Σελίδες

Τρίτη 9 Ιουλίου 2019

Εξόδιος ακολουθία και κηδεία του μέχρι πρότινος αγνοούμενου Κλείτου Κλείτου. Κύπρος 1974.


Έγινε πριν από λίγο  η κηδεία του αγνοουμένου Κλείτου Κλείτου από τον Ιερό Ναό του Αγίου Παντελεήμονος στη Μακεδονίτισσα.


Μετά την ταφή στον Τύμβο της Μακεδονίτισσας, ακολούθησε τρισάγιο για όλους τους ήρωες του Δήμου Λευκονοίκου, ένας σύντομος χαιρετισμός από τον Πρόεδρο του Προσφυγικού Σωματείου «Το Λευκόνοικο», κ. Φωκά Ριρή, και κατάθεση στεφάνων από τους συγγενείς των ηρώων και τις αρχές της κωμόπολης.


Επικήδειος στον ήρωά  Κλείτο Κλείτου, τον αγνοούμενο Λευκονοικιάτη του οποίου τα οστά ταυτοποιήθηκαν με τη μέθοδο του DNA.





Αγαπημένε μας Κλείτο,

Καλωσόρισες στους δικούς σου ανθρώπους. Την αδελφή σου Σόνια και τα ανίψια σου Αντρέα και Λουΐζα.

Τώρα θα αναπαυτούν τα οστά σου αλλά και η ψυχή σου, όπως και των δικών σου. Γύρισες κοντά μας μετά από ταλαιπωρία 45 χρόνων. Γύρισες κοντά μας μέσα σε αυτό το κασελάκι που δεν μπορεί να το χωρέσει ανθρώπου νους ότι χώρεσε ένα λεβεντόπαιδο της κωμόπολής μας.

Τούτη τη στιγμή τριγυρίζουν μέσα στο μυαλό μου οι στίχοι:

«Τ΄ αντρειωμένου ο θάνατος

Θάνατος δεν λογιέται»

Είσαι άλλο ένα παιδί που μεγάλωσες μαζί μας. Ένα γλυκό, αθώο, ήσυχο και όμορφο παιδάκι. Σε θυμάμαι στο σχολείο. Ένα χρόνο μικρότερός μου. Μαζί με τον αδελφό μου. Ξεχώριζες για το ήθος, τη φρονιμάδα, την ευγένεια, την προθυμία σου να εξυπηρετήσεις τους γύρω σου. Πάντα χαμηλών τόνων, πράος, γαλήνιος, προσηνής και μειλίχιος, δεν χαλούσες χατίρι σε κανένα. Πάντα με το χαμόγελο στα χείλη.

Θυμούνται οι γειτονιές. Ήσουν το παιδί που ποτέ δεν βαρυγκόμησε. Το παιδί για όλα τα θελήματα της γειτονιάς. Το πρόθυμο και καλόβολο που όλοι το αγαπούσαν. Ένα ψιλόλιγνο αγόρι όλο τρυφεράδα και καλοσύνη. Ένα παιδάκι που το αγαπούσαν οι δάσκαλοί του για τον αδαμάντινο χαρακτήρα του. Σαν να σε βλέπω μπροστά μου, ευθυτενή και σεμνό, κάπως ντροπαλό και συνεσταλμένο. Μια φωτογραφία σου με το ποδήλατό σου έξω από το ραφείο του πατέρα σου, στο σταυροδρόμι του Γιαννούξιου, δείχνει ένα ανέμελο παιδί, που κανένας δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα εξαφανιζόταν.

Ο Κλείτος γεννήθηκε στις 12 Απριλίου του 1956 στο Λευκόνοικο. Ήταν το δεύτερο παιδί του του Λοΐζου και της Πεζούνας Κλείτου, αδελφός της Σόνιας. Ο Κλείτος μεγάλωσε σε μια ευτυχισμένη οικογένεια, με ισχυρούς δεσμούς μεταξύ τους. Μάλιστα, αγαπούσαν τη Μουσική και απολάμβαναν τον πατέρα Λοΐζο να παίζει μαντολίνο, όπως φαίνεται σε μια φωτογραφία.

Όταν ο Κλείτος τελείωσε την τρίτη τάξη του Γυμνασίου Λευκονοίκου, η οικογένεια μετακόμισε στο Βαρώσι για να παρακολουθήσουν τα παιδιά μαθήματα στην Ξενοδοχειακή Σχολή «Ξενίας» που ίδρυσε τότε ο συνδημότης μας, Πανίκκος Χατζηκακού, πρωτοπόρος στην ξενοδοχειακή βιομηχανία. Ο Κλείτος ήθελε να γίνει ρεσεψιονίστ και, παράλληλα με τα μαθήματα, δούλευε σε ένα ξενοδοχείο.

Τον Ιανουάριο του 1974, κατατάγηκε ως εθελοντής στον στρατό. Οι φίλοι του στην κωμόπολή μας συνέχιζαν κανονικά το σχολείο, και θα πήγαιναν στο στρατό το καλοκαίρι. Πού να ήξεραν! Φαίνεται ότι όλα ήταν προδιαγεγραμμένα.

Τελευταία φορά που τον είδε η μητέρα του ήταν μετά το πραξικόπημα. Ανησύχησε και πήγε με ταξί από το Βαρώσι στο Μπογάζι, όπου ήταν το στρατόπεδό του. Μάλιστα, του έδωσε και δέκα λίρες για να αγοράζει ό,τι χρειαζόταν.

Από εκείνη τη μέρα λες και δεν υπήρξε αυτό το παιδί. Λες και άνοιξε η γη και το κατάπιε. Εξαφανίστηκε. Κανένας δεν ήξερε να τους πει τίποτα συγκεκριμένο. Εκείνες τις εποχές τα στόματα ήταν ερμητικά κλειστά. Άκουσαν ότι τους πήραν στην Άσπρη Μούττη. Στη συνέχεια, τους έφεραν στη Μια Μηλιά. Κάποιος είπε ότι ο Κλείτος ήταν λίγο τραυματισμένος στο χέρι, και όλοι του έλεγαν να μην ανεβεί ξανά στην Άσπρη Μούττη, αλλά ο ίδιος δεν έδωσε σημασία και πήγε μαζί

με τους άλλους στις μάχες. Από κει και πέρα, δεν άκουσαν τίποτα.

Πώς μπορεί να μην ξέρει κανένας; Πώς μπορεί να μην τον θυμάται κανένας; Λες και δεν υπήρξε. Λες και ήταν αόρατος. Δεν ξέρω, αλλά αυτή η ιστορία του Κλείτου, όπως μού την είπε η αδελφή του Σόνια, η ιστορία ενός χαμένου παιδιού, που θα μπορούσε να ήταν ο δικός μας αδελφός, η ιστορία ενός δικού μας παιδιού που περπάτησε στα ίδια χώματα με μας, που πήγε στο ίδιο σχολείο, που τον νανούρισαν με τα ίδια τραγούδια, με έχει συγκλονίσει αφάνταστα.

Πόσο δίκαιο είχε ο μεγάλος Ποιητής μας, ο Κώστας Μόντης! Πόσο μού ταιριάζουν οι στίχοι του για τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη:

«όταν διάβασα την ιστορία σου

το βράδυ είχα πυρετό».

