Σελίδες

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2024

Η επιστολή απάντηση του Αγίου Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη προς τον πάπα Γρηγόριο Θ΄


Χαρακτηριστικότατη ιστορική πηγή βάσει της οποίας καταδεικνύετε η ελληνικότητα της Ρωμανίας, η ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού καθώς και η εθνική αξιοπρέπεια του Διδυμοτειχίτη βασιλιά, αποτελεί η επιστολή απάντηση που απέστειλε προς τον πάπα Γρηγόριο Θ΄στα μέσα της δεκαετίας του 1230.

Η επιστολή σε νεοελληνική απόδοση



Ιωάννης εν Χριστό το Θεό βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων ο Δούκας, τω αγιωτάτω πάπα της πρεσβυτέρας Ρώμης Γρηγορίω. Ας έχω τας σωτηρίους ευχάς σου.

Αυτοί, που εστάλησαν από την αγιότητα σου και μου έφεραν αυτή την επιστολή σου, επέμεναν ότι είναι γράμμα της αγιότητάς σου. Όμως εγώ, ο βασιλιάς, αφού διάβασα όσα είναι γραμμένα, αρνήθηκα να πιστέψω ότι είναι δικό σου γράμμα, αλλά θεώρησα ότι το ΄γραψε ένας άνθρωπος με χαμένα πέρα για πέρα τα μυαλά του, που όμως ο ψυχικός του κόσμος είναι φουσκωμένος από αλαζονεία και αυθάδεια, διότι πως θα μπορούσαμε να σχηματίσουμε διαφορετική γνώμη για τον γράψαντα, τη στιγμή που απευθύνεται στη βασιλική μου δύναμη θεωρώντας με σαν ένα ανώνυμο και άδοξο και ασήμαντο ανθρωπάκι; Δεν σου μίλησε κανείς για το μέγεθος της εξουσίας και της δυνάμεως μας;

Δε χρειαζόμασταν ιδιαίτερη σοφία για να γνωρίσουμε καλά ποιος είναι ο δικός σου θρόνος. Αν βρισκόταν πάνω στα σύννεφα ή ήταν κάπου ¨μετέωρος¨, ίσως έπρεπε να έχουμε μετεωρολογικές γνώσεις για να τον βρούμε, αλλ΄ επειδή στηρίζεται στη γη και δε διαφέρει καθόλου από τους υπολοίπους θρόνους, όλος ο κόσμος τον ξέρει.

Μας γράφεις ότι από το δικό μας, το Ελληνικό γένος, άνθησε η σοφία και τα αγαθά της και διαδόθηκε στους άλλους λαούς. Αυτό σωστά το γράφεις. Πως όμως αγνόησες ή και αν υποτεθεί ότι δεν το αγνόησες, πως ξέχασες να γράψεις ότι, μαζί με τη σοφία, το γένος μας κληρονόμησε από τον Μέγα Κωνσταντίνο και τη βασιλεία; Ποιος αγνοεί ότι τα κληρονομικά δικαιώματα της διαδοχής πέρασαν από εκείνον στο δικό μας γένος και ότι εμείς είμαστε οι νόμιμοι κληρονόμοι και διάδοχοι;

Έπειτα, συ απαιτείς να μην αγνοήσουμε το θρόνο σου και τα προνόμιά του. Αλλά και εμείς έχουμε να ανταπαιτήσουμε να δεις καθαρά και να αναγνωρίσεις τα δικαιώματα μας επί της εξουσίας και του κράτους της Κωνσταντινούπολης, το οποίο, από τον Μέγα Κωνσταντίνο, διατηρήθηκε για μια χιλιετία και έφτασε σε μας. Οι γενάρχες της βασιλείας μου, είναι από το γένος των Δουκών και των Κομνηνών, για να μην αναφέρω εδώ και όλους τους άλλους βασιλείς που είχαν ελληνική καταγωγή και για πολλές εκατοντάδες χρόνια κατείχαν την βασιλική εξουσία της Κωνσταντινούπολης. Αυτούς όλους, και η εκκλησία της Ρώμης και οι ιεράρχες της, τους προσκυνούσαν ως αυτοκράτορες των Ρωμαίων. Πως λοιπόν εμείς φαινόμαστε στα μάτια σου ότι δεν εξουσιάζουμε και δε βασιλεύουμε σε κανένα τόπο, παρά χειροτόνησες λες κι είναι επίσκοπος σου τον εκ Βρυέννης Ιωάννη βασιλιά στην Πόλη; Ποιο δίκαιο επρυτάνευσε στη συγκεκριμένη αυτή περίσταση; Πως κατάφερε η τιμία σου κεφαλή και επαινεί το άδικο της πλεονεξίας και βάζει στη μοίρα του δικαίου τη ληστρική και αιμοχαρή κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους;

