Σελίδες

Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

Τὰ μαῦρα κούτσουρα

  

κυρ   

Σοβαρὸς καὶ ἀρχαϊκός, γαλανὸς καὶ ἀνοιχτοπρόσωπος ὁ κὺρ Δημητράκης τ᾿ Ἀγάλλου, μὲ τὰς πλατείας χειρίδας, τὴν κεντητὴν ζώνην, καὶ τὰ στιλπνὰ πανοβράκια του, ἐσύχναζε καθ᾿ ἑκάστην εἰς τὸ Κιόσκι… ἐντὸς τῆς σιδηρᾶς πύλης τοῦ Κάστρου, καὶ ἀντικρὺ εἰς τὸ μικρὸν τζαμί, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο διὰ τὸν τύπον ἐκεῖ, τάχα διὰ τὰς θρησκευτικὰς ἀνάγκας τοῦ μοναδικοῦ Ἀγᾶ, ὅστις εὑρίσκετο ὡς σημεῖον συνδέσμου καὶ ὑποταγῆς ἐφ᾿ ὅλης τῆς νήσου. Ἐκεῖ ἐσυναθροίζοντο ὅλοι οἱ προεστοί, πρόκριτοι καὶ δημογέροντες τοῦ τόπου, διὰ νὰ καπνίζουν τὸ μακρὸν τσιμπούκι, νὰ πίνουν τὸ σερμπέτι, καὶ νὰ συζητοῦν ὡς μεγάλα κεφάλια, τὰ συμφέροντα ὅλης τῆς κοινότητος. Ἐσχάτως μόνον τὸ σερμπέτι ἤρχισε ν᾿ ἀντικαθιστᾷ ὁ καφές, τὸν ὁποῖον ἐκόμισε πρῶτος, ἐπιστρέψας ἄρτι ἐκ τῆς Βλαχίας καὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ κὺρ Ἀλεξανδράκης ὁ Λογοθέτης, μεγαλέμπορος καὶ πρῶτος προεστὼς τοῦ Κάστρου.


Συνήθως οἱ προεστοὶ ἦσαν βραχυλόγοι. Ἔσφιγγον τὰ χείλη, καὶ δυσκόλως ἔφευγε λόγος τὸ ἕρκος τῶν ὀδόντων των. Ἔμεναν πάντοτε ἀμφίῤῥοποι, καὶ δὲν ἐξεφράζοντο ποτὲ ἀρκετὰ σαφῶς διὰ πᾶν ζήτημα. Ὁ κὺρ Δημητράκης τ᾿ Ἀγάλλου ἔλεγε μόνος του εἰς μίαν ἡμέραν τόσα λόγια, ὅσα δὲν ἔλεγαν εἰς δέκα συνεδριάσεις ὅλοι ὁμοῦ οἱ προεστοί. Πλήν, μὲ ὅλην τὴν στωμυλίαν ταύτην, κανὲν ὑποκείμενον δὲν ἐσαφηνίζετο. Οὔτε ὁ λέγων ἐφαίνετο νὰ ἠξεύρῃ ἀκριβῶς τί ἔλεγεν, οὔτε οἱ ἀκροαταί του ἐνόουν εὐκρινῶς τί ἤθελεν ὁ ἀγορητὴς νὰ εἴπῃ.

Ἐκεῖνο τὸ Σάββατον, ὁποὺ ὁ κὺρ Δημητράκης ἐπέστρεφεν οἴκαδε περὶ τὴν μεσημβρίαν, σοβαρὸς καὶ γαλήνιος, σκεπτικὸς εἰς ὅλον τὸν δρόμον, εἶχε συζητηθῆ θέμα πολὺ εὐγενὲς εἰς τὸ Κιόσκι, εἰς τὴν συνάθροισιν τῶν προεστῶν. Ἐπρόκειτο περὶ παίδων ἀγωγῆς, καὶ μάλιστα περὶ τῆς διαγωγῆς τῶν ἐφήβων καὶ νεανίσκων, ἐκείνου τοῦ καιροῦ, μεσοῦντος τοῦ ΙΗ´ αἰῶνος. Δύο ἢ τρεῖς νέοι, τὰς ἡμέρας ἐκείνας, ἀπὸ καλὰς οἰκίας ὁπωσοῦν, εἶχον ἐκτραπῆ τῆς εὐθείας ὁδοῦ καὶ εἶχον ἐξωκείλει εἰς θορυβώδεις κώμους τὴν νύκτα, μὲ βιολιὰ καὶ μὲ λαγοῦτα, καὶ μὲ λίαν ζωηρὰ καὶ ξανοιχτὰ ᾄσματα. Μίαν λέξιν εἶχεν εἰπεῖ μετὰ γενικότητος ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος ὁ Κονόμος.

-Δὲν πᾶμε καλά.

-Ξωκείλαμε, ἐπρόσθεσεν ὁ κὺρ Φραγκούλης τοῦ Φραγκούλη.

-Μπατάραμε-πέσαμ ὄξου, ἐπέφερεν ὁ καπετὰν Πέτρος ὁ Μαυρογιαλής.

-Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ἔλειψε, συνεπέρανεν ὁ Σακελλάριος ὁ παπαΖαχαρίας.

Καὶ ὁ κὺρ Δημητράκης ἤρχισε στωμύλος ν᾿ ἀναπτύσσῃ τὸ ζήτημα.

-Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἤρχισε μὲ ὕφος σχεδὸν καλογηρικόν, πρέπει νὰ ξέρουμε, πὼς ὅλοι μεῖς εἴμαστε σὰ μιὰ οἰκογένεια ἀγαπημένη ἀπὸ πατέρα κι ἀπὸ μάννα, ὅλοι ἀδέρφια εἴμαστε. Πατέρας μας εἶναι ὁ Θεός, μάννα μας εἶν᾿ ἡ γῆς. Καὶ λοιπόν, ἐπειδὴς εἴμαστε ὅλοι ἀδέρφια, μὲ τὸ νὰ ἔχουμε ὅλοι ἕνα πατέρα, τὸν Θεόν, καὶ μίαν μητέρα τὴν γῆς, πρέπει νὰ εἴμεθα ἀγαπημένοι καὶ τιμημένοι, ὡσὰν μία οἰκογένεια ποὺ εἴμαστε. Τὶ λέγει τὸ ἱερὸ Βαγγέλιο; «Ἀγαπήσῃς τὸν πλησίο σου ὡς σεαυτόν». Ἐπειδὴς ὁ πλησίος, ὁ γείτονας σου, εἶναι ἀδελφός, μὲ τὸ νὰ ἔχῃ ἕνα πατέρα, τὸν Θεόν, καὶ μία μάννα, τὴν γῆς, ἤγουν θὰ πῇ πὼς εἶναι σὰν ἀδερφός σου, σωστὸς ἀδερφός σου. Καὶ τὶ λέγει πάλιν. «Ὃ σὺ μισεῖς, ἑτέρῳ μὴ ποιήσῃς». Ἑταῖρος, μοῦ ἔλεγε ὁ Λογιώτατος ὁ γυιός μου, ἑταῖρος θὰ πῇ σύντροφος, φίλος. Πῶς μπορεῖς νὰ κάμῃς κακὸ στὸν ἀδερφό σου, στὸν σύντροφό σου, στὸ φίλο σου; Ἤγουν, διὰ νὰ καταλάβετε καλά, πατέρες, τὶ λέγω, θέλεις ἐσὺ νἄρχωνται νὰ κάνουν πατινάδες ἀποκάτω στὰ παράθυρά σου τὴν νύκτα;

-Δὲν τὰ λὲς καὶ τόσο βαθιὰ ἑλληνικά, καταλάβαμε, εἶπεν ὁ πρῶτος λαλήσας, ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Κονόμος.

-Ἀγκαλά, κὺρ Δημητράκη, κι ὁ γυιός σου, καθὼς ἔμαθα, ὁ Ἀγάλλος, ἦταν ἀπὸ διαβάτ᾿ κι αὐτός, εἶπεν ὁ καπετὰν Πέῤῥος, ἦταν μαζὶ μὲ τὸ τσοῦρμο.

-Ποιό τσοῦρμο, καπετὰν Πέῤῥο· στὸ καράβι εἶν᾿ ὁ νοῦ σ᾿;

-Μαζί μ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔκαναν τὴν πατινάδα, ἡρμήνευσεν ὁ παπα-Ζαχαρίας. Κι γὼ τ᾿ ἄκουσα, κὺρ Δημητράκη.

-Τί λές, παπά;

-«Τὸ ναί, ναί, καὶ τὸ οὐ, οὐ», ἐπέμεινεν ὁ παπάς. Καλλίτερα νὰ τὰ λέμε μπροστά, κὺρ Δημητράκη. Νὰ μὴ γνέφῃ τινας «ὀφθαλμῷ μετὰ δόλου», λέγει ὁ σοφὸς Σολομών. «Ὁ ἐλέγχων μετὰ παῤῥησίας εἰρηνοποιεῖ».

-Ἐγὼ τώρα τ᾿ ἀκούω αὐτό, ἐπανέλαβε κατηφὴς ὁ κὺρ Δημητράκης.

-Γιατὶ στερνὰ τὰ μαθαίνει ὅλα κεῖνος, ὅπου ἔπρεπε πρῶτος νὰ τὰ ξέρῃ, εἶπεν ὁ παπάς. «Καὶ ἔσονται οἱ πρῶτοι ἔσχατοι».

-Ἔ! καὶ τὶ νὰ κάμῃ, σὰ σᾶς ἀκούει καὶ σᾶς! ἔκραξεν ἀνυπόμονος ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Κονόμος. Μπορεῖ νὰ μνουχίσῃ τὸν γυιό του;

Κι ἐκάγχασεν ὀλίγον φορτικῶς [προπετῶς].

-Καλλίτερα νὰ τὸν πανδρέψῃ, εἶπεν ὁ παπάς. Ἔχουμε κορίτσια στὸ χωριό. Πῶς σᾶς φαίνεται ἡ ἀνηψιά μου, ἡ Οὐρανίτσα τοῦ Θωμᾶ Κουμπῆ;

-Καλὴ καὶ ἄξια, εἶπεν ὁ καπετὰν Πέῤῥος.

-Καλά θὰ τὸν πανδρέψω, εἶπεν ἀποφασιστικὸς ὁ κὺρ Δημητράκης. Σοῦ δίνω τὸ λόγο μου, παπά μου.

Ἔτεινε τὴν χεῖρα πρὸς τὸν ἱερέα. Εἶτα ἐπῆρε τὸ τσιμπούκι, καὶ ἀπῆλθεν ὁρμητικός.

* * *
-Ἄκουσε, τὶ σοῦ λέει ὁ ἀφέντης σου, ἔλεγεν ἡ γριὰ Ἀρετή, ἡ Δημητράκαινα, πρὸς τὸν υἱόν της, τὸν πρωτότοκον Ἀγάλλον.

-Ἔδωκα τὸ λόγο μου στὸν παπά-Ζαχαρία, ἐπανέλαβε πολλάκις ὁ κὺρ Δημητράκης.

-Κι ἐγὼ εἶχα ῥίξει τὸ μάτι μου στὴν κόρη τῆς Γλεζίτσας, στὴ Σκόπελο, ἐπέμενεν ἄκαμπτος ὁ Ἀγάλλος.

Ὁ Ἀγάλλος ἦτο 22 ἐτῶν, ὑψηλὸς καὶ εὔμορφος, γαλανός, ὅπως ὁ πατήρ του. Εἶχεν ἀρχίσει ἀπὸ τριῶν ἐτῶν νὰ κάμνῃ ταξίδια ἐπάνω στὸν Ποταμόν, εἰς τὴν Βλαχίαν, κι ἐκεῖθεν εἶχεν ἐπανακάμψει πρὸ ὀλίγων μηνῶν, φέρων ὀλίγας ἑκατοντάδας φλωρίων, ὡς πρωτόλεια, εἰς τοὺς γονεῖς του. Εἶχε κρατήσει πέντ᾿ ἓξ διὰ νὰ εὐθυμήσῃ μὲ τοὺς φίλους του.

Πρὶν φθάσῃ εἰς τὸ Κάστρον, εἶχε ξεμβαρκάρει κατ᾿ ἀνατολὰς εἰς τὴν ἀντικρυνὴν νῆσον, κι ἐκεῖ εἶχεν ἰδεῖ τὴν ὡραίαν, λεπτοφυῆ, ὠχράν, λευκὴν καὶ σχεδὸν μεταξωτήν, εἰς συγγενικὴν οἰκίαν, διότι εἶχε πρωτεξαδέλφους ἐξ ἀγχιστείας, καθότι ἐγίνοντο τότε συχναὶ ἀγχιστεῖαι μεταξὺ τῶν ἐγκρίτων οἰκογενειῶν τῶν δύο νήσων. Καὶ ὁ Ἀγάλλος εἶχεν ἐρωτευθῆ τὴν γαλαζοαίματην, τὴν κιτρίνην καὶ σχεδὸν διαφανῆ κόρην.

Ὁ κὺρ Δημητράκης ἤρχισε νὰ διηγῆται μακρὸν συναξάρι περὶ ὑπακοῆς καὶ ἀπειθείας τέκνων καὶ ὅτι «εὐχαὶ γονέων στηρίζουσι θεμέλια οἴκων». Ὁ Ἀγάλλος μόλις ἤκουεν. Ἡ γριὰ Ἀρετὴ πρόχνυ καθημένη, περιβάλλουσα μὲ συμπεπλεγμένας χεῖρας τὰ δύο γόνατα, ἔσειεν ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν τὴν κεφαλήν, ὡς νὰ ἐπέθετεν ὀξείας καὶ περισπωμένας εἰς τὸ λεκτικὸν τοῦ συζύγου της.