Σελίδες

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Στρατηγικό Σχέδιο χωρίς Στρατηγική

 

Άλλη μια χαμένη ευκαιρία για την Αγροτική οικονομία



του Νικόλαου Μπουνάκη από την ιστοσελίδα agronews.gr

Η Ελληνική όπως και η Ευρωπαϊκή αγροτική οικονομία εξαρτώνται και επηρεάζονται τόσο από τις πολιτικές όσο και από τις χρηματοδοτήσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ).

Η ΚΑΠ ήταν η πρώτη ολοκληρωμένη κοινή πολιτική της ΕΟΚ και παραμένει από τις βασικές πολιτικές της ΕΕ.

Στο άρθρο 39 της Συνθήκης της Ρώμης καθορίζεται ένα σύνολο στόχων για την Κοινή  Αγροτική Πολιτική:

«Η αύξηση της παραγωγικότητας της γεωργίας μέσω της προώθησης της τεχνολογικής προόδου, με την εξασφάλιση της ορθολογικής ανάπτυξης της γεωργικής παραγωγής και την άριστη χρησιμοποίηση των συντελεστών παραγωγής, ιδίως του εργατικού δυναμικού.

  • Η εξασφάλιση ενός δίκαιου βιοτικού επιπέδου στον γεωργικό πληθυσμό, ιδίως με την αύξηση του ατομικού εισοδήματος των εργαζομένων στη γεωργία.
  • Η σταθεροποίηση των αγορών.
  • Η διασφάλιση του εφοδιασμού.
  • Η διασφάλιση ότι οι προμήθειες θα φτάνουν στους καταναλωτές σε λογικές τιμές».

Σίγουρα η ΚΑΠ έχει συμβάλει αποφασιστικά στην ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής αγροτικής οικονομίας, όμως σήμερα είναι αμφίβολο αν εκπληρώνει τους στόχους της  ιδρυτικής συνθήκης της ένωσης.

Παρά τη μείωση των χρηματοδοτήσεων ως  ποσοστό του προϋπολογισμού της ΕΕ, η ΚΑΠ, χρηματοδοτείται με τους περισσότερους πόρους σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη πολιτική της ΕΕ. 

Το μερίδιο δαπανών της Ε.Ε. για την ΚΑΠ μειώθηκε από 74% το 1985 σε 37,4% το 2019.

Η πτωτική τάση του μεριδίου της ΚΑΠ στις δαπάνες της ΕΕ οφείλεται:

  1. στις μεταρρυθμίσεις της ΚΑΠ
  2. στο αυξανόμενο μερίδιο άλλων πολιτικών της ΕΕ.

Η Ελληνική Αγροτική οικονομία σε ελεύθερη πτώση

Οι κινητοποιήσεις των αγροτών σε όλες τις χώρες μέλη της ΕΕ, έχουν αναδείξει τα μεγάλα υπαρξιακά προβλήματα του αγροτικού τομέα.

Τα προβλήματα μπορεί να είναι κοινά, αλλά το μέγεθος και οι αντοχές κάθε οικονομίας διαφορετικές. 

Η Ελληνική αγροτική οικονομία από την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ ενισχύθηκε με σημαντικά κονδύλια, τόσο για την ενίσχυση του αγροτικού εισοδήματος όσο και για επενδύσεις ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, χωρίς όμως να μπορέσει να αντιμετωπίσει τα διαθρωτικά προβλήματα του τομέα.

Οι σημαντικές αυτές εισροές δεν κατάφεραν να αποτρέψουν την συρρίκνωση του αγροτικού τομέα και την όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές τροφίμων.

Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ την δεκαετία 2009-2020 οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις  μειώθηκαν 26,6%  ενώ η χρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση 18%.

Παρατηρούμε δηλαδή μια εγκατάλειψη τόσο του αγροτικού επαγγέλματος όσο και της αγροτικής γης, γεγονός που σημαίνει ότι η αγροτική γη που εγκαταλείπεται δεν αξιοποιείται από τις υπάρχουσες εκμεταλλεύσεις, με συνέπεια ο αγροτικός κλήρος να παραμένει μικρός και πολυτεμαχισμένος.  

Αξία Παραγωγής ανά εκτάριο

Στην αξία παραγωγής ανά εκτάριο για το 2020 η Ελλάδα κατατάσσεται στην 9η θέση ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε με 3,95 χιλιάδες ευρώ ανά εκτάριο. Από το διάγραμμα γίνεται εύκολα εμφανές πως οι χώρες με ανώτερη τεχνολογική εξειδίκευση έχουν καλύτερη θέση στην κατάταξη με την αξία παραγωγής ανά εκτάριο. Στην 1η θέση παραμένει η Ολλανδία με 15,07 χιλιάδες ευρώ ανά εκτάριο, ενώ την πρώτη τριάδα συμπληρώνουν η Μάλτα με 11,66 χιλιάδες ευρώ και η Ελβετία με 9,61 χιλιάδες ευρώ αξία παραγωγής ανά εκτάριο με τέταρτο το Βέλγιο με 6,9 χιλιάδες ευρώ.

