Σελίδες

Τρίτη 25 Ιουνίου 2024

Κύπρος - Ελληνισμός

 20 Ιουλίου 1974 – Κύπρος: Η μέρα που εισέβαλε η Τουρκία

Στην Αίθουσα Εκδηλώσεων του Ιδρύματος Μακαρίου Γ’, της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, έγινε η παρουσίαση του αφιερώματος του περιοδικού «Τετράδια» για τα 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, την οποία οργάνωσαν οι εκδόσεις ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ, το περιοδικό «ΤΕΤΡΑΔΙΑ» και το ΕΡΜΑ.


Για το αφιέρωμα μίλησαν ο Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και Πάσης Κύπρου κ. κ. Γεώργιος, και ο Λουκάς Αξελός, Συγγραφέας- διευθυντής των  εκδόσεων «Στοχαστής» και του περιοδικού «Τετράδια». Συντονιστής ήταν ο δημοσιογράφος Κώστας Βενιζέλος, Δημοσιογράφος. Παρακάτω δημοσιεύουμε την ομιλία του κ. Αξελού




Είμαι ιδιαίτερα συγκινημένος γιατί βρίσκομαι ανάμεσά σας και θέλω να σας ευχαριστήσω για την συμμετοχή σας, όπως θέλω, επίσης, να ευχαριστήσω ειλικρινά τους διοργανωτές της εκδήλωσης αυτής και ιδιαίτερα τους αγαπητούς φίλους και συντρόφους Πέτρο Παπαπολυβίου και Κώστα Βενιζέλο, αλλά και το βιβλιοπωλείο ΕΡΜΑ, για την σημαντική βοήθειά τους στην παρουσίαση του αφιερώματος αυτού.



Η ομιλία μου αυτή δεν φιλοδοξεί να προσθέσει κάτι το καινούργιο στην μέχρι σήμερα έρευνα γύρω από το Κυπριακό. Στηρίζεται όμως στο πραγματικό γεγονός ότι η διαρκής ενασχόλησή μου επί μισόν και πλέον αιώνα γύρω από το υπ’αρ. 1 Εθνικό μας Ζήτημα, με οδηγεί στην διαπίστωση ότι αν  και τα πλείστα από τα όσα ζητήματα το συγκροτούν έχουν εξαντλητικά αναλυθεί και αποκαλυφθεί στις πραγματικές τους διαστάσεις, εξακολουθούν να αποτελούν, όταν δεν παρακάμπτονται ή αποσιωπώνται, ζητούμενο από ένα σημαντικό τμήμα του πολιτικού και επιστημονικού κόσμου.


Η εθνική ταυτότητα του λαού μας στην Κύπρο, είναι πέρα από κάθε αμφιβολία ελληνική, και δεν μπορεί παρά να αναζητιέται στον μεσογειακό χώρο, και προπαντός στην σύνδεσή της με την υπόλοιπη Ελλάδα.


Είναι χαρακτηριστικό της συνείδησης που είχε σύμπας ο Ελληνισμός για την ελληνικότητα της νήσου, το Μνημόνιο του Ιωάννη Καποδίστρια στην διάσκεψη των πρεσβευτών στον Πόρο τον Σεπτέμβριο του 1828, όπου σαφώς διατυπώνεται πως η Κύπρος ανήκει μαζί με τα άλλα μας νησιά στο σύνολο που πρέπει να νοείται με τον όρο Ελλάς, αφού «η ιστορία και τα μνημεία της αρχαιότητας, όλα εν ενί λόγω επιμαρτυρούσιν ότι είναι της Ελλάδος διαμερίσματα».



Την εκπληκτική αυτή ιστορική πραγματικότητα, που παρ’ όλη την σφοδρή αντιστράτευση της γεωγραφίας και των πολεμίων, επέβαλαν για 3.500 χρόνια οι Έλληνες της Κύπρου, διατηρώντας την ακριτικό προμαχώνα του νησιωτικού Ελληνικού Κόσμου έχει επισημάνει η διεθνής κοινότητα.

