Ὁ Ἅγιος Ἀγγελὴς ὁ Νεομάρτυρας μαρτύρησε στὴ Χίο. Ἡ καταγωγὴ του ἦταν ἀπὸ τὸ Ἄργος τῆς Πελοποννήσου καὶ ζοῦσε στὸ Κουσάντασι (Ἔφεσο) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐργαζόταν ὡς πρακτικὸς γιατρός. Ἦταν ἄνθρωπος ἥσυχος, εὐλαβής, φιλακόλουθος καὶ ἐλεήμων.
Κάποια μέρα σὲ μία συνάντηση ἔτυχε νὰ...βρίσκεται ἕνας Γάλλος ἄθεος, ὁ ὁποῖος χλεύαζε τὴ χριστιανικὴ πίστη. Ὁ Ἀγγελὴς μὲ παρρησία ἀντέκρουσε τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Φράγκου. Τοῦ πρότεινε μάλιστα νὰ μονομαχήσουν, ἐκεῖνος πάνοπλος καὶ ὁ ἅγιος μόνο μὲ ἕνα ξύλο, πιστεύοντας πὼς θὰ τὸν νικήσει μὲ τὴ δύναμη τῆς πίστης. Ὁ Γάλλος δέχτηκε. Ἔκαναν μάλιστα καὶ ἔγγραφη συμφωνία στὴν πρεσβεία. Ὁ Ἀγγελὴς ἔτρεξε στὸν πνευματικό του, ἐξομολογήθηκε καὶ ζήτησε τὴν εὐχή του. Ὁ πνευματικὸς πάσχισε νὰ τὸν ἀποτρέψει, ἀλλὰ ὁ Ἀγγελὴς ἐπέμενε. Ἔτσι, ὁ ἱερέας τοῦ ἔδωσε τελικὰ εὐλογία.
Ὁ Ἀγγελὴς ἔμεινε ἄγρυπνος ὅλη τὴ νύχτα προσευχόμενος καὶ ζητώντας ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ τὸν ἐνισχύσει ἐναντίον τοῦ βλάσφημου Γάλλου. Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο προετοιμάστηκε πνευματικὰ γιὰ τὴ μονομαχία. Ὅμως, ὁ Θεὸς δὲν ἐπέτρεψε νὰ γίνει τελικὰ ἀνθρωποκτονία. Ἀφοῦ κοινώνησε ὁ Ἀγγελὴς τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, ἐμφανίστηκε μπροστὰ στὸ Γάλλο. Τότε τρόμος καὶ δειλία κυρίευσε τὸν Φράγκο καὶ μπροστὰ σὲ ὅλους ἐγκατέλειψε καταντροπιασμένος τὴ μονομαχία. Ἔτσι, νικητὴς ἀνακηρύχθηκε ὁ ἅγιος.
Μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, ὁ Ἀγγελὴς κλείστηκε στὸν ἑαυτό του. Ἔμενε διαρκῶς στὸ σπίτι του. Μόνο δύο φίλοι του τὸν ἐπισκέπτονταν, τοῦ ἔφερναν τροφὴ καὶ προσπαθοῦσαν νὰ τοῦ διώξουν τὴ μελαγχολία καὶ τὴν ὑποχονδρία, ὅπως νόμιζαν. Αὐτὸς ὅμως, τοὺς ἔλεγε νὰ μὴν κοπιάζουν μάταια, διότι εἶχε ἀποφασίσει νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸ Χριστό. Νυχθημερὸν φανταζόταν τὰ στίγματα τοῦ Χριστοῦ στὸ σῶμα του. Τὸν κατέτρωγε δυστυχῶς ἡ ὑπερηφάνεια, ὅτι τάχα νίκησε τὸν ἀντίπαλο λόγω τῆς μεγάλης πίστης του. Βρίσκοντας τότε εὐκαιρία ὁ ἀνθρωποκτόνος διάβολος, τοῦ ὑπέβαλε τὴν ἰδέα νὰ τουρκέψει γιὰ νὰ μαρτυρήσει στὴ συνέχεια.
Ἔτσι, τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου τοῦ ἔτους 1813 μ.Χ., πῆγε στοὺς Τούρκους ζητώντας νὰ γίνει μουσουλμάνος. Οἱ Τοῦρκοι ἀρχικὰ τὸν ἔδιωχναν μὲ βρισιές, ὕστερα ὅμως, μπροστὰ στὴν ἐπιμονή του, τὸν δέχθηκαν. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἐξώμοσή του, ἄρχισε νὰ κάνει διάφορες παράλογες πράξεις, ὥστε νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ δικαστήριο, νὰ ὁμολογήσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ μαρτυρήσει. Ὅμως, δὲν ἔγινε ἔτσι, ἀλλὰ τὸν ἔδιωξαν ὡς τρελὸ καὶ τὸν ἔστειλαν στὴ Χίο.
