Σελίδες

Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2024

Τὸ τρελλὸ νερό: Ἡ ἀλήθεια, ἡ ψευτιά, ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος


 


 

Ἡ ψευτιὰ καὶ ὁ πνευματικὸς ἐκφυλισμὸς ἁπλώνει μέρα μὲ τὴν ἡμέρα ἀπάνω στοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς παραμορφώνει. Ἕναν λαὸ, ποὺ ξεχωρίζει ἀνάμεσα σ’ ὅλα τὰ ἔθνη καὶ ποὺ εἶναι γεμᾶτος πνευματικὴ ὑγεία, πᾶμε νὰ τὸν κάνουμε ἐμεῖς, οἱ λογῆς-λογῆς καλαμαράδες, καί οἱ ἄλλοι γραμματιζούμενοι, σαχλόν, χωρὶς χαρακτῆρα, χωρὶς πνευματικὸ νεῦρο, χωρὶς πνευματικὴ ἀνδροπρέπεια, χωρὶς χαρακτῆρα. 

Οἱ διὰφοροι φωστῆρες βαστᾶνε ἀπὸ μιὰ πατέντα στὰ χέρια καὶ μέρα-νύχτα δουλεύουνε γιὰ νὰ «συγχρονίσουν» τὴν Ἑλλάδα, ἐνῶ στ’ ἀληθινὰ σκάβουνε τὸν λάκκο της. Ἀμυαλα νευρόσπαστα! Ποιόν θὰ συγχρονίσετε; Αὐτὸ ποὺ λέτε ἐσεῖς «συγχρονισμὸ» καὶ «ἐξέλιξη» εἶναι μιὰ ἄθλια παραμόρφωση, σύμφωνα μ’ ἕνα βλακῶδες μοντέλλο, ὅπου κάνανε οἱ σαρακοστιανοὶ καὶ κάλπικοι ἄνθρωποι, ποὺ τοὺς λέγει ἡ Γραφὴ «χλιαρούς», δηλαδὴ σαχλούς, καὶ γιὰ τοὺς ὁποίους λέγει ὁ Θεὸς, ὅτι «μὲλλει ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ, εἰ χλιαροὶ εἰσι, καὶ οὔτε ζεστοὶ οὔτε ψυχροὶ» (Ἀποκαλ. γ’ 16). 



Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ καλούπι θέλετε νὰ βάλετε τὸν λαό, κι ἔτσι νὰ χαθεῖ ἀπὸ πάνω του κάθε πρωτοτυπία, κάθε σημάδι ἀληθινῆς ζωῆς, κάθε χαρακτῆρας. Θέλετε, μ’ ἄλλα λόγια, νὰ ἐπιβάλετε στὸν κόσμο ἕνα πνευματικὸ «ἐσπεράντο», ποὺ νὰ καταργήσει κάθε ζωντανὴ οὐσία κι ἔκφραση μέσα στοὺς ἀνθρώπους, δηλαδὴ ἕναν πνευματικό θάνατο ἢ μιὰ πνευματικὴ παραλυσία. Αὐτὸ τὸ λέτε «συγχρονισμὸ» καὶ «ἐξέλιξη»! Ἀνόητοι κι ἀναίσθητοι! «Συγχρονισμένο» καὶ «ἐξελιγμένο» εἶναι ὅ,τι εἶναι ζωντανό, καὶ μοναχὰ ὅ,τι εἶναι πνευματικὰ πεθαμένο, ὅπως εἴσαστε ἐσεῖς, αὐτὸ δὲ μπορεῖ νὰ ‘ναι οὔτε συγχρονισμένο οὔτε ἐξελιγμένο, ἀφοῦ δὲν εἶναι ζωντανό. Ὁ συγχρονισμὸς ὁ ἀληθινὸς εἶναι κάποια ἐνέργεια, ποὺ γίνεται μόνη της μέσα σὲ κάθε ζωντανὸ πλάσμα. Λοιπόν, ποιά Ἑλλάδα καὶ ποιόν λαὸ θὰ «συγχρονίσετε», ἀφοῦ ἡ Ἑλλάδα εἶναι ὁλοζώντανη κι ὁ λαός της εἶναι ἀείζωος; Θὰ ζωντανέψετε ἐσεῖς τὴ ζωή, ἐσεῖς οἱ πεθαμένοι καὶ θαμμένοι; Θαρρεῖτε, πὼς μὲ τὶς ὑστερικές φωνὲς καὶ μὲ τὶς θεατρικὲς σκηνοθεσίες φανερώνεται ἡ ζωή; Μά, ἴσια-ἴσια, ἐκεῖ ποὺ παίρνει τὴ θέση τῆς ζωῆς ἡ νεκρὴ καὶ ψεύτικη ἀπομίμησή της, δηλαδὴ τὸ εἴδωλό της, μὲ ἄλλα λόγια κάποια φτιαχτή σκηνοθεσία τῆς ζωῆς, ἐκεῖ βέβαια δὲν ὑπάρχει ἀληθινὰ ἡ Ζωή. Νά, αὐτὴ ἡ ἄψυχη σκηνοθεσία, αὐτὴ εἶναι ἡ «ἐξέλιξη» κι ὁ «συγχρονισμός» σας. Αὐτὸς εἶναι ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς, γιατί ἡ ψευτιὰ εἶναι θάνατος κι ἡ ζωὴ ἀλήθεια. Γι’ αὐτὸ κι ἐσεῖς, μὲ ὅλες τὶς φωνὲς ποὺ βάζετε καὶ μ’ ὅλες τὶς δραστηριότητες καὶ μὲ ὅλα τὰ ὑστερικὰ ξετινάγματα, ἔχετε ἀπάνω σας τὴ μπόχα τοῦ θανάτου. Κι ἀντὶ νὰ πᾶτε κοντὰ στὸν λαό, ποὺ εἶναι πηγὴ ζωῆς, γιὰ νὰ πάρετε λίγη ζωὴ κι ἀλήθεια, ἐσεῖς θέλετε νὰ τὸν κάνετε ζωντανόν ἐκεῖνον, ἐσεῖς οἱ πεθαμένοι νὰ ζωντανέψετε τὴ ζωή, οἱ ψεῦτες νὰ φανερώσετε τὴν ἀλήθεια, οἱ βρουκολάκοι νὰ δώσετε δύναμη καὶ νεῦρα στὸν ἀντρειωμένον! Ὅποιος δὲν ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸ φυσικό του φτιάξιμο καὶ μὲ τὰ φυσικὰ κτίσματα ποὺ ὑπάρχουνε γύρω του, αὐτὸς δὲν ἔχει ἀληθινὴ ζωὴ μέσα του, οὔτε φυσικὴ οὔτε πνευματική. Ὅπως ζοῦνε οἱ Ἕλληνες σήμερα, δὲν εἶναι ἡ ἀληθινὴ ζωή τους. Τὸ νοιώθουνε καί οἱ ἴδιοι, κι ἂς μὴν τὸ λένε. Λαχταρᾶνε νὰ βροῦνε τὸν ἑαυτό τους, ποὺ τὸν ἔχουν χαμένον (ἐκτὸς ἀπὸ κάποιους, ποὺ θαρροῦνε πὼς ζωὴ εἶναι μοναχὰ τὸ φαγοπότι καὶ τὸ «κομφόρ», δίχως κανέναν βαθὺν πόθο, χωρὶς κανέναν καϋμό). Καὶ κεῖνος, ἀκόμα, ποὺ δὲν ἔχει συναίσθηση τί εἶναι ἀληθινό, ἔρχεται στιγμὴ ποὺ καταλαβαίνει, πὼς ἡ ζωή του εἶναι ψεύτικη, πὼς δὲν ἔχει κανέναν ἀληθινὸ δεσμὸ, οὔτε μὲ τὸν τόπο του οὔτε μὲ τοὺς προγόνους του οὔτε μὲ τὶς ντόπιες συνήθειες, ποὺ βγῆκανε ἀπὸ τὴν ἀγάπη κι ἀπὸ τὸν πόνο, καὶ πὼς εἶναι ὀρφανὸς καὶ ξένος μέσα στὸν ἴδιο τὸν τόπο του, σὰν τὸν ἄσωτο γυιό, καὶ πώς, μὲ ὅλο ποὺ θαρρεῖ πὼς τρώγει καλὰ καὶ νόστιμα φαγητά, στ’ ἀληθινὰ μασᾶ ξυλοκέρατα, φερμένα ἀπὸ ξένους τόπους, ὅπου εἶναι ἀλλοιώτικοι ἀπὸ τὸν δικό μας.

