Απόσπασμα (σσ. 301-303) από το Γιώργος Θεοτοκάς, Τετράδια ἡμερολογίου 1939-1953, βιβλιοπωλείον της Εστίας.
27 Ὀκτωβρίου 1941
Το βράδι μέ φίλους κατάθεση στεφάνου δάφνης στον τάφο τοῦ Αγνώστου Στρατιώτη (α).
α) Ὁ Χριστόφορος Χρηστίδης, στα Χρόνια Κατοχῆς 1941-44 (Αθήνα 1971), περιγράφει το περιστατικό ἐκτενέστερα:
«Το βράδι ἦλθε ὁ Θεοτοκᾶς καὶ τοῦ ἐξήγησα τί εἴχαμε σκοπό να κάνουμε μέ τή Σοφία ᾿Αντωνιάδη. Δέχτηκε πρόθυμα. Ἐκεῖ που διαφώνησε εἶταν για το σχέδιό μου να βάλουμε το δεύτερο στεφάνι (που εἴχαμε διαπιστώσει πώς εἶταν ἀδύνατο ή πάντως πολύ δύσκολο νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ πρῶτο) στο ἄγαλμα τοῦ Κολοκοτρώνη, μπροστά στό Comando Tappa. Το σχέδιο αὐτό το παράτησα κι ὁ ἴδιος, γιατί κι ὅλοι οἱ ἄλλοι, ἐχτός ἀπό τή Σ. Α., δέν εἶταν πρόθυμοι.
»Κατά τίς ἑφτά καί τέταρτο λοιπόν τῆς 27/10, εἶταν πιά σκοτεινά, μέ μισό φεγγάρι, πού κρυβόταν κάθε τόσο στα σύννεφα. Πήγαμε στῆς Σ. ᾿Αντωνιάδη. Ἐκεῖ βρέθηκε κι ἡ καθηγήτρια Δνίς Κροκοδείλου, που δεν την πρόβλεπα. Πάντως, οἱ ἄλλοι εἶταν βιαστικοί, κι ἔτσι πήραμε το στεφάνι, ἀφοῦ τοῦ ράψαμε μια γαλανόλευκη κορδέλα (πού ἔπεσε στον δρόμο) καί ξεκινήσαμε. Ὁ Γ. Θεοτοκᾶς κι ἡ Κροκοδείλου πῆγαν ἀπό μπρός, ἡ Σ. Α. κι ἐγώ, πιασμένοι μπράτσο, εἴχαμε το στεφάνι ἀνάμεσά μας κι ὁ Μεσσηνέζης ἐρχόταν πίσω. Στο Μνημεῖο εἶχαν ἤδη περάσει κι ἀφήσει λίγα λουλούδια ἄλλοι. Ἐμεῖς, οἱ τρεῖς τελευταῖοι, στρίψαμε δεξιά, ἀνεβήκαμε τόν ἀνηφοράκο ἀνάμεσα στο Μνημεῖο καί τὸν Ἐθνικό Κήπο. Ὅταν φτάσαμε στη σκάλα, ὁ Φίλιππος μᾶς πῆρε τὸ στεφάνι καί προηγήθηκε. Ἐμεῖς κατεβήκαμε πίσω του. Στη βία του καί καθώς το φεγγαράκι εἶχε πάλι μισοκρυφτεί, ὁ Φ. σκουντούφλησε φτάνοντας στο Μνημεῖο κι ἔκανε τόσο θόρυβο πέφτοντας ὥστε νὰ κάνει τὸν ἕναν ἀπό τούς δυό τσολιάδες, που φύλαγαν ἀκίνητοι στα φυλάκιά τους, να βγάλει σιγά μια φωνή: “Βρέ τύφλα ἔχεις, ρέ;”. Μαζευτήκαμε μια στιγμή γύρω στο Μνημείο. Ὁ Φίλιππος στεκόταν σιμότερα, σε στάση προσοχής. Καθώς δὲν μᾶς ἔτυχε κανένα ἐμπόδιο ξεθαρρευτήκαμε καί φύγαμε ἀπό μπρός. Ὁ Φίλιππος μᾶς ἄφησε κι οἱ ἄλλοι τέσσερις πήγαμε στοῦ “Γιαννάκη” καί μείναμε κουβεντιάζοντας ως τις 9 περίπου» (σ. 159).
Ὑπῆρχαν ἀρκετά λουλούδια. ᾿Αραιές σκιές, πού πηγαινοερχόντανε στο σεληνόφως. Από ὅ,τι εἶδα, οἱ ἀρχές τῆς Κατοχῆς δέν ἔδειχναν ἐνδιαφέρον γιά τό ζήτημα, στίς 10 μ.μ. ὅμως σήμανε συναγερμός καί ὑποπτεύουμαι πώς εἶναι ψεύτικος γιά ν’ ἀδειάσουν οἱ δρόμοι, γιατί δέν ἀκούω ἀεροπλάνα οὔτε κανονιές. Στό ἐξωτερικό πεζούλι τῆς πλατείας τοῦ ᾿Αγνώστου Στρατιώτη ἔχει γραφεῖ ἕνα μεγάλο ΟΧΙ.
Κατά τις 11 μ.μ. ἀκούω μπόμπες.