Εμείς εξαναγκαστήκαμε από την πολεμική βία και φύγαμε από τον τόπο μας, όμως δεν παραιτούμαστε από τα δικαιώματα μας της εξουσίας και του κράτους της Κωνσταντινούπολης. Και να ξέρεις ότι αυτός που βασιλεύει είναι άρχοντας και κύριος έθνους και λαού και πλήθους, δεν είναι άρχοντας και αφεντικό σε πέτρες και ξύλα, με τα οποία χτίστηκαν τα τείχη και οι πύργοι.

Το γράμμα σου περιείχε και τούτο το παράξενο, ότι η τιμιότητά σου έστειλε κήρυκες που διήγγειλαν το κήρυγμα του σταυρού σε όλο τον κόσμο, και ότι πλήθη πολεμιστών έσπευσαν για να διεκδικήσουν την Αγία Γή. Σαν μάθαμε αυτή την είδηση, χαρήκαμε και γεμίσαμε με ελπίδες. Ελπίζαμε δηλαδή ότι αυτοί οι διεκδικηταί των Αγίων Τόπων θα άρχιζαν τη δίκαιη δουλειά τους από τη δική μας πατρίδα και ότι θα τιμωρούσαν αυτούς που την αιχμαλώτισαν, γιατί βεβήλωσαν τις αγίες εκκλησίες, τα ιερά σκεύη και διέπραξαν κάθε είδος ανοσιουργίες κατά των Χριστιανών. Επειδή όμως το γράμμα σου ονόμαζε τον Ιωάννη Βρυέννιο που απεβίωσε εδώ και πολύν καιρό βασιλιά της Κωνσταντινούπολης, και φίλο και τέκνο της τιμιότητας σου, και επειδή οι νέοι σταυροφόροι σου στέλνονται για να τον βοηθήσουν, γελούσαμε αναλογιζόμενοι την ειρωνεία και τα παιχνίδια που παίζονται κατά των Αγίων Τόπων και του Σταυρού.

Επειδή όμως η τιμιότητά σου, με το γράμμα που έστειλες, μας παρακινεί να μην παρενοχλούμε τον φίλο σου και υιόν Ιωάννη Βρυέννιο, γνωρίζουμε και εμείς στην τιμιότητά σου, ότι δεν ξέρουμε σε ποιο μέρος της γης ή της θάλασσας βρίσκεται η επικράτεια αυτού του Ιωάννη. Εάν όμως εννοείς την Κωνσταντινούπολη, καθιστούμε γνωστό και στην αγιότητά σου και σε όλους τους χριστιανούς ότι ποτέ δε θα πάψουμε να δίνουμε μάχες και να πολεμούμε αυτούς που την κατέκτησαν και την κατέχουν, γιατί αλήθεια, πως δε θα διαπράτταμε αδικία απέναντί στους νόμους της φύσης, και στους θεσμούς της πατρίδας μας, και στους τάφους των προγόνων μας, και στα θεία και ιερά τεμένη, αν δεν πολεμήσουμε γι΄ αυτά με όλη τη δύναμή μας ;

Ωστόσο, αν είναι κανείς που αγανακτεί για τούτη τη θέση μας, και μας δυσκολεύει, και εξοπλίζεται εναντίον μας, έχουμε τον τρόπο να αμυνθούμε εναντίον του : πρώτα πρώτα με τη βοήθεια του Θεού, και μετά, με τα άρματα και το ιππικό που έχουμε, και με πλήθος αξιόμαχων πολεμιστών, οι οποίοι πολλές φορές πολέμησαν τους σταυροφόρους. Τότε και συ, από τη μεριά σου, σαν μιμητής, που είσαι, του Χριστού, και σαν διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων Πέτρου, έχοντας μάλιστα τη γνώση για το τι είναι θείο και νόμιμο και για το τι επιβάλλεται από τους ανθρώπινους θεσμούς, τότε λέω, θα μας επαινέσεις, αφού δίνουμε τη μάχη για την πατρίδα και για τη σύμφυτη με αυτήν ελευθερία.