Πολλοί διάσημοι ξένοι επιστήμονες και συγγραφείς έχουν κατά καιρούς γράψει και ασχοληθεί με το φαινόμενο αυτό που αποτύπωσε με ιδιαίτερη ακρίβεια και ενάργεια ο Ζακ Λακαριέρ στο βιβλίο του Το ελληνικό καλοκαίρι, όπου, ανάμεσα σε άλλα παρατηρεί: «η Κύπρος είναι ένα ελληνικό νησί, εννοώ ένα νησί που η γλώσσα του και η κουλτούρα του υπήρξαν ελληνικές από τους αρχαιότερους σχεδόν χρόνους. Αυτούς τους χρόνους μπορούμε να τους προσδιορίσουμε με ακρίβεια, γιατί οι ανασκαφές έφεραν στο φως συναρπαστικές μαρτυρίες επί του προκειμένου που δύσκολα θα μπορούσαν ν’ αμφισβητηθούν».


Το 1955 ξέσπασε στην Κύπρου υπό την ηγεσία της ΕΟΚΑ «η τελευταία ελληνική επανάσταση [με την οποία] ολοκληρώθηκε και ο κύκλος του αλυτρωτισμού και των μεγαλοϊδεατικών οραμάτων που είχαν γεννηθεί με την ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους, το 1830», όπως σημειώνει ο Πέτρος Παπαπολυβίου.


Η άδοξη κατάληξη του εθνικοενωτικού αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου και η αναγκαστική αναδίπλωση, με την δημιουργία ενός ημιανεξάρτητου και με πολλαπλές εγγυήσεις-δεσμεύσεις κράτους, που προέκυψε από τις συμφωνίες της Ζυρίχης και  του Λονδίνου, βαραίνουν αποφασιστικά στην σύγχρονη κυπριακή πραγματικότητα.



Η συγκρότηση σε κράτος δεν συνεπαγόταν λοιπόν πλήρη εθνική απελευθέρωση• αβίαστη δηλαδή ανάδειξη των κυρίαρχων εθνικών-πολιτισμικών στοιχείων σε αδιαμφισβήτητα τεκμήρια της νέας πολιτικής ταυτότητας.


Τα αποτελέσματα είναι γνωστά.

Η καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας του 82% και η συστηματική προσπάθεια αναγόρευσης της τουρκοκυπριακής μειονότητας του 18% σε ρυθμιστή της τύχης της Κύπρου, ανέτρεψε τα δεδομένα εκτροχιάζοντας το Κυπριακό από τον δρόμο της αυτοδιάθεσης εμπλέκοντάς το, χάρη και στα απανωτά σφάλματα της ελληνικής πλευράς, στην καθ’όλου, ελληνοτουρκική διαμάχη.


Το 1974 η Τουρκία εισέβαλε βίαια και κατέλαβε το 40% της νήσου, καταλύοντας την εδαφική ακεραιότητα ενός κράτους μέλους των Ηνωμένων Εθνών. Το 1983 ανακηρύχθηκε το κατεχόμενο τμήμα σε «Τουρκοκυπριακό κράτος».


Είναι το Κυπριακό μια διαφορά δύο κοινοτήτων ή το πρόβλημα υφίσταται λόγω άρνησης του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση και ανοιχτών εξωτερικών επεμβάσεων μιας επεκτατικής δύναμης που στρατηγικό της στόχο έχει την ολοκληρωτική κατάληψη του νησιού;


Αυτό είναι ένα βασικό, θα έλεγα, ερώτημα που προηγείται πάντων των υπολοίπων.


Είναι γνωστό ότι κάθε κρίση καταργεί τις κατά συνθήκην εντυπώσεις, απορρίπτει τα νεκρά κύτταρα, αποσπά τα εξωτερικά περιβλήματα, αποκαλύπτει τα κρυμμένα ελατήρια και ξεσκεπάζει τις βαθύτερες πληγές.


Ο ξεριζωμός 200.000 Ελλήνων της Κύπρου, η εθνοκάθαρση αποτυπούμενη στον συστηματικό αφελληνισμό των κατεχομένων και η εγκληματική στάση απέναντι στους 2.000 «αγνοούμενους»-αιχμαλώτους Ελληνοκυπρίους και Ελλαδίτες ήταν η ώρα της κρίσης για σύμπαντα τον Ελληνισμό.

Η τουρκική εισβολή και οι φρικαλεότητες που την ακολούθησαν ανέσυρε τις πρόσφατες μνήμες του ξεριζωμού των Ελλήνων της Ίμβρου και Τενέδου, την συρρίκνωση – καταστροφή του Ελληνισμού της Πόλης, την Γενοκτονία των Ποντίων, την Μικρασιατική Καταστροφή, κλονίζοντας ανεπανόρθωτα την τουρκική αξιοπιστία και ανοίγοντας ένα βαθύ και ουσιαστικό χάσμα ανάμεσα στους δύο λαούς.