Πολλοὶ λένε, πὼς εἶμαι ἕνας φανατικός, ἕνας ζηλωτής ποὺ βρίσκεται «ἐκτὸς τῆς πραγματικότητος», ἕνας μονομανής, ποὺ θέλει κάποια πράγματα ποὺ δὲν γίνουνται καὶ ποὺ τὰ παρακάνει καὶ τὰ παραλέγει. Ἔχουνε δίκηο νὰ λένε, πὼς εἶμαι φανατικὸς καὶ ζηλωτής. Μὰ ὅποιος εἶναι ζηλωτὴς ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὴν ἀλήθεια, εἶναι συγχωρημένος. Φωνάζω καὶ στεναχωριέμαι, γιατί ἡ φυλή μας χάνει τὰ ἀληθινὰ πράγματα καὶ παίρνει τὰ ψεύτικα, κι ἔτσι δὲν χαίρεται τὰ τόσα πνευματικὰ πλούτη ποὺ κληρονόμησε καὶ δὲν θρέφεται ἀπὸ τὸ ἀντρειωμένο καὶ ζωογόνο ἑλληνικὸ γάλα, ποὺ ἔθρεψε κι ἀγρίμια ἀκόμα καὶ τὰ ‘κανε ἀνθρώπους. Αὐτὸ τὸ γάλα δὲν εἶναι τῆς δικῆς μου μάνας, μὰ τῆς μάνας ὁλονῶν μας, ποὺ τ’ ἀρνηθήκανε ὅσοι σᾶς δίνουνε νὰ πιῆτε ἀντὶ γιὰ γάλα τὸ φαρμάκι τῆς ψευτιᾶς, ποὺ τὴ λένε «πρόοδο», «ἐξέλιξη», «κοσμοπολιτισμό», «μοντερνισμό» κτλ. Ἐγὼ στενοχωριέμαι γιὰ σᾶς, ὄχι γιὰ μένα, γιατί ἐγὼ ἔχω αὐτὸ ποὺ δὲν ἔχετε, μὰ αὐτὸ δὲν εἶναι δικό μου μοναχά ἀλλὰ δικό μας. Καὶ γιατί, τάχα, θὰ ὑπόφερνα, ἂν δὲν ἀγαποῦσα τ’ ἀδέλφια μου, καὶ δὲν φοβόμουνα μὴν χάσουνε τὸν θησαυρό; Οἱ γενεὲς ποὺ ἔρχουνται ἀπὸ πίσω μας, σὰν θάλασσες ἀπὸ τὸ πέλαγο, γιατί νὰ ζήσουνε μὲ τὴν ψευτιὰ καὶ νὰ μὴν ζήσουνε ἀληθινά, γιατί νὰ εἶναι πεθαμένοι-ζωντανοί, ἀφοῦ ἡ ζωὴ μὲ τὴν ψευτιὰ δὲν συνταιριάζουνται; Λένε, πὼς τὰ παραλέγω. Μακάρι νά τα παράλεγα κι ἂς ἔβγαινα γελασμένος. Μὰ βλέπω καθαρά, πὼς μέρα μὲ τὴ μέρα τὸ πνευματικὸ αἷμα φεύγει ἀπὸ τὴν ὄψη τῆς φυλῆς μας, τὸ βλέπω καὶ πικραίνουμαι, ὅπως βλὲπει ἡ μάνα τὸ παιδί της ποὺ μαραζώνει. Τί παρακάνω καὶ τί παραλέγω; Δὲν βλέπετε πὼς