Σελίδες

Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2023

Αρτσάχ




Στα τέλη του 2020, ξέσπασε πόλεμος μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν. Δύο μήνες αργότερα, η ειρήνη επιτεύχθηκε υπό τον όρο ότι το αρχαίο χριστιανικό έθνος θα παραχωρούσε ένα τμήμα της προγονικής του γης στον μουσουλμάνο γείτονά του, δηλαδή το Αρτσάχ, γνωστό ως «Ναγκόρνο-Καραμπάχ» από τον 20ό αιώνα.


Η ειρήνη που εξαγοράστηκε με αυτόν τον κατευνασμό ήταν στην καλύτερη περίπτωση ασταθής. Τις προάλλες, το Αζερμπαϊτζάν εξαπέλυσε μια ακόμη στρατιωτική επίθεση πλήρους κλίμακας εναντίον των Αρμενίων του Αρτσάχ – αφού τους πολιορκούσε και τους καταδίκασε σε ασιτία επί εννέα μήνες – προκαλώντας μια ακόμη «προειδοποίηση για γενοκτονία».


Το γεγονός είναι ότι κανένας κατευνασμός, εκτός από την πλήρη συνθηκολόγηση, δεν θα ικανοποιήσει ποτέ τους ισχυρούς μουσουλμάνους γείτονες της Αρμενίας, το Αζερμπαϊτζάν και τον «μεγάλο αδελφό» του, την Τουρκία.


Η οικειοποίηση του Αρτσάχ ήταν πάντα μόνο το πρώτο βήμα ενός μεγαλύτερου σχεδίου. Όπως διακήρυξε κάποτε ανοιχτά ο πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν Ιλχάμ Αλίγιεφ, «το Γερεβάν (η πρωτεύουσα της Αρμενίας) είναι η ιστορική μας γη και εμείς οι Αζερμπαϊτζανοί πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτά τα ιστορικά εδάφη». Έχει επίσης αναφερθεί σε άλλα αρχαία αρμενικά εδάφη, συμπεριλαμβανομένων των περιοχών του Ζανγκεζούρ και της λίμνης Σεβάν, ως «ιστορικά μας εδάφη». Η κατάληψη αυτών των εδαφών «είναι ο πολιτικός και στρατηγικός μας στόχος», υποστηρίζει ο Αλίγιεφ, «και πρέπει να εργαστούμε βήμα προς βήμα για να τον εκπληρώσουμε».


Αλλά όπως απάντησε ο Τιγκράν Μπαλαγιάν, εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών της Αρμενίας: «Η δήλωση σχετικά με τις εδαφικές διεκδικήσεις του προέδρου του Αζερμπαϊτζάν, ενός κράτους που εμφανίζεται στον πολιτικό χάρτη του κόσμου μόλις πριν από 100 χρόνια ... αποδεικνύει για άλλη μια φορά τον ρατσιστικό χαρακτήρα του κυβερνώντος καθεστώτος στο Μπακού».


Αυτός είναι ένας μάλλον συγκρατημένος και διπλωματικός τρόπος για να πει κανείς ότι, όχι μόνο οι ισχυρισμοί του Αζερμπαϊτζάν είναι απολύτως ψευδείς και ανιστόρητοι, αλλά είναι επίσης – όπως τείνουν να είναι τα περισσότερα ψεύδη στις μέρες μας – το ακριβώς αντίθετο της αλήθειας.


Η Αρμενία είναι ένα από τα παλαιότερα έθνη στον κόσμο. Οι Αρμένιοι ίδρυσαν το Γερεβάν, τη σημερινή τους πρωτεύουσα, το 782 π.Χ. – ακριβώς 2.700 χρόνια πριν από τη δημιουργία του Αζερμπαϊτζάν το 1918. Και όμως, ο πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν διεξάγει πόλεμο επειδή «το Γερεβάν είναι η ιστορική μας γη και εμείς οι Αζέροι πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτά τα ιστορικά εδάφη».


Η Αρμενία ήταν επίσης σημαντικά μεγαλύτερη, περιλαμβάνοντας ακόμη και το σημερινό Αζερμπαϊτζάν εντός των συνόρων της, πριν από δύο χιλιάδες χρόνια. Ωστόσο, πριν από χίλια χρόνια ήρθαν οι τουρκικοί λαοί καλπάζοντας από τα ανατολικά, σφάζοντας, υποδουλώνοντας, τρομοκρατώντας και κλέβοντας τα εδάφη των Αρμενίων και άλλων χριστιανών στο όνομα του τζιχάντ.


Όποιος αμφισβητεί αυτήν την ιστορική αλήθεια θα πρέπει να συμβουλευτεί το «Χρονικό του Ματθαίου της Έδεσσας» του 1144 μ.Χ.. Σύμφωνα με αυτό το πανάρχαιο χρονικό, το οποίο είναι σχεδόν ταυτόχρονο με τα γεγονότα που περιγράφει, μόλις το 1019 «έγινε η πρώτη εμφάνιση των αιμοδιψών θηρίων ... το άγριο έθνος των απίστων που ονομάζονταν Τούρκοι μπήκε στην Αρμενία ... και έσφαξε ανελέητα με το σπαθί τους χριστιανούς πιστούς».


Τρεις δεκαετίες αργότερα οι επιδρομές συνεχίζονταν αδιάκοπα. Το 1049, ο ίδιος ο ιδρυτής της τουρκικής αυτοκρατορίας των Σελτζούκων, ο σουλτάνος Τουγρίλ Μπέη (1037-1063), έφτασε στην αρμενική πόλη Αρζντέν, δυτικά της λίμνης Βαν και κατέσφαξε εκατόν πενήντα χιλιάδες από τον άμαχο πληθυσμό».


Άλλοι σύγχρονοι επιβεβαιώνουν την καταστροφή που υπέστη η πόλη Αρζντέν. «Σαν πεινασμένα σκυλιά», γράφει ο Αριστακές (1080) ένας αυτόπτης μάρτυρας, οι Τούρκοι «όρμησαν στην πόλη μας, την περικύκλωσαν και εισέβαλαν μέσα, σφαγιάζοντας τους άνδρες και θερίζοντας τα πάντα όπως οι θεριστές στα χωράφια, ερημώνοντας την πόλη. Χωρίς έλεος, αποτέφρωσαν όσους είχαν κρυφτεί σε σπίτια και εκκλησίες».


Έντεκα χρόνια αργότερα, το 1060, οι Τούρκοι πολιόρκησαν τη Σεβάστεια (η οποία, αν και σήμερα είναι τουρκική πόλη, ήταν αρχικά αρμενική). Εξακόσιες εκκλησίες καταστράφηκαν, «πολλοί και αμέτρητοι άνθρωποι κάηκαν (μέχρι θανάτου)» και αναρίθμητες γυναίκες και παιδιά «οδηγήθηκαν στην αιχμαλωσία».

Μεταξύ 1064 και 1065, ο διάδοχος του Τουγρίλ, σουλτάνος Μωάμεθ μπιν Νταούντ Σαγρί – γνωστός στους μεταγενέστερους ως Αλπ Αρσλάν, ένας από τους σιχαμερούς αλλά εθνικούς ήρωες της Τουρκίας – πολιόρκησε την Ανί, την τότε πρωτεύουσα της Αρμενίας. Ο καταιγιστικός βομβαρδισμός από τις πολιορκητικές μηχανές του Μωάμεθ προκάλεσε σεισμό σε ολόκληρη την πόλη και ο Ματθαίος περιγράφει αμέτρητες τρομοκρατημένες οικογένειες που στριμώχνονταν και έκλαιγαν – εικόνες καθόλου διαφορετικές από αυτές στο σημερινό Αρτσάχ, όπως αποτυπώνεται και στην παρακάτω πρόσφατη φωτογραφία με την ακόλουθη λεζάντα (θα τη δείτε πιο κάτω στο αντίστοιχο αγγλικό κείμενο):


«Μετά από εννέα μήνες πείνας, βρισκόμαστε τώρα σε ένα καταφύγιο για να αποφύγουμε τους βομβαρδισμούς – κοιμόμαστε με τα παιδιά που χθες ονειρεύονταν ψωμί και σήμερα ονειρεύονται να ξυπνήσουν αύριο. Δεν ξέρω αν θα ξυπνήσουμε, αλλά ελπίζω να μας θυμάστε που αντισταθήκαμε με αξιοπρέπεια σε αυτή τη γενοκτονία». Ναγκόρνο-Καραμπάχ


Όσο για τους προγόνους τους, μόλις μπήκαν μέσα στην Ανί, οι μουσουλμάνοι «άρχισαν να σφάζουν ανελέητα τους κατοίκους ολόκληρης της πόλης... και να στοιβάζουν τα σώματά τους το ένα πάνω στο άλλο... Αμέτρητα και αμέτρητα αγόρια με λαμπερά πρόσωπα και όμορφα κορίτσια μεταφέρθηκαν μαζί με τις μητέρες τους».


Όχι μόνο αρκετές χριστιανικές πηγές καταγράφουν την άλωση της πρωτεύουσας της Αρμενίας – ένας σύγχρονος σημειώνει επιγραμματικά ότι ο σουλτάνος Μωάμεθ «ερήμωσε την Ανί με σφαγές και πυρκαγιές» – αλλά και μουσουλμανικές πηγές, συχνά με αποκαλυπτικούς όρους: «Ήθελα να μπω στην πόλη και να τη δω με τα ίδια μου τα μάτια», εξήγησε αργότερα ένας Άραβας. «Προσπάθησα να βρω έναν δρόμο χωρίς να χρειαστεί να περπατήσω πάνω στα πτώματα. Αλλά αυτό ήταν αδύνατο».


Τέτοια «ήταν η αρχή των δυστυχιών της Αρμενίας», καταλήγει ο Ματθαίος της Έδεσσας στην αφήγησή του: «Δώστε λοιπόν προσοχή σ' αυτό το μελαγχολικό διήγημα». Αυτή η παρατήρηση αποδείχθηκε δυσοίωνη –  διότι η προαναφερθείσα ιστορία αίματος και δακρύων ήταν, πράγματι, μόλις «η αρχή των δυστυχιών της Αρμενίας», της οποίας το «μελαγχολικό ρεσιτάλ» συνεχίζεται μέχρι σήμερα.


Ποιος ήταν όμως ο λόγος που οι Τούρκοι εισέβαλαν και επιτέθηκαν τόσο αδίστακτα στην Αρμενία; Τι «παράπονο» είχαν; Είναι απλό: Η Αρμενία ήταν χριστιανική, και οι Τούρκοι ήταν μουσουλμάνοι – και το Ισλάμ επιβάλλει σε όλους τους μη μουσουλμάνους εχθρούς να βρίσκονται υπό την απειλή του σπαθιού μέχρι να υποταχθούν στο Ισλάμ.


Παρεμπιπτόντως, η έχθρα του Ισλάμ για τον Χριστιανισμό ήταν εμφανής τότε, όχι λιγότερο από ό,τι σήμερα. Έτσι, κατά την προαναφερθείσα λεηλασία της Ανί, ένας μουσουλμάνος μαχητής ανέβηκε στην κορυφή του κεντρικού καθεδρικού ναού της πόλης «και κατέβασε τον πολύ βαρύ σταυρό που βρισκόταν στον τρούλο, ρίχνοντάς τον στο έδαφος», γράφει ο Ματθαίος.


Κατασκευασμένος από καθαρό ασήμι και στο «μέγεθος ενός ανθρώπου» – ο σπασμένος σταυρός στάλθηκε ως τρόπαιο για να κοσμήσει ένα τζαμί στο, κατά ειρωνεία της τύχης, σημερινό Αζερμπαϊτζάν. Προχωρώντας σχεδόν μια χιλιετία μπροστά, στον πόλεμο του Αζερμπαϊτζάν κατά της Αρμενίας το 2020, ένας μουσουλμάνος μαχητής βιντεοσκοπήθηκε να φωνάζει θριαμβευτικά «Αλλαχού Ακμπάρ!», ενώ στεκόταν στην κορυφή ενός αρμενικού παρεκκλησίου όπου είχε σπάσει ο σταυρός.


Αυτή είναι μια ιδέα για το τι έκαναν οι τουρκικοί λαοί στους χριστιανούς Αρμένιους – όχι κατά τη διάρκεια της Γενοκτονίας των Αρμενίων πριν από έναν αιώνα, όταν περίπου 1,5 εκατομμύριο Αρμένιοι σφαγιάστηκαν και ακόμη περισσότεροι εκτοπίστηκαν – αλλά πριν από χίλια χρόνια, όταν ξεκίνησε η ισλαμική κατάκτηση της Αρμενίας.


Αυτή η αδυσώπητη ιστορία μίσους καθιστά ένα πράγμα απολύτως σαφές: πέρα από όλες τις σύγχρονες προφάσεις και τις «εδαφικές διαφορές», η αληθινή και μόνιμη ειρήνη μεταξύ της Αρμενίας και των μουσουλμάνων γειτόνων της θα επιτευχθεί μόνον όταν αυτό το χριστιανικό έθνος κατακτηθεί ή καταλήξει στην ανυπαρξία.


Ούτε θα ήταν η πρώτη που θα το έκανε. Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι η καρδιά αυτού που σήμερα ονομάζεται «μουσουλμανικός κόσμος» – η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική – ήταν εξ ολοκλήρου χριστιανική πριν εισβάλει το σπαθί του Ισλάμ. Σιγά-σιγά, αιώνα με τον αιώνα μετά τις αρχικές μουσουλμανικές κατακτήσεις και καταλήψεις του 7ου αιώνα, έχασε τη χριστιανική της ταυτότητα. Οι λαοί της χάθηκαν στο τέλμα του Ισλάμ, έτσι ώστε ελάχιστοι σήμερα θυμούνται καν ότι η Αίγυπτος, το Ιράκ, η Συρία κ.λπ. ήταν από τα πρώτα, παλαιότερα και πολυπληθέστερα χριστιανικά έθνη.


Η Αρμενία – το πρώτο έθνος στον κόσμο που υιοθέτησε τον χριστιανισμό – αποτελεί ένα εμπόδιο, ένα αγκάθι στο πλευρό του Ισλάμ, και, ως τέτοιο, δεν θα γνωρίσει ποτέ μόνιμη ειρήνη από τους μουσουλμάνους που την περιβάλλουν – "όχι μόνο επειδή η Δύση την έχει πετάξει κάτω από το λεωφορείο".


Στη φωτ. Ο καθεδρικός ναός του Αγ. Σωτήρα στο Γκαντζασάρ (1238), μια από τις πολυάριθμες αρμενικές εκκλησίες και μοναστήρια που καταστράφηκαν από τους Αζέρους και τους Τούρκους υπό το αδιάφορο βλέμμα της "γα@@@@νης Δύσης".


Σημειώσεις: 

Τα αποσπάσματα είναι από τον Ματθαίο της Έδεσσας και από άλλους αυτόπτες μάρτυρες και περιέχονται στο βιβλίο του Ρέιμοντ Ιμπραχίμ, «Σπαθί και Γιαταγάνι: Δεκατέσσερις αιώνες πολέμου μεταξύ Ισλάμ και Δύσης».


Ο Ρέιμοντ Ιμπραχίμ (γ. 1973-) είναι Αμερικανός συγγραφέας, μεταφραστής, αρθρογράφος, κριτικός του Ισλάμ και πρώην βιβλιοθηκάριος. Η εστίασή του είναι η αραβική ιστορία και γλώσσα, και τα τρέχοντα γεγονότα.

https://www.raymondibrahim.com/2023/09/20/a-thousand-years-of-jihad-on-the-oldest-christian-nation/?fbclid=IwAR1m1ExJRDjO-cz5IoFQ-TCdY97MxPJWdVU-GppgORXN0jE4naKb4bwpMxY