Ο θάνατος του ποιητή Γ. Σαραντάρη
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Η πορεία προς τον θάνατο του σημαντικού ποιητή και χριστιανού στοχαστή Γιώργου Σαραντάρη κατά την απόκρουση των εισβολέων Ιταλών φασιστών αποτελεί παράδειγμα φιλοπατρίας, εγκαρτέρησης, ηρωισμού και ένθεης αντιμετώπισης του θανάτου. Ήταν η μόνη και η πιο άδικη απώλεια ποιητή κατά τον πόλεμο του 1940. Τον έκλαψαν όλοι οι ομότεχνοί του και όσοι γνώριζαν τον ίδιο και το έργο του, με το οποίο παραμένει ζωντανός, εμπνέει αγαλλίαση και διδάσκει ορθόδοξο ήθος.
Τον Αύγουστο του 1940 και μετά τον άνανδρο τορπιλισμό του ευδρόμου «Έλλη» στο λιμάνι της Τήνου, ο Ιωάννης Μεταξάς βλέπων ότι σύντομα οι Ιταλοί φασίστες θα επιχειρήσουν εισβολή στην Ελλάδα από τη μεριά της Ηπείρου έδωσε εντολή για μυστική επιστράτευση, δια ατομικών προσκλήσεων. Μεταξύ των επιστρατευθέντων ήταν και ο 32χρονος ποιητής Γιώργος Σαραντάρης. Αδύναμος στην κράση, φιλάσθενος, με μεγάλη μυωπία, απόφοιτος της Νομικής Σχολής του ιταλικού Πανεπιστημίου της Ματσεράτα δεν επελέγη για την αντικατασκοπεία, ούτε ως ανακριτής αιχμαλώτων, αλλά ως απλός οπλίτης.
Οι ομότεχνοί του αντέδρασαν. Ο Ανδρέας Καραντώνης είπε στον Σαραντάρη να μιλήσει σε ανώτατο αξιωματικό για να διορθώσει την αδικία, προς όφελος και του στρατεύματος. Ο Σαραντάρης το αρνήθηκε, λέγοντας ότι θα πάει εκεί που η Πατρίδα τον έταξε. Ο Ελύτης εξέφρασε τον θυμό του, που έχει καταγραφεί και στα «Ανοιχτά χαρτιά» του: «Θέλω απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα…που δεν ξέρω πώς κατάφερε να κρατήσει στα Γραφεία και στις Επιμελητείες όλα τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραυστο διανοούμενο που μόλις στεκότανε στα πόδια του, που όμως είχε προφτάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτη από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της. Ήταν σχεδόν μια δολοφονία. Διπλωματούχος ιταλικού πανεπιστημίου – ο μόνος ίσως στο στράτευμα – θα μπορούσε να είναι περιζήτητος σε οποιαδήποτε από τις Υπηρεσίες αντικατασκοπείας ή ανάκρισης αιχμαλώτων…Αλλά όχι. Έπρεπε να φορτωθεί το γυλιό και τον οπλισμό των τριάντα οκάδων, για να χαθεί παραπατώντας μες στα χιονισμένα φαράγγια ένας ακόμη ποιητής, ένας ακόμη αθώος στο δρόμο του μαρτυρίου».