Έτσι αναπόφευκτα το Κυπριακό αποκτά μια καθοριστική διάσταση και ως στοιχείο πιλότος στις καθ’όλου ελληνοτουρκικές σχέσεις.


Στον βαθμό, λοιπόν, που ο Ελληνισμός της Κύπρου, η ίδια η Κύπρος αποτελούν ως ακρίτες του ελληνικού Νότου, οργανικό κομμάτι του Ελληνικού Κόσμου, η ανάδειξή τους ως ασπίδα και δόρυ του πολλαπλά απειλούμενου Ελληνισμού, αποτελεί όχι μόνον ουσιαστική παραδοχή του αυτονόητου, αλλά και αναγκαστικό εργαλείο άσκησης της καθόλου αποτρεπτικής μας πολιτικής.


Αυτό το αυτονόητο, με οποιαδήποτε μορφή προσέγγισης, γεγονός, υποτιμά ή αγνοεί σταθερά και διαχρονικά το κυρίαρχο μικροελλαδικό συγκρότημα εξουσίας, επιδεικνύοντας πρωτοφανή για τα ευρωπαϊκά και διεθνή δεδομένα εθελοτυφλία και στρατηγική τύφλωση.


Δεν υπάρχει χώρος και χρόνος για να σταθώ στην πραγματικά τεράστια ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία που  συγκροτεί το αποδεικτικό υλικό όλων των παραπάνω.


Θα επιμείνω όμως, για λόγους πολλαπλού συμβολισμού, στο πώς η τουρκική πλευρά βλέπει το ζήτημα.


Ας δούμε, λοιπόν, ένα ενδεικτικό απάνθισμα της τουρκικής φιλοσοφίας και λογικής περί το Κυπριακό, μέσα από τις δηλώσεις και τις αναλύσεις κορυφαίων Τούρκων πολιτικών, στρατιωτικών και επιστημόνων.


«Η Κύπρος είναι ένα νησί που διαπερνά την Τουρκία σαν μαχαίρι. Είναι εξαιρετικά ζωτική από την άποψη της ασφάλειάς μας. Αυτό το νησί δεν πρέπει να βρίσκεται σε εχθρικά χέρια. Η ύπαρξη των Τούρκων στη Βόρεια Κύπρο είναι μια εγγύηση προς την κατεύθυνση αυτή», επεσήμαινε σταθερά ο Τουργκούτ Οζάλ, συμπληρώνοντας τον Τουράν Γκιουνές που ήδη είχε αποσαφηνίσει ότι:


«Η Κύπρος είναι τόσο πολύτιμη όσο το δεξί χέρι για μια χώρα που ενδιαφέρεται για την άμυνά της, ή τα επεκτατικά της σχέδια».


Οι παραπάνω απόψεις αποτυπώνουν την σαφή τουρκική οπτική όπως την διατύπωσε ο Ορχάν Ερκανλί γράφοντας: «για την Τουρκία το Κυπριακό δεν είναι απλώς ένα θέμα διασφάλισης των ζωών των τουρκικών γενεών που διαβιούν στη νήσο.


Η στρατηγική ασφάλεια της Τουρκίας και τα συμφέροντά της στη Μεσόγειο δεν μπορούν να επιτρέψουν ολόκληρη η νήσος να τεθεί υπό τον έλεγχο της Ελλάδας. Το να επαναληφθεί για μία ακόμη φορά το λάθος που έγινε στο Αιγαίο θα ήταν ασυγχώρητο σφάλμα εκ μέρους της Τουρκίας».


Είναι όλα τα παραπάνω που με εκπληκτική σαφήνεια συνοψίζει ο Αχμέτ Νταβούτογλου, όταν με πραγματικό στρατηγικό βάθος, αναλύει:


«Η Κύπρος, που κατέχει μια κεντρική θέση παγκοσμίως από την άποψη της ίσης σχεδόν απόστασης που απέχει από την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική, βρίσκεται μαζί με την Κρήτη πάνω σε έναν άξονα όπου τέμνονται και οι υδάτινες αρτηρίες…


Μια χώρα που παραμελεί την Κύπρο δεν είναι δυνατόν να έχει έναν αποφασιστικό λόγο στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές. Δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική στις παγκόσμιες πολιτικές, διότι αυτό το μικρό νησί κατέχει μία θέση που μπορεί να επηρεάσει άμεσα τους στρατηγικούς συνδέσμους μεταξύ Ασίας, Αφρικής και Ευρώπης.


