Η ιστορία του Αναστάσιου Παπαδόπουλου το όνομα του
οποίου θα δοθεί στο αθλητικό κέντρο της Ένωσης.
Μία είδηση που προκάλεσε ενθουσιασμό κυκλοφόρησε τ
ην προηγούμενη εβδομάδα στην ενωσίτικη επικαιρότητα.
Όπως έγινε γνωστό, ανάμεσα σε Νέα Φιλαδέλφεια και Ριζούπολη, στη Λεωφόρο Ηρακλείου, στο ύψος της παλιάς Columbia,
στο άλσος Προμπονά,
θα δημιουργηθεί μία μεγάλη αετοφωλιά.
Σε αυτήν θα στεγαστούν 15 τμήματα της Ερασιτεχνικής ΑΕΚ.
Στην τριαντάχρονη αθλητική μου πορεία δεν είδα πουθενά στην Ελλάδα τέτοιο Αθλητικό Κέντρο», ανέφερε ο έφορος του τμήματος power lifting, το οποίο έχει αρχίσει να καταγράφει τις δικές του επιτυχίες και ρεκόρ, Νίκος Καραμπουρνιώτης, υπογραμμίζοντας την αξία αυτής της εξέλιξης.
Το Αθλητικό Κέντρο θα είναι και αυτό, όπως η «Αγιά Σοφιά», άρρηκτα συνδεδεμένο με τις αλησμόνητες πατρίδες. Χάρη στην ονομασία του μάλιστα θα περικλείει πολλούς συμβολισμούς. Γιατί όπως έγινε γνωστό, ο χώρος που θα φωλιάζουν οι νεοσσοί και οι αετοί της Ένωσης θα πάρει το όνομα «Κοτζά Αναστάς».
Ποιος ήταν ο Κοτζά Αναστάς (μεγάλος Αναστάσης), κατά κόσμον Αναστάσιος Παπαδόπουλος; Πρόκειται για τον ξακουστότερο, ατρόμητο, υπερήφανο, αντάρτη του Δυτικού Πόντου. Υπήρξε ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων. Δεν έχασε ποτέ του μάχη και ρεζίλεψε πολλάκις τον οργανωμένο τούρκικο στρατό.
Ο δρ. Κοινωνικῶν και Πολιτικῶν Σπουδῶν και μέλος τῆς διεθνοῦς Ἕνωσης Ἀκαδημαϊκῶν γιὰ τὴ μελέτη τῶν Γενοκτονιῶν, Θεοφάνης Μαλκίδης, τον χαρακτηρίζει, σε βιβλίο του, ως «Κολοκοτρώνη του Πόντου», γιατί αποτέλεσε σύμβολο για τους Έλληνες ορθόδοξους χριστιανούς της περιοχής «… που όχι μόνο συνέχισε την αντιστασιακή παράδοση των Ελλήνων και των Ελληνίδων ενάντια στη βία και την καταπίεση, αλλά έδωσε τη δυνατότητα σε χιλιάδες ανθρώπους, γυναίκες, παιδιά, και ηλικιωμένους να σωθούν».
Αντιγράφω το κείμενο του Λάζαρου Παπαδόπουλου, κατοίκου του χωριού «Νεράιδα» στην Κοζάνη, όπου υπάρχει μνημείο του Κοτζά Αναστάς, από την εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς» . «Γεννήθηκε το 1896 στο χωριό Εντίκ Πουνάρ της Έρπαα (αρχαία Ηράκλεια) και ήταν γιος πολύτεκνης αγροτικής οικογένειας και εγγόνι ιερέα. Μεγάλωσε μέσα σε ένα ελληνορθόδοξο περιβάλλον και γαλουχήθηκε με τα νάματα και τα ιδανικά του ανθρωπισμού και της ελευθερίας. Από μικρός έδειξε ότι ήταν ατίθασος και δυναμικός χαρακτήρας, με σπάνιες όμως ευαισθησίες υπέρ των αδύναμων και των κατατρεγμένων.