παραπατᾶμε, σὰν ζαλισμένοι, καὶ δὲν ξέρουμε ποῦ πᾶμε; Ἡ ξενομανία μᾶς ἔδερνε πάντα, ἀφοῦ κι ὁ Παυσανίας γράφει: «Ἕλληνες ἀεὶ ἐν θαύματι τιθέασι τ’ ἀλλότρια ἢ τὰ οἰκεῖα». Μὰ, τώρα, σὰν νὰ χάσαμε ὁλότελα τὰ φρένα μας, λὲς κ’ ἤπιαμε τὸ Τρελλὸ Νερό, ποὺ λέγει ἕνας μῦθος ἀνατολίτικος, καὶ λέμε τὸ ψεύτικο ἀληθινό, τὸ νόστιμο ἄνοστο, τὸ μαῦρο ἄσπρο. Καὶ μὲ ὅλο ποὺ πάθαμε αὐτὴ τὴν ξενομανιακὴ τρέλλα, ὡστόσο, ἐπειδὴ ἀγαπᾶμε τὸν τόπο μας, τὸ αἷμα μας καὶ τὰ δικά μας, θέλουμε νὰ συμβιβάσουμε αὐτὴ τὴν ἀγάπη μας μὲ τὴν τρέλλα μας (δηλαδὴ μὲ τὴ ματαιοδοξία μας), καὶ πᾶμε σὰν τὸ καράβι ποὺ δὲν ἔχει τιμόνι, μὰ ποὺ θέλει σώνει καὶ καλὰ νὰ ἰσάρει ὅλα τὰ πανιά του, γιὰ νὰ τσακισθεῖ πιὸ γλήγορα ἀπάνω στὶς ξέρες! Εἴμαστε σὰν τοὺς παλιοὺς Ἑβραίους, ποὺ ἀρνηθήκανε τὸν Θεό τους καὶ προσκυνοῦσαν τόν Βάαλ, μὰ ποὺ φοβόντανε κιόλας μὴν τοὺς παιδέψει ὁ Ἰεχωβᾶ, κι ὁ προφήτης Ἠλίας τούς μάλωνε καὶ τοὺς ἔλεγε: «Ἕως πότε ὑμεῖς χωλανεῖτε ἐπ’ ἀμφοτέραις ταῖς ἰγνύαις;», «ὡς πότε θὰ κουτσαίνετε, πότε ἀπὸ τὸ ‘να τὸ ποδάρι καὶ πότε ἀπὸ τ’ ἄλλο; Ἂν εἶναι θεὸς ὁ Βάαλ, πηγαίνετε ξοπίσω του, ἂν εἶναι ὁ θεὸς ὁ Ἰεχωβᾶ πηγαίνετε ξοπίσω ἀπ’ αὐτόν». Ἔτσι κ’ ἐμεῖς, θέλουμε νὰ τὰ συμβιβάσουμε τὰ ἀταίριαστα καὶ τὸ χάλι μας εἶναι ἐλεεινό. Ἀγαπᾶμε τὴν Ἑλλάδα, πονᾶμε τὸν τόπο μας, δίνουμε γι’ αὐτὸν τὴ ζωή μας, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ σιχαινόμαστε τὰ δικά μας πράγματα, τὰ πράγματα τῆς Ἑλλάδας, εἴτε φυσικὰ εἶναι εἴτε τεχνητά, εἴτε συνήθειες, εἴτε τραγούδια, εἴτε ψαλμωδίες, εἴτε εἰκονίσματα, καὶ θέλουμε τὰ ξενοφερμένα. Εἴμαστε, λοιπόν, στὰ συγκαλά μας; Ρωτῶ νὰ μάθω.

