Να. Εδώ είναι. Αυτό το μονοπάτι πήραν.
Δεν είναι αυτό το χώμα που πάτησαν τα πόδια τους. Δεν είναι αυτές οι πέτρες που κατρακύλησαν στο διάβα τους. Δεν είναι αυτή η ξεραμένη κοίτη του χειμάρρου. Αυτό ήταν το αληθινό τους μονοπάτι. Το αληθινό μονοπάτι είναι κάτω από τα σκαλιά, αυτά τα σκαλιά από χρυσαφένια πέτρα που κόλλησαν πάνω στο αληθινό μονοπάτι για να μη χαθεί το ίχνος του, για να μη σβηστεί το αληθινό μονοπάτι.
Τα σκαλιά από χρυσαφένια πέτρα οδηγούν στο μνημείο. Εκεί πάνω, στο λόφο.
Το αληθινό μονοπάτι τους οδήγησε στο χαμό. Εκεί, σ’ αυτό το κοίλωμα, στο πλάι του λόφου.
Aς ανέβουμε. Θα δούμε το χωριό κάτω και το σχολείο όπου μας είχαν κλείσει, τις γυναίκες με τα παιδιά και τους γέρους. Το βλέπετε; Εκεί δα, λίγο πιο πέρα από τα σπίτια.
Οι γυναίκες ήταν κλεισμένες στο σχολείο, με τα παιδιά και τους γέρους.
Οι άνδρες ανέβαιναν το μονοπάτι, αυτό το μονοπάτι που τώρα είναι φτιαγμένο από χρυσαφένιες πέτρες.
Οι γυναίκες δεν ήξεραν τι κάνουν στους άντρες. Δεν ήξεραν και φοβούνταν. Μερικές ούρλιαζαν και οι άλλες δεν μπορούσαν να τις κάνουν να πάψουν να ουρλιάζουν.
Οι άντρες σκαρφάλωναν στο λόφο. Βάδιζαν σιωπηλοί. Οι στρατιώτες φώναζαν για να τους κάνουν να βιαστούν.
Τους πήρε χρόνο να σκαρφαλώσουν το λόφο. Στις γυναίκες που ήταν κλεισμένες στο σχολείο, που έσφιγγαν τα μικρά στην αγκαλιά τους, τους φάνηκε πως πήρε πολύ χρόνο για να σκαρφαλώσουν στο λόφο.
Για τους άντρες που ανέβαιναν ο δρόμος ήταν σύντομος. Ήξεραν, οι άνδρες, πως στο τέλος του δρόμου τους περίμενε ο θάνατος. Το μονοπάτι που οδηγεί στο θάνατο είναι πάντοτε σύντομο. Κι ακόμη κι αν το ανέβασμα ήταν επίπονο, ο χρόνος τούς φάνηκε λίγος.
Οι πέτρες κατρακυλούσαν κάτω από τα βήματα των ανδρών. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν ένα μονοπάτι, θέλω να πω ένα μονοπάτι που το παίρνεις για να πας από εδώ εκεί. Ήταν ένα ξερό και πετρώδες αυλάκι, σαν την κοίτη ενός χειμάρρου που καιρό τώρα έχει στερέψει.
Για τις γυναίκες, το μονοπάτι ήταν ατελείωτο.
Για τους άντρες, το μονοπάτι ήταν η σύντομη οδός.
Μια σύντομη οδός από τη ζωή στο θάνατο, για τους άντρες που δεν είχε ολοκληρωθεί η ζωή τους.
Μια σύντομη οδός από τη ζωή στο θάνατο, για τα αγόρια που δεν είχαν καλά καλά μεγαλώσει.
Μια σύντομη οδός από τη ζωή στο θάνατο, για τους πιο μεγάλους που δεν θα γνώριζαν την τελευταία ασθένεια, αυτή που σε ρίχνει στο κρεβάτι, αυτήν από την οποία πεθαίνεις.
Οι γυναίκες, έγκλειστες με τα παιδιά και τους γέρους, με στρατιώτες, που φορούσαν κράνη και ήταν οπλισμένοι, να τους φυλάνε, δεν γνώριζαν πού ήταν οι άνδρες, τι τους έκαναν. ΄Ετρεμαν το χειρότερο, αλλά πόσες φορές δεν έχουμε φοβηθεί το χειρότερο κι αυτό δεν ήρθε…
Όσες δεν ούρλιαζαν ικέτευαν όσες ούρλιαζαν να σωπάσουν, να σωπάσουν για ν’ ακούνε τους θορύβους, να καταλάβουν από τους θορύβους τι συνέβαινε. Τότε έπεφτε σιωπή και τίποτα μες στη σιγαλιά δεν μαρτυρούσε τι γινόταν πάνω κει στον λόφο. Ένα σκυλί μονάχα αλυχτούσε πότε πότε.
Όλες αναρωτιόντουσαν τι είχαν κάνει στους άνδρες αφού τους είχαν στριμώξει σε μια γωνιά της πλατείας, ενώ τις έσπρωχναν, αυτές, με τα παιδιά και τους γέρους, για να μπουν μέσα στο σχολείο.
Οι άντρες που σκαρφάλωναν το μονοπάτι δεν γνώριζαν τι είχαν απογίνει οι γυναίκες και τα παιδιά, ενόσω αυτοί τραβούσαν για το ραντεβού με το θάνατο, και μόνο που σκέφτονταν τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους οι καρδιές τους χτυπούσαν σαν τρελές.
Ανέβαιναν στο ραντεβού του θανάτου κι ήταν ένα ψεύτικο ραντεβού αφού οι ζωές τους δεν είχαν ολοκληρωθεί,
αφού δεν είναι φυσικό οι ζωές όλων των αντρών ενός χωριού να τελειώνουν την ίδια μέρα –έτσι δεν είναι;– αφού κανείς τους δεν είχε δει το σήμα που σου κάνει ο θάνατος όταν φτάνει η ώρα του. Ο θάνατος παραμόνευε δίχως κανείς να τον έχει δει να πλησιάζει, δίχως κανείς να έχει αφουγκραστεί το κάλεσμά του, δίχως κανείς να έχει νιώσει το άγγιγμά του σε κάποιο όνειρο, την περασμένη νύχτα.
Δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι τις γνώσεις σου. Όλα τα ραντεβού με το θάνατο ήταν αληθινά, εκείνα τα χρόνια.
Μες στο σχολείο, πολλές γυναίκες άρχισαν πάλι να ουρλιάζουν σφίγγοντας πιο δυνατά στην αγκαλιά τους τα τρομοκρατημένα παιδιά, τόσο τρομοκρατημένα τα καημένα που ούτε καν ούρλιαζαν, με κάτασπρα χείλη και με στυλωμένο βλέμμα. Και σκέφτονταν όλες τόσο δυνατά τους άντρες που ούτε τους πέρναγε από το νου να παρηγορήσουν τους γέρους, τους έτοιμους να σωριαστούν, που πάσχιζαν να φανούν γαλήνιοι. Οι γιοι τους ήταν που ανέβαιναν στο λόφο. Οι γιοι τους κι οι εγγονοί τους. Δεν το ήξεραν, αλλά φοβόντουσαν.
Μπορεί και να άκουσαν τις κραυγές των γυναικών οι άντρες που ανηφόριζαν στο λόφο. Όλες προσπάθησαν μετά να καθησυχάσουν η μία την άλλη. Μπα, δεν μας άκουσαν οι άντρες. Μπα, δεν γίνεται να μας άκουσαν. Τα αυτιά τους βούιζαν από το βουητό του θανάτου που πλησίαζε.
Διότι εκείνοι, οι άντρες, ανεβαίνοντας το λόφο, ήξεραν.
Πώς να μην το ξέρεις, όταν ο θάνατος βουίζει στ’ αυτιά σου, όταν βαδίζεις σε φάλαγγα κι η φάλαγγα είναι περιστοιχισμένη από οπλοπολυβόλα, από στρατιώτες με κράνη και όπλα, από εκείνους που τους παραμόνευαν στα βουνά, από εκείνους στους οποίους έστηναν ενέδρες, επειδή ακριβώς ήταν οι αγγελιοφόροι του θανάτου;
Αυτή τη φορά, δεν υπάρχει πια ενέδρα, όλοι οι άντρες του χωριού ήταν εκεί, και μαζί τους κι άλλοι, από άλλα χωριά, που είχαν έρθει εκείνη τη μέρα για το παζάρι. Όλοι οι άντρες ήταν παρόντες, γιατί το χειμώνα δεν πάνε στα χωράφια.
Οι δυνάμεις ήταν πιο άνισες από ποτέ. Τους είχαν συλλάβει όλους.
Οι άντρες σκαρφάλωναν στο βουνό δίχως λέξη. Γιατί, σε ποιον να πούνε κάτι; Όλοι τους θα πέθαιναν στο ίδιο ραντεβού. Ένα ραντεβού με χαμένα λόγια. Γιατί να μιλήσει κανείς στο θάνατο; Αυτός τίποτε δεν επαναλαμβάνει. Κι οι λέξεις που θέλει να πει κανείς σε μια τέτοια στιγμή είναι γι’ αυτούς που θα συνεχίσουν να ζουν, που θα συνεχίσουν να ζουν και που θα μεταβιβάσουν σε άλλους.
Εμείς ξέρουμε τι θα μας έλεγαν και το κάμαμε.
Αναθρέψαμε τα παιδιά. Φροντίσαμε τα ζώα και τα δέντρα. Δεν αφήσαμε το χώμα να γίνει άγονο. Φροντίσαμε το νοικοκυριό. Κρατήσαμε την ανάμνηση.
Οι γυναίκες αναρωτιόντουσαν τι θα γίνει με τους άντρες κι όλες τα έβαζαν με τον εαυτό τους που δεν είχαν μπορέσει να τους δώσουν ούτε το παραμικρό καλούδι
ένα ξεροκόμματο και μια χούφτα ελιές για το γυρισμό, να πούμε,
γιατί προσπαθούσαν να πιστέψουν ότι τους είχαν πάρει για να τους πάνε κάπου μακριά. Το είχαν δει αυτό, χωριά όπου είχαν πάρει όλους τους άντρες.
Όλες τα έβαζαν με τον εαυτό τους που δεν τους είχαν φιλήσει τρυφερά στο ξύπνημα, εκείνο το πρωί. Θα έπρεπε να έχουν κάποιο προαίσθημα, αλλά, για άλλη μία φορά, κανένα σημάδι δεν είχε φανεί. Ήταν ένα πρωινό όμοιο με τόσα άλλα.
Πρωινό Σαββάτου. Μέρα του παζαριού. Το παζάρι ήταν στην πλατεία. Εκεί που γίνεται σήμερα ακόμη. Δεν είχε και πολλά πράματα ν’ αγοράσεις εκείνα τα χρόνια, αλλά οι χωριάτες ερχόντουσαν παρ’ όλα αυτά από τα γύρω χωριά. Έφερναν τα λιγοστά τους καλούδια, λίγα κρεμμύδια, κανένα τυρί, κανένα εργαλείο να τους το διορθώσει ο τεχνίτης στην κωμόπολή μας. Ήταν πάνω απ’ όλα για να κάνουν λίγη κουβέντα, να μάθουν τίποτα νέα, που ερχόντουσαν. Κι εμείς, από την κωμόπολη, ακόμη κι αν ξέραμε ότι τίποτα δεν θα βρίσκαμε να αγοράσουμε στο παζάρι, όμως πηγαίναμε. Από συνήθεια, για να αλλάξουμε δυο κουβέντες, για να δούμε κανέναν άνθρωπο.