Το 1915 επιστρατεύεται στον οθωμανικό στρατό και αντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες στο Τάγμα Εργασίας που υπηρετούσε. Αντιλήφθηκε γρήγορα ότι τα τάγματα αυτά ήταν «τάγματα θανάτου», ένα καλοστημένο εργαλείο μεθοδικής εξόντωσης των Ελλήνων, κατά το πρότυπο της φοβερής σφαγής των Αρμενίων που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς. Καταφέρνει να δραπετεύσει και μαζί με άλλους φυγόστρατους χωριανούς του ανεβαίνει στο βουνό Τοπ-τσαμ. Με ξεκάθαρες πλέον τις αντιλήψεις του για ένοπλη αντίσταση απέναντι στην τουρκική βαρβαρότητα, εντάσσεται στη μικρή ανταρτική ομάδα του Καπετάν Γιακώβ (Ιάκωβου Καρατελίδη). Η ένοπλη αυτή ομάδα μεγάλωνε καθημερινά με την προσέλευση νέων φυγάδων από τα γύρω χωριά του Τοπ-τσαμ. Έτσι δημιουργήθηκε ένα αξιόμαχο αντάρτικο σώμα που ως κύριο στόχο είχε την αυτοάμυνα και την προστασία του ελληνικού πληθυσμού που ήταν έρμαιο των λεηλασιών, των εξευτελισμών και των εκτελέσεων.
Το αντάρτικο φουντώνει
Το 1916 η Γενοκτονία συστηματοποιείται και το αντάρτικο φουντώνει. Οι αντάρτες δέχονται αλλεπάλληλες επιθέσεις από τον τουρκικό στρατό και σε μία από αυτές σκοτώνεται ο Καπετάν Ιακώβ. Την ηγεσία των ανταρτών αναλαμβάνει ο εικοσάχρονος τότε Αναστάσιος Παπαδόπουλος που, παρά το νεαρό της ηλικίας του, θα παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην εποποιία των αντάρτικων του Πόντου. Ήταν ψηλός στο ανάστημα, βροντόφωνος, τολμηρός και γρήγορος στις αποφάσεις του. Με δύναμη 700 οπλιτών αποκρούει όλες τις επιθέσεις των Τούρκων, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει και τα αντάρτικα σώματα της Κάβζας. Η παλικαριά του γίνεται σύντομα γνωστή παντού και η δράση του δίνει ελπίδες στους Έλληνες. Συμμετείχε σε μάχες με πολλούς κινδύνους στις οποίες επέδειξε μεγάλο θάρρος και φυσική δύναμη . Έδινε μεγάλο βάρος στη διάσωση των γυναικόπαιδων και ως προστάτης των αμάχων λατρεύτηκε από τους Έλληνες του Πόντου.
Τον Απρίλιο του 1921 εμφανίζεται στην Έρπαα ο δήμιος των Ποντίων, Τοπάλ Οσμάν και με τους 3.000 Τσέτες του μετατρέπει την περιοχή σε μια πραγματική κόλαση. Αφήνει πίσω του καμένη γη και πτώματα, μα δεν τολμάει να συγκρουστεί με τους αντάρτες. Τρομοκρατημένοι οι άμαχοι εγκαταλείπουν τα χωριά τους και ανεβαίνουν στα βουνά αναζητώντας την προστασία των ανταρτών. Πάνω από 12.000 γυναικόπαιδα φιλοξενούνται πλέον από τον Κοτσά Αναστάς στην οροσειρά Τοπ-τσαμ. Επρόκειτο για μια οροσειρά-φυσικό οχυρό αντίστασης που συνεχώς ενισχύονταν, αλλά και ένα καταφύγιο σωτηρίας.
Η αριθμητική ενίσχυση των ανταρτών προκάλεσε την παρέμβαση του κεμαλικού στρατού που ξεκίνησε νέες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Στις 11 Νοεμβρίου 1921 μια ολόκληρη μεραρχία με επικεφαλής τον Λίβα πασά σφυροκοπεί το Τοπ-τσαμ. Ύστερα από σκληρές μάχες 52 ημερών ο Αναστάσιος Παπαδόπουλος απέκρουσε όλες τις επιθέσεις προκαλώντας στο στράτευμα του πασά απώλειες 700 αντρών. Μετά την αποτυχία του Λίβα πασά οι Τούρκοι έριξαν νέες δυνάμεις εναντίον των ανταρτών. Επικεφαλής τους αυτή τη φορά ήταν ο στρατηγός Τσεμάλ Τζεβίτ, μέγας ανθέλληνας με εκατοντάδες εκτελέσεις αμάχων στο ενεργητικό του. Με δύναμη 10.000 αντρών ανέλαβε δράση, δίνοντας υπόσχεση στον Κεμάλ ότι θα εξολόθρευε τους αντάρτες. Οι υποσχέσεις του όμως θα διαψευστούν στο χωριό Δαζλί, όπου στις 23 Φεβρουαρίου το 1922 παθαίνει πανωλεθρία. Οι Τούρκοι αιφνιδιάζονται και αποχωρούν, αφού στο πεδίο της μάχης πέφτει νεκρός και ο ίδιος ο στρατηγός τους. Την ημέρα εκείνη τελείωνε και η δολοφονική δράση της Μεραρχίας Γιλντιρίμ (Κεραυνός). Τον Οκτώβριο του 1922 επανέρχεται ο Λίβα πασά και επιλέγει τη διπλωματική οδό, καλώντας τους αντάρτες σε διαπραγματεύσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ελληνικός Στρατός δεν αξιοποίησε ποτέ τη δυναμική του ποντιακού αντάρτικου που αποτελούσε απειλή στα νώτα του κεμαλικού στρατού. Στις δύσκολες εκείνες στιγμές οι αντάρτες βρίσκουν βοηθούς τους Τσερκέζους, οι οποίοι τους πουλάνε όπλα και τους δίνουν τρόφιμα και πληροφορίες.
Σύμβολο αντίστασης
Ήταν ένα ένδοξο αντάρτικο το οποίο δεν έχει καταγράψει ούτε μια στρατιωτική ήττα στις μάχες του με τους Τούρκους. Ακόμα και όταν η Ελλάδα συνθηκολογούσε και το μικρασιατικό όνειρο θάβονταν στα ερείπια της φλεγόμενης και ματωμένης Σμύρνης, ο Κοτσά Αναστάς νικούσε σε άλλη μια μάχη τους κεμαλικούς. Για τους νεότουρκους εθνικιστές, ο Κοτσά Αναστάς υπήρξε ο βραχνάς τους. Για τους Έλληνες του Πόντου ήταν το σύμβολο της αντίστασης και της σωτηρίας, καθώς έφραξε το δρόμο προς την ολοκληρωτική καταστροφή. Ο θρυλικός καπετάνιος δολοφονήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1922 από Τσέτες, στο χωριό Εζενούς, μετά τη συμφωνία ανταλλαγής των πληθυσμών και παρά την αμνηστία που είχε δοθεί. Αφιέρωσε τον εαυτό του σε μια πανανθρώπινη υπόθεση και πότισε με το αίμα του τη γη που υπερασπίστηκε με την ψυχή του και το όπλο του, ως ένας πραγματικός γιος του Διγενή Ακρίτα. Ήταν ο τελευταίος ακρίτας του Πόντου.