Αξία Παραγωγής ανά εκμετάλλευση

Ένα πρώτο συμπέρασμα που δύναται να εξαχθεί από το διάγραμμα είναι πως οι τεχνολογικά προηγμένες χώρες της Ε.Ε και αυτές με την μεγαλύτερη οικονομική μεγέθυνση παρουσιάζουν την μεγαλύτερη αξία παραγωγής σε χιλιάδες ευρώ ανά εκμετάλλευση. Συγκεκριμένα, για το 2020 την 1η θέση έχει η Ολλανδία με 520,6 χιλιάδες ευρώ αξία παραγωγής ανά εκμετάλλευση, ενώ ακολουθούν η Δανία με 311,58 χιλιάδες ανά εκμετάλλευση και το Βέλγιο με 250,60 χιλιάδες. Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 25η θέση με 21,04 χιλιάδες ευρώ ανά εκμετάλλευση.  

 

Εισαγωγές Αγροτικών Προϊόντων

Ένας άλλος δείκτης ενδεικτικός  της μειωμένης  ανταγωνιστικότητας  του αγροτικού τομέα είναι αυτός των εισαγωγών-εξαγωγών. Η Ελλάδα χώρα μεσογειακή με τεράστιες παραγωγικές δυνατότητες δαπανά περισσότερα από 10 δις ευρώ το χρόνο σε εισαγωγές τροφίμων!!! και μάλιστα εισάγει προϊόντα στα οποία έχει συγκριτικό πλεονέκτημα παραγωγής, όπως τα κηπευτικά.

Η εγκατάλειψη της αγροτικής γης και η αδυναμία εκσυγχρονισμού και προσαρμογής στα νέα δεδομένα της αγοράς, δημιουργεί μεγάλες ελλείψεις  σε τρόφιμα οι οποίες καλύπτονται από τις εισαγωγές. 

Μπορεί οι εξαγωγές να ξεπέρασαν τα 9 δις ευρώ το 2022 αλλά είναι ελάχιστες σε σχέση με τις παραγωγικές δυνατότητες της  χώρας.

Σε μια προσπάθεια συγκριτικής αξιολόγησης (Benchmarking) των εξαγωγικών επιδόσεων της Ελληνικής αγροτικής οικονομίας με τις πιο αναπτυγμένες αγροτικές οικονομίες πχ την Ολλανδική, θα διαπιστώσουμε ότι οι Ολλανδοί  καλλιεργώντας σε δυσμενέστερες έδαφο-κλιματικές συνθήκες, με τις μισές περίπου καλλιεργούμενες εκτάσεις, πετυχαίνουν εξαγωγές πάνω από 100 δις ευρώ το έτος. 

Εισαγωγές Αγροτικών Προϊόντων 2015 – 2022

Όπως βλέπουμε στο παρακάτω διάγραμμα, οι Εισαγωγές  αγροτικών προϊόντων με χρονιά βάσης το 2015 έως το 2022, ακολούθησαν  μία συνολική αύξηση με μικρές μεταβολές. Συγκεκριμένα, η αξία των εισαγωγών των Αγροτικών Προϊόντων παρουσιάζει αύξηση την πρώτη 4ετία έως και το 2019, πριν μειωθεί κατά 9% το 2020. Στη συνέχεια παρουσιάζει ανοδική τάση έως και το 2022 φτάνοντας σε ποσοστό αύξησης 53% μέσα σε δύο χρόνια. Στο σύνολο τους η αξία των εισαγωγών των Αγροτικών Προϊόντων για την χώρα παρουσίασε αύξηση της τάξεως του 62% σε βάθος 8ετίας.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός  ότι υπάρχει αδυναμία προώθησης ακόμη και των ποιοτικών προϊόντων ονομασίας προελεύσεως (ΠΟΠ-ΠΓΕ) σε μια αγορά όπως η Ευρωπαϊκή που έχει ιδιαίτερη προτίμηση σε ποιοτικά τοπικά προϊόντα.