Όταν λοιπόν περικύκλωσαν το χωριό μας
μέσα σε ελάχιστα λεπτά, όλοι οι δρόμοι που οδηγούσαν στο παζάρι βρέθηκαν μπλοκαρισμένοι μεμιάς,
όταν περικύκλωσαν το χωριό μας, όλος ο κόσμος ήταν στην πλατεία, εκτός από τους πολύ γέρους και τις γυναίκες που είχαν μωρό στο βυζί, αλλά οι στρατιώτες παραβίασαν τις πόρτες, σπίτι-σπίτι, και κοπανώντας τους με την κάννη του όπλου, τους υποχρέωσαν να βγουν κι αυτούς
κι όλος ο κόσμος ήταν πια στην πλατεία, όλοι πιασμένοι στο δίχτυ.
Ο κλοιός έκλεισε γύρω μας αστραπιαία και οι στρατιώτες με τις μπότες και τα κράνη, με το όπλο στο χέρι, έσπρωξαν τους άντρες από τη μια μεριά,
τις γυναίκες και τα μικρά παιδιά από την άλλη,
υπακούοντας σε διαταγές που αξιωματικοί, οι οποίοι είχαν μόνο ένα ρεβόλβερ, φώναζαν στη γλώσσα τους που δεν καταλαβαίναμε.
Μας έσπρωξαν από τη μια στην άλλη άκρη της πλατείας, κάνοντάς μας ν’ αλλάξουμε μεριά.
Αυτό το αγόρι είναι τουλάχιστον δεκαέξι χρονών, ας πάει λοιπόν στην ομάδα των αντρών.
Αυτός ο γέρος θα είναι πάνω από εβδομήντα, τότε ας πάει εδώ, με την ομάδα των γυναικών.
Οι στρατιώτες έκαναν διαλογή, τραβολογούσαν έναν από μία ομάδα, τον έσπρωχναν στην άλλη. Από εδώ οι άντρες από δεκαέξι ώς εβδομήντα, από εκεί οι γυναίκες με τα παιδιά και τους γέρους.
Κι όσο γινόταν η διαλογή, άλλοι στρατιώτες έψαχναν τα σπίτια, τραβολογώντας έξω όσους είχαν προσπαθήσει να κρυφτούν, τις λεχώνες με το νεογέννητο στην αγκαλιά, τις ανήμπορες γιαγιάδες που είχαν ζαρώσει σιμά στο τζάκι. Ήταν χειμώνας.
Οι στρατιώτες τραβούσαν τον παπά έξω από την εκκλησία,
κι από το σπίτι του,
το ωραίο σπίτι πάνω στην πλατεία.
έβγαζαν τον δήμαρχο, που έβαζε τα κυριακάτικά του για να συνομιλήσει με τον αξιωματικό. Ο αξιωματικός τον έκανε να σωπάσει με μια μπουνιά, και τον έσπρωξε στην ομάδα των αντρών. Ο παπάς θέλησε να κάνει τον κόσμο να προσευχηθεί. Ο αξιωματικός τον έκανε κι αυτόν να σωπάσει, κι έσπρωξε και τον παπά στην ομάδα των αντρών.
Οι στρατιώτες εκτελούσαν τη δουλειά τους γρήγορα και μεθοδικά. Φαινόταν ότι ήταν εκπαιδευμένοι, ότι είχαν το συνήθειο. Σε λίγα λεπτά επικρατούσε τάξη. Οι άνδρες σε σειρές, οι γυναίκες μπροστά στον τοίχο του σχολείου,
σφιγμένες η μια πάνω στην άλλη, τέντωναν τον λαιμό τους προσπαθώντας να διασταυρωθεί το βλέμμα τους με αυτό του άντρα τους, του γιου τους, του πατέρα τους.
Εγώ, είχα πέντε άντρες μες στη φάλαγγα: τον άντρα μου, τον πατέρα μου, τους δυο γιους μου και τον πεθερό μου, που ζούσε μαζί μας. Οι δυο γιοι μου ήταν δεκαεφτά και δεκαεννιά χρονών.
Η φάλαγγα των αντρών άρχισε να βαδίζει, με τους στρατιώτες να τη συνοδεύουν. Εν τω μεταξύ, άλλοι στρατιώτες μάς έσπρωχναν μέσα στο σχολείο, κλείδωναν τις πόρτες κι έφευγαν σχεδόν όλοι, αφήνοντας εκεί τέσσερις πέντε μονάχα.
Χίλιοι τριακόσιοι άντρες. Χίλιοι τριακόσιοι δύο στην αναχώρηση.
Όλοι τους γεροί, άντρες που κανονικά θα πούλαγαν ακριβά το τομάρι τους, βρίσκονταν τώρα ανυπεράσπιστοι ανάμεσα στους στρατιώτες με τις μπότες, με τα κράνη και τα όπλα. Ανυπεράσπιστοι, οι αθώοι. Τους έσφαξαν σαν τα αρνιά του Πάσχα.
Οι άντρες δεν ήταν αλυσοδεμένοι, ούτε είχαν χειροπέδες. Πώς να τα βγάλουν πέρα αυτοί οι στρατιώτες; Να αλυσοδέσουν όλους αυτούς τους άντρες; Οι στρατιώτες δεν είχαν χρόνο για χάσιμο. Είχαν να πάνε και αλλού. Κι άλλα χωριά ήταν στο δρόμο τους.
Οι στρατιώτες έκαναν τους άντρες να σκαρφαλώσουν στο λόφο, σπρώχνοντάς τους, με την κάννη στα πλευρά.
Καθώς οι άντρες δεν ήταν δεμένοι, δύο μπόρεσαν να το σκάσουν. Κύλησαν έξω από τη φάλαγγα. Σούρθηκαν σ’ ένα βαθούλωμα και από εκεί είδαν. Αυτοί μας είπαν τι έγινε. Μας είπαν πως αυτοί που βάδιζαν πίσω τους είχαν κολλήσει ο ένας στον άλλον, τους είχαν περάσει στο πλάι της φάλαγγας για να επωφεληθούν από μια αραίωση των στρατιωτών που τους συνόδευαν. Τι κίνδυνο διέτρεχαν; Ξεγλίστρησαν ζωντανοί μέσα από τους νεκρούς.
Μονάχα δύο.
Οι άνδρες σκαρφάλωσαν στην πλαγιά. Είναι πολύ απότομο το ανέβασμα, όπως βλέπετε. Έφτασαν στη μικρή χαράδρα. Εκεί δα, στα δεξιά σας. Είμαστε ήδη κάπως μακριά από τα χωριό, κοιτάχτε. Δεν μπορεί να άκουσαν τις κραυγές των γυναικών από το σχολείο.
Οι στρατιώτες εκτέλεσαν τους άντρες, από εκατό κάθε φορά, μπροστά στη μικρή χαράδρα, όπου άλλοι στρατιώτες ήταν ήδη γονατισμένοι με τα οπλοπολυβόλα τους. Και με ριπές, ανά εκατό, οι άνδρες έπεφταν.
Εμείς στο σχολείο ακούσαμε τα οπλοπολυβόλα, κι αυτές που ούρλιαζαν σώπασαν. Η σιωπή έπεσε πάνω μας, και μας πλάκωσε με το αβάσταχτο βάρος της.
Τεντώναμε το αυτί για να ακούσουμε την επόμενη ριπή και κάθε φορά ελπίζαμε ότι θα ήταν η τελευταία και κλείναμε τ’ αυτιά των παιδιών με τα χέρια μας, κι αυτά έχωναν τα προσωπάκια τους στον κόρφο μας. Τρεις ώρες ολόκληρες οι ριπές δεν είχαν σταματημό.
Σε τρεις ώρες μέσα, είχαν τελειώσει όλα.
Όταν ολόκληρη η φάλαγγα των ανδρών μας είχε περάσει από το μονοπάτι στη μικρή χαράδρα, κι οι άνδρες ήταν πεσμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, οι στρατιώτες μάζεψαν τα όπλα τους κι ο αξιωματικός με το ρεβόλβερ περπάτησε με τις μπότες του πάνω στα πτώματα, κι έδωσε τη χαριστική βολή σε ό,τι σάλευε ακόμη. Έβαλε το όπλο στη θήκη και τους στρατιώτες στη σειρά, τέσσερις στην κάθε σειρά, για να ξαναπάνε στα φορτηγά που είχαν μείνει στην είσοδο του χωριού.
Οι δυο που είχαν κρυφτεί πίσω από τους θάμνους, αυτοί μας το διηγήθηκαν.
Από το σχολείο, εμείς ακούσαμε τους στρατιώτες να περνούν, τις μπότες να σφυροκοπάνε.
Κάποιος είπε ότι τώρα θα βάζανε φωτιά στο σχολείο, όπως είχαν κάνει και αλλού, και πολλές γυναίκες άρχισαν πάλι να φωνάζουν.
Όχι. Ένας άλλος αξιωματικός έφτασε όταν η φάλαγγα των στρατιωτών είχε πια περάσει. Ένας άλλος αξιωματικός έφτασε, άνοιξε τις πόρτες κι έφυγε με τους τέσσερις πέντε στρατιώτες που φυλάγαν το σχολείο.
Με την πόρτα ορθάνοιχτη, δεν τολμούσαμε να κουνηθούμε, δεν τολμούσαμε να βγούμε.
Μείναμε όλοι δίχως να σαλεύουμε, όσες φωνάζαν ακόμη τις κάναμε να σωπάσουν,
για να μαντέψουμε, ακούγοντας τη σιωπή, τι έπρεπε να κάνουμε.
Περιμέναμε, παγωμένοι από το φόβο. Ο ήχος των φορτηγών είχε σβήσει πια όταν ο ένας από τους δύο που είχαν γλιτώσει από το μακελειό διακινδύνεψε να βγει από την κρυψώνα του κι έτρεξε για να μας πει ότι όλα είχαν τελειώσει,
πως είχαν φύγει όλοι, και πως μπορούσαμε να βγούμε.
Κι ο άλλος που γλίτωσε είχε βγει από την κρυψώνα του κάτω από τα αγκάθια, κι έτρεξε από τα μονοπάτια στις κορυφογραμμές για να ειδοποιήσει τα άλλα χωριά που ήταν στο πέρασμα των βαρβάρων. Καθώς τα φορτηγά ακολουθούσαν το δρόμο που φιδογύριζε, κι οι στροφές είναι τόσο απότομες, που οι οδηγοί έπαιρναν δύο φορές την κάθε στροφή, εκείνος εν τω μεταξύ, από τις κορφές, τους προσπερνούσε,
κι οι άντρες των γειτονικών χωριών πήρανε τα βουνά.
Βγήκαμε από το σχολείο. Στείλαμε τους γέρους με τα μικρότερα παιδιά στα σπίτια, κι εμείς οι γυναίκες, με τα μεγαλύτερα αγόρια, δεκατεσσάρων-δεκαπέντε χρονών, ανεβήκαμε στη μικρή χαράδρα.
Βαστάγαμε την καρδιά μας με τα δυο μας χέρια για να αντέξει.
Η καρδιά μας χτυπούσε τόσο δυνατά που νομίζαμε ότι θα έσπαγε στο λαιμό μας.
Με τα δυο μας χέρια προσπαθούσαμε να σταματήσουμε τους χτύπους της καρδιάς μας για να μη σπάσει και γίνει σε χίλια κομμάτια.
Η καρδιά μας χτυπούσε και πήγαινε να μας πνίξει,
κι όμως τα πόδια μας τραβούσαν για τη μικρή χαράδρα.
Ανηφορίσαμε στο μονοπάτι όπου τα βήματα των ανδρών δεν είχαν αφήσει ίχνη. Ήταν σαν να είχε περάσει κανένα κοπάδι. Ο κουρνιαχτός κι οι πέτρες δεν έχουν μνήμη.
Και τα μάτια μας,
ενώ σκαρφαλώναμε πάνω στο λόφο κρατώντας την καρδιά μας με τα δυο μας χέρια,
τα μάτια μας έψαχναν κάτω κάποιο ίχνος, ένα αντικείμενο που θα είχε ξεγλιστρήσει από κάποια τσέπη, και που θα το αναγνωρίζαμε. σκαρφαλώναμε πάνω στο λόφο κρατώντας την καρδιά μας με τα δυο μας χέρια,
και βιαζόμασταν να μάθουμε,
και συγχρόνως τρέμαμε να δούμε αυτό που επρόκειτο να δούμε,
τόσο, που σήμερα δεν ξέρουμε πια να πούμε πώς τον σκαρφαλώσαμε αυτόν το λόφο, πού βρήκαμε τη δύναμη.
Στην κορυφή του μονοπατιού, από κει που βλέπεις όλη τη χαράδρα, ψηλά πάνω, οι πρώτες είδαν
και κατάλαβαν ότι δεν είχαμε πια λόγο να κρατάμε την καρδιά μας με τα δυο μας χέρια: αν δεν έσπαγε εκείνη τη στιγμή, θα πει ότι θα κρατούσε και θα ζούσε ακόμη παρ’ όλα αυτά. Παρ’ όλα αυτά, ναι, έτσι πρέπει να το πούμε.
Όταν όλες οι γυναίκες έφτασαν πάνω από τη χαράδρα, σταμάτησαν και στάθηκαν εκεί. Ακίνητες. Σιωπηλές. Τι έπρεπε να κάνουν; Τι έπρεπε να κάνουν, λοιπόν; Για τους κανονικούς νεκρούς, ξέρανε. Γι’ αυτούς εδώ… Αυτόν τον τεράστιο σωρό νεκρών. Αυτόν τον τεράστιο σωρό.
Στεκόμασταν εκεί, ξεσφίγγαμε τα δάχτυλά μας, αφήναμε χαλαρά τα άχρηστα χέρια μας. Λησμονούσαμε τα παιδιά που θα έπρεπε να τα προστατέψουμε από το θέαμα. Ούτε που σκεφτήκαμε να τα στείλουμε στο σπίτι. Θα μπορούσαμε τάχα; Κρεμόντουσαν από πάνω μας. Τι έπρεπε να κάνουμε;
Όταν το καλοσκέφτομαι, δεν διστάσαμε και πολύ. Μία έκανε την αρχή, έπειτα κι άλλες, όλες κατέβηκαν σιγά σιγά στη χαράδρα και πλησίασαν τους άντρες που κείτονταν εκεί
ο ένας πάνω στον άλλον,
κι όταν η πρώτη αναγνώρισε τον άντρα της,
τον τράβηξε λίγο πιο πέρα,
κι η καθεμία αναζητούσε τον δικό της,
τον άντρα της, ή τον πατέρα της, ή το γιο της,
ή όλους μαζί. Εγώ, έπρεπε να βρω πέντε. Ευτυχώς είχαν μείνει μαζί και τους βρήκα όλους μαζί. Ο άντρας μου κρατούσε ακόμη τον μικρό από το χέρι. Κι ο πεθερός μου… Ο άνθρωπος που ήξερε να μιλά στις μέλισσες. Πάντα αυτόν γυρεύανε για τα σμάρια τις μέλισσες.
Τρεις γενιές: άντρας, πατέρας, γιος. Κι έτσι ήταν για όλο το χωριό.
Με τους άντρες που έπεσαν εκείνη την ημέρα, η μνήμη του χωριού χάθηκε. Τώρα πια κανείς δεν θυμάται τον τρόπο που ο πεταλωτής κρατούσε το πέταλο. Ήταν ξακουστός για την τέχνη του. Όταν πετάλωνε ένα μουλάρι, κάνανε κύκλο γύρω από το καμίνι του για να δούνε πώς το κάνει.
Τώρα πια κανείς δεν θυμάται τον τρόπο που ο επιπλοποιός πάλιωνε το ξύλο της βελανιδιάς, και χάθηκε και όλη η γλώσσα που πάει μαζί, γλώσσα των αντρικών επαγγελμάτων. Κανείς δεν λέει πια: « Θυμάστε τον Βασίλη τον πεταλωτή; Πόσο γρήγορα μπορούσε να πελεκήσει ένα υνί για το άροτρο; Και τον Κώστα, τον ξυλουργό, πώς λέπταινε έναν κορμό με το ειδικό σφυρί! Και πόσο ίσιο έβγαινε το δοκάρι!» Αυτοί στους οποίους είχαν διδάξει την τέχνη τους, οι μαθητευόμενοι που θα τους διαδέχονταν, πέθαναν την ίδια στιγμή μαζί τους.
Σκυμμένες πάνω από τα μπερδεμένα κορμιά, μες στο φως του δειλινού, οι γυναίκες αναζητούσαν τους δικούς τους. Ήταν καταχείμωνο. Κι αν έπεφτε η νύχτα πριν βρει η καθεμία τους δικούς της…
Οι κινήσεις μας έγιναν πιο γρήγορες. Κι έπειτα, όσο η καθεμία έβρισκε τον δικό της, τον τραβούσε λίγο παράμερα, τον γύριζε ανάσκελα, ήταν πιο εύκολο να ψάχνουν οι άλλες στο σωρό που έτσι μίκραινε.
Και συγχρόνως, μια ελπίδα – είναι αδιανόητη η ελπίδα. Ποτέ δεν πιστεύεις το θάνατο έτσι αμέσως. Ακούς τα βήματα του ανθρώπου που χάθηκε για καιρό μετά μέσα στο σπίτι. Θέλει χρόνο για να συνηθίσεις,
Μια αδιανόητη ελπίδα, τι τα θέλετε, λίγο πριν αυτοί οι άντρες ήταν ζωντανοί, και τώρα,
Πεσμένοι όπως, όπως, σαν μεθυσμένοι, ο ένας πάνω στον άλλον, ζεστοί ακόμη… Ίσως και να μην είχαν πεθάνει όλοι, ίσως και να βρίσκαμε κανέναν ζωντανό ανάμεσα στους νεκρούς… Σχεδόν ζηλεύαμε εκείνη που η αδιανόητη ελπίδα της θα έβγαινε αληθινή. Αλίμονο!
