Σελίδες

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2024

Μισός αιώνας κατοχής… Καιρός να ξαναποφασίσουμε


Κώστας Μόντης

Και τι θα γίνει τώρα,
θα σχίσουμε τα παλιά μας τετράδια
που ’ταν γεμάτα χρωματιστή «Ένωση»,
θα σχίσουμε τα παλιά μας σχολικά τετράδια
που ’ταν γεμάτα «Ένωση» διακοσμημένη με γιασεμιά και
λεμονανθούς και μαργαρίτες,
θα σχίσουμε τα παλιά αναγνωστικά των παιδιών μας
με τις ελληνικές σημαίες,
θα πετάξουμε τ’ αγαπημένο αναμνηστικό σκουφί του Γυμνασίου
με την «Ένωση» στο γείσο,
θα πετάξουμε το χάρακά τους
και την τσάντα και τη μπάλα και το ποδήλατο
που ’γραφαν «Ένωση»;
Αλήθεια, πέστε μου, τι θα γίνει τώρα;


του Χρίστου Πέτρου από το Άρδην τ. 130-131 που κυκλοφορεί στα περίπτερα



Το πιο πάνω ποίημα του Κώστα Μόντη αποτυπώνει καλύτερα από κάθε τι μια αθέατη, δισυπόστατη απώλεια, καθοριστική για την πορεία του κυπριακού ελληνισμού, που προκάλεσαν τα γεγονότα του 1974 στο νησί.
Πρόκειται για το κενό στρατηγικού οράματος και την κρίση ταυτότητας που κυριάρχησαν και διαπότισαν την κυπριακή πραγματικότητα σε όλα τα επίπεδα, τον μισό αιώνα που ακολούθησε την εισβολή και συμπληρώνεται εφέτος.
Ο Ελληνισμός της Κύπρου το 1974, μαζί με τους χιλιάδες νεκρούς και τους αγνοουμένους, την απώλεια του 37% του βόρειου εδάφους του νησιού, όπου για πρώτη φορά μετά από 3000 χρόνια σίγησε η ελληνική γλώσσα, την απώλεια του 70% των πλουτοπαραγωγικών πόρων, «ενταφίαζε» και το όραμα της Ένωσης με την Ελλάδα, που για ενάμιση και πλέον αιώνα αποτελούσε ακλόνητη εθνική στοχοπροσήλωση.
Το κενό αυτό που άφησε πίσω του ο ενταφιασμός της Ένωσης στην πραγματικότητα δεν αναπληρώθηκε ποτέ από κάτι άλλο. Έτσι, εν πολλοίς, λόγω αυτού του οραματικού κενού και της ταυτοτικής κρίσης, η διαχείριση των μειζόνων ζητημάτων, όπως για παράδειγμα το Κυπριακό, η οικονομία, το παραγωγικό μοντέλο κ.ά., προσεγγίζονται ευκαιριακά, ανερμάτιστα και κυρίως δίχως την αίσθηση των ιστορικών επιπτώσεων που μπορεί να έχουν οι όποιες αποφάσεις υιοθετούνται για τα ζητήματα αυτά.


Ο μπούσουλας της Ένωσης


Το εθνικό κίνημα των Ελλήνων της Κύπρου, ένα από τα μακροβιότερα κινήματα στη σύγχρονη ιστορία, έχει τις απαρχές του στον ξεσηκωμό του 1821. Οι Έλληνες της Κύπρου, από τότε μέχρι το 1974, άλλοτε με δυναμικές κινητοποιήσεις, άλλοτε με διαβήματα και διπλωματικές δράσεις και άλλοτε με βίαιες εξεγέρσεις, διεκδικούσαν την Ένωση του νησιού με τον εθνικό κορμό. Αποκορύφωμα της ιστορίας αυτής ήταν η περίοδος 1955-1959 με τον ένοπλο αγώνα της ΕΟΚΑ, που είχε ως αποτέλεσμα, αντί την Ένωση με την Ελλάδα, μια κουτσουρεμένη ανεξαρτησία και την ίδρυση της κολοβής Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960: ενός κράτους που, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι Έλληνες της Κύπρου το είδαν σαν μια μεταβατική κατάσταση μέχρι την Ένωση με την Ελλάδα.
Η στοχοπροσήλωση όμως στην Ένωση δεν ήταν αμιγώς πολιτική υπόθεση. Οι Έλληνες της Κύπρου, μετά από εφτά και πλέον αιώνες σκλαβιάς και ανέχειας, είδαν την Ένωση με τη μητέρα Ελλάδα σαν την προοπτική της εθνικής τους δικαίωσης, της πολιτισμικής τους αναβάθμισης και την ευκαιρία τους να πάψουν πια να είναι παρίες του ανεπτυγμένου κόσμου, αποκομμένοι και ανυπεράσπιστοι στις ορέξεις του κάθε κατακτητή. Η Ένωση θα σήμαινε εθνική ασφάλεια, κοινωνική και οικονομική εξέλιξη και θα ευνοούσε, για τον κάθε Έλληνα της Κύπρου, την ατομική του προκοπή.
Επιπλέον, με το αίτημα της Ένωσης, το εθνικό κίνημα των Κυπρίων συνδεόταν και ενισχυόταν, αρχικά από τον 19ο αιώνα μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού, με τα επαναστατικά κινήματα των υπόδουλων λαών στις αυτοκρατορίες και την ίδρυση των εθνικών κρατών. Ήταν η περίοδος κατά την οποία η Κύπρος αποτελούσε οθωμανική κτήση. Ακολούθως, μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι και τη δεκαετία του ’70, περίοδο κατά την οποία η Κύπρος αποτελούσε αγγλική αποικία, με τα κινήματα αποαποικιοποίησης και αυτοδιάθεσης. Διά του ενωτικού κινήματος, δηλαδή, η Κύπρος συμμετείχε ενεργητικά στις κοσμογονικές αλλαγές των δύο προηγούμενων αιώνων. Το γεγονός αυτό από μόνο του αποτελούσε πηγή αυτοπεποίθησης για έναν λαό που, από το 1191 μέχρι το 1960, ήταν υπόδουλος και τον απομύζησε μισή σχεδόν ντουζίνα διαφορετικών κατακτητών.


