Σελίδες

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2024

Γιατί άραγε μου φέρνουνε βαθεία συγκίνηση , και φυλάγω κρυφά μέσα στην καρδιά μου κάποια πράγματα, που δεν τα παρατηρεί κανένας;

 

 Μπορεί να είναι εικόνα κείμενο

Κι αν βρεθεί κανείς να τα προσέξει και να νοιώσει κάτι απ’ αυτά , ωστόσο δεν το φανερώνει, για να μην τον λογαριάζουν για άνθρωπο που χάνει τον καιρό με κάποια πράγματα που δεν είναι σοβαρά, προπάντων στην εποχή μας, που θέλει να είναι οι άνθρωποι δραστήριοι σε χεροπιαστά πράγματα , προ πάντων σε ό, τι βγάζει χρήματα: «λεφτά, πολλά λεφτά!» ακούω συχνά να λένε δίπλα μου , κι ανατριχιάζω, αν τύχει να κα΄θησω σε καμία καρέκλα, κι ας βρίσκουμαι και μίλια μακρυά απο την Αθήνα.



Μέσα σε τέτοιον κόσμο, λοιπόν, σε βλέπουν όλοι σαν χασομέρη, αν τύχει να μιλήσεις για κάποια αισθήματα και για κάποιες συγκινήσεις που βρίσκουνται μακρυά απο τη μόνη και μοναδική κι αδιάκοπη συγκίνηση των λεφτών , που τη νοιώθει όλος ο κόσμος. Κι αν τύχει μάλιστα αυτά τα αισθήματα να έχουνε σχέση με τη θρησκεία, εκείνον που τα έχει και που θαρρεύτηκε να τα πει κιόλας, θα τον πούνε, όπως είπα στην αρχή, χασομέρη, ανόητον , όσο και βλαμμένον.
Ωστόσο, εμένα δεν με φοβερίζουνε αυτές οι προσβλητικές ονομασίες, γιατί τις συνήθισα και γιατί τις ακούσαμε κι άλλοι πιό σπουδαίοι απο μένα, αλλά και γιατί δεν έχω πολλή εκτίμηση σε όσα εκτιμούν οι σημερινοί άνθρωποι! Και γι’ αυτό, όπως πάντα, φανερώνω τι έχω μέσα στην καρδιά μου, κι όποιος θέλει ας τ’ ακούσει!
Ξέρω καλά, τί εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ ζοῦνε οἱ λεγόμενοι κοσμικοὶ ἄνθρωποι. Οἱ ἄνθρωποι, δηλαδή, ποὺ διασκεδάζουνε, ποὺ ταξιδεύουνε, ποὺ ξεγελιοῦνται μὲ λογῆς-λογῆς θεάματα, μὲ ἀσημαντολογίες, μὲ σκάνδαλα, μὲ τὶς διάφορες ματαιότητες. Ὅλα αὐτά, ἀπὸ μακριὰ φαντάζουνε γιὰ κάποιο πρᾶγμα σπουδαῖο καὶ ζηλευτό! Ἀπὸ κοντά, ὅμως, ἀπορεῖς γιὰ τὴν φτώχεια ποὺ ἔχουνε, καὶ τὸ πόσο κούφιοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ξεγελιοῦνται μὲ αὐτὰ τὰ γιατροσόφια τῆς εὐτυχίας. Βλέπεις δυστυχισμένους ἀνθρώπους, ποὺ κάνουνε τὸν εὐτυχισμένο! Κατάδικους, ποὺ κάνουνε τὸν ἐλεύθερο! Ἄδειοι ἀπὸ κάθε οὐσία! Τρισδυστυχισμένοι! Πεθαμένη ἡ ψυχή τους! Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀνύπαρκτη καὶ ἡ «εὐτυχία» τους!
Τελείως ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ!
Ἀλλὰ πῶς νὰ γίνει ψωμί, σὰν δὲν ὑπάρχει προζύμι; Καὶ πῶς νὰ μὴν εἶναι ὅλα ἄνοστα, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἁλάτι;
Μὴ φοβᾶσαι, ἀδελφέ μου, νὰ μείνεις μοναχὸς μὲ τὸν ἑαυτό σου! Μὴ καταγίνεσαι ὁλοένα μὲ χίλια πράγματα, γιὰ νὰ τὸν ξεχάσεις! Γιατὶ ὅποιος ἔχασε τὸν ἑαυτό του, κάθεται μὲ ἴσκιους καὶ μὲ φαντάσματα μέσα στὴν ἔρημό του θανάτου. Ἀγάπησε τὸν Χριστὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, περισσότερο ἀπὸ τὶς πεθαμένες σοφίες τῶν ἀνθρώπων. Περισσότερο ἀπὸ κάθε τιμὴ καὶ δόξα ἐτούτου τοῦ κόσμου. Καὶ μοναχὰ τότε, θὰ χαίρεσαι σὲ κάθε ὥρα τῆς ζωῆς σου. Κανένας δρόμος δὲν βγάζει στὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς, παρὰ μόνο ὁ Χριστός, ποὺ σὲ καλεῖ πονετικά:' Εγώ ειμί η οδός '.
Ἂν δὲν νοιώθεις μυστήριο σὲ ὅ,τι βλέπεις, σὲ ὅ,τι ἀκοῦς, σὲ ὅ,τι πιάνεις, εἶσαι στ᾿ ἀλήθεια πεθαμένος ἄνθρωπος. Θυμᾶμαι τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦσα πιὸ φυσικὴ ζωή, πὼς ὅλα μὲ κάνανε νὰ βουτῶ βαθειὰ μέσα μου καὶ νὰ βρίσκω κάποια ἀλλόκοτα πετράδια, καὶ κάποια μαργαριτάρια μιᾶς ξωτικῆς θάλασσας...
...Αν έρτω γω στα κατατόπια σου, ξέρω καλά πως θα με ποτίσεις πίκρα και μιζέρια, γιατί είμαι απλός κ' εσύ δασκαλεύεσαι μέρα-νύχτα απ' το διάολο. Μα αν τύχαινε κανένας άνεμος να σε ρίξει σε τούτο το έρημο μέρος που ζω κι αν μπορούσα για μια στιγμή να σου δανείσω το μυαλό μου και την καρδιά μου, τότες θα 'βλεπες, τότες θα καταλάβαινες για ποιά μυστήρια σου μιλώ...
Στον αγέρα πετούν ένα σωρό πράματα! Ακούγεται η βαθειά βουή του ατελείωτου κόσμου... Στήσε το αυτί σου!... Τι μυστική γλώσσα έχει η ψυχή! ... Περπατώ με τις μύτες των ποδιών μου, το δάχτυλό μου είναι απάνου στο στόμα μου... Ειδών ειδών μυρουδιές κλώθουνται σε χρωματιστά ρέματα, που ’ναι όμοια με τόξα τ’ ουρανού... Απάνου στο πάτωμα στοιβάζουνται - φρου φρου - μαλακά πούπουλα, που στρίφουν στον αγέρα και πέφτουν αμέτρητα, σκεδιάζοντας χίλια χάδια αγάπης - χίλια χάδια αγάπης...
Οι άδειες καμάρες τ’ ουρανού γιομίζουν από μια κρυφή μουσική... Μέσα στο άπατο χάος κυλάνε αργά και βουβά εκατομμύρια χαμένοι αιώνες... Η Πούλια αφουγκράζεται με σιωπή τη σκέψη του θεού... Απάνου στις στερεμένες θάλασσες του Βέγα αρχίζει να φυσά ένα ερημικό αγέρι.
Φτωχή μου φωλιά! Εδώ μέσα οι άγγελοι χορεύουν με τις αιώνια παιδικές φτέρνες τους κάθε βράδυ... Ωσαννά! Ωσαννά!... Η γης αγιάστηκε!...
Φώτισε, Κύριε, τὶς σκοτισμένες διάνοιές μας. Ἐλευθέρωσέ τες ἀπὸ τὰ φιλόσαρκα φρονήματα. Γέμισε τὴν καρδιά μας μὲ τὴν πανευφρόσυνη λύπη σου. Γιατὶ μ᾿ αὐτὴ βρίσκουμε τὸν μυστικὸ δρόμο ποὺ μᾶς φέρνει σὲ Σένα, κι ὄχι μὲ τὶς ἀπατηλὲς σοφίες τοῦ κόσμου τούτου.
Ἡ λύπη τῆς διανοίας εἶναι θυμίαμα εὔοσμο, ποὺ ἀνεβαίνει πρὸς τὸν θρόνο σου. Αὐτὴ ἀνοίγει τὴν κλεισμένη πύλη, γιὰ νὰ μπεῖ ἡ ψυχή μας στὴ χώρα τῶν μυστηρίων Σου. Γιὰ τοῦτο εἶπες· «μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται. Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται».
κυρ Φώτης Κόντογλου