Ἔχουμε τέτοιο φῶς, τέτοιον γαλανὸν οὐρανό, ποὺ τὸν καυχιόμαστε, καὶ μολαταῦτα βάζουμε μαῦρα γυαλιά, σὰν νὰ ‘χουμε πονόματο, καὶ καταδικάζουμε τὸν ἑαυτό μας νὰ βλέπουμε ὁλοένα συννεφιασμένον, σταχτὺν οὐρανό, τὰ δέντρα ἀντὶ πράσινα νὰ τὰ βλέπουμε καφετιά, τὴ γαλανὴ θάλασσα νὰ τὴ βλέπουμε θολὴ καὶ λερωμένη, μόνο καὶ μόνο γιατί τὰ μαῦρα τὰ γυαλιὰ εἶναι μοντέρνα. Οἱ γυναῖκες μας κάνουνε χίλια-δυὸ γιὰ νὰ γίνουνε πιὸ ἔμορφα τὰ μάτια τους, κ’ ὕστερα βὰζουνε μπροστά τους ὁλόκληρες τζαμαρίες, ποὺ φρὰζουνε ὄχι μονάχα τὰ μάτια τους μὰ καὶ τὰ μάγουλά τους, σὰν νὰ ‘ναι βουτηχτάδες, κι ἀντὶς ἔμορφα πρὸσωπα μὲ ἁγνὰ καὶ καθαρὰ μάτια, βλέπεις νεκροκεφαλές μὲ μαῦρες ματότρυπες, μόνο καὶ μόνο γιατί οἱ νεκροκεφαλὲς εἶναι πιὸ μοντέρνες ἀπὸ τὰ ζωντανὰ πρόσωπα μὲ τὰ ἔμορφα μάτια. Στὸ ζαχαροπλαστεῖο, τραβᾶ ἡ ὄρεξή τους ἕνα κανταΐφι ἢ ἕναν μπακλαβᾶ ἢ κανένα ριζόγαλο, καὶ μολαταῦτα παραγγέλνουνε κὰποιο γλυκὸ μὲ ξενικὸ ὄνομα, κι ὅσο πιὸ ἀσυνήθιστο εἶναι τ’ ὄνομα, τόσο πιὸ καλά, κι ἂς μὴν κατεβαίνει, φτάνει ποὺ κοιτάζουνε οἱ διπλανοί «ὀπισθοδρομημένοι» μὲ ἀπορία γιὰ τὸ παράξενο γλυκὸ ποὺ τρῶνε! Στὴ μουσική, ὄχι μοναχὰ εἶναι τῆς μόδας τὰ ξένα τραγούδια ἀλλὰ καὶ τὰ τελειοποιοῦμε. Ἐδῶ τά ἰταλιάνικα γίνονται πιὸ ἰταλιάνικα, τὰ γαλλικὰ πιὸ γαλλικά, τὰ μεξικάνικα, οἱ χαβάγιες, τὰ τυρολέζικα οὐά-οὐά, τὰ σπανιόλικα. Κι αὐτοὶ ποὺ τὰ τελειοποιοῦνε εἶναι κὰποιοι παπαγάλοι, ποὺ «μιμοῦνται θαυμάσια» τὸ κάθε τί, καὶ ὀνομάζονται «καλλιτέχναι καὶ καλλιτέχνιδες τοῦ ἄσματος». Μάλιστα, ἔχουμε καὶ κάποιους βαρυσήμαντους, ποὺ κάνουνε καὶ εἰσαγωγὴ σ’ αὐτὰ τὰ βαθιὰ καὶ μεγάλα ἔργα «ἐνδελεχῶς καὶ ἐμπεριστατωμένως». Κακόμοιρη Ἑλλάδα! Λέμε κάπου-κάπου καὶ κανένα ἑλληνικό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὅμως «ἐνορχηστρωμένον», δηλ. «λεβαντινισμένο» ἀπὸ κάποιον αἰσθηματίαν ἀνόητον, ποὺ δὲν ἔχει ἰδέα, οὔτε ἀπὸ Ἑλλάδα οὔτε ἀπὸ λαό οὔτε ἀπὸ χωριό οὔτε ἀπὸ τίποτα! Αὐτὸς ὁ ὑστερισμὸς ἔχει πιάσει τὸν κόσμο, κι ἂν δὲν εἶσαι τὲτοιος «μοντέρνος», σὲ βλέπουνε μὲ λύπη καὶ μὲ καταφρόνηση. Ἡ δεσποινίδα ποὺ λέγει «κάθομαι εἰς τὴν ὁδὸ τάδε» καὶ πὼς στὸ σπίτι της ἔχει «κομφλὸρ» καὶ «τελέφωνο» κλπ., χορεύει «σάμπα», μαδᾶ τα φρύδια της γιὰ νὰ μοιάσει μὲ τὴ σπανὴ «στάρ», ποὺ βλὲπει στὸ «σινεμά», μιλᾶ σὰν νὰ μὴν ξέρει νὰ μιλήσει