Ήταν Φεβρουάριος του 2020, λίγο πριν ξεσπάσει η καταιγίδα της πανδημίας. Το τουρκικό κράτος και παρακράτος εξαπέλυσε μια υβριδική επίθεση εναντίον της Ελλάδας εξωθώντας εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες ανθρώπους να περάσουν μαζικά και παράνομα ασφαλώς στο ελληνικό έδαφος, στον Έβρο, σε διάφορα σημεία κατά μήκος των ελληνοτουρκικών συνόρων.
Η ελληνική κυβέρνηση, που μετρά μόλις επτά μήνες ζωής, αιφνιδιάζεται αλλά ενεργεί ανακτώντας σχετικά γρήγορα τον έλεγχο της κατάστασης και το σύνορο παραμένει ανθεκτικό με την προσπάθεια των Ενόπλων δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και των κατοίκων του Έβρου. Η χώρα μας αποσπά τα εύσημα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ η Τουρκία εκτίθεται ως παράγοντας αστάθειας και δύναμη εκμετάλλευσης και εργαλειοποίησης των προσφύγων και μεταναστών.
Η επιτυχία της κυβέρνησης Μητσοτάκη στον Έβρο και η θύελλα που ακολούθησε επί δύο σχεδόν χρόνια με την επέλαση του κορονοϊού άφησαν τα θέματα της μετανάστευσης στο περιθώριο. Η κυβέρνηση επαναπαύτηκε στις δάφνες της επιτυχίας της -κάτι άλλωστε για το οποίο εμφανίζει σταθερά την τάση. Μόλις τελείωσε ουσιαστικά η εποχή της πανδημίας και τα ζητήματα της παράνομης μετανάστευσης μπήκαν ξανά δυναμικά στο φάσμα της επικαιρότητας, ήρθε η εποχή της ελληνοτουρκικής προσέγγισης.
Η κυβέρνηση επένδυσε αποφασιστικά στο παράθυρο ευκαιρίας για ανανεωμένο πλαίσιο συνεννόησης με την Άγκυρα, μετά τους σεισμούς στην νοτιοανατολική Τουρκία και βόρεια Συρία. Έβαλε, θά λεγε κανείς, όλες τις μάρκες της στην προοπτική συνεργασίας με τους γείτονες για τον περιορισμό των ροών, χερσαίων και θαλάσσιων. Η πολιτική αυτή απέδωσε, μόνο όμως σε ένα μέτρο.
Αφενός γιατί η Τουρκία, ειδικά με το δίδυμο Φιντάν-Καλίν στο τιμόνι της στρατηγικής, δεν θα εγκαταλείψει ποτέ τη δυνατότητα να εργαλειοποιεί τις μεταναστευτικές ροές, ενώ πάντα πρέπει να συνυπολογίζονται οι εσωτερικές αντινομίες του τουρκικού συστήματος εξουσίας. Αφετέρου γιατί οι υπόλοιπες συνθήκες δεν παραμένουν αδρανείς επειδή εμείς επιλέγουμε να εστιάζουμε σε έναν από τους παράγοντες. Τρανό παράδειγμα η κρίση στη Μέση Ανατολή και η ρευστή κατάσταση στη βόρεια Αφρική που εξέτρεψαν ροές προς την Κρήτη.
Και ενώ το αδιέξοδο της ελληνικής πολιτικής ευσεβών πόθων και επανάπαυσης ήρθε να συναντήσει τις διεθνείς συγκυρίες, ταυτόχρονα η ψυχολογική κρίση του μεταναστευτικού στη Γερμανία βάζει τώρα φωτιά στην ευρωπαϊκή πολιτική για την μετανάστευση και η Ελλάδα κοιτάει με αγωνία τις εξελίξεις. Ο φόβος να βρεθούν οι χώρες πρώτης υποδοχής, οι χώρες που αποτελούν το κέλυφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόνες και να καταστούν χώροι συνωστισμού ανθρώπων που θα θέλουν να φτάσουν στις χώρες της βορειοδυτικής Ευρώπης για τις οποίες δεν θα υπάρχει πλέον δρόμος, είναι ορατός. Και το χειρότερο είναι ότι τώρα, φαίνεται πως με τις πρωτοβουλίες της Γερμανίας να πριονίσει τα θεμέλια του συστήματος Σένγκεν και της ευρωπαϊκής πολιτικής μετανάστευσης και ασύλου και με το να μην υπάρχει κάποια επεξεργασμένη εναλλακτική, κάθε χώρα στρέφεται εύλογα στην εσωτερική πολιτική της προτεραιότητα και στενεύουν τα περιθώρια για ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις που έχει πολύ ανάγκη η Ελλάδα.
Η αλήθεια είναι ότι η μακρά επανάπαυση που ακολούθησε την κρίση του Έβρου και η τροφοδότησή της από την σε μεγάλο βαθμό μη ρεαλιστική ελληνική αισιοδοξία για τη μεγάλη συνεννόηση με την Τουρκία αφόπλισε κάθε διάθεση από την ελληνική κυβέρνηση να αξιοποιηθεί το momentum του 2020 και να μπουν πιο γερές βάσεις στην ευρωπαϊκή πολιτική διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών. Τώρα, με τη Γερμανία να τινάζει στον αέρα ουσιαστικά το έστω και ανεπαρκές αλλά υφιστάμενο κοινό πλαίσιο και χωρίς ουδείς να γνωρίζει πότε θα υπάρξει νέα κοινή πολιτική της ΕΕ και ποια μορφή θα έχει αυτή, η Αθήνα φαίνεται να αγωνιά και να αναζητά συνομιλητές και υποστηρικτές απέναντι στην προοπτική της μετατροπής της μετανάστευσης σε “ελληνικό πρόβλημα”. Τα περιθώρια είναι ιδιαίτερα περιορισμένα, καθώς οι περισσότεροι έχουν φροντίσει να λάβουν τα μέτρα τους νωρίτερα. Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν…
του Γιάννη Χαραλαμπίδη από την ιστοσελίδα radiome.gr