Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024

Αυτή η λαϊκή Αμερική που εξακολουθεί να είναι θυμωμένη

 


Της Laure Mandeville

Δημοσιεύθηκε στις 11/01/2024 Le Figaro

Αν υπάρχει ένα πράγμα που μας έδειξε η εκπληκτική πολιτική ανάσταση του Ντόναλντ Τραμπ, τρία χρόνια μετά την 6η Ιανουαρίου 2021, είναι ότι η οργή του αμερικανικού λαού για τις ελίτ δεν έχει εξασθενήσει. Αυτός ο θυμός θα βρεθεί ωστόσο αντιμέτωπος με ένα άλλο συναίσθημα που κερδίζει έδαφος: τον φόβο ότι μια επιστροφή του Τραμπ θα μπορούσε να οδηγήσει σε χάος και στον θάνατο της δημοκρατίας. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο συναισθήματα θα κριθούν αναμφίβολα οι εκλογές.



Ωστόσο, ο δισεκατομμυριούχος έχει διατηρήσει ακλόνητη τη θέση του στις καρδιές ενός σημαντικού μέρους των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων, εδραιώνοντας την εξουσία του στο κόμμα. Και κατάφερε να πείσει τα δύο τρίτα από αυτούς ότι οι εκλογές ήταν νοθευμένες! Μια επιτυχία που ο συντηρητικός διανοούμενος Κένεθ Γουάνστιν (Kenneth Weinstein), ο οποίος βρισκόταν σε καίρια θέση ώστε να παρατηρεί την προεδρία Τραμπ, όντας επικεφαλής του Ινστιτούτου Hudson, την αποδίδει στην ικανότητά του να αρθρώνει μια κριτική, διασκεδαστική στη μορφή αλλά αμείλικτη στην ουσία, για τις  αδυναμίες  των αμερικανικών ελίτ: Την εμμονή τους με το ελεύθερο εμπόριο, η οποία οδήγησε στην καταστροφική αποβιομηχάνιση των Ηνωμένων Πολιτειών και στην ανάδυση του κινεζικού ανταγωνιστή· την προτίμησή τους στη μετανάστευση, η οποία δημιούργησε τεράστια κοινωνικο-πολιτισμική αγωνία· τις απερίσκεπτες δεσμεύσεις τους σε δαπανηρούς και άκαρπους πολέμους· και τη μετα-εθνική ιδεολογία τους, η οποία τους οδήγησε στο να χάσουν το ενδιαφέρον τους για το έθνος για το οποίο ήταν υπεύθυνοι. Εν ολίγοις, ο Τραμπ πέτυχε το κατόρθωμά του λειτουργώντας ως εισαγγελέας κατά των ελίτ, λέει ο Γουάινστιν.

Σε ένα πρόσφατο άρθρο του, ο κοινωνιολόγος Τζόελ Κότκιν (Joël Kotkin) κάνει την ίδια επισήμανση, υπενθυμίζοντας ότι ο Τραμπ διατύπωσε μια πολιτική απάντηση σε μια αναταραχή τόσο βαθιά στις συνέπειές της όσο και η βιομηχανική επανάσταση στα τέλη του 19ου αιώνα. Με την επανάσταση του Διαδικτύου και την ανάδειξη της τεχνολογίας και της χρηματιστικής οικονομίας στους νέους πυλώνες της οικονομίας, η μεταποιητική βιομηχανία –επομένως και η εργατική τάξη– υποβαθμίστηκε, δίνοντας τη θέση της σε μια ολιγαρχική οικονομία με ελάχιστη μέριμνα για το μέλλον των εργατών, ευνοώντας τη μετανάστευση και την αποτοπικοποίιηση. Εγκαταλελειμμένη από τη φιλομεταναστευτική Αριστερά, η οποία έχει πλέον στρέψει την προσοχή της στις φυλετικές και σεξουαλικές μειονότητες ως τους νέους κολασμένους της γης, η εργατική τάξη «μετανάστευσε» προς τον Τραμπ, ανοίγοντάς του την πόρτα της νίκης στις μεσοδυτικές πολιτείες. «Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχει γίνει το κόμμα της εργατικής τάξης», γράφει ο Kotkin.

Μία άλλη τάση που πρέπει να παρακολουθήσουμε είναι πως ο μεγιστάνας της Νέας Υόρκης κερδίζει έδαφος ακόμη και μεταξύ των νέων (ιδίως των μη μορφωμένων), οι οποίοι είχαν ψηφίσει τον Μπάιντεν το 2020. Παρατηρείται επίσης μια αξιοσημείωτη κίνηση μεταξύ των Λατινοαμερικανών, ακόμη και των Αφροαμερικανών, ψηφοφόρων, γεγονός που αποδεικνύει ότι η επίθεση του Τραμπ στον ταυτοτικό γουοκισμό και η εθνικιστική έκκλησή του με το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική» υπερβαίνει τις φυλετικές κατηγορίες. Μπροστά σε μια τέτοια ευθυγράμμιση των αισθημάτων θυμού, ο Μπάιντεν ποντάρει στον υπαρκτό φόβο που προκαλεί ο Τραμπ και η παντελής έλλειψη ορίων στον τρόπο με τον οποίο πολιτεύεται. Οι Δημοκρατικοί ισχυρίζονται ότι η επανεκλογή του θα μπορούσε να καταστρέψει την αμερικανική δημοκρατία. Αρκεί όμως αυτό το επιχείρημα και οι πολλές αγωγές εναντίον του Τραμπ να τον σταματήσουν; Ή, αντίθετα, θα δεκαπλασιάσουν τους υποστηρικτές του, με κίνδυνο ακόμη και να προκαλέσουν μια πολιτική και πνευματική απόσχιση των Αμερικανών, οι οποίοι έχουν όλο και λιγότερη εμπιστοσύνη στους θεσμούς τους; Αυτό είναι ένα από τα ερωτήματα που τίθενται στην τρελή κούρσα που πρόκειται να ξεκινήσει. Το άλλο είναι αν αυτή η μάχη μπορεί ακόμη να επιφυλάσσει εκπλήξεις, ιδίως στις προκριματικές εκλογές που ξεκινούν τη Δευτέρα στην Αϊόβα.