28 Ὀκτωβρίου
Λυπητερή μέρα.
Το πλῆθος ἔδειξε πολλή ἀξιοπρέπεια καί εὐλάβεια. Οἱ Ἰταλοί μεγάλη νευρικότητα καί ἔλλειψη ἀπό κατεύθυνση.
Το πρωί, κατά τις 9, εἶδα ὅτι εἶχαν σηκωθεῖ ὅλα τά λουλούδια ἀπό τὸν τάφο τοῦ ᾿Αγνώστου Στρατιώτη κι ἀπαγορευότανε ἀπό τήν ἑλληνική ἀστυνομία να πλησιάσει το κοινό. Ἰταλικές περιπολίες ἐποπτεύανε ἀπό μακριά. Αργότερα, σαν ξαναπέρασα, κατά τις 11, εἶδα τον τάφο φορτωμένο λουλούδια καί κόσμο που πήγαινε ἐλεύθερα καί γονάτιζε εἴτε ἀπό ἐμπρός εἴτε
Στή 1 μ.μ. τό πλησίασμα τοῦ κόσμου εἶχε πάλι ἀπαγορευτεῖ κι αὐτή τή φορά εἶχαν λάβει θέση ἐμπρός στο μνημεῖο (στό πεζοδρόμιο) Ἰταλοί σκοποί μέ ὅπλα. Ἰταλικές περιπολίες γυρνοῦσαν ἀπάνω ἀπό τίς σκάλες. Ξαναπέρασα κατά τίς 7 μ.μ. μέ τόν Παπανδρέου. Εἶχαν φύγει οι Ἰταλοί καί ὁ χῶρος ἔμοιαζε ἐλεύθερος. Προχωρήσαμε τότε πρός τον τάφο, ἀλλά ἀμέσως ἔτρεξαν καί μᾶς σταμάτησαν ἀστυφύλακες κι ἀξιωματικοί τῆς ἀστυνομίας, λέγοντάς μας ὅτι ἀπαγορεύεται να πλησιάσουμε. Αναγνώρισαν τόν Παπανδρέου καί τοῦ φέρθηκαν μέ σεβασμό. Ρωτήσαμε πόσες φορές, κατά τη διάρκεια τῆς ἡμέρας, ἄλλαξε ἡ διαταγή γιά τό προσκύνημα τοῦ τάφου. Μᾶς εἶπαν ἐννιά φορές. Ξαναπέρασα κατά τίς 9 μ.μ. καί εἶδα πλῆθος Ἰταλούς μέ ὅπλα, καραμπινιέρους καί πεζούς μέ κράνη. Πυκνές δυνάμεις ἦταν μαζεμένες στούς γειτονικούς δρόμους. Αὐτή θά ἦταν ἡ δέκατη διαταγή.
Ὅλη μέρα εἴχανε τό ὕφος σα να φοβόντανε κάτι, μὰ δὲν ἤξεραν τί. Οἱ φοιτητές κουνήθηκαν ἀρκετά. Τήν ὥρα πού ἐπιτρεπότανε το πλησίασμα πήγανε πολλοί μαζί στον τάφο καί ἔψαλαν τὸν Ἐθνικό Ὕμνο καί φώναξαν «ζήτω ἡ ἐλευθερία». Ὕστερα πήγανε λουλούδια καί στο ἄγαλμα τοῦ Ρήγα Φεραίου καί βλέποντας το Λούβαρι[1] πού στεκότανε στα Προπύλαια τοῦ Πανεπιστημίου τόν προγκάρανε. Κατατέθηκαν λουλούδια καί στεφάνια καί σέ ἄλλα ἀγάλματα καί προτομές, στο Σολωμό, τό Βαλαωρίτη, τό λόρδο Βύρωνα, τον Παῦλο Μελᾶ. Ἐπίσης καί στον Κολοκοτρώνη ἔξω ἀπό τό Comando Tappa[2]. Αὐτό τό τελευταῖο ἔμοιαζε σαν πρόκληση.
Το Πανεπιστήμιο δείχτηκε πολύ ζωντανό τόν τελευταῖο καιρό. Εἶναι ἄξιοι ἐπαίνου γιά τή στάση που κράτησαν στήν ἕδρα ὁ Θεοδωρακόπουλος, ὁ Κακριδῆς κι ὁ Κώστας Τσάτσος. Ὁ τελευταῖος ἀπολύθηκε σήμερα. Ακούω πώς τὸν γυρεύει ἡ ἀστυνομία καί πώς κρύβεται σε ξένο σπίτι.
[1] Ὁ Νικόλαος Λούβαρις (1887-1961), ἀκαδημαϊκός, καθηγητής, διετέλεσε ὑπουργὸς Παιδείας ἐππι Μεταξᾶ καὶ στὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς. Γιὰ τὴ σύμπραξή του σὲ κατοχικὴ κυβέρνηση καταδικάστηκε τὸ 1945, ἀλλὰ ἀποφυλακίστηκε τὸ 1948.
[2] Διοικητικὴ ὑπηρεσία τῶν Ἰταλῶν ποὺ εἶχε τὴν εὐθύνη τῶν μετακινήσεων τοῦ στρατοῦ.