Και αυτά βέβαια θα συμβούν κατά το θέλημα του Θεού. Η βασιλεία μου θέλει πολύ και ποθεί να διασώσει τον σεβασμό που αρμόζει προς την αγία Εκκλησία της Ρώμης, και να τιμά το θρόνο του κορυφαίου Αποστόλου Πέτρου και, απέναντι της αγιότητάς σου, να έχει τη σχέση και την τάξη του υιού, και να αποδίδει σ΄ αυτή την αρμόζουσα τιμή και αφοσίωση. Αυτό θα γίνει όμως, μόνο εάν και η δική σου αγιότητα δεν παραβλέψει τα δικαιώματα της δικής μας βασιλείας, και αν δεν γράφει σε μας γράμματα με τέτοια επιπολαιότητα και απαξίωση.

Ωστόσο να ξέρει η αγιότητά σου, ότι υποδεχτήκαμε χωρίς λύπη το αγροίκο ύφος του γράμματός σου, και φερθήκαμε με ηπιότητα στους κομιστές του, μόνο και μόνο για να διατηρήσουμε την ειρήνη μαζί σου.

Η πρωτότυπη επιστολή

Ιωάννης εν Χριστώ τω Θεό πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων ο Δούκας, τω αγιωτάτω πάπα της πρεσβυτέρας Ρώμης Γρηγόριω σωτηρίας και ευχών αίτησιν.

Οι αποσταλέντες παρά της σης αγιότητος κομισταί του γράμματος τούτου διετείνοντο ότι είναι της σης αγιότητος, αλλά η βασιλεία μου, αναγνούσα τα γεγραμμένα, δεν ηθέλησε να πιστεύση ότι είναι σον, αλλ’ ανθρώπου ζώντος εν εσχάτη απονοία, έχοντος δε την ψυχήν πλήρη τύφου και αυθαδείας, διότι πώς να μη υπολάβωμεν τοιούτον τον γράψαντα απευθυνόμενον εις την βασιλεία μου, ως εις ένα των ανωνύμων και αδόξων και αφανών, μη διδαχθέντα περί του μεγέθους τους αρχής ημών και της δυνάμεως;

Δεν είχομεν χρείαν σοφίας ίνα διαγνώσωμεν τις και ποίος είναι ο σος θρόνος. Εάν έκειτο επί των νεφελών ή μετέωρος που, ίσως υπήρχεν ανάγκη σοφίας μετεωρολογικής τους ανευρεσίν του, αλλ΄επειδή είναι εστηριγμένος επί της γής, και ουδόλος διαφέρει των λοιπών θρόνων, η τούτου γνώσης πρόχειρος είναι τοίς πάσιν.

Και ότι μέν από του ημετέρου γένους η σοφία και το εκ ταύτης αγαθόν ήνθησεν και εις άλλους διεδόθη, καλώς είρηται. Πως όμως ηγνοήθη ή και μη αγνοηθέν, πως εσιγήθη, ότι μετά της σοφίας είναι προσκεκληρωμένη εις το γένος ημών παρά του μεγάλου Κωνσταντίνου και η βασιλεία; Τις αγνοεί ότι ο κλήρος της διαδοχής εκείνου εις το ημέτερον διέβη γένος, και ότι ημείς είμεθα οι τούτου κληρονόμοι και διάδοχοι;

Έπειτα συ απαιτείς να μην αγνοήσωμεν τον σον θρόνον και τα τούτου προνόμια, αλλά και ημείς έχομεν να ανταπαιτήσωμεν όπως διαβλέψης και γνωρίσης τα δικαιώματα ημών επί της αρχής και του κράτους της Κωνσταντινουπόλεως, όπερ, από του μεγάλου Κωνσταντίνου επί χιλιετηρίδα παραταθέν, έφθασεν άχρις ημών. Οι γενάρχαι της βασιλείας μου, οι από του γένους των Δουκών και Κομνηνών, ίνα μη τους λέγω, τους από γενών Ελληνικών άρξαντας επί πολλάς εκατοστύας ετών την αρχήν κατέσχον της κωνσταντινουπόλεως, ους και η της Ρώμης εκκλησία και οι ιεράρχαι προσηγόρευον Ρωμαίων αυτοκράτορας. Πως λοιπόν ημείς φαινόμεθα σοι ότι ουδαμού άρχομεν και βασιλεύομεν, εχειροτονήθη δε παρά σου ο Ιωάννης εκ Βρυέννης (Πρετούρας) ; Τίνος δίκαιον επρυτάνευσεν εν τη περιστάσει ταύτη ; Πως η ση τιμία κεφαλή επαινεί την άδικον και πλεονεκτικήν γνώμην, και την ληστρικήν και μιαιφόνον κατάσχεσην υπό των Λατίνων της Κωνσταντινουπόλεως εν μοίρα τίθεται δικαίου ;     

Ημείς βιασθέντες μετεκινήθημεν του τόπου, αλλά δεν παραιτούμεθα των δικαιώματα ημών επί της αρχής και του κράτους της Κωνσταντινουπόλεως. Ο βασιλεύων άρχει και κρατεί έθνους και λαού και πλήθους, ούχι λίθων τε και ξύλων, άτινα αποτελούσι τα τείχη και τα πυργώματα.

