Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ μονεμβασιώτης γεννήθηκε στίς Γοῦβες τῆς Μονεμβάσιας τό 1758 μ.Χ. Δέν εἶχε ἀδέρφια καί ἑπόμενο ἦταν ἡ ἀγάπη τῶν γονιῶν του νά συγκεντρώνεται σ` αὐτόν. Καθώς μεγάλωνε αὐξανόταν ἡ γνώση καί ἡ ἀρετή του. Ὁ πατέρας τοῦ καταγόταν ἀπό τό Γεράκι καί ἦταν ἐφημέριος στίς Γοῦβες τῆς Μονεμβασίας. Ἡ μητέρα τοῦ ἦταν μιά ἁπλοϊκή γυναῖκα, ἀφοσιωμένη στό σπίτι καί τήν ἀνατροφή τοῦ παιδιοῦ της. Σχολεῖα ἐκεῖνο τόν καιρό δέν ὑπῆρχαν καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης σπούδαζε τή ζωή τοῦ παπᾶ πατέρα του. Ξυπνοῦσε πολύ πρωί γιά τόν ὄρθρο. Ἀκολουθοῦσε πάντα τόν πατέρα του στούς Ἑσπερινούς, μάθαινε νά χτυπάει τίς καμπάνες τῆς ἐκκλησίας, ἔκανε μετάνοιες καί σταυρούς μέ τόν θεοφοβούμενο παπα-Δημήτρη καί τόν βοηθοῦσε στό ψαλτῆρι.
Τότε στήν Τουρκοκρατούμενη Ἑλλάδα, τό 1770 μ.Χ., ἄρχισε ἡ ἐπανάσταση καί κράτησε 10 χρόνια. Τό Γένος ὑποστηριζόταν ἀπό τόν Ρωσικό στόλο. Τελείωσε τό 1780 μ.Χ. μέ ἐγκατάλειψη τοῦ Ρωσικοῦ στόλου καί τή συμφορά τοῦ Ἔθνους μας. Σ` αὐτό τό διάστημα δέν ἦταν δυνατόν νά μείνει ἀνέπαφό τό σπίτι τοῦ παπᾶ. Οἱ ἄπιστοι ἔσφαξαν τόν ἱερέα πατέρα μπροστά στό ποίμνιό του. Τό γεγονός ράγισε τήν εὐαίσθητη καρδιά τοῦ Ἰωάννη πού ἦταν μόλις 12 χρονῶν. Οἱ Τοῦρκοι πῆραν τήν μάνα, τό γιό καί τούς ἄλλους συγχωριανούς ὁδηγώντας τους σάν κοπάδι στή σφαγή . Μετά ἀπό λίγες μέρες μαθαίνουν ὅτι τούς πηγαίνουν στή Λάρισα μιά μεγαλούπολη τότε περίπου 40.000 κατοίκων, περιτειχισμένη μέ περισσότερους ἀπό 20 μιναρέδες γιά νά πουληθοῦν. Δυστυχῶς ὅμως σέ διαφορετικό ἀφέντη ὁ Ἰωάννης καί σέ ἄλλον ἡ μητέρα του.
Ὕστερα ἀπό δύο χρόνια ξαναπουλήθηκαν, αὐτή τή φορά ἀγοράστηκαν ἀπό τό ἴδιο ἀφεντικό. Δέν ἦταν τυχαῖο γεγονός, ἦταν ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Τό πλούσιο ἀφεντικό τους, Ἀγαρηνός γεννημένος στή Θεσσαλονίκη πού ρίζωσε στή Λάρισα, ἀγάπησε τόν Ἰωάννη καί θέλησε νά τόν υἱοθετήσει, ἀλλάζοντας του πίστη. Ὁ Ἀγαρηνός τοῦ ἐλάττωσε τίς βαριές δουλειές καί μέ κολακεῖες προσπάθησε νά τόν μεταπείσει. Ὅμως στίς ὑπηρεσίες τοῦ ἀλλόθρησκου ἀφεντικοῦ του ὁ Ἰωάννης φανερώνει τό ἀκμαῖο φρόνημα καί τήν ἀμετάπειστη εὐλάβειά του στόν ἀληθινό Θεό . Γιά νά τοῦ ἀλλάξουν πίστη χρησιμοποίησαν σατανικές τέχνες μέ τίς ὁποῖες δέν κατάφεραν τίποτα. Ὁ Ἰωάννης λοιπόν μέ τό καλό δέν ἔπαιρνε. Γι’ αὐτό ὁ ἀφέντης του πῆρε τήν ἀπόφαση νά τόν δοκιμάσει μέ τό ἄγριο. Ἔτσι μιά μέρα δέν τόν ἔστειλε στή δουλειά, ἀλλά ὁδήγησε τόν Ἰωάννη στό τζαμί τοῦ Χασάν Βέη. Ἐκεῖ μαζεύτηκαν πολλοί Τοῦρκοι καί προσπάθησαν μέ κάθε τρόπο νά κάνουν τόν Ἰωάννη νά τουρκέψει βάζοντας του τό σπαθί καί τό πιστόλι στό στῆθος του καί μέ αὐτό τόν θεαματικό τρόπο διέσχισαν τήν πόλη γιά νά διαπομπεύσουν, νά λυγίσουν τόν Ἰωάννη, ὥστε νά ἀναγκαστεῖ νά ἀλλαξοπιστήσει. Παρ’ ὅλα αὐτά ἔμεινε ἀκλόνητος στή πίστη του. Θά μποροῦσε βέβαια νά δώσει τέλος σέ ὅλες τίς κακουχίες μέ τό νά γίνει κρυπτοχριστιανός, δέν τό δέχτηκε ὅμως γιατί ἀγαποῦσε περισσότερό το Χριστό ἀπό τή ζωή του καί δήλωσε καθαρά τήν ἀπόφασή του: «Χριστιανός θέλω νά πεθάνω».