Στὴ Χίο συνέχισε τὴν παράξενη συμπεριφορά. Σὲ κάθε ἐκκλησία ποὺ συναντοῦσε ἔμπαινε μέσα καὶ μὲ λυγμοὺς ἔκανε μετάνοιες, χτυποῦσε ἀλύπητα τὸ κεφάλι του στὸ δάπεδο, τόσο ποὺ ὁ χτύπος ἀκουγόταν μακριὰ καὶ ὕστερα ἀσπαζόταν μὲ πολλὴ εὐλάβεια τὶς εἰκόνες.
Συμμετεῖχε στὶς ἀκολουθίες λέγοντας τόσο κατανυκτικὲς προσευχὲς στὸν Χριστό, τὴν Παναγία καὶ τοὺς ἁγίους, ὥστε ὅλοι θαύμαζαν, πῶς εἶχε προσαρμόσει τόσο ὡραία καὶ εἶχε ἀποστηθίσει ὅλες ἐκεῖνες τὶς εὐχές, οἱ ὁποῖες προκαλοῦσαν στοὺς ὑπολοίπους δάκρυα καὶ συμπάθεια πρὸς τὸν μάρτυρα. Ἄλλοτε πάλι, ἔδινε λειτουργίες στοὺς ἱερεῖς καὶ ἐλεημοσύνες στοὺς φτωχούς, ὥστε νὰ δέονται στὸ Θεὸ γι’ αὐτόν. Στοὺς Χριστιανοὺς ἔλεγε, νὰ προσεύχονται στὸ Θεό, γιὰ νὰ φέρει εἰς πέρας τὸν ἀγώνα του. Ἂν τὸν ἐπαινοῦσαν γιὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ αὐτή, ἀγρίευε, ἔβριζε καὶ γινόταν ἀπειλητικός. Προκαλοῦσε καὶ μὲ ἄλλους τρόπους τοὺς Τούρκους, γιὰ νὰ τοὺς ἐρεθίσει, ὥστε νὰ καταφέρει τὸ σκοπό του.
Κάποτε, ἐνῶ ἦταν περίοδος ραμαζανιοῦ, κάθισε κάτω ἀπὸ ἕνα τούρκικο σπίτι, ἔπινε νερὸ καὶ κάπνιζε. Κατέβηκε λοιπὸν κάτω ὁ σπιτονοικοκύρης καὶ ἔδειρε τὸν Ἀγγελή. Ἄλλοτε πάλι, ἐνῶ ἦταν ραμαζάνι, κάθισε μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ δικαστηρίου, ἅπλωσε τὸ μαντήλι του, ἔτρωγε καὶ ἔπινε κρασί. Κανεὶς ὅμως, δὲν ἀσχολήθηκε μαζί του.
Συχνὰ πήγαινε στὸν τάφο τοῦ ἁγίου Μακαρίου Νοταρᾶ (βλέπε 17 Ἀπριλίου), καθοδηγητῆ πολλῶν νεομαρτύρων καὶ προσευχόταν μὲ δάκρυα ἀγκαλιάζοντας τὸ μνημεῖο, ὥστε μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ ἁγίου, νὰ ἀξιωθεῖ νὰ μαρτυρήσει. Ἄλλοτε πήγαινε σὲ ἕνα ἐξωκλήσι, ὅπου συναντιόταν μὲ ἕναν πνευματικό. Προσευχόταν μὲ πολλὴ κατάνυξη καὶ συντριβή, μένοντας γιὰ πολλὴ ὥρα ἐκστατικός, λὲς καὶ ἁρπαζόταν ὁ νοῦς του σὲ θεία θεωρία. Ὅμως, δὲν ἀποκάλυπτε τὶς πνευματικές του ἐμπειρίες ἀλλὰ προσποιούταν τὸ σαλό.
Ἔχοντας πλέον συνειδητοποιήσει ὅτι ξεγελάστηκε ἀπὸ τὸν δόλιο δαίμονα, ἀναγνώρισε τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία του καὶ μετενόησε εἰλικρινῶς ἀναθέτοντας ὅλη του τὴν ἐλπίδα στὸν Θεὸ τότε λοιπόν, ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε γιὰ ἐκεῖνο, ποὺ τόσο σφοδρὰ ἐπιθυμοῦσε.