Κι οι γυναίκες περνούσαν προσεχτικά ανάμεσα στα πτώματα, προσέχοντας να μην εμποδίζουν η μία την άλλη, γιατί ήταν εκατοντάδες, εκατοντάδες γυναίκες σκυμμένες πάνω από τα πτώματα,
μαύρες σταχυολόγοι,
ρακοσυλλέκτριες του θανάτου,
σ’ αυτή την πέτρινη χαράδρα όπου για πρώτη φορά μάζευαν σοδειά.
Είχαν ανασηκώσει τις φούστες τους για να μην τις λερώσουν, αλλά η γη είχε κιόλας πιει όλο το αίμα και, πάνω στα λιθάρια, το αίμα είχε κιόλας στεγνώσει.
Οι γυναίκες πήγαιναν με προσοχή από τον έναν στον άλλον άντρα, γύριζαν μαλακά αυτούς που είχαν πέσει με το πρόσωπο στη γη, κι αναγνωρίζοντας τον έναν ή τον άλλον καλούσαν ψιθυριστά
Αντιγόνη, ο Κώστας σου,
Δάφνη, ο Δημήτρης σου,
και συνέχιζαν να αναζητούν, εωσότου η καθεμιά έβρισκε τον δικό της, ή πιο συχνά τους δικούς της.
Δίχως να σηκώνουν κεφάλι, οι γυναίκες, βήμα το βήμα, έψαχναν πού να πατήσουν το ποδάρι τους ανάμεσα στα πτώματα.
Δεν μπορούσαμε να τους αναγνωρίσουμε από μακριά, από τα ρούχα. Στα μέρη μας, όλοι οι άντρες ήταν ίδια ντυμένοι: μαύρο παντελόνι, λευκό πουκάμισο. Το ίδιο κι οι γυναίκες: μαύρο φόρεμα, μαύρο μαντήλι στα μαλλιά.
Κι όταν η καθεμία έβρισκε τον δικό της, τον σήκωνε απαλά, του έκλεινε τα βλέφαρα και του σκέπαζε το πρόσωπο με το μαντήλι της.
Οι παντρεμένες τραβούσαν τη βέρα του άντρα τους όσο ακόμα τα δάχτυλα δεν είχαν ξυλιάσει και την περνούσαν στο δάχτυλό τους, δίπλα στη δικιά τους. Σήμερα μπορείτε να δείτε στο χωριό πολλές γυναίκες που φοράνε δύο βέρες στο ίδιο δάχτυλο χωρίς να είναι ακόμη γριές. Είναι οι χήρες εκείνης της ημέρας.
Οι αρραβωνιαστικιές δεν είχαν τι να πάρουν. Βοηθούσαν τις μανάδες να ξαπλώσουν τους γιους τους, οι αρραβωνιαστικιές.
Έπειτα έφτασαν γυναίκες από τα διπλανά χωριά, ανήσυχες που δεν είδαν τους άντρες τους να γυρίζουν από το παζάρι. Όταν βρέθηκαν στους έρημους δρόμους, με τα άδεια σπίτια και τις πόρτες να χάσκουν,
κατάλαβαν τη συμφορά, κι οι γέροι που κρατούσαν τα μικρά τούς είπαν να τραβήξουν κατά το λόφο.
Τότε
βάλθηκαν κι αυτές να ψάχνουν στο σωρό των νεκρών, με τις ταπεινές και τρυφερές κινήσεις των προσεχτικών τους χεριών.
Και τα παιδιά ήταν πάντα εκεί, κάνοντας κι αυτά το μερίδιό τους στη δουλειά που δεν ήταν γι’ αυτά. Εκείνη τη μέρα έμαθαν περισσότερα απ’ όσα χρειάζεται να ξέρεις σε μια ολάκερη ζωή.
Έτσι έπεσε η νύχτα και δεν ξέραμε πια τι άλλο να κάνουμε.
Ξανακατεβήκαμε λοιπόν,
εκτός από μία ή δύο που δεν είχαν κανέναν πια στο σπίτι και που ήθελαν να κλάψουν μοναχές τους. Αυτές που είχαν μικρά παιδιά στο σπίτι
έπρεπε να ταΐσουν τα παιδιά
αυτές, λοιπόν, γύρισαν στα σπίτια τους, τρικλίζοντας μέσα στο σκοτάδι, μεθυσμένες από κούραση, αλλά ξάφνου αναίσθητες, με την καρδιά τους να ’χει γίνει ξάφνου από πέτρα.
Κι όταν αποκοιμήθηκαν τα παιδιά, μια γυναίκα πήγε πόρτα πόρτα και φώναξε τις άλλες. Είχε ανάψει ένα μεγάλο κερί στη φωτίτσα που μένει αναμμένη στο εικονοστάσι.
Η καθεμία λοιπόν πήρε ένα κερί κι ένα σάλι
και ξανανεβήκαμε όλες στη χαράδρα για την αγρύπνια των νεκρών. Οι γέροι ήρθαν μαζί μας, με αναμμένα κεριά κι αυτοί.
Οι γέροι σκουντουφλούσαν με κόπο στο πέτρινο μονοπάτι κι εμείς που ήμασταν κιόλας πιο ψηλά
βλέπαμε τις φλογίτσες των κεριών τους να τρεμοπαίζουν σε μια λιτανεία που ανέβαινε τρικλίζοντας προς εμάς.
Το φεγγάρι ανέτειλε. Η νύχτα έγινε φωτεινή. Ήταν Δεκέμβρης.
Η νύχτα κύλησε με προσευχές, με προσευχές που μόλις τις μουρμουρίζαμε. Η καθεμία μας γονατιστή πλάι στους δικούς της. Κρατώντας το χέρι του άντρα ή του γιου της,
σαν για να το εμποδίσει να παγώσει,
σαν για να κρατήσει λίγο παραπάνω τη ζεστασιά του, μια ψευδαίσθηση ζωής.