Ἦταν 15 Αὐγούστου, γιορτή τῆς Θεοτόκου, περίοδος πού οἱ χριστιανοί νηστεύουν, ὅταν ὁ Ἀγαρηνός προσπάθησε νά τόν κάνει νά ἁμαρτήσει δίνοντάς του νά φάει κρέας. Ὁ Ἰωάννης ἀντιστάθηκε στόν πειρασμό, μέ ἀποτέλεσμα νά τόν κλείσουν σ’ ἕνα σκοτεινό καί βρώμικο στάβλο. Ἀφοῦ πέρασαν ἀρκετές μέρες, ὁ Ἀγαρηνός προκειμένου νά βάλει τό μικρό Ἰωάννη νά ἀρτυθεῖ, ἄλλοτε τόν κρέμαγε ἀπό τά χέρια ὥστε τά πόδια του νά ἀπέχουν ἀπό τό ἔδαφος δυό πιθαμές. Ἄλλοτε, μαζί μ’ αὐτό, τοῦ ἔκαιγε ἀπό κάτω ἄχυρα, ὥστε νά μήν μπορεῖ νά ἀνασαίνει. Ἄλλοτε πάλι τόν χτυποῦσε καί τόν τρυποῦσε μέ τήν αἰχμή τοῦ σπαθιοῦ τοῦ σ’ ὅλο του τό κορμί καί τοῦ προκαλοῦσε ἀφόρητους πόνους. Ὅλα αὐτά τά βασανιστήρια γίνονταν, τίς περισσότερες φορές μπροστά στά μάτια τῆς μητέρας τοῦ μικροῦ παιδιοῦ. Ἡ μάνα του προσπαθοῦσε νά τόν μεταπείσει παρακαλώντας τον νά φάει ὅτι τοῦ ἔδινε ὁ Ἀγαρηνός. Ὁ Ἰωάννης ὅμως ἦταν ἀνυποχώρητος στήν ἄποψή του λέγοντας πώς εἶναι, ΄΄παπα-υἱός΄΄ καί δέν πρέπει νά τό κάνει αὐτό. Ὁ Ἀγαρηνός ὅμως συνέχιζε μέ μεγάλο ζῆλο νά κλονίζει τήν πίστη τοῦ Ἰωάννη. Τοῦ πήγαινε κάθε μέρα λίγο ψωμί καί λίγο νερό, ὅσο γιά νά ζεῖ καί τά βασανιστήρια κράτησαν δυό μῆνες. Ὁ Ἰωάννης ὅμως ἔμενε ἀκλόνητος στήν πίστη του.
Τό μαρτύριο σταμάτησε γιά λίγες μέρες, ὅμως ὁ Ἰωάννης ἦταν πολύ ἀποκαμωμένος καί αὐτό φαινόταν καθαρά. Ὅταν δέν ἦταν κρεμασμένος κείτονταν κατάχαμα, δέν μποροῦσε νά σταθεῖ στά πόδια του, οὔτε νά μιλήσει. Τήν προσευχή του τήν ἔκανε ἀπό μέσα του, μέ τό μυαλό του, μέ τήν καρδιά του. Σάν πεθαμένη ἦταν καί ἡ μάνα του ἀπό τόν πόνο τοῦ παιδιοῦ της. Ἡ τελευταία ἐπιθυμία του ἦταν νά τόν θάψουν στό χωριό του, στίς Γοῦβες. Στίς 19 Ὀκτωβρίου τό 1773 ὁ Ἀγαρηνός ἔχασε τήν ὑπομονή του καί ἔμπηξε τό μαχαίρι στή καρδιά τοῦ 15χρονου Ἰωάννη, τό μαχαίρι δέν πέτυχε τήν καρδιά, τήν τραυμάτισε ὅμως θανάσιμα. Ὁ Ἰωάννης ἄφησε τήν ἀναπνοή του στίς 21 Ὀκτωβρίου τό 1773, ἀλλά τήν πίστη του δέν τήν ἄφησε ποτέ. «Νίκησε ὁ Γουβιώτης» . Ὅταν ὁ Ἀγαρηνός διαπίστωσε τό θάνατο τοῦ Ἰωάννη τόν πῆρε σέρνοντας καί τόν ἄφησε στά χωράφια ἔξω ἀπό τήν πόλη. Ἀπό τό μίσος του ὁ ἀλλόθρησκος ἔδιωξε καί τήν μητέρα τοῦ Ἰωάννη ἀπό τό σπίτι, ἡ ὁποία ἔτρεξε στόν γιόκα της. Πέρασαν 3 ἡμέρες καί κάποιοι Χριστιανοί τῆς Λάρισας ἦρθαν νά πάρουν μαζί μέ τόν ἐπίσκοπό τους Μελέτιο τό σῶμα τοῦ μάρτυρα. Ἐξήγησαν στήν παπαδιά πώς δυό μερόνυχτα ἔβλεπαν πολλοί χριστιανοί τῆς Λάρισας οὐράνιο φῶς νά πέφτει σάν δέσμη σέ τοῦτο τό μέρος. Παρηγορήθηκε καί ἦταν μεγάλη της τιμή ποῦ ἦταν μάνα τοῦ μάρτυρα.