Έχουν περάσει 91 χρόνια από τότε. Κι όμως, το πέρασμα από τη γενοκτονία στην αντίσταση, αυτό το κομμάτι της εποποιίας του Ποντιακού Ελληνισμού, είναι σήμερα σε απελπιστικό βαθμό άγνωστο. Ήταν ένας αυθόρμητος και μέχρις εσχάτων αγώνας που έσωσε την τιμή και την υπόληψη του ποντιακού λαού και μπορεί θαυμάσια να παραλληλιστεί με την επανάσταση που ξεκίνησαν οι Έλληνες το 1821. Οι Πόντιοι αγωνιστές, όπως ο Αναστάσιος Παπαδόπουλος, ήταν λαϊκοί ήρωες που όρθωσαν το ανάστημά τους και αντιτάχθηκαν στις δυνάμεις της βίας, του σωβινισμού και του ρατσισμού του τουρκικού καθεστώτος. Ήταν αγνοί πατριώτες που αγωνίστηκαν για την ελευθερία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, δίνοντας καθημερινά μαθήματα αυτοθυσίας. Και φυσικά ποτέ δεν σκέφτηκαν να καρπωθούν υλικά τον αγώνα τους, όπως έπραξαν διάφοροι καιροσκόποι στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας, και σήμερα έχουν μερίδιο ευθύνης για την κατάντια της χώρας μας».
Ο Δημήτρης Ψαθας για τον Κοτζά Αναστάς
Αναφορές στον Αναστάσιο Παπαδόπουλο κάνει στη «Γη του Πόντου», ο πολυγραφότατος Έλληνας χρονογράφος, δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας, τα έργα του οποίου έγιναν κινηματογραφικές επιτυχίες, γεννηθείς στην Τραπεζούντα, Δημήτρης Ψαθάς. Ας δούμε μερικές από αυτές.
– Κατά τας βραδυνάς ώρας της ιδίας ημέρας αποσπάσματα τσετέδων ωδήγησαν τους
μελλοθανάτους Έλληνας, που ήσαν ήδη συγκεντρωμένοι, εις απόμερον μέρος, όπου τους
εξετέλεσαν και τους παρέχωσαν εις ομαδικόν τάφον. Την 18ην Απριλίου εξεκινήσαμε και
όταν εφθάσαμε εις ένα τούρκικο χωριό, κείμενον κοντά εις το Τσετζλέ ‐ Πογαζή, οι κάτοικοι
αυτού συνέστησαν εις τον Τοπάλ Οσμάν να μη περάση από το μέρος εκείνο, όπου είχε τα
λημέρια του ο από το Έρπαα καταγόμενος Κοτσά Αναστάς με τα καλώς εξωπλισμένα
παλληκάρια του, διότι υπήρχε κίνδυνος να πάθη μεγάλην συμφοράν. Ο Τοπάλ Οσμάν
εταράχθη μόλις άκουσε το όνομά του και παρ’ όλον ότι είχε μανίαν να εξοντώση ένα
τέτοιον αντίπαλον, την τελευταίαν στιγμήν εδειλίασε και παρέκαμψε τα λημέρια του Κοτσά
Αναστάς.
– Υπήρχαν φανατισμένοι Τούρκοι που πολεμούσανε με λύσσα, αλλά και πάρα πολλοί που
τρόμαζαν και μόνο στο άκουσμα του ονόματος του Κοτσά ‐ Αναστάς. Αυτοί οι τελευταίοι
διηγόντουσαν και τερατολογίες ύστερα απ’ τις μάχες, όπως μαθαίναμε απ’ τους
αιχμαλώτους. Χαρακτηριστικό του φόβου τους ήσαν αυτά που λέγανε στη μάχη του Ταζλί ‐
τερεσί: «Βρε τους κερατάδες τους γκιαούρηδες, καβάλα στ’ άλογά τους τριγυρίζαν από
χαράκωμα σε χαράκωμα ο Κοτσα ‐ Αναστάς και ο Γιώργη αγάς, τους ρίχναμε, κι όμως δεν
σκοτωνόντουσαν, ούτε και πέφταν απ’ τ’ άλογά τους». Εννοείται ότι όλα αυτά ήσαν
δημιουργήματα της φαντασίας τους γιατί όχι μονάχα άλογα δεν διαθέταμε, αλλά τα
χαρακώματά μας τα είχαμε σε τόσο ανάποδα μέρη, ώστε ούτε πεζός δεν μπορούσες να πας
από το ένα στ’ άλλο.
Το τραγούδι που τραγούδησαν οι αντάρτες του Τοπ Τσαμ για τον Κοτζά Αναστάς μετά την ιστορική νίκη στην Τελικλί Καγιατάν, όπως το διέσωσε ο αντάρτης, Παύλος Τσαουσίδης:
Τελικλί καγιατάν τοπλάρ ατιλίγιορ
Κοτσά Αναστάς ουσακλαρίηναν χαζιρλανίορ
Τοπ αλτιντάν ασκέρ χουτσιούμ ετίορ
Κοτσά Αναστάς τσετελερίηναν καρσού τουρουγίορ
Κέλμε Λίβα πασά, κέλμε πενίμ ιστιμέ
Αλαμανί τακτίμ μπεν σολ γκολουμά
Κοατσά Αναστάς ντερλέρ πενίμ ισμιμέ.
Δηλαδή:
Από την Τρύπια Πέτρα τα κανόνια ρίχνονται
Και ο Κοτσά Αναστάς με τα παιδιά του ετοιμάζονται
Κάτω απ’ τις κανονιές προχωρά το στράτευμα
Και ο Κοτσά Αναστάς με τους αντάρτες του αντιστέκονται
Μην έρχεσαι, Λίβα πασά, μην έρχεσαι επάνω μου
Τ’ όπλο μου το γερμανικό τόχω στον ώμο μου Κοτσά Αναστάς με λένε, ξέρε το!…
Ο συμβολισμός του «Κοτζά Αναστάς»
Με τον θάνατο του Κοτζά Αναστάς, τη σορό του οποίου, όπως μαθεύτηκε, πήραν θριαμβευτικά οι Τούρκοι, τη μετέφεραν στην Τοκάτη και την κρέμασαν σε ένα τηλεγραφόξυλο, για να το βλέπουν οι ομόφυλοί τους και να καυχιούνται που σκότωσαν έναν άνθρωπο που αποτέλεσε σύμβολο των Ελλήνων και της αντίστασης, φόβο και τρόμο των τσετών και του τούρκικου στρατού και τον οποίο δεν κατάφεραν να σκοτώσουν παρά μόνο με δόλο, πήρε τέλος το έπος της ένοπλης αντίστασης των Ποντίων.
Με το νέο αθλητικό κέντρο της Ερασιτεχνικής ΑΕΚ, το οποίο θα φέρει το όνομα του ξακουστού αντάρτη, διατηρείται ζωντανή η μνήμη των αγωνιστών που πρόσφεραν στον Ποντιακό Ελληνισμό. Αποτελεί επίσης ένα τεράστιο βήμα για την αναγνώρισή τους, επιτέλους, από την ελληνική ιστορία. Γιατί σε κανένα βιβλίο ιστορίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν υπάρχει πουθενά, ούτε λέξη για το ποντιακό αντάρτικο.
Ο συμβολισμός της ονοματοδοσίας του αθλητικού κέντρου είναι προφανής. Το «Κοτζά Αναστάς» θα προάγει τη μαχητικότητα και την ιστορικότητα της ΑΕΚ, μέσα από τα αθλητικά ιδεώδη, αφού ο σύλλογος δημιουργήθηκε από τις στάχτες της μικρασιατικής καταστροφής και του ξεριζωμού.
Εξάλλου, όπως τονίζει ο Λάζαρος Παπαδόπουλος, πρέπει «…να θωρακίσουμε την ιστορική αλήθεια μέσα από τις αξίες της ειρήνης, της συνύπαρξης και της αλληλεγγύης των λαών».