Σελίδες

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

Το Μικρασιατικό ζήτημα από την πυρπόληση της Σμύρνης και το μαρτύριο του Χρυσόστομου, μέχρι την ύβρη και την διεκδίκηση.


 














Θεοφάνης Μαλκίδης

Το Μικρασιατικό ζήτημα από την πυρπόληση της Σμύρνης και το μαρτύριο του Χρυσόστομου, μέχρι την ύβρη και την διεκδίκηση.


Ο Δ. Αιγίδης στο σημαντικότατο βιβλίο που έγραψε για το προσφυγικό ζήτημα του 1922, τονίζει ότι «1.200.000 ψυχές αποτελούν τον τραγικόν εις ανθρώπινας απώλειας απολογισμόν του αγώνος. …».




Ο πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη Τζορτζ Χόρτον καταγράφοντας την καταστροφή της Σμύρνης το 1922 τονίζει, μεταξύ των άλλων, πως «δεν έλειπε τίποτε σχετικά με τη θηριωδία, την ακολασία, την σκληρότητα και όλη τη μανία του ανθρώπινου πάθους» .

Έτσι, παρά το γεγονός ότι η Μικρά Ασία, αποτέλεσε το χώρο δραστηριότητας αλλά και μαρτυρίου εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων, χρειάστηκαν μόνο λίγα χρόνια στρατιωτικής και παραστρατιωτικής δράσης από τους Οθωμανούς και τους Κεμαλικούς για να εξαφανιστεί βιολογικά και λίγες δεκαετίες λήθης από την επίσημη Ελλάδα, για να καταργηθεί και ηθικά. Αρχικώς η βία εξαφάνισε την ιστορία του ελληνικού πληθυσμού και οδήγησε άγνωστο αριθμό ανθρώπων στο θάνατο και εκατομμύρια στην προσφυγιά στην Ελλάδα και αλλού. Η πυρπόληση της Σμύρνης και το μαρτύριο του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου είναι δύο εμβληματικές σκηνές της τραγωδίας του Μικρασιατικού Ελληνισμού

Στη συνέχεια, η τραγωδία του σημαντικού και ιδιαίτερης αξίας μέρους του ελληνικού λαού συνδυάστηκε και με τον ακρωτηριασμό της μνήμης και της ταυτότητας. Οι πρόσφυγες οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στον ελλαδικό χώρο αντιμετώπισαν προβλήματα που δυσχέραναν την ήδη τραγική πορεία τους. Από αυτήν την διαδρομή προέκυψαν χιλιάδες ιστορίες που διαμόρφωσαν τη ανθρώπινη διάσταση του Μικρασιατικού ζητήματος, ιστορίες που εκτυλίχθηκαν στην Τουρκία, την Σοβιετική Ένωση, τις ΗΠΑ, την Αυστραλία, σε όλον τον κόσμο.

Όσοι σώθηκαν από τον εδαφικό ακρωτηριασμό, έχασαν και το δικαίωμα στην ιστορική αναφορά, στην προέλευση και τη μνήμη. Παρά την αγωνία τους για την επιβίωση, προσπάθησαν να συγκρατήσουν μέσα από τις συλλογικές οργανώσεις τους, τα σωματεία και τους συλλόγους τους, την ιδιαίτερη πατρίδα τους και την αλήθεια, δηλαδή τη μη λήθη. Ωστόσο, αυτό που αντιμετώπισαν ήταν η εχθρική στάση και ο πόλεμος,. Συνεργός η εκπαίδευση, η οποία αρκετές φορές με τις παραλείψεις και την ολιγωρία της δεν μπόρεσε να συνδέσει το χθες της Μικράς Ασίας με το σήμερα του ελλαδικού χώρου και το αύριο των επόμενων προσφυγικής καταγωγής γενεών.

Η συνέχεια είναι γνωστή. Φολκλόρ, «φεστιβάλ», εθνικές γιορτές και από την άλλη, ρατσιστικές αναφορές και εχθρότητα. Αυτό, όμως, το σχήμα δεν μπορούσε να εκφράσει τον πλούτο του μικρασιατικού πολιτισμού, το ειδικό του βάρος στην ελληνική ιστορία. Η νέα δυναμική της δεκαετίας του 1980 και 1990 που συνδυάστηκε με την επιστροφή της Μκρασιατικής ιστορίας στο προσκήνιο, με το αίτημα για την μνήμη, την αναγνώριση από την Ελλάδα της γενοκτονίας- οξύμωρο αυτό να γίνεται τόσο αργά και τόσο σιωπηλά- με τις νέες διεκδικήσεις, δημιούργησε νέα δεδομένα. 

Οι παλιοί Μικρασιάτες συνάντησαν τις νέες γενιές, οι οποίες αναζήτησαν μία νέα σχέση με την ιστορία και την παράδοση, περνώντας σε νέες οδούς αναζήτησης της ταυτότητας. Και το έχουν πετύχει αν αναλογιστούμε το πρόσφατο παρελθόν της λήθης, και το συγκρίνουμε με το παρόν της ενεργοποίησης και του μέλλοντος της δημιουργικής και της παραγωγικής μνήμης. Το Μικρασιατικό ζήτημα είναι πλέον στο προσκήνιο, στο φως.