ἑλληνικά, κι ὁ νεαρὸς Ἕλλην τρελλαίνεται γι’ αὐτὰ τὰ μοντέρνα χαρίσματα καὶ περιφρονᾶ τὴν ἀδερφή του, πού ‘ναι τὸ πρόσωπό της σὰν τῆς Παναγιᾶς καὶ ποὺ εἶναι νοικοκυρούλα, σεμνή, φρόνιμη Ἑλληνοπούλα. Πάντα οἱ Ἕλληνες προτιμούσανε τὰ ξένα ἀπὸ τὰ δικά τους, τώρα ὅμως τὰ μισοῦνε κιόλας τὰ δικά τους, μισοῦνε κι ὅποιον τὰ ἀγαπᾶ καὶ τὰ κρατᾶ. Τυχαίνει νὰ βρεθεῖ στὸ τρὰμ μιὰ μοντέρνα καὶ κοντά της νὰ κάθεται καμμιὰ χωριατοπούλα μὲ τὸ τσεμπέρι, κ’ ἡ κακομοῖρα κάθεται φοβισμένη, σταυροχεριασμένη, αὐτὴ ποὺ γέννησε τὸν Θανάση Διάκο καὶ τὸν Νικηταρά, καὶ κοιτάζει τὴν ἄλλη ποὺ χλιμιντρᾶ καὶ ξετινάζει τα κὶτρινα μαλλιά της, κ’ εἶναι ἕνα κανάτι μπογιατισμένο, χωρὶς ψυχή, χωρὶς πόνο, χωρὶς ἁγνὴ χαρά, χωρὶς τίποτα. Ναί, μπροστὰ σ’ αὐτὰ τὰ ξόανα κάθεται ἡ Ἐλλάδα, ἡ ἀληθινὴ κ’ ἡ βασανισμένη, σταυροχεριασμένη, βουβή, σὰν νὰ ‘ναι φταίχτρα! Ἀλλὰ πᾶμε καὶ παραπέρα: Στὶς ἐκκλησιές, καὶ κεῖ μοντερνισμός, καὶ μάλιστα πιὸ σιχαμερός. Παπάδες, ψάλτες, νεωκόροι, καντηλανάφτες, ὅλοι κοιτάζουνε, ποιός θὰ ξεπεράσει τὸν ἄλλον στὸν μοντερνισμό. Θέλουνε ξανθιοὺς Χριστούς, μαντόνες κοκκινομάγουλες καὶ σπανές, ἁγίους χαμογελαστούς, μὲ κεῖνο τὸ φαρισαϊκὸ μειδίαμα ποὺ ἔχουνε οἱ μοντέρνοι θεατρίνοι, ἀδιάφοροι γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, νεωτεριστὲς ποὺ δὲν θὲλουνε τὸ ράσο ποὺ φοροῦσε ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, μήτε τὸ καλυμμαύχι, μήτε τὸ τυπικό τῆς ἐκκλησίας, μήτε τὴν κατανυκτικὴ ψαλμωδία της, γιατί τοὺς κάνει νὰ νοιώσουνε τὸ χάλι ποὺ βρίσκεται ἡ ψυχή τους. Ἄξεστοι κι ἀμόρφωτοι ἀπὸ ἀληθινὴ θρησκευτικὴ γνώση, μιλᾶνε ὁλοένα γιὰ νεωτερισμούς, γιὰ μεγάφωνα, γιὰ «αἰθούσας διαλέξεων», γιὰ «ὀρατόρια», γιὰ «ἀλτάρια» κλπ. Κοντά τους στέκονται καὶ κάποιοι μουσικοσυνθέτες, ποὺ «ἐνορχηστρώνουν» τοὺς ἐκκλησιαστικούς ὕμνους μας, χωρὶς νὰ ἔχουνε ἰδέα τί εἶναι ἐκκλησία, τί εἶναι ὁ πνευματικός της χαρακτῆρας, τί εἶναι ἡ ἑλληνικὴ ψυχή, καὶ μὲ ἐπιπολαιότητα λεβαντίνικη φτιάνουνε κάποιες μουσικὲς χωρὶς σύσταση, πολύφωνες χορωδίες μὲ ὑστερικὰ ξεφωνητὰ ἀπὸ κάποια γυναικάρια καὶ μὲ χοντροφωνάρες, ξένες γιὰ τ’ αὐτιά μας, ξένες γιὰ τὴν καρδιά μας, ξένες γιὰ τὴν ψυχή μας, καὶ οἱ ἴδιες ἀνούσιες καὶ βλακώδεις γιὰ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ δὲν τὸν ἔχει παραλύσει ἡ ψευτιά.