Καθίσταται πασιφανές ότι η κεντρική θέση που κατέχει αυτή η περιοχή από την άποψη των ενεργειακών αξόνων της θα αποτελέσει στο μέλλον τη βασικότερη παράμετρο του παγκόσμιου ανταγωνισμού… Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου».


Τίποτα λιγότερο ή περισσότερο δεν λέει ως εκ τούτου ο Ταγίπ Ερντογάν, όταν απλώς επαναλαμβάνει ότι «η Τουρκία είναι μια χώρα που δεν αγνοεί την Κύπρο για να μπορεί να είναι ενεργή στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές».


Όταν αυτά, λοιπόν, διατυπώνονται από έναν παρένθετο, πλην-πλέον-οργανικό παίκτη του ζητήματος, χρειάζονται, άραγε, και νέα επιχειρήματα για να αποκαλύψουμε περαιτέρω την πρωτοφανή εθελοδουλεία και ραγιαδισμό της άμεσα, υποτίθεται, ενδιαφερόμενης για ένα δικό της ζήτημα, ελληνικής πλευράς;

Υπάρχει, διερωτώμαι, κάτι κρυφό ή άδηλο στα όσα οι παραπάνω διαχρονικά διατυπωμένες απόψεις μαρτυρούν;


Δες τους πίνακες που κάνουν θραύση στην Ελλάδα!

Walls.gr

Αποκτήστε το χαμόγελο των ονείρων σας, τώρα!

SnapOnSmile

Γιατί η πραγματικότητα, αφήνοντας προς ώραν στην άκρη το κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας και αγγλοκρατίας παρελθόν, μαρτυρεί ότι το  Κυπριακό Ζήτημα έτσι όπως προέκυψε  από τα νέα ποιοτικά στοιχεία της κρίσης αποτελεί το καταλυτικό στοιχείο του εθνικού ζητήματος στο σύνολό του: Καμιά επίλυση του ζητήματος του Αιγαίου δεν πρόκειται να προωθηθεί στο μέτρο που το Κυπριακό παραμένει άλυτο, στο μέτρο που οι Αττίλες οργώνουν το νησί.


Κι απ’ την άλλη, όσο αποσυνδέεται το ένα από το άλλο, υπακούοντας στην πολιτική των περιβόητων λεπτών ισορροπιών, τόσο οι Τούρκοι επεκτατιστές θα επαυξάνουν τα πολιτικά τους πλεονεκτήματα και την διαπραγματευτική τους θέση στην στρατηγική αντιπαρά­θεση.


Όλα τα παραπάνω δεν αποδεικνύουν εμφαντικά ότι η βαθμιαία εγκατάλειψη βασικών αρχών και θέσεων, κατοχυρωμένων και από τα πρώτα ψηφίσματα του ΟΗΕ που τοποθετούν το Κυπριακό στις αληθινές του διαστάσεις, που είναι η κατοχή του 40% του εδάφους της Κύπρου από στρατεύματα εισβολής και η κατάλυση της ανεξαρτησίας ενός κράτους μέλους του ΟΗΕ, οδήγησε ύστερα από μια μακρά περίοδο ολιγωρίας στο σημερινό αδιέξοδο (λογικό κατά τους φορείς της εθελοδουλείας) του να συζητάμε την «βελτίωση» των τουρκικών τετελεσμένων.


Υπάρχει όμως ευρωπαϊκή χώρα που να έχει κατ’ελάχιστον παραιτηθεί από αυτά που θεωρούνται  απαράγραπτα εθνικά της δικαιώματα; Και γιατί οι αρχές του διεθνούς δικαίου θα πρέπει να εφαρμόζονται παντού πλην της Κύπρου;


Αλήθεια ποια ευρωπαϊκή χώρα θα δεχόταν σήμερα το γεγο­νός της απαγόρευσης επανεγκατάστασης του πληθυσμού που εξεδιώχθη από τις πατρογονικές του εστίες, την παραβίαση – κατάργηση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, την απαγόρευση ελεύθερης διακίνησης ανάμεσα στις ζώνες του ίδιου κράτους, την στέρηση στο δικαίωμα στην κοινή οικογενειακή ζωή και παιδεία, την προσβολή του δικαιώματος των πολιτιστι­κών χώρων (αρχαία, βυζαντινά, νεότερα μνημεία, ναοί, κ.λπ.) και την προσβολή της θρησκευτικής ελευθερίας, όπως ολοφάνερα καταδεικνύει η συνειδητή καταστροφή, λεηλασία, αρπαγή, ε­γκατάλειψη ή αλλαγή του σκοπού λειτουργίας που έχει συμβεί στο σύνολο σχεδόν των πολυπληθών ναών και ναΐσκων της κατεχόμενης Κύπρου;