Μεταξύ πρώτης και δεύτερης εισβολής οι γονείς και η αδελφή του πηγαινοέρχονταν στη Μια Μηλιά και ρωτούσαν, αν τον είδαν οι στρατιώτες. Έψαχναν απεγνωσμένα. Κανένας δεν τον είχε δει. Έτσι, ζούσαν μέσα στην πλήρη άγνοια, μέχρι που ανακοίνωσαν ότι είναι αγνοούμενος. Κανένας δεν μπορεί να συλλάβει το μέγεθος του πόνου και της οδύνης αυτής της οικογένειας. Μόνο όσοι βίωσαν κάτι ανάλογο. Η τραγικότητα σε όλο της το μεγαλείο. Η μάνα ολημερίς έκλαιγε τον γιο της. Μάλιστα, έδινε κάθε μέρα ένα πιάτο φαΐ σε κάποιον, με την ελπίδα κάποιος άλλος να δώσει φαΐ στον γιο της, αν ζούσε. Πάντα ήταν ελεήμονας. Γι΄ αυτό, ακόμα και μέσα

στην εντατική του νοσοκομείου, είχε διπλωμένη μια λίρα για να δώσει στον νοσοκόμο που την εξυπηρετούσε. Έδινε συνέχεια στο όνομα του γιου της.

Ο Κύπριος ποιητής, Κώστας Μόντης, στο ποίημά του «Τουρκική εισβολή – ο αγνοούμενος 21», αναφέρεται στην τραγική μάνα που μοναδική συντροφιά της έχει την απολιθωμένη χρονικά, σε μια φωτογραφία, μορφή του αγνοούμενου γιου της. Μια μορφή απρόσβλητη από τον δικό της πόνο, αλλά που εισβάλλει σαν μαχαίρι στην καρδιά της μάνας, που βιώνει το αβίωτο δράμα της παρατεταμένης αβεβαιότητας:

«Αυτή τη γελαστή φωτογραφία / με το στραβό σκουφί και τη χρωματιστή γραβάτα που ’χει καρφιτσωμένη στο στήθος της η μάνα του δε θα την έβγανε εκείνος, βέβαια, / αν ήξερε πως μια μέρα το γέλιο του και το στραβό σκουφί / κι η χρωματιστή γραβάτα θα κάρφωναν πιο βαθιά το μαχαίρι στην καρδιά της».

Κι από τότε άρχισε το ταξίδι της ελπίδας. Ποτέ δεν έχασαν τις ελπίδες τους ότι θα τον ξαναδούν. Μερόνυκτα περίμεναν να γυρίσει. Πώς να χωνέψουν τέτοια απώλεια; Πώς να την αντέξουν;

Μέχρι που έφυγαν και οι δυο γονείς με τον αβάστακτο καημό να τους τρυπά το στήθος. Κι όταν βρήκαμε τους

άλλους αγνοούμενούς μας, λαχταρούσαμε πότε να βρεθούν ο Κλείτος και ο Πανίκος Μηνά.

Εσύ, Κλείτο μας, γύρισες. Ο Πανίκκος ακόμη. Δεν θα ησυχάσει η ψυχή μας, αν δεν θάψουμε με τις πρέπουσες τιμές και τη νεκρώσιμη ακολουθία που ορίζει η Μητέρα Εκκλησία μας, και τον τελευταίο εναπομείναντα αγνοούμενό μας. Κι ύστερα, σας το υποσχόμαστε, Κλείτο μου, σαν έρθει η άγια και ευλογημένη ώρα της ανάστασής μας, θα σας πάρουμε στο δικό μας κοιμητήριο, μαζί με τους προγόνους σας να αναπαυτείτε.

Αγαπημένη μου Σόνια, Λουίζα και Ανδρέα, ο Αρχάγγελός μας να σας παρηγορήσει και να σας δώσει δύναμη και κουράγιο να αντέξετε τη δοκιμασία σας. Έχετε στην οικογένειά σας έναν ήρωα που θα αναπαύεται μαζί με τους άλλους γενναίους του Λευκονοίκου μας στον Τύμβο της Μακεδονίτισσας.


Καλό σου ταξίδι, Κλείτο μας.

Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σκεπάσει τα κόκκαλά σου τα ταλαιπωρημένα.

Αιωνία η μνήμη σου και αγήρατος η δόξα σου.

Καλό παράδεισο!