Βασιλεύουσα Αμμόχωστος
Του ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ
Κάθε που έπεφτε η μπόμπα στο κεφάλι της
γυρνούσε και ρωτούσε τι συμβαίνει.
Γνώριζε την απάντηση από γεννησιμιού της
αλλά να την πιστέψει δεν μπορούσε.
Γυναίκα αυτή, με πρόσωπο θλιμμένο,
κρυμμένο πίσω από μεταξωτή ποδιά,
μυρίζει τα κρινάκια σαν την άλλη
Χρυσοσπηλιώτισσα του Κάτω Βαρωσιού.
Εκείνη στάθηκε άτυχη- με θέλημα Θεού
στενάζει κάτω από ζυγόν δουλείας.
Ενώ αυτή, καλή της ώρα, περιμένει
το χέρι που θ’ ανασηκώσει την ποδιά της.
Βοϊδομάτα και σεμνή Παρθένα
βαστάζει τον Υιό της μες στα περασμένα.
Ο χρόνος είναι ένα κενό, το βλέπει,
το βλέμμα της αρκεί να το αναγγείλει.
Μ’ ένα κουβά που βρέχει τα μαλλιά της
στου βράχου την οπή, στο φως του κήτους
δροσίζει την ψυχή της και το πνεύμα μου.
Η εσθήτα πάλλει με κρυφό χαμόγελο.
Πηγαίνω για ύπνο, βόηθα Παναγιά μου
ν’ αναπαυτεί το σώμα και η καρδιά.
Ο λογισμός να λαμπικαριστεί
μη έχοντας ελπίδα πια καμιά.
Φωνή: «Θα πάτε πίσω». Κι αν θα πάμε
νομίζεις θά ‘ναι η πόλη αυτή π’ αφήσαμε;
Παράδειγμα πιστεύω θα σε πείσει·
όταν διαβούν τα χρόνια και πηγαίνεις
προς έναν άνθρωπο που είχες αγαπήσει
— προς έναν άνθρωπο που είχες αγαπήσει—
θεέ μου, πόσο αλλάζουν οι καιροί!
Σ’ το λέω, Χρυσοσπηλιώτισσα, και βάλ’ το
καλά μες στη μαντίλα σου, η ελπίδα
είναι βαθύς καημός και τίποτ’ άλλο·
εκείνου που ατημέλητα βουλιάζει
στην άμμο τ’ αδειανού ουρανού που κατεβαίνει
μ’ όλα τα πρώτα κάλλη του να σε χειροκροτήσει.
Σώπασε τώρα να κοιτάμε αυτή την μπόμπα
που πέφτει στο κεφάλι των δυονώ μας.
Εγώ στην κρύπτη αυτή σώζω το λόγο
σιμά σε σπαραγμένο αεροδρόμιο.
Τυχαίο δεν είναι που τις μέρες κείνες
κράνος φορώντας, ψέλνοντας τον ύμνο
της λευτεριάς στα δέντρα, στο ποτάμι,
μαζεύοντας ωραία βότσαλα και ξύλα
για το δικό μου γιο, ετών επτά,
ατένιζα προς σένα, ω Μακαρία;
Ο πόλεμος θα τέλειωνε, το ξέραμε όλοι,
θα κλαίγαμε στα σπίτια των νεκρών
το μακρινό ταξίδι… Πάει κι αυτό.
Μα συ κι εγώ, θαμένοι τόσα χρόνια
στη χίμαιρα πραγμάτων που ανασταίνονται,
κενό το χώρο λέγαμε, κενό για πάντα.