Σελίδες

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2021

Η Αθήνα μας δεν είναι πια μια πολιτεία ελληνική, κι᾿ ας λέμε ό,τι θέλουμε....

 

Φώτης Κόντογλου


Ἡ Ἀθήνα δὲν εἶνε πιὰ μιὰ πολιτεία ἑλληνική, κι᾿ ἂς λέμε ὅ,τι θέλουμε. Μήτε οἱ ἄνθρωποι, μήτε τὰ χτίρια. Ὁ ἥλιος ἔλειψε. Ὁ ἀγέρας βρώμισε. Ἀπορεῖς πῶς ἀλλάξανε ὅλα μέσα σὲ λίγα χρόνια, καὶ δὲν ἔμεινε τίποτα ποὺ νὰ θυμίζη πὼς βρίσκεσαι στὴν Ἑλλάδα.


Μὰ δὲν μοιάζει μήτε μὲ ἀνατολίτικη πολιτεία, ὅπως ἤτανε τὸν καιρὸ ποὺ τὴν εἴχανε οἱ Τοῦρκοι. Εἶνε ἕνα μάζεμα ἀπὸ χτίρια ξενόφερτα, ποὺ καὶ στὸν τόπο τους εἶνε ὁλότελα ἄψυχα, παγωμένα, ἀνέκφραστα, ὅπως ἀνέκφραστοι γινήκανε κ᾿ οἱ ἄνθρωποι. Ἔτσι εἶνε οἱ «διεθνεῖς πόλεις καὶ οἱ διεθνεῖς ἄνθρωποι», ποὺ εἶνε τὸ καύχημα τῆς «διεθνοῦς κοσμογονίας», π᾿ ἀνάθεμά την, ποὺ ἔχει κάνει τὴ ζωὴ ἕνα πρᾶγμα ἄνοστο, ἀμύριστο, ἀνέκφραστο, κρύο κι᾿ ἀσυμπάθιστο. Εἶνε ἡ ζωὴ ἀποστειρωμένη ἀπὸ κάθε αἴσθημα, ἀπὸ κάθε πνευματικὸ σκίρτημα, ἀπὸ κάθε ζέστα τῆς καρδιᾶς.

Μαζεύουνται κοπάδια-κοπάδια στὰ σταυροδρόμια, καὶ περιμένουνε ν᾿ ἀνάψῃ τὸ πράσινο φανάρι γιὰ νὰ περάσουνε ἀντίκρυ. Στριμώχνουμαι κ᾿ ἐγὼ ἀνάμεσά τους, σὰν κανένα γίδι μέσα στὰ γίδια. Σὰν νὰ βρισκόμαστε στὴ δευτέρα Παρουσία!

Κυττάζω τὰ διάφορα χτίρια ποὺ στέκουνται σὰν τοὺς κρατῆρες τοῦ φεγγαριοῦ, ἀσυγκίνητα, ἄπονα στὸν ἄνθρωπο ποὺ τἄφτιαξε, ἀδιάφορα, χωρὶς νὰ τὰ γλυκαίνῃ ἡ ἀγάπη. Ἔχουνε ὅλες τὶς εὐκολίες καὶ τὶς ἀναπαύσεις, εἶνε γεμᾶτα κουμπιά, μὰ εἶνε σὰν ἀρχοντικοὶ τάφοι. Μέσα τους δὲν ὑπάρχει κανενὸς εἴδους ποίηση, νὰ ζεστάνῃ τὴν καρδιὰ τ᾿ ἀνθρώπου.

Εἶνε κάτι ἀδιάφορες κι᾿ ἀνέκφραστες μηχανές, ἔρημες ἀπὸ ἀγάπη. Εἶνε οἱ κατοικίες τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ξεπλύθηκε καὶ ξεγυμνώθηκε ἀπὸ κάθε αἴσθημα. Εἶνε οἱ κατοικίες τοῦ γυάλινου ἀνθρώπου. Τέρατα κανωμένα μὲ σίδερα καὶ μὲ τζάμια. Ψυγεῖα γιὰ νὰ συντηροῦνται μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ ψυχικὰ καὶ πνευματικὰ πτώματα.

Κι᾿ αὐτὴ τὴ δουλειὰ τὴν κάνουνε οἱ μεγάλοι ἀρχιτέκτονες, καὶ τὴ λένε ἀρχιτεκτονική: Σίδερα, τζάμια και πάγος! Ἀπὸ αὐτὰ τὰ βουβὰ κουτιὰ λείπει κάθε ἀνθρώπινη πνοή. Μηχανὲς νεκρὲς καὶ παγωμένες. Τί συγκέντρωση μπορεῖ νἄχῃ ἕνας ἄνθρωπος στὸν ἑαυτό του, ἀφοῦ κάθεται μέσα στὰ γυαλιά, καὶ βλέπουνε ἀπ᾿ ἔξω ἀκόμα καὶ τὴν τρίχα ποὺ θὰ πέσῃ ἀπὸ τὰ μαλλιά του; Γυάλινοι ἄνθρωποι, γυάλινα σπίτια.

Μὲ τὸν καιρό, θὰ γίνουνε κι᾿ οἱ ἄνθρωποι διαφανεῖς σὰν τὰ τζάμια, καὶ θὰ βλέπῃ ὁ ἕνας τί γίνεται μέσα στὸν ἄλλον, τί συλλογίζεται, τί ἔφαγε, τί ἤπιε, πῶς δουλεύουνε τὰ πνευμόνια καὶ τὸ στομάχι του, πῶς χτυπᾶ ἡ καρδιά του… Ἀλλὰ ξέχασα, πὼς δὲν θἄχῃ πιὰ καρδιά, κι οὔτε αἷμα, μήτε αἰσθήματα. Αὐτὰ θὰ εἶνε πράγματα ποὺ τὰ εἶχε ἡ παλιὰ μάρκα τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ποὺ πάλιωσε πιὰ σήμερα.

Λένε πὼς ἡμεῖς ἤμαστε τοῦ παλιοῦ καιροῦ, καὶ πὼς δὲ μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὴ σύγχρονη ζωή. Αὐτὸ δὲν τὸ κρύβουμε, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τοῦτα ποὺ γράφω. Ἀλλά, γι᾿ αὐτὸ ἴσια-ἴσια ἤμαστε πολὺ καλά. Πάρα πολὺ καλὰ μάλιστα!

πηγή:Είναι μέρος άρθρου του Φώτη Κόντογλου που δημοσιεύθηκε στὴν ἐφημερίδα τῆς Ἀθήνας «Ἐλευθερία», τὴν Κυριακὴ 10 Μαΐου 1964, στὴ στήλη «Κυριακάτικα Θέματα
»