Εξετάζοντας προσεκτικά το σύνολο των τουρκικών διεκδικήσεων στην Κύπρο και στο Αιγαίο, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η πραγμάτωσή τους ακυρώνει με τον πιο αποφασιστικό τρόπο τους όρους της εθνικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας.


Αυτά φρονώ ότι δεν αφορούν μόνο την ελληνική κυρίαρχη τάξη, ούτε επίσης αφορούν μόνο την τουρκική άρχουσα τάξη, που επιτήδεια εννοεί να προβάλλει και προωθεί τις απαιτήσεις της σαν αντίρροπο στα εσωτερικά αδιέξοδα της τουρκικής κοινωνίας. Τα ζητήματα αυτά θεωρώ ότι κατά πρώτο λόγο αφορούν τις υποτελείς τάξεις σε Ελλάδα και Τουρκία.

Πολλές φορές έχω διερωτηθεί μήπως αποτελεί ακραίο υποκειμενισμό ή κινδυνολογία η πεποίθησή μου ότι ο Ελληνικός Κόσμος, οι Έλληνες, ο Ελληνισμός, η Ελλάδα και η Κύπρος αντιμετωπίζουν μείζονα εθνικά προβλήματα που ξεκινώντας από την κατοχή της βόρειας Κύπρου, διαπερνούν το Καστελόριζο, το Αιγαίο, την Θράκη, την Μακεδονία, για να καταλήξουν στις συστηματικές προσπάθειες εξανδραποδισμού της ελληνικής εθνικής μειονότητας στην Βόρεια Ήπειρο;


Όμως, ειλικρινά, στο σημερινό σημείο καμπής η προτεινόμενη λύση της Δικοινοτικής Διζωνικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ), αποτελεί την χειρότερη δυνατή εκδοχή.


Είναι τόσο δύσκολο να αντιληφθούμε ότι η έλλειψη λειτουργικότητας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην διάλυση του υβριδιακού αυτού κρατιδίου και την απορρόφησή του από την ισχυρότερη πλευρά;


Είναι, λοιπόν, λογικό, όταν όλα τα δεδομένα βοούν για το αδιέξοδο της μέχρι σήμερα ασκούμενης πολιτικής, να εξακολουθούμε να ξορκίζουμε το πρόβλημα με βασκανίες;


Υπάρχει πραγματικά ένας σοβαρός μελετητής που δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τον θανάσιμα διαλυτικό ρόλο της;


Χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία για να αντιληφθεί κανείς ότι η ΔΔΟ είναι το δόλωμα που οδηγεί στην κατάλυση της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας και την μετατροπή της σε συνιστώσα πολιτεία μιας συνομοσπονδίας, υπό καθαρή τουρκική επικυριαρχία;


Όσο επώδυνο και αν ακούγεται, η τωρινή κατάσταση στην Κύπρο είναι το μη χείρον, σε σχέση με αυτό που θα συμβεί με την διολίσθηση στο νομικό και πολιτικό έκτρωμα αυτού που κατ’ευφημισμόν ονομάζεται ΔΔΟ. Σήμερα η Τουρκία ελέγχει μόνο τα κατεχόμενα. Η ελεύθερη Κύπρος, η Κυπριακή Δημοκρατία, όμως, υπάρχει θυμίζοντας ότι ο πόλεμος δεν έχει χαθεί. Ότι έχει ο καιρός γυρίσματα.


Ποιος, λοιπόν, σοβαρός λόγος μας οδηγεί στο να είμαστε επισπεύδοντες; Ποια εθνική λογική επιτάσσει ότι η παραχώρηση ή η επιστροφή ενός ποσοστού εδάφους της τάξης του 5%-6% είναι ικανή να αντισταθμίσει την παράδοση ολόκληρης της Κύπρου στους Τούρκους επεκτατιστές;


Θα το επαναλάβω. Το φοβικό σύνδρομο δεν έσωσε ποτέ το θύμα. Το ότι είμαστε οι ηττημένοι του 1974, δεν αποτελεί δικαιολογία για αποδοχή της υποταγής. Σε τελευταία ανάλυση έρχεται σε σύγκρουση με το ξεκάθαρο διαχρονικό ΟΧΙ των Ελλήνων από τον Μαραθώνα και την Σαλαμίνα μέχρι τα έπη του 1821, 1940 και 1955.


