Σελίδες

Τρίτη 9 Αυγούστου 2022

Αλεξάντερ Σολζενίτσιν, Ένας άνθρωπος εναντίον μιας αυτοκρατορίας

 

Ο Αλεξάντερ Σολζενίτσιν υπήρξε πραγματικά μέγας. Ήταν μια προσωπικότητα μεγαλύτερη από τη ζωή κι ένας άνθρωπος τον οποίο σέβομαι ολοένα και περισσότερο όσο περνούν τα χρόνια. 


Το πρώτο βιβλίο του, το οποίο διάβασα όταν ήμουν στην εφηβεία, ήταν το Μια μέρα στη ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς. Θυμάμαι ακόμη τη χαρτόδετη έκδοση του εκδοτικού οίκου Σινιέτ Κλάσικ, σε μετάφραση Ραλφ Πάρκερ, με το συρματόπλεγμα και τον στυλιζαρισμένο κατάδικο στη μακέτα του εξωφύλλου. Τη μεγαλύτερη αίσθηση όμως μου είχε κάνει η φωτογραφία του ίδιου του συγγραφέα στο οπισθόφυλλο με το λιγοστό, ακατάστατο μαλλί, τη μακριά γενειάδα χωρίς μουστάκι και το αυστηρό ύφος που έφερνε σε κάτι από πρεσβύτερο Άμις. Η εισαγωγή έγραφε ότι είχε γραφτεί από κάποιον πρώην κατάδικο σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης, κάπου στη Σοβιετική Ένωση, και γενικώς το βιβλίο προϊδέαζε σε κάτι αρκετά βαρετό.
Όλα αυτά μέχρι να διαβάσω την πρώτη σελίδα και να συνειδητοποιήσω ότι δεν μπορούσα να σταματήσω. Σε μια μέρα το είχα τελειώσει και είχα μείνει έκπληκτος από το ύφος και τον τρόπο γραφής του Σολζενίτσιν. Ήταν σαν να διάβαζες βιβλίο τσέπης με ιλιγγιώδη δράση, που επεξεργαζόταν ωστόσο ένα τόσο σοβαρό και σπαραξικάρδιο θέμα. Ουσιαστικά, το βιβλίο περιγράφει μία ημέρα από τη ζωή ενός καταδίκου σε κάποιο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας της ΕΣΣΔ. Το εκπληκτικό είναι ότι ο Σολζενίτσιν κατορθώνει να εξιστορήσει μια «καλή» μέρα σ’ ένα «καλό» στρατόπεδο, με το τέλος της να βρίσκει τον ήρωα χαρούμενο που επιβίωσε, ενώ ο αναγνώστης διαβάζει για απίστευτα απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης σε αφόρητο ψύχος, χωρίς επαρκές φαγητό, κλεμμένες κουβέρτες και μια μίζερη ζωή που ρυθμίζει ο αμείλικτος νόμος της ζούγκλας των Γκουλάγκ. Το αποτέλεσμα είναι τρομακτικό αλλά, και ταυτόχρονα, κατά κάποιον περίεργο τρόπο, σχεδόν κωμικό κι εκεί έγκειται η ιδιοφυΐα του Σολζενίτσιν ως συγγραφέα.
Ποιος ήταν όμως ο Αλεξάντερ Σολζενίτσιν; Γεννημένος το 1918, ο νεαρός Σολζενίτσιν ανέκαθεν ήθελε να γράψει (η φιλοδοξία του ήταν να μετάσχει στη μεγάλη ρωσική λογοτεχνική παράδοση), αλλά αρχικά σπούδασε μαθηματικά στο Ροστόβ και φιλοσοφία και ιστορία δι’ αλληλογραφίας. Σημειωτέον ότι στην πρώιμη περίοδο της ζωής του ο Σολζενίτσιν πίστευε ειλικρινά στο σοβιετικό σύστημα, χωρίς ν’ αμφισβητεί στο ελάχιστο την εξουσία του. Με το ξέσπασμα του πολέμου κατατάχθηκε στον Κόκκινο Στρατό και υπηρέτησε ως λοχαγός στο πυροβολικό. Τον Ιούλιο του ’44 τιμήθηκε με το παράσημο του Κόκκινου