Ἡ κηδεία τοῦ Ἁγίου λιτή καί ἀπό τά πιό βαρυσήμαντα γεγονότα τῆς ἱστορίας τῆς Λάρισας. Ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου περίμενε στή Λάρισα ὡς τήν ἐκταφή τοῦ γιοῦ της. Μετά τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων ξεκίνησε μέ τά πόδια νά μεταφέρει τά λείψανα τοῦ γιοῦ της στίς Γοῦβες καθώς ἦταν καί ἡ τελευταία ἐπιθυμία τοῦ νεομάρτυρα Ἰωάννη. Στήν ἐπιστροφή φτάνοντας στό χωριό σταμάτησε νά ξεκουραστεῖ. Στόν τόπο αὐτό ἔγινε κάτι σάν μυστήριο, πού τό σημάδεψε ὁ Θεός. Σ’ ἐκεῖνο τό μέρος ὑπάρχει μιά εὐωδιά, ἕνα ἀνεξήγητο ἄρωμα. Ἀπό παράδοση τό ξέρουν τό κρατᾶνε καί τό ὁμολογοῦν οἱ Γουβιῶτες: «εἶναι, πού κάθισε ἐκεῖ νά ξαποστάσει ἡ μάνα κι ἀπόθεσε τά ἅγια λείψανα τοῦ νεομάρτυρα». Πέρασαν λίγα χρόνια καί ἡ παπαδιά τό αἰσθανόταν ὅτι θά πεθάνει καί ζήτησε νά θαφτεῖ μαζί μέ τόν γιό της. Πέρασαν 13 χρόνια μετά τή δεύτερη ταφή ,ὅταν κατά θαυμαστό τρόπο βρέθηκαν τά λείψανα ἄθικτα καί νά εὐωδιάζουν. Ἡ συγκλονιστική καί σύντομη ζωή τοῦ μικροῦ Ἰωάννη ποῦ ἦταν ἕνα ἥσυχο παιδί, κατέληξε νά γίνει ἕνας μεγάλος νεομάρτυρας. Γιά πρώτη φορά στή Λάρισα μετά ἀπό 203 χρόνια (21 Ὀκτωβρίου 1976) προσφέρθηκαν σέ λαϊκό προσκύνημα τά λείψανα τοῦ νεομάρτυρα πού παραχώρησε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος. Ἔπειτα ἔγινε λιτάνευση στή Λάρισα των ἱερών λειψάνων τοῦ Ἁγίου, μέ ἔγκριση τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Μονεμβασίας Ἱερόθεου, μεταφέρθηκε ἀπό τή Μονή Ζερμπίτσας. Τμῆμα λειψάνου τοῦ Ἁγίου παραχωρήθηκε στήν Μητρόπολή μας, κατόπιν ἐνεργειῶν τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτη Λαρίσης Σεραφείμ , ἐναποτέθηκε στό φερώνυμο Ἱ. Ναό, κάτω ἀπό τήν ἐκκλησία τῶν Ἁγίων 40 Μαρτύρων Λαρίσης τό 1979.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου.
Ἰωάννην τόν θεῖον ἀνευφημήσωμεν, ὡς τῆς πίστεως βάσιν, καί μέγα στήριγμα, τῆς καρτερίας ἀληθῶς τόν ἀδάμαντα, τόν γενναῖον ἀθλητήν καί δυσσεβῶν στηλιτευτήν, τόν ἔκλαμπρον μαργαρίτην, πρεσβεύει γάρ τῷ Κυρίῳ, ἐλεηθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΡΩΜΝΙΟΥ ΛΑΡΙΣΑΣ “ΕΝ ΛΑΡΙΣΗ ΑΓΙΟΙ”