 


Αισθάνομαι πραγματική αποστροφή όταν σκέφτομαι ότι το σύνολο σχεδόν των ελλαδικών και ελληνοκυπριακών αριστερών, κυρίως, πολιτικών δυνάμεων είναι εύκολο να συστήσει επιτροπές αλληλεγγύης για κάθε θύμα βίας που εκδηλώνεται στις πέντε ηπείρους, την ίδια στιγμή που κρατάει αυτή την παχυδερμική στάση απέναντι στους 200.000 πρόσφυγες και αιχμαλώτους αδελφούς του στην Κύπρο, την στιγμή που κωφεύει στις αγωνιώδεις εκκλήσεις


300.000 και πλέον Ελλήνων συμπατριωτών του στην Βόρειο Ήπειρο, όπως απέδειξαν τα πρόσφατα γεγονότα στην Χειμάρα.


Δεν μπορείς να εκφράσεις ουσιαστική διεθνιστική αλληλεγγύη όταν έχεις ολοκληρωτικά χάσει την εθνική σου ευαισθησία. Η συμπύκνωση όλων λοιπόν


των παραπάνω, και όχι απλά η ιστορική τοποθέτηση ή η εξέταση από την σκοπιά του «στενού εθνικού συμφέροντος», είναι που δίνει μια καθολική διάσταση στο Κυπριακό, ανάγοντάς το σε μείζον, όχι μόνον εθνικό πρόβλημα, αλλά και μείζον πρόβλημα αρχών για όποιον ουσιαστικά θέλει να το αντιμετωπίσει.


Είναι, λοιπόν, κατά την γνώμη μου προφανές ότι για μιαν ολόκληρη σειρά


λόγων το Κυπριακό είναι αναγκαστικά θεμελιακό εθνικό μας ζήτημα.


Από την αναγνώριση όμως της ιστορικής και πολιτικής αυτής αλήθειας, μέχρι την κατανόηση και λειτουργοποίησή της η απόσταση είναι μεγάλη, διότι, όπως πριν σαράντα και πλέον χρόνια διατύπωνα: «για να φτάσεις να αντιμετωπίσεις και πρακτικά το Κυπριακό σαν το υπ. αρ. 1 εθνικό πρόβλημα, δηλαδή για να υποστείς το πελώριο πολιτικό κόστος που αυτό συνεπάγεται, σημαίνει ότι πρέπει να εντάξεις στην απαιτητική λογική του τις όποιες στενές


ταξικές, πολιτικές και συντεχνιακές σου σκοπιμότητες, σημαίνει δηλαδή ότι


πρέπει να χάσεις πολλά, ότι πρέπει να ’ρθεις σε ρήξη με την μεταπρατική ιδεολογία δεξιάς και αριστεράς απόχρωσης, λέγοντας θαρρετά ότι η Κύπρος για να μην χαθεί χρειάζεται να υποστούμε πολλές και πραγματικές θυσίες, ότι χρειάζεται ένας μεθοδικός συνδυασμός εθνικής ενεργοποίησης, πολιτικής και διπλωματικής πάλης, στρατιωτικής οργάνωσης και επαγρύπνησης, λαϊκής-δημοκρατικής ενότητας στη βάση… Όμως κάτι τέτοιο προϋποθέτει έναν διαφορετικού τύπου προγραμματισμό…»


Η διαπίστωση αυτή ισχύει δυστυχώς και σήμερα σε πιο οξεία και δραματική  διάσταση.


Έχουμε στόχο και σκοπό να οδηγηθούμε στην ευθανασία; Ενδεχομένως με τα όσα ως Συβαρίτες ή Ποσειδωνιάτες δείχνουμε να επιδιώκουμε.


Βεβαίως η ιστορία έδειξε την δυνατότητα και άλλων επιλογών το 1955-1959, αλλά και το 2004 με την απόρριψη του θανατηφόρου Σχεδίου Ανάν.


* Λουκάς Αξελός.

Συγγραφέας- διευθυντής των  εκδόσεων «Στοχαστής» και του περιοδικού «Τετράδια»