί υπονοεί ότι κάποιος τόσο πεινασμένος για εξουσία όσο ο Ερντογάν θα μπορούσε και να αποδεχθεί ένα ανεπιθύμητο αποτέλεσμα στις κάλπες. Κάποιοι τρίτοι, είναι απλά διεφθαρμένοι και ελπίζουν ότι θα καταφέρουν να προσδεθούν στον διάττοντα αστέρα της Τουρκίας.
Τούτων λεχθέντων, ο κατευνασμός της Τουρκίας δεν είναι κάτι το καινοφανές. Ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, τον καθιέρωσε μισό αιώνα πριν, όταν υποστήριξε υπόγεια την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Οι σχετικές αποφάσεις που πήρε τότε, έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο σήμερα από εκείνες που είχε λάβει για τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Ενώ ο χρόνος κατανίκησε την εχθρότητα στην Ανατολική Ασία, οι αποφάσεις του Κίσινγκερ για την Ανατολική Μεσόγειο στην καλύτερη περίπτωση πάγωσαν μια αντιπαράθεση που θα μπορούσε να είχε επιλυθεί, και στη χειρότερη απειλούν να προκαλέσουν μια νέα σύγκρουση στις μέρες μας.
Η αφορμή για την Τουρκική Εισβολή δόθηκε με το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 στην Κύπρο, το οποίο υποκίνησε η ελληνική χούντα θέλοντας να προσαρτήσει το νησί. Η Χούντα ήταν υποτελής στον Κίσινγκερ, και τότε τόσο το Υπουργείο Εξωτερικών όσο και ο τότε Γερουσιαστής Ουΐλιαμ Φουλμπράιτ προειδοποίησαν τον Κίσιγνκερ για το επικείμενο πραξικόπημα. Πέντε μέρες μετά, οι Τουρκικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Κύπρο και απέσπασαν το 3% των εδαφών της προκειμένου να μπλοκάρουν την προσάρτηση. Τέσσερις μέρες μετά το γεγονός, το ελληνικό στρατιωτικό καθεστώς κατέρρευσε και η Ελλάδα επέστρεψε στην Δημοκρατία που λειτουργεί μέχρι και σήμερα. Έτσι, έπαψε και ο παραμικρός λόγος που θα δικαιολογούσε μια εξωτερική επέμβαση. Εκείνη την εποχή όμως, η ηγεσία της Τουρκίας ήθελε να αποσπάσει την προσοχή από τις φτωχές οικονομικές της επιδόσεις, και έτσι εφηύρε λόγους για να συνεχίσει την κατάκτησή της.
Ένα μήνα μετά, περίπου, δίχως καμία αφορμή και εν μέσω ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων στην Γενεύη, η Τουρκία επιτέθηκε ξανά και 10πλασιάσε τα εδάφη που κατείχε, εξαπολύοντας μια εθνοκάθαρση αντίστοιχη της οποίας η ελληνική χούντα δεν είχε καν τολμήσει να φανταστεί. Τα αποχαρακτηρισιμένα έγγραφα αποδεικνύουν ότι σε αυτό της το εγχείρημα, η Τουρκία είχε βρει έναν φίλο στο πρόσωπο του Κίσινγκερ.
Ακόμα και εάν η Ελλάδα ήταν πλέον μια δημοκρατία και παρέμεινε στενός σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Κίσινγκερ είδε στην εισβολή μια ευκαιρία να κατευνάσει την Τουρκία. «Δεν υπάρχει κανένας λόγος για την Αμερική, για τον οποίον η Τουρκία δεν θα έπρεπε να ελέγχει το 1/3 της Κύπρου», θα πει ο Κίσινγκερ στον πρόεδρο Τζέραλντ Φορντ, που μόλις είχε αναλάβει την Προεδρία της χώρας. «Η Τουρκική τακτική είναι σωστή –άρπαξε ό,τι θέλεις, και μετά πήγαινε για να διαπραγματευτείς αξιοποιώντας τις κτήσεις σου», πρόσθεσε. Ο Κίσινγκερ έδωσε ιδιωτικά το πράσινο φως για την Κατοχή κατά την διάρκεια συνομιλιών που είχε με τον Τούρκο Πρόεδρο Μπουλέντ Ετσεβίτ. Εκείνο που δεν εξήγησε ποτέ, όμως, ήταν το γιατί είχε νόημα να προδοθεί τότε ένας σύμμαχος σαν την Ελλάδα. Η Τουρκία, στο κάτω κάτω, δεν θα μπορούσε να αποστατήσει προς τη Σοβιετική Ένωση εάν η Αμερική έθετε βέτο στην Κατοχή, ούτε οι ΗΠΑ ήταν εντελώς αδύναμες απέναντί της: Το 1956 ο πρόεδρος Ντουάιτ Εϊζενχάουερ αντιτάχθηκε στην ένοπλη αντίδραση της Αγγλίας και της Γαλλίας για την εθνικοποίηση του Σουέζ. Η αντιπαράθεση αυτή απείλησε την ενότητα του ΝΑΤΟ, ωστόσο, η συμμαχία επιβίωσε από αυτήν, κατέστη ισχυρότερη, και η σύγκρουση στην Αίγυπτο τελείωσε οριστικά.
Σε αντίθεση, δηλαδή, με ό,τι συνέβη στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το πρόβλημα, επομένως, δεν είναι μόνον ο Ερντογάν αλλά ότι ο Κίσινγκερ κατέστησε σαφές στο ευρύτερο τουρκικό κατεστημένο ότι η επιθετικότητα έχει αποτελέσματα. Ο Κίσινγκερ ενθάρρυνε την τουρκική αντίληψη ότι το μέγεθος έχει αξία. Ότι και να απαιτούν, οι Τούρκοι ηγέτες πιστεύουν πλέον ότι η Ουάσιγκτον θα υποκύψει στα μεγέθη της χώρας, αφήνοντας κάθε άλλη μικρότερη να πέσει θύμα της. Όχι μόνον το βόρειο τμήμα της Κύπρου παραμένει το τελευταίο κατεχόμενο τμήμα της Ευρώπης, αλλά και τώρα ο Ερντογάν πιστεύει ότι η ισχύς μπορεί να του αποφέρει την κατοχή Ελληνικών νησιών του Αιγαίου.
Ο Κίσινγκερ είχε άδικο, και θα απαιτηθούν καταιγιστικές κυρώσεις προς την Τουρκία, να τεθεί ένα τέλος στο εμπάργκο πώλησης όπλων προς την Κύπρο, αλλά και άλλες αμερικανικές διευθετήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο προκειμένου να αποκατασταθούν τα ιστορικά σφάλματα και έτσι να αποτραπεί μια νέα σύγκρουση. Εν τω μεταξύ ο Κίσιγνκερ θα πρέπει να ζητήσει συγνώμη από την Ελλάδα και την Κύπρο. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να δείξουμε στην Τουρκία ότι η εποχή του ιμπεριαλισμού της έχει παρέλθει.
*Ο Μάικλ Ρούμπιν είναι ανώτερος συνεργάτης του American Enterprise Institute