Το γράμμα σου περιείχε και τούτο, ότι κήρυκες της σης τιμιότητος το του σταυρού διήγγειλαν κήρυγμα εις όλον τον κόσμον, και ότι πλήθος ανδρών πολεμιστών έσπευσαν εις εκδίκησιν της Αγίας Γής. Τούτο μαθόντες εχάρημεν και ελπίδων μεστοί γεγόναμεν ότι ούτοι οι εκδικηταί των αγίων τόπων ήθελον αρχίσει την εκδικίαν από της ημετέρας πατρίδος, και ότι ήθελον τιμωρήσει τους αιχμαλωτίστας αυτής, ως βεβηλώσαντας αγίους οίκους, ως ενυβρίσαντας θεία σκεύη, και πάσαν ανοσιουργίαν διαπράξαντας κατά χρισιανών. Επειδη όμως το γράμμα ωνόμαζε βασιλέα τον Ιωάννη Βρυέννιον της Κωνσταντινουπόλεως και φίλον υιόν της σης τιμιότητος, αλλ΄οστις προ πολλού απεβίωσε, και προς βοήθειαν τούτου εστέλοντο οι νέοι σταυροφόροι, εγελώμεν αναλογιζόμενοι την των αγίων τόπων ειρωνίαν και κατά του σταυρού παίγνια.

Επειδή δε η ση τιμιότης δια του γράμματος παρακινεί να μην παρενοχλώμεν τον σον φίλον και υιόν Ιωάννην Βρυέννιον, καθιστώμεν γνωστόν εις την σήν τιμιότητα ότι δεν γνωρίζουμεν που γής ή θαλάσσης είναι η επικράτεια αυτού του Ιωάννου. Εάν δε περί Κωνσταντινουπόλεως είναι ο λόγος, δήλον καθιστώμεν και τη ση αγιότητι και πάσι τοις χριστιανοίς ¨ως ουδέποτε παυσόμεθα μαχόμενοι και πολεμούντες τοις κατέχουσι την κωνσταντινούπολιν. Η γαρ αν αδικοίημεν και φύσεως νόμους και πατρίδος θεσμούς και πατέρων τάφους και τεμένη θεία και ιερά, ει μη εκ πάσης τους ισχύος, τούτων ένεκα, διαγωνισόμεθα¨.

Εάν δε τις δια τούτο αγανακτή δυσχεραίνη και οπλίζεται καθ΄ημών, έχομεν πως κατά τούτου να αμυνθώμεν, πρώτον μεν διά της βοηθείας του θεού, έπειτα δε διά των υπαρχόντων και παρ΄ ημίν αρμάτων και  ίππων και πλήθους ανδρών μαχίμων και πολεμιστών, οίτινες πολλάκις επολέμησαν τους σταυροφόρους. Συ δε, ως Χριστού μιμητής, και του των Αποστόλων κορυφαίου διάδοχος, και γνώσιν έχων θείων τε νομίμων, και των κατ΄ ανθρώπους θεσμών, θα επαινέσης ημάς υπερμαχούντας της πατρίδος και της εγγένους αυτή ελευθερίας.

Και ταύτα μεν θα συμβώσι κατά το δοκούν τω θεώ. Η βασιλεία μου πάνυ ορέγεται και ποθεί να διασώση το προς την αγίαν της Ρώμης Εκκλησίαν προσήκον σέβας, και να τιμά τον θρόνον του κορυφαίου των αποστόλων Πέτρου, και εις την σην αγιότητα να έχη σχέσιν και τάξιν υιού, και κάμνη όσα εις τιμήν και θεραπείαν αφορώσιν αυτής, μόνον εάν και η ση αγιότης μη παρίδη τα δικαιώματα της ημετέρας βασιλείας, και μη γράφη προς ημάς ούτως αφερεπόνως και ιδιωτικώς. Όπως δε διακείμεθα εν ειρήνη τπρος την σην αγιότητα, την του γράμματος απαιδευσίαν αλύπως υπεδέχθημεν και προς τους κομιστάς αυτού ηπίως προσηνέχθημεν.