 

Ὅλοι αὐτοὶ ἔχουνε τὴν ἰδέα, πὼς εἶναι οἱ κλειδοκράτορες «τῆς προόδου καὶ τῆς ζωῆς τοῦ ἔθνους», ἐνῶ ἐμεῖς εἴμαστε «καθυστερημένοι», στρείδια κολλημένα στὸν βράχο τῆς παράδοσης, «ἐχθροὶ τῆς προόδου», «στοιχεῖα ἄχρηστα καὶ πεθαμένα γιὰ τὴν μεγάλην ἀποστολὴν τοῦ ἔθνους μας». Αὐτὸ μὲ κάνει νὰ θυμηθῶ τὸν ἀνατολίτικο μῦθο ποὺ εἶπα στὴν ἀρχή: «Μιὰ φορά, λέγει ὁ μῦθος, ἤτανε ἕνας σουλτᾶνος, καλὸς καὶ δίκιος, κ’ εἶχε ἕναν βεζύρη, ποὺ ἤτανε κι αὐτὸς καλὸς καὶ δίκιος, κ’ ἤτανε κι ἀστρολόγος. Μιὰ μέρα ὁ βεζύρης λέγει τοῦ σουλτάνου, πὼς εἶδε κάποια σημάδια στὸν οὐρανὸ πὼς θὰ βρέξει στὸν κόσμο ἕνα νερὸ τρελλό καὶ πὼς, ὅποιος τὸ πιεῖ αὐτὸ τὸ νερό, θὰ τρελλαίνεται. Καὶ πὼς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ζοῦνε στὴν ἐπικράτειά τους, θὰ τὸ πιοῦνε καὶ θὰ χάσουνε τὰ λογικά τους καὶ δὲν θὰ νοιώθουνε πιὰ τίποτα, μήτε τί εἶναι σωστὸ καὶ τί εἶναι ψεύτικο, μήτε τί εἶναι καλὸ καὶ τί εἶναι κακό, μήτε τί εἶναι νόστιμο καὶ τί εἶναι ἄνοστο, μήτε τί εἶναι δίκιο καὶ τί εἶναι ἄδικο. Σὰν τ’ ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Σουλτᾶνος, γυρίζει καὶ λέγει στὸν βεζύρη: “Ἀφοῦ θὰ τρελλαθεῖ ὅλος ὁ κόσμος, πρέπει νὰ κοιτάξουμε νὰ μὴν τρελλαθοῦμε κ’ ἐμεῖς, γιατί ἀλλοιῶς, πῶς θὰ τοὺς κρίνουμε μὲ δικαιοσύνη;”. Τοῦ λέγει ὁ βεζύρης, πὼς ὁ λόγος του εἶναι σωστὸς καὶ πὼς θὰ ‘πρεπε νὰ προστάξει νὰ μαζέψουνε ἀπὸ τὸ καλὸ νερὸ ποὺ πίνανε καὶ νὰ τὸ φυλάξουνε μέσα στὶς στέρνες, γιὰ νὰ μὴν πίνουνε ἀπὸ τὸ χαλασμένο καὶ κρίνουνε παλαβὰ κι ἄδικα, μὰ δίκια, ὅπως ἔχουνε χρέος. Ἔτσι κ’ ἔγινε. Σὲ λίγον καιρὸ, ἔβρεξε στ’ ἀλήθεια καὶ τὸ νερὸ ἤτανε νερὸ τρελλό καὶ τρελλαθήκανε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ δὲν γνωρίζανε οἱ καϋμένοι, τί