Το ξεθώριασμα του οράματος


Το όραμα της Ένωσης άρχισε να ξηλώνεται περίπου με την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960. Στην προοπτική ενός ανεξάρτητου κράτους, αρχικά μια ομάδα του πολιτικού κόσμου του νησιού είδε πως μπορεί να ευδοκιμήσει καλύτερα και να είναι «πρώτη στο χωριό παρά τελευταία στην πόλη». Παρομοίως, και μια ισχυρή τάξη οικονομικών παραγόντων θεώρησε πως η Ένωση με την Ελλάδα θα ήταν συνθήκη περιοριστική για τις επιχειρηματικές και οικονομικές της βλέψεις.
Παράλληλα, οι αθηναϊκές ελίτ και προφανώς οι αποικιοκρατικές δυνάμεις –κυρίως οι Βρετανοί–, που έτσι κι αλλιώς δεν είδαν ποτέ θετικά την ιδέα της Ένωσης, δεν έπαψαν να λειτουργούν με τρόπο που να εμποδίζουν τους Έλληνες της Κύπρου από να πραγματώσουν τον εθνικό στόχο.
Αλλά και σε λαϊκό επίπεδο άρχισε η ιδέα της Ένωσης να εξασθενεί σταδιακά μετά την ανεξαρτησία. Αφενός, επηρεασμένη από τη ρητορική των πολιτικών διακηρύξεων που μεταβαλλόταν, ειδικότερα μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου και τη σύγκρουση των χουντικών με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ΄. Αλλά και βαθύτερα, ενδεχομένως υποσυνείδητα, επειδή αρκετοί στόχοι –απ’ αυτούς που αναφέρονται πιο πάνω σχετικά με την κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική αναβάθμιση– τους οποίους ο κυπριακός Ελληνισμός συνέδεσε με την Ένωση, υλοποιούνταν στο πλαίσιο της ανεξαρτησίας.


Η διελκυστίνδα


Οι εσωτερικές αλλά και οι εξωτερικές συνθήκες που επικράτησαν μετά το 1960 καθιστούσαν όλο και πιο δύσκολη την υλοποίηση της Ένωσης και ευνόησαν τη σταδιακή απαγκίστρωση των Ελλήνων της Κύπρου από τον μεγάλο εθνικό τους στόχο. Η διαδικασία αυτή ήταν κάθε άλλο παρά συνειδητή και ανώδυνη. Για περίπου μιάμιση δεκαετία, σε επίπεδο λαϊκής βάσης, ήταν σε εξέλιξη μια βασανιστική συνειδησιακή διελκυστίνδα.
Η κατάσταση αυτή αντανακλούσε και στην προαναφερόμενη εναλλαγή ρητορικής και στάσης τής τότε πολιτικής ηγεσίας της Κύπρου, που άλλοτε προέκρινε την Ένωση και άλλοτε την ανεξαρτησία, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου που ακολούθησε την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας μέχρι και το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου Γ΄, στις 15 Ιουλίου του 1974.
Κυρίως, όμως, ήταν μια διαδικασία που, με τον τρόπο που έγινε και στο πλαίσιο των ταραγμένων πολιτικών καταστάσεων που επικρατούσαν, δεν επέτρεψε την εκτίμηση και ταξινόμηση των δεδομένων, προκειμένου η ανεξαρτησία να μετουσιωθεί και να λειτουργήσει ευεργετικά για τον ελληνισμό, από τη στιγμή που η Ένωση έμοιαζε να είχε χαθεί.
Αντιθέτως μάλιστα, με την αφροσύνη των χουντικών και το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, που αποτέλεσε για τους Τούρκους την τέλεια αφορμή για να εισβάλουν στο νησί, το αίτημα της Ένωσης μαγαρίστηκε σε βαθμό καταστροφικό. Παράλληλα, σε μεγάλο βαθμό, «ποινικοποιήθηκε» και η επίκληση της ελληνικότητας της Κύπρου.


Ο κρίσιμος τραυματισμός και η ανερμάτιστη πορεία


Κυρίως όμως είχε τραυματιστεί, κρίσιμα, η προοπτική δημιουργίας και υλοποίησης ενός κοινού για τον ελληνισμό οράματος, μιας «νέας Μεγάλης Ιδέας» προσαρμοσμένης στην εποχή και τα δεδομένα του σύγχρονου κόσμου. Έτσι, τα δύο κράτη των Ελλήνων, στα πενήντα χρόνια που ακολούθησαν το μαύρο καλοκαίρι του ’74, με το τραύμα και την ενοχή να διαπερνά υπογείως τη σχέση τους, δεν μπήκαν στην διαδικασία να ενώσουν αποφασιστικά και ουσιαστικά τις δυνάμεις τους.
Η Αθήνα, βυθισμένη στον μικροελλαδισμό της, εφησύχαζε στα δόγματα του «Η Κύπρος είναι μακριά» και του δολιότερου και αυτοκαταστροφικού «Η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται». Δόγματα που αμφότερα δηλώνουν αποστροφή και ανυπαρξία κατανόησης της νομοτελειακής πραγματικότητας ότι, στον πιθανό χαμό και της άλλης μισής Κύπρου, θα ακολουθήσει αυτός της Ελλάδας.
Από την άλλη, η Λευκωσία, υπό την υπαρξιακή πίεση της κατοχής και τελευταίως της δημογραφικής ανατροπής λόγω μεταναστευτικού, πορεύεται ευκαιριακά και ανερμάτιστα, χωρίς στην πραγματικότητα να διαθέτει έναν στρατηγικό μπούσουλα. Ενδεικτικότερο παράδειγμα (χωρίς να παραγνωρίζεται η δραματική ανισότητα ισχύος συγκριτικά με την Τουρκία, που αναπόφευκτα μας ετεροκαθορίζει) είναι το γεγονός ότι, επί πέντε δεκαετίες, η ελληνική πλευρά τρέχει πίσω από τις εξελίξεις σε ό,τι αφορά τη λύση του Κυπριακού, με αποτέλεσμα, στην καλύτερη περίπτωση, να αποφεύγει την «πτώση», όταν τα πράγματα οδηγούνται στην άκρη του γκρεμού, όπως το 2004 με το Σχέδιο Ανάν.


Και τι θα γίνει τώρα…


Ο ελληνισμός της Κύπρου και η επί μισό αιώνα ημικατεχόμενη Κυπριακή Δημοκρατία, παρά τα αξιόλογα επιτεύγματα που πέτυχε αυτές τις κρίσιμες δεκαετίες, και αφορούν την ένταξη στην ΕΕ και κατ’ επέκταση την προσχώρηση στο δυτικό σύστημα ασφαλείας, τις αμυντικές, ενεργειακές κ.ά. συμφωνίες, τις διάφορες μεταρρυθμίσεις που αποτελούν δείγματα προκοπής και εξέλιξης του μικρού μας κράτους, «σκέφτεται, λειτουργεί και αισθάνεται, μόνο κατά το ήμισυ». Όσο η υπαρξιακή εξασφάλιση του κυπριακού ελληνισμού είναι υπό την αίρεση της τουρκικής απειλής και της δημογραφικής του καθίζησης και όσο προσποιείται πως μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει με τη φενάκη του ικανοποιητικού βιοτικού επιπέδου, στην πραγματικότητα «δεν θα καταφέρει ποτέ να ανθίσει πλήρως, απλώς θα φυτοζωεί…»
Χωρίς αυτεπίγνωση ταυτότητας και ιστορική συνείδηση, στοιχεία που δεν καταφέραμε ποτέ να επικαιροποιήσουμε και να επαναπροσδιορίσουμε μετά τον ενταφιασμό της Ένωσης, ο κυπριακός ελληνισμός θα πορεύεται δίχως όραμα βαθύ και στρατηγικό και η Κύπρος θα μοιάζει σαν μια επιχείρηση, σαν μια Α.Ε. πολιτών, που πιάνει κάποιους στόχους αλλά επιμένει να παραβλέπει τα κρίσιμα ζητήματα που μπορεί να την οδηγήσουν σε ιστορικό «λουκέτο».


Όταν ξαναποφασίσουμε…


Εν κατακλείδι, ο ίδιος ο ποιητής, ο τεράστιος Κώστας Μόντης, που έθεσε το βασανιστικό και αναπάντητο ερώτημα του ποιήματος της προμετωπίδας, κλείνει το μάτι και σε ένα άλλο του ποίημα, όπου σημειώνει πως:


Δεν αλλάζουν αυτά τα πράματα
θα υπάρχει πάντα στην άκρια του δρόμου
ένα μικρό, σκονισμένο χωριό
που θα μας περιμένει να γεννηθούμε
όταν ξαναποφασίσουμε
θα υπάρχει πάντα όλη εκείνη η συνέχεια…


Πενήντα χρόνια εισβολής και κατοχής, είναι καιρός να «ξαναποφασίσουμε»…