Αστέρα και πήρε μέρος στην κατάληψη της ανατολικής Πρωσίας. Εκεί, τον Φεβρουάριο του’44, συνελήφθη, διότι σε προσωπικό του γράμμα στον στενό του φίλο, Νικολάι Βίτκεβιτς, ανέφερε κάποια δυσμενή σχόλια για τον ηγέτη της ΕΣΣΔ, Ιωσήφ Στάλιν, και τις θηριωδίες των σοβιετικών στρατευμάτων εναντίον αμάχων στην Πολωνία και τη Γερμανία. Για την πράξη του αυτή τιμωρήθηκε με 8 χρόνια καταναγκαστική εργασία, σύμφωνα με το άρθρο 58, παρ. 10 (αντισοβιετική προπαγάνδα) και 11 (σύσταση εχθρικής προς τη σοβιετική εξουσία οργάνωσης).
Ο Σολζενίτσιν θα περάσει τη βραδιά της γερμανικής συνθηκολόγησης, στις 9 Μαΐου του ’45, κλεισμένος σ’ ένα από τα μπουντρούμια της Λουμπιάνκας, ενώ η σοβιετική πρωτεύουσα θα γιορτάζει το τέλος του πολέμου. Ο παρασημοφορημένος λοχαγός, φρουρούμενος από τους άκαπνους ασφαλίτες της NKVD, θα γράψει χρόνια αργότερα για εκείνη τη νύχτα: «Από τον φεγγίτη μας και από όλα τα παράθυρα των φυλακών της Μόσχας, κι εμείς, οι πρώην αιχμάλωτοι πολέμου και οι στρατιώτες της πρώτης γραμμής, βλέπαμε τον ουρανό να φωτίζεται από τα πυροτεχνήματα και τους αντιαεροπορικούς προβολείς. Δεν υπήρχαν εορτασμοί στα κελιά μας, ούτε αγκαλιές, ούτε φιλιά. Η νίκη δεν ήταν δική μας».
Μετά το πέρας της 8χρονης τιμωρίας του σε διάφορα στρατόπεδα και τα επιπλέον 3 «χρονάκια» εσωτερικής εξορίας στο Καζαχστάν, ο Σολζενίτσιν θα επιστρέψει στη Μόσχα το 1956, ως «πλήρως αποκατασταθείς» με την αμνηστία του Χρούτσεφ, όπου θα εργασθεί ως καθηγητής σε γυμνάσιο, δουλεύοντας ταυτόχρονα μυστικά πάνω στα γραπτά του τις νύχτες. Η 10ετία φυλάκισης κι εκτοπισμού του τον έχει οδηγήσει σε μία αμετάκλητη μεταστροφή φιλοσοφικού τύπου και στην οριστική επιστροφή του στις αξίες της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης. Η δημιουργική έκφραση αυτών των διεργασιών θα είναι τα βιβλία του που, εκείνη την περίοδο, πιστεύει πως, μάλλον, δεν θα δουν ποτέ το φως της ημέρας. Παρά ταύτα, η περίοδος Χρούτσεφ είναι η ιστορική του ευκαιρία και ο Σολζενίτσιν θα την αδράξει. Το Μια ημέρα στη ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς θα εκδοθεί από το λογοτεχνικό περιοδικό Νόβι Μιρ -το 1962- και θα γίνει τεράστια επιτυχία. Είναι λογικό, καθώς με το 10% του πληθυσμού της ΕΣΣΔ να έχει περάσει από τα Γκουλάγκ, υπάρχει κοινό που το βιβλίο μιλά κατευθείαν στα προσωπικά του βιώματα.