Το πρωί όμως έπρεπε πια να αποφασίσουμε.
Έπρεπε να αποφασίσουμε τι θα κάναμε.
Δεν είχαμε μιλήσει όλη τη νύχτα. Η καθεμία μας, καθώς προσευχόταν, συλλογιόταν μοναχή της και τίποτα δεν είχε αποφασιστεί για το τι έπρεπε να κάνουμε όταν τα αστέρια σβήστηκαν από τον ουρανό.
Όταν τα κεριά έλιωσαν εντελώς πάνω στις πέτρες όπου τα είχαμε απιθώσει,
ξανακατεβήκαμε στο χωριό σιωπηλά.
Λίγο μετά, μία είπε: «Πρέπει πρώτα να τους πλύνουμε. Έπειτα πρέπει να τους θάψουμε».
Για το νεκρώσιμο πλύσιμο, αυτό το ξέρουν όλες.
Για το θάψιμο όμως…
Ο νεκροθάφτης ήταν εκεί, νεκρός μαζί με τους άλλους.
Και ποιος νεκροθάφτης έθαψε ποτέ χίλιους τριακόσιους νεκρούς μεμιάς;
Ποιος θα έσκαβε χίλιους τριακόσιους τάφους σε μια μέρα, στα δικά μας όλο πέτρα χώματα;
Και τα φέρετρα; Ο ξυλουργός ήταν εκεί, νεκρός μαζί με τους άλλους.
Ποιος ξυλουργός θα έφτιαχνε χίλια τριακόσια φέρετρα σε μια μόνο μέρα; Ποτέ δεν θα είχε κανείς αρκετά ξύλα για να φτιάξει 1.300 φέρετρα. Ποιος ξυλουργός έχει στην αποθήκη του ξύλα για 1.300 φέρετρα;
Ο ξυλουργός, ο σιδηρουργός, ο πεταλωτής, ο μυλωνάς, ο αμαξουργός, ο ξυλοκόπος, όλοι τους κείτονταν εκεί, νεκροί μαζί τους άλλους.
Και πού να τους θάψουμε; Δεν είχε αρκετό χώρο για 1.300 τάφους στο κοιμητήριο. Ένα κοιμητήριο μεγαλώνει λίγο λίγο, με το πέρασμα του χρόνου.
Δεν μπορούσαμε να τους αφήσουμε εκεί.
Δεν ξέραμε πώς να τους θάψουμε.
Κι ήταν σαν να πέθαιναν για δεύτερη φορά, έτσι που κείτονταν
νεκροί,
δίχως να δικαιούνται τα πρέποντα που οφείλονται σε κάθε νεκρό.
Κάθε νεκρός δικαιούται ένα φέρετρο. Αλλά ο ξυλουργός ήταν εκεί, νεκρός, κι ο σιδηρουργός, για τα καρφιά και τα πόμολα.
Κάθε νεκρός δικαιούται ένα λάκκο που έχει σκαφτεί για κείνον. Αλλά ο νεκροθάφτης, κι όλοι όσοι θα βοηθούσαν στο σκάψιμο, ήταν εκεί.
Κάθε νεκρός δικαιούται μια νεκρώσιμη ακολουθία. Αλλά ο παπάς ήταν εκεί, ανάμεσα στους νεκρούς.
Κάθε νεκρός δεν δικαιούται ένα μνήμα, ένα μνήμα με το όνομά του χαραγμένο επάνω; Αλλά ο πετράς κείτονταν κι αυτός εκεί, ανάμεσα στους νεκρούς.
Όλοι οι άντρες που ήταν τεχνίτες ήταν νεκροί. Σε ποιον θα πήγαιναν να μάθουν κοντά του τ’ αγόρια όταν θα ερχόταν η ώρα τους;
Τότε είναι που μια γυναίκα είπε: «Πρέπει να τους θάψουμε όλους μαζί.
– Μα πού να τους θάψουμε; Δεν μπορούμε να σκάψουμε την πέτρα της χαράδρας.
– Πρέπει να τους θάψουμε όλους μαζί, όπως πέθαναν όλοι μαζί.
– Δίχως φέρετρο, μονάχα με τα χέρια μας».
Και τότε – αλλά ποια τάχα να είχε την ιδέα; Δεν καλοθυμάμαι πια. Ίσως και να την είχαμε όλες μαζί.
Αποφασίστηκε ότι θα τους βάζαμε όλους μαζί, σιμά σιμά τον έναν με τον άλλον, όσο πιο κοντά γινόταν, και αν χρειαζόταν και τον έναν πάνω στον άλλον, για να χωρέσουν όλοι μαζί στο ελεύθερο κομμάτι του νεκροταφείου, ότι δεν θα σκάβαμε λάκκους αλλά ότι θα υψώναμε έναν τοίχο ολόγυρά τους, για να κάνουμε κάτι σαν μαυσωλείο. Το είδατε; Στη μέση του νεκροταφείου είναι, μέσα στα κυπαρίσσια. Δεν είναι ένα ωραίο μαυσωλείο. Είναι ό,τι καλύτερο μπορέσαμε να κάνουμε τότε, που δεν ήταν εύκολο να βρεις υλικά.
Να τι αποφασίσαμε.
Να τι κάναμε.
Γυρίσαμε στα σπίτια μας. Τα ζωντανά έσκουζαν. Πεινούσαν. Τα σκυλιά είχαν παλαβώσει και τραβούσαν τις αλυσίδες τους. Δώσαμε τροφή στα ζώα. Ταΐσαμε τα παιδιά. Έπειτα ανεβήκαμε πάλι στο λόφο,
η καθεμία με ένα κανάτι νερό,
ένα πανί για τον καθαρισμό,
ένα σεντόνι για σάβανο.
Πλύναμε το πρόσωπό τους,
ανοίξαμε το πουκάμισό τους το λεκιασμένο από αίμα για να πλύνουμε τις πληγές τους,
γιατί δεν μπορούσαμε να τους αφήσουμε να φύγουν έτσι, με τις πληγές τους μες στα χώματα. Τα δάκρυά μας, ζεστά, κύλησαν πάνω στις πληγές τους,
κι έτσι τους αποχαιρετίσαμε πριν τους τυλίξουμε στο σεντόνι.
Όταν έγιναν όλα, πήραμε το φορείο με το οποίο κουβαλάμε τα φέρετρα. Ναι, έτσι το ’χουμε συνήθειο, τους κουβαλάμε στον ώμο τους νεκρούς, στα μέρη μας. Κι, έναν έναν, αρχίσαμε να κουβαλάμε τους νεκρούς μας στον ελεύθερο χώρο του νεκροταφείου.
Αλλά είναι ποτέ δυνατόν να σηκώσουμε και να κουβαλήσουμε 1.300 νεκρούς έναν έναν; Καταλάβαμε ότι δεν θα τα καταφέρναμε, ότι θα μας έπαιρνε πολλές μέρες, ακόμη κι αν χρησιμοποιούσαμε άλλα δύο φορεία, που είχαν σκαρώσει στα γρήγορα κάποιοι γέροι στο εργαστήριο του ξυλουργού.
Βλέπαμε ότι ποτέ δεν θα τα καταφέρναμε όταν ήρθαν ενισχύσεις από τα διπλανά χωριά, και μπορέσαμε να τελειώσουμε πριν πέσει η νύχτα.
Κάποιος πήγε και φώναξε έναν μοναχό από ένα μοναστήρι του βουνού. Έπρεπε να φτάσει μακριά, γιατί τα δυο κοντινά μοναστήρια τα είχαν πυρπολήσει κι είχαν κρεμάσει τους μοναχούς ή τους είχαν γκρεμίσει από τα βράχια. Οι βάρβαροι είχαν περάσει από τα δυο μοναστήρια πριν να έρθουν σε μας. Ήταν στο δρόμο τους.
Έπρεπε να φτάσει μακριά για να βρει έναν μοναχό. Όταν έφτασε πια αργά το βράδυ, κουβαλούσαμε τα τελευταία φορεία.
Ο μοναχός είπε προσευχές για όλους τους νεκρούς μαζί.
Γυρίσαμε στο σπίτι. Όσες δεν είχαν πια κανέναν στο σπίτι δεν θέλησαν να φύγουν από το κοιμητήριο. Ανάψαν φωτιά για τα άγρια ζώα. Τα παιδιά περνούσαν από τα σπίτια να πάρουν δεμάτια φρύγανα και τα πήγαιναν στη φωτιά.
Κι έτσι πήγε μέχρι που χάραξε.
Το πρωί, ξέραμε τι έπρεπε να κάνουμε.
Να χτίσουμε ένα τοιχαλάκι από λιθάρια γύρω από τα τετράγωνο, μ’ αυτά τα λιθάρια που φτιάχναμε τις ξερολιθιές στα χωράφια μας, για να μην κατρακυλάνε τα χώματα.
Όταν το ντουβαράκι ψήλωσε αρκετά ώστε οι νεκροί να κρύβονται πια, τους σκεπάσαμε με χώμα. Πήραμε χώμα από τα χωράφια και το κουβαλήσαμε μέσα σε πανέρια.
Μέχρι τη νύχτα, μια ατέλειωτη σειρά γυναικών που κουβαλούσε όσο χώμα μπορούσε η καθεμία,
το χώμα που είχαμε αρπάξει από τα χωράφια που οι άντρες είχαν οργώσει και φυτέψει το φθινόπωρο.
Αργότερα μόνο μπορέσαμε να ψηλώσουμε τον τοίχο και να καλύψουμε το μαυσωλείο με μια στέγη, όπως το βλέπετε σήμερα.
Αλλά τιμήσαμε τους νεκρούς μας όπως πρέπει να τιμάμε τους νεκρούς.
Θάψαμε τους νεκρούς μας όπως είχαμε χρέος.
Το μνημείο πάνω στο λόφο, με όλα τα ονόματα γραμμένα στους τοίχους, το μνημείο που βλέπετε εδώ χτίστηκε ακόμη πιο μετά. Ο πόλεμος είχε τελειώσει από καιρό, οι στρατιώτες με τα κράνη και τα όπλα είχαν γυρίσει στην πατρίδα τους από καιρό, όταν πια χτίστηκε το μνημείο.
Για να θυμόμαστε.
Ίσως και να ξέχασαν αυτοί, οι στρατιώτες. Όταν ντρέπεσαι, ξεχνάς.
Γιατί δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν ντράπηκαν, αυτοί οι νεαροί στρατιώτες που σκότωναν άντρες
τόσους μαζί, μ’ όλο αυτό το αίμα που κυλούσε
αίμα κι άλλο τόσο αίμα, χίλιοι τριακόσιοι άντρες,
σκότωναν άντρες που μπορούσαν να ήταν πατεράδες τους, και αγόρια τη ηλικίας τους, που μπορούσαν να ήταν αδέρφια τους. Όχι, δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν ένιωσαν ντροπή, αυτοί οι στρατιώτες.
Αντίο, διαβάτη.
Όταν διασχίσετε ξανά το χωριό για να ξαναπάρετε τον δρόμο σας και να γυρίσετε σπίτι σας,
Κοιτάξτε την ώρα στο ρολόι του χωριού.
Η ώρα που θα διαβάσετε στο ρολόι, είναι η ώρα εκείνης της μέρας. Το ελατήριο του ρολογιού έσπασε στην πρώτη ριπή πυροβολισμών. Δεν το διορθώσαμε.
Δείχνει την ώρα εκείνης της ημέρας.
***
Τα Καλάβρυτα είναι ένα χωριό της Πελοποννήσου. Ήταν Δεκέμβριος του 1943.
μετάφραση: Οντέτ Βαρών-Βασάρ
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο της Charlotte Delbo, La mémoire et les jours, εκδ. Berg International, Paris, 1995: «Kalavrita des mille Antigone », σ. 103-124.