  • Η συνολική αξία αγοράς στην Ε.Ε., των ευρωπαϊκών προϊόντων ΠΟΠ/ΠΓΕ/ΕΠΙΠ ανέρχεται στα 77,15 δισ. €, αντιπροσωπεύοντας το 7% της συνολικής αξίας των ευρωπαϊκών πωλήσεων του κλάδου τροφίμων και ποτών. Η Ελλάδα καταλαμβάνει μόλις το 1,3% του συνόλου, ενώ τα μεγαλύτερα μερίδια συγκεντρώνουν η Ιταλία (33%), η Γερμανία (25%), η Γαλλία (17%) και η Μεγάλη Βρετανία (8%).
  • Οι οίνοι αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ήμισυ της παραπάνω αξίας πωλήσεων (39,4 δισ. €), τα γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα το 35% (27,34 δισ. €) και τα αλκοολούχα ποτά το 13% (10,35 δισ. €)
  • Χαρακτηριστικό είναι ότι η Ελλάδα έχει καταχωρισμένα πολλά περισσότερα προϊόντα σε σχέση με τη Γερμανία και τη Μεγάλη Βρετανία, γεγονός που υποδεικνύει τη χαμηλή ακόμα ανάπτυξη του κλάδου εμπορίας προϊόντων ΠΟΠ/ΠΓΕ/ΕΠΙΠ από την χώρα μας.

Στρατηγικό Σχέδιο χωρίς Στρατηγική

Μπορεί στα αστικά κέντρα οι καταναλωτές να δυσφορούν και να διαμαρτύρονται  δικαιολογημένα, για τις αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων, αλλά στις αγροτικές περιοχές οι παραγωγοί ανησυχούν για τις κουτσουρεμένες επιδοτήσεις, το αυξημένο κόστος παραγωγής,  τις χαμηλές τιμές  πώλησης των προϊόντων τους, τις καταστροφές και την αβεβαιότητα που προκαλεί η κλιματική κρίση.

 Οι τιμές των τροφίμων έχουν άμεση σχέση με το κόστος παραγωγής αλλά και με τις άμεσες επιδοτήσεις που οι παραγωγοί λαμβάνουν από τον πρώτο πυλώνα της ΚΑΠ.

Ένας από τους λόγους που οι παραγωγοί επιδοτούνται  – και πρέπει να  επιδοτούνται –  είναι για να μπορούν οι καταναλωτές να έχουν πρόσβαση σε ασφαλή και ποιοτικά τρόφιμα, σε προσιτές τιμές. 

Στη νέα προγραμματική περίοδο 2023-2027 της ΚΑΠ υπάρχουν αρκετές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις προηγούμενες προγραμματικές περιόδους.

Μια απ’ αυτές  είναι ότι,  κάθε κράτος μέλος ήταν υποχρεωμένο να καταθέσει ένα Στρατηγικό Σχέδιο Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΣΣ-ΚΑΠ).

Με λίγα λόγια το κάθε κράτος έπρεπε να αποφασίσει ποιους κλάδους της αγροτικής οικονομίας θα ενισχύσει με τα χρήματα από την ΚΑΠ.

Σύμφωνα με το προοίμιο του ΣΣ:

 Το Στρατηγικό Σχέδιο Κοινής Αγροτικής  Πολιτικής (ΣΣ ΚΑΠ) της περιόδου 2023-2027 αποτελεί το βασικό κείμενο πολιτικής για την ανάπτυξη του πρωτογενή τομέα και των αγροτικών περιοχών της Χώραςαπαντώντας στις σύγχρονες προκλήσεις μέσα από μια ισορροπημένη προσέγγιση των φιλοδοξιών της νέας ΚΑΠ για μια περισσότερο ανθεκτική, πράσινη και ψηφιακή Γεωργία, σε εναρμόνιση με τις αντίστοιχες προτεραιότητες των στρατηγικών της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας

Σε θεωρητικό επίπεδο, κανείς δεν διαφωνεί με τις διαπιστώσεις του ΣΣ, τί έγινε όμως στην πράξη; ποια είναι τα χαρακτηριστικά του ΣΣ και πως εξελίσσετε η εφαρμογή του;

Το Στρατηγικό Σχέδιο που κατέθεσε η Χώρα μας στην ΕΕ δεν είναι τίποτε άλλο από ένα ευχολόγιο με αυτονόητες διαπιστώσεις χωρίς πρόταση για ουσιαστικές αλλαγές του παραγωγικού μοντέλου της αγροτικής οικονομίας και μετρήσιμους στόχους.

Δεν αντιμετωπίζει καμία από τις στρεβλώσεις και τις παθογένειες της αγροτικής οικονομίας.

Η πρώτη εμπειρία από την εφαρμογή του, έδειξε ότι καμία από τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες του Υπουργείου  αγροτικής ανάπτυξης δεν ήταν έτοιμη να εφαρμόσει το σχέδιο.

Το ΣΣ επιβαρύνει τους παραγωγούς με επιπλέον κόστος για την είσπραξη μειωμένων επιδοτήσεων, και κατανέμει την βασική ενίσχυση με ρουσφετολογικά πολιτικά και όχι αναπτυξιακά κριτήρια.

Thing out of The Box

Οι κινητοποιήσεις των αγροτών έφεραν –για άλλη μία φορά- στο προσκήνιο τα μεγάλα άλυτα για πολλά χρόνια προβλήματα της αγροτικής  οικονομίας. 

Ας υποθέσουμε  τώρα ότι η κυβέρνηση ικανοποιεί όλα τα αιτήματα των αγροτών και οι κινητοποιήσεις σταματούν.

Ποιο διαθρωτικό πρόβλημα της αγροτικής οικονομίας θα έχει λυθεί, ποιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα θα  έχει δημιουργηθεί, πως θα αυξηθεί η παραγωγικότητα του τομέα, πως θα καταστεί βιώσιμο το αγροτικό εισόδημα.

Είναι φανερό ότι οι καθυστερήσεις ετών δεν διορθώνονται με μπαλώματα.

Αγροτική οικονομία προσανατολισμένη στην αγορά και Στρατηγική διαφοροποίησης.   

Η αγροτική μας οικονομία – με μικρές εξαιρέσεις – είναι μια οικονομία με προσανατολισμό στην παραγωγή και όχι στην αγορά, δηλαδή για να το πούμε λαϊκά παράγει ότι την βολεύει, ότι βρήκαμε από τους παππούδες μας,  χωρίς να λαμβάνουμε  υπόψη τα μηνύματα της αγοράς, χωρίς να αναλύει τον ανταγωνισμό.

Παράγουμε προϊόντα με μικρή προστιθέμενη αξία αδιαφοροποίητα, σε μικρές εκτάσεις, με μεγάλο κόστος παραγωγής.

Τι μέλλει  Γενέσθαι

Το παραγωγικό μοντέλο της αγροτικής μας οικονομίας έχει φτάσει στα όρια του εδώ και χρόνια, συντηρείται συρρικνωμένο λόγω των επιδοτήσεων της ΚΑΠ.

Για την επιβίωση και ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας το πρώτο που πρέπει να αλλάξει η Νοοτροπία.

Νοοτροπία όλων των δρώντων στον τομέα, ξεκινώντας από τα Γεωπονικά πανεπιστήμια, τις υπηρεσίες και τους οργανισμούς του Υπουργείου αγροτικής ανάπτυξης και φυσικά τις  πολιτικές ηγεσίες.

Οι αγρότες είναι πρόθυμοι να ακολουθήσουν αν δουν και πεισθούν ότι υπάρχει ένα σχέδιο που θα τους κρατήσει στην γη τους και θα δώσει προοπτική στην δουλειά τους.

Είναι απαραίτητο ένα πραγματικό Στρατηγικό Σχέδιο

Ένα στρατηγικό σχέδιο που θα καταγράφει τα δυνατά και αδύνατα σημεία της Ελληνικής αγροτικής οικονομίας,  τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες, θα  κατευθύνει τους πόρους με κριτήριο τους τομείς που παρουσιάζουν συγκριτικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στο διεθνές περιβάλλον.

Βιώσιμη αγροτική οικονομία χωρίς ερεύνα και καινοτομία δεν υπάρχει.

Στην χώρα μας διεξάγεται σημαντική εύρυνα στον αγροδιατροφικό  τομέα, ερεύνα η οποία όμως δεν βρίσκει εφαρμογή στην ελληνική γεωργία και δεν δημιουργεί υπεραξία.

Αφενός η ερεύνα δεν είναι ενταγμένη σ΄ ένα ευρύτερο σχεδιασμό, αφετέρου δεν υπάρχει ιμάντας μεταφοράς των ερευνητικών δεδομένων στην παραγωγική διαδικασία.  

Για την αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων,  είναι απαραίτητη η  συγκέντρωση όλων των ερευνητικών πόρων στην εξυπηρέτηση του στρατηγικού σχεδίου, η δημιουργία μιας Food Valley ενός ερευνητικού κέντρου όπως πχ το ΙΤΕ,  που θα ασχολείται αποκλειστικά με την αγροτική έρευνα, από την γενετική βελτίωση των φυτών έως το marketing και την καινοτομία, ένα κέντρο που θα συγκεντρώσει πόρους τόσο από τον ιδιωτικό όσο και τον δημόσιο τομέα, θα συντονίζει την αγροτική έρευνα η οποία θα είναι στην υπηρεσία εξυπηρέτησης των στόχων του Στρατηγικού Σχεδίου.

Μπουνάκης Νικόλαος, MSc MBA

Πρόεδρος & Διευθύνων Σύμβουλος της Proactive AE