Στις 5 Οκτωβρίου 1940 μαζί με πολλούς άλλους στρατιώτες ξεκίνησε από τον Σταθμό Λαρίσης με το τρένο για τη Χαλκίδα. Προορισμός τα σύνορα. Από τη Χαλκίδα με καμιόνια έφτασαν στο όμορφο χωριό Καστράκι των Μετεώρων, κοντά στην Καλαμπάκα. Οι στρατιώτες στις εξόδους γέμιζαν τις ταβέρνες και έπιναν. Ο Σαραντάρης έγραφε ποιήματα, ένα από τα οποία, τόγραψε στις 16 Οκτωβρίου 1940: «Η θάλασσα με το καθρέφτη/Πέφτει στην αγκαλιά του ανέμου/ Εδώ είναι το ποτάμι/ Ο Πηνειός/ Εδώ η θάλασσα δε φαίνεται/ ας χυμήξουν τα πλατάνια./Οι βάτραχοι/ ας μάθουν το χρώμα τ’ ουρανού./ Εμείς οι στρατιώτες/ Θα πλύνουμε τα πόδια μας/ Στα σύννεφα/ Και στα περιστέρια θα βάλουμε νερό/ Η δίψα όνειρο να γίνει/ Κάτω από τις χλαίνες/ τη νύχτα/ Να περπατήσεις στο φεγγάρι ώρες στρατιώτης/ Και να μαλάξεις τα βουνά με τα βήματά σου».
        Στις 5 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 ξύπνησε τους στρατιώτες ο Ταγματάρχης, τους ενημέρωσε ότι οι Ιταλοί άρχισαν ενέργειες κατά των ελληνικών θέσεων στα φαράγγια της Πίνδου και διέταξε άμεση αναχώρηση από την Καλαμπάκα για τα σύνορα προς ενίσχυση των στρατιωτών της πρώτης γραμμής. Η πορεία ήταν αδιάκοπη. Κράτησε περίπου 40 ώρες. Σε κάποιες ολιγόλεπτες στάσεις οι φαντάροι μοιράζονταν κουραμάνα και ξηρούς καρπούς. Στη διαδρομή έβρεχε συνέχεια. Οι γυλιοί είχαν γίνει ασήκωτοι. Έφτασαν στο χωριό Βωβούσα του Ανατολικού Ζαγορίου. Ο Σαραντάρης τοποθετήθηκε στον 3ο Λόχο. Ήταν πολύ κουρασμένος, όπως όλοι οι φαντάροι.
Σμούρωσε σε ένα πεζούλι εκκλησίας και κοιμήθηκε. Ξημερώνοντας ακούστηκαν οι σάλπιγγες του Λαρισινού συντάγματος και άρχισε η μάχη. Οι Έλληνες πήραν στο κατόπι τους Ιταλούς και άρχισε η προέλασή τους. Πέρασαν την Κλεισούρα και έφτασαν στην Τρεμπεσίνα. Το χιόνι αρκετό, η λάσπη κάλυπτε τα άρβυλα. Του Σαραντάρη είχαν τελειώσει και τα τελευταία ίχνη αντοχής του. Κοντά στην ταλαιπωρία έχασε και τα γυαλιά του. Δεν έβλεπε τίποτε…
Συστρατιώτης τον λυπήθηκε και του είπε πως θα πηγαίνει δίπλα του κι εκείνος θα είναι τα γυαλιά του… Κάπου κοιμήθηκαν. Το πρωί το τάγμα ξεκίνησε για την μάχη. Ο Σαραντάρης με δυσκολία πλέον ακολουθούσε. Είπε στον συστρατιώτη, που τον βοήθησε, να τον αφήσει και να ακολουθήσει το τάγμα. Αισθανόταν εξουθενωμένος. Στο Κιλαρίτσι και σε κάτι στάβλους κάθισε στο χώμα σε σχεδόν πλήρη εξάντληση. Εκεί τον συνάντησε ο στρατιώτης Θεμιστοκλής Αθηνογένης. Παρουσιάστηκαν μαζί, στις 5 Οκτωβρίου 1940, και έκτοτε τον είχε, κατά κάποιο τρόπο, στην προσοχή του. Ο Σαραντάρης του ζήτησε κάτι να φάει. Ο Θεμιστοκλής είχε ένα κομμάτι ξερή κουραμάνα, του το έδωσε. Αισθάνθηκε κάπως καλύτερα. Έβγαλε από την τσέπη του χαρτιά, κομμάτια από κουτιά τσιγάρων, όπου είχε γράψει ποιήματα, ένα από τα οποία άρχιζε « Εγώ που οδοιπόρησα/ Με τους ποιμένες της Πρεμετής/ Είχα τα μάτια μου/ Παντοτινά στραμμένα/ Στο εωθινό σου πρόσωπο…».
Ο Αθηνογένης έπρεπε να φύγει. Τότε, ως από Θεού, εμφανίστηκε άλλος συστρατιώτης του, ο Γιώργος Πολιτάρχης, ποιητής και εκδότης ποιητικών συλλογών, που γνώριζε την ποιότητα της ποίησής του, και έμεινε κοντά του. Ο Σαραντάρης αισθανόταν ότι ήταν κοντά στον θάνατο και του ζήτησε να φύγει και να τον αφήσει να πεθάνει εκεί, στα βουνά της Ηπείρου.Εκείνος δεν τον άφησε και όταν πέρασε φάλαγγα που πήγαινε στα Γιάννενα τον έβαλαν σε ένα φορτηγό για να πάει στο εκεί νοσοκομείο.
Οι γιατροί είδαν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι για να τον σώσουν. Αποφάνθηκαν ότι είχε τύφο και τον έστειλαν στην Αθήνα… Όταν έφτασε ήταν ήδη εξαϋλωμένος. Η αδελφή του έτσι περιγράφει τις τελευταίες του στιγμές: «Το τέλος του ήταν πολύ κοντά. Εμείς, οι συγγενείς και οι φίλοι, περιτριγυρίζαμε το κρεββάτι του και κλαίγαμε βουβά. Μας είδε και με το γλυκό του χαμόγελο, γεμάτος από ειρήνη και πίστη, άρχισε εκείνος να μας παρηγορεί και να μας ενδυναμώνει, παροτρύνοντάς μας να μην κλαίμε, διότι η ζωή δεν τελειώνει στον κόσμο αυτόν, διότι η ζωή είναι αιώνια και συνεχίζεται, διότι μετά τον θάνατό του θα ζήσει μιαν άλλη, μεγαλύτερη χαρά…».
Ο αείμνηστος ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, φίλος του Σαραντάρη, έζησε έτσι τις τελευταίες ημέρες του: «Ας μου επιτραπεί να βεβαιώσω πως είχε ο Σαραντάρης, τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, νικήσει τον φόβο του θανάτου. Άρρωστος βαριά τις πρώτες εβδομάδες του 1941, ύστερα από τον υποσιτισμό και άλλες κακουχίες, επάνω στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, όπου υπηρετούσε ως απλός στρατιώτης, ενταγμένος, παρά τη μεγάλη μυωπία του, σε μονάδα της πρώτης γραμμής του μετώπου, είχε μεταφερθεί τελικά σε κλινική των Αθηνών…Εκεί ο Σαραντάρης ήταν όλως διόλου γαλήνιος ενώπιον του θανάτου και ψιθύρισε προς τους λυπημένους συγγενείς και φίλους παραινέσεις για εμμονή στον δρόμο της αρετής, υψωμένος ήδη ο ίδιος στη σφαίρα της αγιότητας». –
Σημ. Τα όσα εγράφησαν πάρθηκαν από τα βιβλία:
–       Ολυμπίας Καράγιωργα «Γιώργος Σαραντάρης ο μελλούμενος», Εκδ. Δίαυλος,
Αθήνα, 1995.
–       Οδυσσέα Ελύτη « Ανοιχτά χαρτιά», Εκδ. Ίκαρος, στ΄ έκδοση, Σεπτέμβριος
2004.
–       Κων. Δεσποτόπουλου «Φήμη απόντων», Εκδ. Καστανιώτη 1995.
–       Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου «Γιώργος Σαραντάρης: Ο άνθρωπος, ο
ποιητής, ο διανοούμενος», Εκδ. Εκπληξη, Αθήνα, 2011.

