Πέρα-δώθε στο βεραντάκι...
Αρχισα τα φθινοπωρινά κόλπα.
Έβλεπα απέναντι το Χλεμούτσι , τα φώτα
της Ε.Ο Πατρών Πύργου, μια γραμμή που
κάνει παρέλαση. συνομιλούσαν και δυο σκυλιά,
ένα με τσιριχτή φωνή, του απαντούσε μια μπάσα
ρυθμική...
Τι να λέγανε γμτ! Εβηχε κι εκείνο το κουκουβαγιοειδές πουλί, χοροπηδούσαν και δυο τρεις νυχτερίδες τριγύρω, Επαναλήψεις, που έχω μαζί τους μια πρωτοφανή οικειότητα. Πάνω απ΄το κεφάλι μου η ουρά της Άρκτου...
Γυρνάω ανάποδα για τη δω ολόκληρη, και μού ῤχεται εκείνη η προσευχή που έμαθα στους Εσπερινούς του Αη Λευτέρη -με έπαιρνε ο πατέρας μου μαζί του-μόλις πήγα σχολείο, στην 1η Δημοτικού. Μου τη μάθαινε απαγγελία: "Βασιλεύ ουράνιε...παράκλητε το πνεύμα της αληθείας..." Είμαστε χωρισμένοι στο σπίτι σε δυο...προσευχικά κόμματα. Της Καλλιώς της άρεσε το "πάτερ ημών". εμένα και του Παντελή το "Βασιλεύ ουράνιε..." Η μαμά ήταν πιο λαϊκή, τραγουδούσε συχνά μαζί με την προσευχή και το "Αστα τα μαλλάκια σου ανακατεμένα..." Εγώ κι ο Παντελής είμαστε πιο...πολυτελείς!
Βουτούσαμε στο στόμφο της γλώσσας, μας άρεσαν οι κλητικές... τά γάργαρα του ρυθμού! "Παράκλητε... πανταχού παρών...τα παντα πληρών... θησαυρός των αγαθών...ζωής χορηγός... Ελθέ και εσκήνωσον..." Τέτοια ελληνικά πρωτόμαθα ας είναι καλά οι Άγιοι Πατέρες... Με γοήτευε αυτή η απαγγελία, κι ας μη καταλάβαινα γρι το νόημα των λέξεων...
Σκέπτομαι λοιπόν, πως σε κάτι παρόμοιες απαγγελίες, στην ηχώ των λέξεων οφείλει κανείς ν΄αναζητήσει καταγωγή, κι όχι στα ληξιαρχεία. Στη μετάδοση λεκτικού περιεχομένου, στη συνέχειά της. Μια πολιτισμική γραμμή... καταγωγής που αφορά κείμενα, διενέξεις, αμφιβολίες και κάποια "πίστη".
Όταν μεγάλωσα λιγάκι, άφησα τις προσευχές κι έμεινα να ακούω μονάχα λόγια... Άρχισε να μου αρέσει η βραδινή προσευχή της μαμάς, που την έλεγε φωναχτά με τη μακριά της νυχτικά, καταλήγοντας πάντα στο "δόξα σοι ο Θεός, Θεέ μου!" Ξεκαρδιζόμουν με την προσφώνηση και τη ρωτούσα: "Γιατί λες δυο φορές το Θεό;" Κι εκείνη με φυσικότητα απαντούσε: "γιατί έτσι πάει..."
Έτσι σιγά-σιγά στο σπίτι γίναμε ένα ενιαίο προσευχικό κόμμα, καθηλωμένοι στις βραδινές ικεσίες της μαμάς, που έμοιαζαν με ωραία διηγήματα, σαν αυτά που διαβάζαμε στο Ρομάντζο και στο Ντομινό. Στα κοσμικά διατηρήσαμε τις διαφορές μας. Εγώ άρχισα να λιποθυμάω με τους Beatles, η μαμά τους έλεγε "Μπίληδες" και παρέμεινε στα "ανακατεμένα μαλλάκια" κι ο Παντελής καμιά φορά τραγουδούσε την Αμπελοκουτσούρα. Προχωρήσαμε κι άλλο. Στα χρόνια της Αθήνας εγώ άκουγα Τζαβέλα και κόλλησα στο Θεοδωράκη, η Καλλιώ εκεί...στα μαλλάκια, κι ο Παντελής ατραγούδιστος και σιωπηλός... Για να καταλήξουμε σε ένα ενδιαφέροντα επίλογο.
Ο Παντελής μας αποχαιρέτησε με την Άρνηση των Σεφέρη-Θεοδωράκη, μας την τραγούδησε τρεις ώρες πριν κλείσει οριστικά τα μάτια του. Η μαμά δεν ξέρω τι έκανε, ήμουν χρόνια μακριά της, μόνο στους γάμους μας τη θυμάμαι να κτυπά παλαμάκια και να σιγοτραγουδά... Εγώ συνεχίζω να τραγουδάω, αλλά πιο πολύ ορνιθοσκαλίζω...
Καλημέρα λοιπόν!