Ἀφοῦ παρέμεινε ἔξι μῆνες στὴ Χίο, προετοιμαζόμενος πνευματικά, μὲ συντετριμμένη πλέον καρδιὰ εἰσῆλθε στὸ στάδιο τοῦ μαρτυρίου. Μία μέρα ξυρίζει τὰ γένια του καὶ πηγαίνει στὸ τελωνεῖο. Μόλις τὸν εἶδαν οἱ Τοῦρκοι ἀπορημένοι τὸν ρώτησαν γιατί ξύρισε τὰ γένια του. Ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε, πὼς ὅσο ἦταν Τοῦρκος τὰ ἄφηνε, ἐπειδὴ οἱ Τοῦρκοι τὰ ἔχουν περὶ πολλοῦ. Τώρα ὅμως ποὺ ξαναέγινε Χριστιανός, τὰ ἔκοψε ὡς περιττὰ καὶ ἄχρηστα, ἐπειδὴ ἐδῶ οἱ Χριστιανοὶ συνήθιζαν νὰ ξυρίζονται.
Προσπάθησαν νὰ τὸν συνετίσουν. Βλέποντας ὅμως ὅτι δὲ γίνεται τίποτα, τὸν ἔκλεισαν σιδηροδέσμιο στὸ κάστρο. Ὅλη τὴ νύχτα τὸν βασάνιζαν. Τὴν ἄλλη μέρα τὸν ὁδήγησαν στὸν διοικητὴ τοῦ νησιοῦ, ὅπου εἶχαν συγκεντρωθεῖ καὶ οἱ ἀγάδες. Ἐπεχείρησαν μὲ ὑποσχέσεις καὶ ἀπειλὲς νὰ τὸν μεταπείσουν. Θέλησαν νὰ τὸν ἀνεβάσουν βιαίως στὸ τζαμὶ σέρνοντας τὸν καὶ χτυπώντας τὸν ἄσπλαχνα. Ὅμως, ὁ μάρτυρας φώναζε πὼς ἦταν καλύτερα γι’ αὐτὸν νὰ τὸν θανατώσουν ἐκείνη τὴ στιγμή, παρὰ νὰ ἀνέβει στὸ Τζαμί, διότι ἦταν πλέον καὶ πάλι Χριστιανός.
Ἐπειδὴ ὁ Ἀγγελὴς ἔμενε σταθερὸς στὸ Χριστό, τὸν ἔκλεισαν καὶ πάλι στὴ σκοτεινὴ φυλακὴ μὲ τὰ πόδια στὸ τουμπρούκι. Τὴν ἄλλη μέρα, 3 Δεκεμβρίου τοῦ 1813 μ.Χ. μὴ καταφέρνοντας νὰ τοῦ ἀλλάξουν γνώμη, τὸν ὁδήγησαν στὴ θέση "Βουνάκι", ὅπου τὸν ἀπεκεφάλισαν.
Τὸ μαρτυρικό του λείψανο τρία μερόνυχτα ἔμεινε στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης. Οἱ Χριστιανοὶ προσπαθοῦσαν νὰ πάρουν κάτι ἀπὸ τὰ ἐνδύματα τοῦ μάρτυρα ἢ ἀπὸ τὸ αἷμα του, δίνοντας χρήματα στοὺς φρουρούς. Ἕνας Χριστιανὸς πρότεινε χιλιάδες γρόσια νὰ πάρει τὸ ἅγιο λείψανο γιὰ ταφῆ, ἀλλὰ οἱ Τοῦρκοι δὲ δέχτηκαν. Ἐπειδὴ κάποιος ἱερέας ἅρπαξε τὴν τιμία κάρα τοῦ ἁγίου καὶ τὴν καταφιλοῦσε μπροστὰ στοὺς Τούρκους, σκλήρυναν τὴ στάση τους καὶ σήκωσαν τὸ ἅγιο λείψανο μαζὶ μὲ τὴν κεφαλὴ καὶ τὸ χῶμα, ποὺ εἶχε βραχεῖ ἀπὸ τὸ αἷμα καὶ τὰ ἔριξαν στὸ πέλαγος σὲ 25 ὀργυιὲς βάθος. Τὴ νύχτα προσπάθησαν κάποιοι φιλομάρτυρες Χριστιανοὶ νὰ τὰ βγάλουν ἀλλὰ δὲν τὸ κατόρθωσαν.