Ωστόσο, ο Σολζενίτσιν έχει ήδη από το ’58 ξεκινήσει να δουλεύει πάνω στο αριστούργημά του και, κατά την προσωπική μου άποψη, στο σημαντικότερο βιβλίο του 20ου αιώνα: Το αρχιπέλαγος Γκουλάγκ, ένα εκπληκτικό βιβλίο που με την έκδοσή του θα καταφέρει, «εν μία νυκτί», να ακυρώσει κάθε «ηθικό πλεονέκτημα» που ισχυριζόταν ότι διέθετε το σοβιετικό καθεστώς έναντι των αντιπάλων του. Ουσιαστικά, Το αρχιπέλαγος Γκουλάγκ είναι η ιστορία του συστήματος στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας της ΕΣΣΔ από το 1918 ως το 1956. Ο Σολζενίτσιν θα χρησιμοποιήσει τις προσωπικές μαρτυρίες 256 πρώην Ζεκ (κρατουμένων) για να γράψει ένα μη μυθοπλαστικό βιβλίο, με ιδιαίτερη δομή, που καταδεικνύει την εξαρτηματική οικονομική σχέση ανάμεσα στο σοβιετικό καθεστώς και την δωρεάν εργασία των αναλώσιμων σκλάβων-εργατών στα στρατόπεδα. Σε ένα παράλληλο επίπεδο καταγράφει τη νομική ιστορία των Γκουλάγκ και των διαφόρων άρθρων και παραγράφων του ποινικού κώδικα που επέτρεψαν τις καταδίκες περίπου 18 εκατομμυρίων ανθρώπων. Εκεί είναι που υποκλίνεσαι στον συγγραφέα Σολζενίτσιν, διότι καταφέρνει να μετατρέψει κάτι τόσο πληκτικό όσο η δικαστική ερμηνεία των νόμων σε κάτι απίστευτα συναρπαστικό, λόγω του πάθους και της δυναμικής της περιγραφής του. Ένα άλλο νήμα που ακολουθεί στην αφήγησή του ο συγγραφέας είναι και το τυπικό ταξίδι ενός συλληφθέντα από τη στιγμή της σύλληψής του μέχρι την ανάκριση, την καταδίκη, τη μεταγωγή με το βαγόνι για ζώα και τη φρίκη του στρατοπέδου. Το βιβλίο είναι γραμμένο ως «γροθιά στο πρόσωπο», χωρίς ν’ αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης για ό,τι τραγικό περιγράφει· παρ’ όλα αυτά είναι απολαυστικότατο στο διάβασμα κι αυτό είναι το πραγματικό επίτευγμα του Σολζενίτσιν.
Όταν τελικά θα τον εκδιώξουν από την ΕΣΣΔ, το 1974, αφού η KGB προσπάθησε να τον δηλητηριάσει με Ρισίν, ο Σολζενίτσιν θα εγκατασταθεί στην κωμόπολη Κάβεντις του Βερμόντ στις ΗΠΑ, όπου θα εξακολουθήσει να γράφει και να στηλιτεύει τα κακώς κείμενα της πατρίδας του, χωρίς όμως να χαρίζεται και στις δυτικές κοινωνίες, τις οποίες, πολύ προφητικά, θα χαρακτηρίσει: «ατομοκεντρικές, πτωχές σε πνευματικότητα και παραδοσιακές και ηθικές αξίες» και «μελλοντικά, ολοένα πιο αδύναμες και σε υπαρξιακή κρίση».
Εν κατακλείδι, ο βασικός πυρήνας της στάσης ζωής και του έργου του Σολζενίτσιν πηγάζει από το χριστιανικό σύστημα αξιών. Πιστεύει βαθιά στο καλό και το κακό και το δηλώνει με κάθε ευκαιρία· ταυτόχρονα είναι κι ένας άνθρωπος του Θεού, με βαθιά αίσθηση ελέους προς τον συνάνθρωπο και αυστηρότητας προς τον εαυτό του. Το ερώτημα στον εαυτό του μέσα από τις σελίδες του Αρχιπελάγους Γκουλάγκ μένει να πλανάται χωρίς απάντηση στο διηνεκές: «…όποτε αναφέρω την αναλγησία των ανώτατων γραφειοκρατών μας, τη σκληρότητα των εκτελεστών μας, θυμάμαι τον εαυτό μου με τις επωμίδες του λοχαγού και την πορεία της πυροβολαρχίας μου μέσα στη φωτιά της ανατολικής Πρωσίας κι ερωτώ: Λοιπόν, ήμασταν κι εμείς καλύτεροι;»


Κωνσταντίνος Μαυρίδης