τούς γίνεται, κ’ εἴχανε τὸ ψεύτικο γιὰ ἀληθινό, τὸ κακὸ γιὰ καλό, τὸ ἄδικο γιὰ δίκιο. Μὰ ὁ σουλτᾶνος κι ὁ βεζύρης πίνανε ἀπὸ τὸ καλὸ νερὸ ποὺ εἴχανε φυλαγμένο καὶ δὲν τρελλαθήκανε, ἀλλὰ κρίνανε τὸν κόσμο μὲ δικαιοσύνη. Μὰ ὁ κόσμος τὰ ‘βλεπε ἀνάποδα καὶ δὲν ἤτανε εὐχαριστημένος ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ σουλτάνου καὶ τοῦ βεζύρη καὶ φωνάζανε, πὼς τοὺς ἀδικοῦνε, καὶ κοντεύανε νὰ σηκώσουνε ἐπανάσταση. Μετὰ ἀπό καιρό, σὰν εἴδανε κι ἀποείδανε, ὁ σουλτᾶνος κι ὁ βεζύρης, χάσανε τὸ κουράγιο τους καὶ λέγει ὁ σουλτᾶνος στὸ βεζύρη: “Τοῦτοι οἱ φουκαρᾶδες ἀληθινὰ χάσανε τὰ φρένα τους καὶ τὰ βλέπουνε ὅλα ἀνάποδα κι, ὅπως πᾶμε, μπορεῖ καὶ νὰ μᾶς σκοτώσουνε, ἐπειδὴ θὲλουμε νὰ τοὺς κρίνουμε μὲ δικαιοσύνη γιὰ νὰ εὐτυχήσουνε. Τὸ λοιπόν, βεζὺρ ἐφέντη, ἄιντε νὰ χύσουμε τὸ καλὸ νερὸ ἀπὸ τὶς στέρνες καὶ νὰ πιάσουμε νὰ πίνουμε κ’ ἐμεῖς ἀπὸ τὸ τρελλὸ νερό, νὰ γίνουμε σὰν κι αὐτούς, καὶ τότε θὰ μᾶς καταλαβαίνουνε καὶ θὰ μᾶς ἀγαπᾶνε”. Ἔτσι κ’ ἔγινε. Ἤπιανε κι αὐτοὶ ἀπὸ τὸ παλαβὸ νερὸ καὶ τρελλαθήκανε καὶ κρίνανε τρελλὰ κι ἄδικα, κι ὁ κόσμος ἀπόμενε εὐχαριστημένος καὶ πολυχρονίζανε τὸν σουλτᾶνο».

Θαρρῶ, πὼς κάτι παρόμοιο γίνεται καὶ σήμερα στὸν τόπο μας. Ἐμεῖς, ὅμως, δὲ θὰ χύσουμε τὸ λίγο νερὸ ποὺ εἶναι ἀκόμα φυλαγμένο μέσα στὴ στέρνα τῆς παράδοσης. Μὰ θὰ πίνουμε ἀπ’ αὐτὸ τὸ καλὸ νερό καὶ θὰ καλοῦμε νὰ πιοῦνε κ’ οἱ ἄλλοι Ἕλληνες, ποὺ τοὺς ξεραίνει ὁ λίβας τῆς ξενομανίας. Νὰ πιοῦνε καὶ νὰ δροσισθοῦνε ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν πέτρα, ἀπὸ τὸ καλὸ καὶ τ’ ἀθάνατο νερό μας, ἀπὸ «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν».

 («Ευλογημένο καταφύγιο», Εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ)