Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2024

Tην Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν.....

 


Οδυσσέας Ελύτης: Η μεγάλη έξοδος

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ


ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΕΚΤΟ


 ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ


 ΧΡΟΝΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν.


Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ’ ουρανού σαρώνοντας


η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου.


Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει.


Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει


από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου.



Που πρώτα θα κρατήσει τις αχτίδες του, σημάδι ότι καιρός να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση.


Και μετά θα μιλήσει, να πει: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;


– Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και στο ξινόχορτο.


– Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων και Στρατηγών.


– Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των δικών τους πτωμάτων.


– Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων.


Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν.


Αλλά πριν, ιδού θα γίνουν οι ωραίοι που ναρκισσεύτηκαν στις τριόδους Φίλιπποι και Ροβέρτοι.


Θα φορέσουν ανάποδα το δαχτυλίδι τους, και με καρφί θα χτενίσουνε το μαλλί τους,


και με νεκροκεφαλές θα στολίσουνε το στήθος τους,


για να δελεάσουν τα γύναια.


Και τα γύναια θα καταπλαγούν και θα στέρξουν.


Για να έβγει αληθινός ο λόγος, ότι σιμά η μέρα


όπου το κάλλος θα παραδοθεί στις μύγες της Αγοράς.


Και θα αγαναχτήσει το κορμί της πόρνης μην έχοντας άλλο τι να ζηλέψει.


Και θα γίνει κατήγορος η πόρνη σοφών και μεγιστάνων,


το σπέρμα που υπηρέτησε πιστά, σε μαρτυρία φέρνοντας.


Και θα τινάξει πάνουθέ της την κατάρα, κατά την Ανατολή το χέρι τεντώνοντας και φωνάζοντας:


εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;


– Βλέπω τα χρώματα του Υμηττού στη βάση την ιερή του Νέου Αστικού μας Κώδικα.


– Βλέπω τη μικρή Μυρτώ, την πόρνη από τη Σίκινο, στημένη πέτρινο άγαλμα στην πλατεία της Αγοράς


με τις Κρήνες και τα ορθά Λεοντάρια.


– Βλέπω τους έφηβους και βλέπω τα κορίτσια στην ετήσια Κλήρωση των Ζευγαριών.


– Βλέπω ψηλά, μες στους αιθέρες, το Ερέχθειο των Πουλιών.


Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ’ ουρανού σαρώνοντας


η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου.


Αλλά πριν, ιδού θα περάσουν γενεές το αλέτρι τους πάνω στη στέρφα γης.


Και κρυφά θα μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια τους οι Κυβερνήτες,


κηρύσσοντας πολέμους.


Όπου θα χορτασθούνε ο Χωροφύλακας και ο Στρατοδίκης.


Αφήνοντας το χρυσάφι στους αφανείς, να εισπράξουν αυτοί


τον μιστό της ύβρης και του μαρτυρίου.


Και μεγάλα πλοία θ’ ανεβάσουν σημαίες, εμβατήρια θα πάρουν τους δρόμους,


οι εξώστες να ράνουν με άνθη το Νικητή. Που θα ζει στην οσμή των πτωμάτων.


Και του λάκκου σιμά του το στόμα, το σκοτάδι θ’ ανοίγει στα μέτρα του,


κράζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;


– Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι της Αναστάσεως.


– Βλέπω τους Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους,


θυσία στην καθαρότητα των ουρανών.


– Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών.


– Βλέπω τις κανονιοφόρους του Έρωτα.


Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει.


Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει


από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου.


Αλλά πριν, ιδού θα στενάξουν οι νέοι και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει.


Κουρεμένοι κατάδικοι θα χτυπήσουν την καραβάνα τους πάνω στα κάγκελα.


Kαι θα αδειάσουν όλα τα εργοστάσια, και μετά πάλι με την επίταξη θα γεμίσουν,


για να βγάλουνε όνειρα συντηρημένα σε κουτιά μυριάδες,


και χιλιάδων λογιών εμφιαλωμένη φύση.


Και θα ‘ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα μέσα στη γάζα.


Και θα ‘χει καθένας τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας.


Και θα ‘ναι τα πράγματα μέσα του κιόλας ωραία ερείπια.


Τότε,


μην έχοντας άλλη εξορία, που να θρηνήσει ο Ποιητής, την υγεία της καταιγίδας από τ’ ανοιχτά στήθη τουαδειάζοντας,


θα γυρίσει για να σταθεί στα ωραία μέσα ερείπια.


Και τον πρώτο λόγο του ο στερνός των ανθρώπων θα πει,


ν’ αψηλώσουν τα χόρτα,


η γυναίκα στο πλάι του σαν αχτίδα του ήλιου να βγει.


Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την πλαγιάσει πάνου στα χόρτα


καθώς που ετάχθη.


Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση,


και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων!