Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024

“ΑΔΙΚΗΜΕΝΕ ΜΟΥ ΑΓΙΕ, ΒΟΗΘΑ”


Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο 

του π. Σπυρίδωνα Βασιλάκου*

Ο ἅγιος Νεκτάριος... Πολύ τον αγαπῶ. Χατίρι δέ μοῦ ἕχει χαλάσει. Ἀλλάζω τώρα κουβέντα, ἀλλά ἀξίζει. Κἀποτε, εἶπα στούς Σιμωνοπετρίτες νά μοῦ στείλουν ἐργάτες γιά νά ἀνοίξω μία στέρνα. Ὅταν ἦρθαν οι χριστιανοὶ ἐδῶ, ἔπιασε βροχή. Ἐκεῖνοι μέ παρακάλεσαν νά κάνω προσευχή νά σταματήσει ἡ βροχή, νά μή χάσουν χρόνο και μεροκάματα. Τούς ῥωτῶ:


«Πόσες μέρες θέλετε;»
«Πέντε, γέροντα», μοῦ λένε.
Νά ξέρω κι ἐγώ τί νά ζητήσω, βρέ παιδί μου. Πῆγα στόν ἅγιο Νεκτάριο. Ξέρεις; Εἶχε ἀνοίξει τούς ουρανούς στήν Αἴγινα μέ τήν προσευχή του μετά ἀπό μεγάλη ανομβρία.
«Άγιε μου, πέντε μέρες να σταματήσει η βροχή, και τρεῖς λειτουργίες να κάνω στη χάρη σου».
Καί σταμάτησε ἡ βροχή ἕνα πενταήμερο. Ὅταν τελείωσαν τή δουλειά οἱ εργάτες και ἔφευγαν, μέχρι νά φτάσουν στό μοναστήρι ἔγιναν μούσκεμα. Καί νόμιζαν οι καημένοι ότι εγώ τό ἔκανα. Τί λέτε, βρέ παιδιά! Εἶμαι ἐγώ ἄγιος γιά νά κάνω τέτοια πράγματα; Ο ἅγιος Νεκτάριος ὁ θαυματουργός τό ἔκανε.
Ἄ, νά σᾶς πῶ τί μᾶς ἔκανε ἀκόμα αὐτός ο ἅγιος ἐδώ στό σπιτάκι μας. Πάω μιά μέρα καί ῥίχνω μιά ματιά στό σιτάρι. Τί νά δῶ! Γεμᾶτο ψείρα ἧταν. Πώ, πώ τί θά κάνω τώρα; Πῶς νά ἀσχοληθώ, πού εἶχα τον παπά - Νικηφόρο ἄρρωστο;
Σά μωρό παιδί ἦταν. Ὅπου πήγαινα τόν κρατοῦσα ἀπό τό χέρι. Παίρνω ἕνα βαμβακάκι, πάω καί τό σταυρώνω στό λείψανο τοῦ ἁγίου, πού εἶχε ὁ π. Γεράσιμος. «Βοήθα μέ, ἅγιε τοῦ Θεοῦ», τοῦ εἶπα, καί ἔριξα τὸ βαμβάκι στό σιτάρι. Ἐεε! Τί νά σᾶς πῶ! Τόσο καθαρό καί καλό σιτάρι δεν εἶχαμε ποτέ.
Νά σᾶς πῶ καί τό ἄλλο, μιᾶς καί ἦρθε στήν παρέα μας ὁ ἄγιος Νεκτάριος. Πῆγα στό νοσοκομείο στήν Ἀθήνα τό 1980, μέ πόνο δυνατό καί φαγούρα στό ποδάρι μου. Ἦταν τό ἔκζεμα πού τό ἔχω «εὐλογία» ἀπό μικρό παιδί. Δέ μποροῦσα νά σταθῶ πουθενά, οὔτε νά κοιμηθῶ, οὔτε νά ἡσυχάσω. Ξέρεις ἅμα «θυμώσει» το ἔκζεμα, εἶναι μαρτύριο, σωστό μαρτύριο. Δυνατότερο καί ἀπό τόν πόνο εἶναι. Τό μαρτύριο τοῦ Ἰώβ δεν ἦταν ὁ πόνος ἀλλά ὁ κνησμός. Καθόταν γυμνός πάνω στίς κοπριές καί μέ ένα ὄστρακο ἔξυνε τό μαρτυρικό του σῶμα. Μαρτύριο σᾶς λέω. Μεγάλο μαρτύριο. Πάντα προσευχόμουν γιά τούς ασθενεῖς πού εἶναι στά νοσοκομεῖα, νά τούς ἀξιώσει ὀ Θεός νἀ γυρίσουν στά σπιτάκια τους καί στίς οἰκογένειές τους. Ὅταν τό ἔζησα τό νοσοκομείο, ἄρχισα νά προσεύχομαι περισσότερο καί θερμότερα. Ξέρετε, ὁ πόνος εἶναι ἠ ντουντούκα τής ψυχής. Δίνει, τρόπον τινά, δύναμη καί ἔκταση στή φωνή της. Καί νά εἶχα τόν πόνο τοῦ ποδαριοῦ μόνο; Τό ὄτι ἤμουν ἔξω ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, ποῦ τό πᾶς; Μακριά ἀπ' τά Κατουνάκια καί τό σπιτάκι μας. Βάζω κι ἐγώ μιά φωνή ἀπό τό βάθος, να ποῦμε, ἀπό τή ῤίζα τῆς ψυχῆς μου: «Ἅγιε μου, ἅγιε Νεκτάριε, πονεμένε μου ἅγιε, ἀδικημένε μου ἅγιε, βοηθά με στό κελί μου νά γυρίσω καί μιά λαμπάδα σάν τό μπόι μου θά σοῦ άνάψω...».
Αὐτό ἦταν! Ἀπό ἐκείνη τή στιγμή, ἐνώ πρίν τά πράγματα ἦταν δύσκολα, ἔκανε μεταβολή ἠ ἔξαρση τῆς ἀσθενείας. Ἐεε! ποῦ νά τά βάλεις μέ τέτοιον γιατρό!
Ξέρετε γιατί ἔχει τόση παρρησία ὁ ἅγιος Νεκτάριος; Σήκωσε ταπεινά, ἀγόγγυστα, νά ποῦμε, τό βαρύτατο σταυρό τῆς συκοφαντίας. Ξέρεις τί εἶναι ἠ συκοφαντία; Μιά θηλιά στό λαιμό σου. Ἐάν σοῦ περάσουν θηλιά, δέ θά φωνάξεις; Ἔ! Αὐτός ο ἱεράρχης τῆς Ἐκκλησίας, θηλιά τοῦ ἔβαλαν καί μιλιά δεν ἔβγαλε. Χρόνια ὁλόκληρα. Ὅτι ἦταν νά πεῖ τό ἔλεγε ἡ ψυχή του στόν Χριστό. Ο ἅγιος εἶχε περάσει ἀπό τά μέρη μας. Φίλος ἧταν μέ τό γέροντα Δανιήλ, τόν καθηγητή τῆς ἐρήμου τῶν Κατουνακίων. Ὅσιος μεγάλος καί αὐτός. Ἀλλά εἶχε περάσει καί ἀπό τή Θήβα ὁ Ἅγιος Νεκτάριος. Μάλιστα, ἔλεγαν οἱ παλαιοί ὅτι εἶχε λειτουργήσει στόν ἅγιο Θόδωρο καί εἶχε ἀφήσει ὡς εὐλογία τό μαντήλι μέ τό ὁποῖο κρατοῦσε τή ῥάβδο του σέ μιά οἰκογένεια πού τόν φιλοξένησε, μά μοῦ διαφεύγει τό ὅνομά τους.
*Απόσπασμα από το βιβλίο («Ἔλα Φῶς...» Συνάντηση μέ τόν Ὅσιο Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη)