Η Σύμβαση-Πλαίσιο
για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων
1. Εισαγωγή
Την 1η Φεβρουαρίου 1998, τέθηκε σε ισχύ η Σύμβαση-Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης
για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων. Ήταν ένα σημαντικό ορόσημο, διότι η Σύμβαση
είναι το πρώτο νομικά δεσμευτικό πολυμερές όργανο που είναι αφιερωμένο στην προστασία των
μειονοτήτων εν γένει. Η αποτελεσματικότητά της, όμως, πιθανότατα θα εξαρτηθεί από το κατά
πόσον θα την πάρουν σοβαρά οι κυβερνήσεις και από τη δύναμη του μηχανισμού
παρακολούθησης του Συμβουλίου της Ευρώπης να επιβλέψει την υλοποίησή της. Η ενεργή
ανάμιξη των μη κυβερνητικών οργανώσεων (ΜΚΟ) είναι κρίσιμη και για τους δύο αυτούς
παράγοντες. Οι ΜΚΟ μπορούν τόσο να ενθαρρύνουν τις κυβερνήσεις να κάνουν τις απαραίτητες
αλλαγές στη νομοθεσία και την πολιτική τους για να κάνουν πράξη τις αρχές που διαφυλάσσει η
Σύμβαση, όσο και να βοηθήσουν –παρέχοντας πληροφορίες και αναλύσεις– στην
παρακολούθηση της συμμόρφωσης των κυβερνήσεων. Αυτή η έκδοση έχει σκοπό να
υποστηρίξει αυτή τη διαδικασία αυξάνοντας την επίγνωση για τη Σύμβαση και εξηγώντας πώς
οι ΜΚΟ και οι μειονοτικές οργανώσεις1 μπορούν να τη χρησιμοποιήσουν για να προστατέψουν
και να προωθήσουν τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Στο Άρθρο 22 αυτής της Σύμβασης
δηλώνεται ότι συμπληρώνει τα ήδη υπάρχοντα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις
ελευθερίες.
Η Σύμβαση είναι αποτέλεσμα μιας απόφασης που πάρθηκε στη Διάσκεψη Κορυφής Αρχηγών
Κρατών και Κυβερνήσεων στη Βιέννη το 1993. Βασίζεται στα κείμενα, τόσο του Τελικού
Κειμένου της Συνάντησης Ανθρώπινης Διάστασης της Κοπεγχάγης του 1990 της Διάσκεψης για
την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΔΑΣΕ)2, όσο και της Διακήρυξης του ΟΗΕ για
τα Δικαιώματα των Προσώπων που ανήκουν σε Εθνικές ή Εθνοτικές, Θρησκευτικές και
Γλωσσικές Μειονότητες του 1992. Η Σύμβαση-Πλαίσιο μπορεί να λειτουργήσει ως υπόδειγμα
και νομικό ορόσημο για τη νομοθεσία και την πρακτική των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου
της Ευρώπης και των κρατών που είναι πρόθυμα να γίνουν μέλη, σε ό,τι αφορά τη μεταχείριση
που επιφυλάσσουν στις μειονότητες.
Η Σύμβαση μπορεί να θεωρηθεί ως το πιο πρόσφατο και περιεκτικό διεθνές πρότυπο για τις
εθνικές μειονότητες και η υιοθέτησή του έχει αρχίσει να γίνεται υποχρεωτική για τα κράτη που
υποβάλλουν αίτηση για να γίνουν Κράτη-Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η Σύμβαση έχει
ηθικό και πολιτικό κύρος παρʼ όλο που δεν έχει ίσως κυρωθεί νομικά από ορισμένες χώρες.
Γιατί μειονοτικά δικαιώματα;
Η μεγαλύτερη προσοχή στο διεθνές δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα έχει δοθεί στα
δικαιώματα των ατόμων. Συχνά τα άτομα που ανήκουν σε μια μειονότητα δεν έχουν τη
δυνατότητα να απολαύσουν πλήρως τα ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες τους επειδή
υφίστανται διακρίσεις με βάση την εθνοτική, θρησκευτική ή γλωσσική τους ταυτότητα. Ωστόσο,
οι διατάξεις περί απουσίας διακρίσεων δεν αρκούν για να διασφαλίσουν στις μειονότητες τη
δυνατότητα να απολαμβάνουν πλήρη και πραγματική ισότητα. Η απαγόρευση των διακρίσεων
έχει ως αποτέλεσμα την ισότητα βάσει του νόμου (ισονομία), αλλά δεν εξασφαλίζει την ισότητα
στην πράξη (ισοπολιτεία). Επιπλέον, χρειάζονται ειδικά δικαιώματα και μέτρα για την
προστασία των μειονοτήτων για να ξεπεραστούν πρακτικές διακρίσεων και να επιτευχθεί η
ισότητα στην πράξη (ισοπολιτεία).
Τα μειονοτικά δικαιώματα είναι ανθρώπινα δικαιώματα. Τα μειονοτικά δικαιώματα δεν είναι
προνόμια. Υπάρχουν για να μπορούν οι μειονότητες να διαφυλάσσουν και να αναπτύσσουν την
ταυτότητα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις παραδόσεις τους. Μόνο τότε μπορούν να
απολαύσουν πλήρη και πραγματική ισότητα. Έτσι, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα στον τομέα της
παιδείας, του πολιτισμού, της θρησκείας, αλλά και στις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές
υποθέσεις, για να περιέλθουν οι μειονότητες σε κατάσταση πραγματικής ισότητας με τον
υπόλοιπο πληθυσμό. Τα μέτρα για την προώθηση πλήρους και πραγματικής ισότητας δεν
θεωρούνται πράξεις διακρίσεων.
Τι είναι το Συμβούλιο της Ευρώπης;
Το Συμβούλιο της Ευρώπης, με έδρα στο Στρασβούργο της Γαλλίας, ιδρύθηκε το 1949 ως
οργανισμός για τη συνεργασία μεταξύ των κυβερνήσεων και των κοινοβουλίων της Ευρώπης3.
Στόχος του είναι να πετύχει μεγαλύτερη ενότητα μεταξύ των Κρατών-Μελών του προκειμένου
να διευκολύνει την οικονομική και κοινωνική τους πρόοδο και να διαφυλάξει τις αρχές της
πολυφωνικής δημοκρατίας, το σεβασμό για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου. Τα
Κράτη-Μέλη πρέπει να ασπαστούν αυτές τις αρχές και να διασφαλίσουν ότι όλοι οι άνθρωποι
που βρίσκονται στη δικαιοδοσία τους είναι σε θέση να απολαμβάνουν τα ανθρώπινα δικαιώματα
και τις θεμελιώδεις ελευθερίες.
Η δομή του Συμβουλίου της Ευρώπης
Το Συμβούλιο της Ευρώπης είναι οργανισμός κρατών. Έχει τόσο πολιτικούς, όσο και
δικαστικούς ή οιονεί δικαστικούς μηχανισμούς για να επιβλέπει το έργο του. Τα κύρια πολιτικά
όργανα είναι:
• Η Επιτροπή Υπουργών, η οποία παίρνει τις σημαντικές εκτελεστικές αποφάσεις και
καθοδηγεί τη δράση του οργανισμού. Αποτελείται από τους Υπουργούς Εξωτερικών κάθε
Κράτους-Μέλους. Συνεδριάζει δύο φορές το χρόνο. Ωστόσο υπάρχουν εβδομαδιαίες
συναντήσεις των αναπληρωτών τους (των μονίμων εκπροσώπων των Κρατών-Μελών στο
Στρασβούργο).
• Η Κοινοβουλευτική Συνέλευση, που είναι το φόρουμ συζήτησης για το έργο του Συμβουλίου.
Αποτελείται από μέλη των εθνικών κοινοβουλίων που εκπροσωπούν διαφορετικές πολιτικές
ομάδες. Έχει εξουσία υποβολής συστάσεων, συμμετέχει σε αποφάσεις επιλογής Κρατών-
Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης και εκλέγει το Γενικό Γραμματέα.
• Το Κογκρέσο Τοπικών και Περιφερειακών Αρχών, ένα ημι-κοινοβουλευτικό σώμα που
αποτελείται από τοπικούς και περιφερειακούς αιρετούς εκπροσώπους από τα Κράτη-Μέλη.
• Οι Διακυβερνητικές Επιτροπές Εμπειρογνωμόνων, όπως η Διευθύνουσα Επιτροπή για τα
Ανθρώπινα Δικαιώματα (CDDH) με μια Υπο-Επιτροπή για μειονοτικά θέματα (DH-MIN).
Αυτές σχηματίζονται για να υλοποιήσουν δραστηριότητες που τους αναθέτει η Επιτροπή
Υπουργών, όπως η σύνταξη σχεδίων συστάσεων, αποφάσεων, συμβάσεων και άλλων
νομικών και μη νομικών κειμένων.
• Η Συμβουλευτική Επιτροπή για τη Σύμβαση-Πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών
Μειονοτήτων (ΣΠΕΜ) που είναι ανεξάρτητο σώμα εμπειρογνωμόνων επιλεγμένων από την
Επιτροπή Υπουργών μεταξύ υποψηφίων που έχουν προτείνει τα Συμβαλλόμενα Κράτη. Ο
ρόλος της είναι να εξετάζει τις εκθέσεις των Κρατών-Μελών και να προετοιμάζει
γνωμοδοτήσεις για τα μέτρα που αυτά έχουν λάβει για να υλοποιήσουν τη Σύμβαση.
Το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει νομικούς μηχανισμούς που παρακολουθούν τη συμμόρφωση
των κρατών με τις δεσμεύσεις τους που απορρέουν από τις Συμβάσεις του Συμβουλίου της
Ευρώπης. Ο γνωστότερος είναι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, που
παρακολουθεί την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (ECHR) αποφασίζοντας
για υποθέσεις που φέρνουν ενώπιόν του άτομα ή κράτη4. Ο μηχανισμός παρακολούθησης για τη
Σύμβαση-Πλαίσιο θα περιγραφεί με περισσότερες λεπτομέρειες παρακάτω.
Ολόκληρη η δομή του Συμβουλίου εξυπηρετείται από τη Γραμματεία της στο Στρασβούργο, η
οποία είναι οργανωμένη σε 15 διευθύνσεις. Μία από αυτές είναι η Διεύθυνση Ανθρώπινων
Δικαιωμάτων, η οποία περιλαμβάνει τη Μονάδα Μειονοτήτων.
Υπάρχουν διάφορες ευκαιρίες για τη συμμετοχή ΜΚΟ στη λειτουργία του Συμβουλίου. Οι
ΜΚΟ που λειτουργούν σε διεθνές επίπεδο μπορούν να αποκτήσουν συμβουλευτικό καθεστώς,
το οποίο επιτρέπει στα όργανα και στα σώματα του Συμβουλίου της Ευρώπης να τις
συμβουλεύονται σε ζητήματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος. Οι εθνικές και τοπικές ΜΚΟ μπορούν
τουλάχιστον να αποκτήσουν έμμεση πρόσβαση μέσω της σύνδεσής τους με διεθνείς ΜΚΟ που
έχουν συμβουλευτικό καθεστώς. Πέρα από τη συμβουλευτική διαδικασία μέσα από κάποιο
επίσημο καθεστώς, υπάρχουν πολλοί άλλοι τρόποι με τους οποίους οι ΜΚΟ μπορούν να
εμπλακούν στο έργο του Συμβουλίου στον τομέα των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Για
παράδειγμα, πολλές επιτροπές διατηρούν συνδέσμους με ΜΚΟ με συγκεκριμένο πεδίο
εξειδίκευσης, οι εκπρόσωποι των οποίων προσκαλούνται σε συναντήσεις και συμβάλλουν
ενεργά στην προετοιμασία των εκθέσεων. Επίσης, οι ΜΚΟ μπορούν να υποβάλλουν γραπτή
πληροφόρηση στους διάφορους μηχανισμούς παρακολούθησης που λειτουργούν στο Συμβούλιο.
Όργανα ανθρώπινων δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης
Μία σημαντική συμβολή του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι τα διάφορα όργανά του για την
προστασία και την προώθηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων στα Κράτη-Μέλη του. Στα όργανα
αυτά περιλαμβάνονται:
• η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (ECHR),
• η Σύμβαση-Πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων,
• ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης,
• η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων,
καθώς και όργανα που αντιμετωπίζουν συναφή ζητήματα:
• η Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί Ιθαγένειας,
• η Ευρωπαϊκή Χάρτα για τις Περιφερειακές ή Μειονοτικές Γλώσσες,
• η Ευρωπαϊκή Χάρτα Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Καθένα από αυτά τα όργανα καλύπτει έναν ειδικό τομέα προστασίας, όπως υποδηλώνουν τα
ονόματά τους. Υπάρχουν όμως στο καθένα από αυτά συγκεκριμένα άρθρα που σχετίζονται με
τους προβληματισμούς των μειονοτήτων, όπως άρθρα που αφορούν τη ʽμη διάκρισηʼ και την
ʽισότηταʼ. Οι υπερασπιστές των μειονοτικών δικαιωμάτων που θέλουν να εργαστούν στο
πλαίσιο του συστήματος του Συμβουλίου της Ευρώπης θα πρέπει να εξοικειωθούν με τη γκάμα
των οργάνων και με τους διαθέσιμους μηχανισμούς παρακολούθησης προκειμένου να είναι
ενήμεροι όταν θα αποφασίζουν ποια όργανα και ποιους μηχανισμούς θα χρησιμοποιήσουν.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI) ιδρύθηκε επίσης
μετά τη Διάσκεψη Κορυφής της Βιέννης του 1993. Δεν παρακολουθεί μια συγκεκριμένη
Σύμβαση, αλλά αποτιμά την αποτελεσματικότητα της σειράς μέτρων –νομικών, πολιτικών,
κτλ.– που έχουν λάβει τα Κράτη-Μέλη για να καταπολεμήσουν το ρατσισμό, την ξενοφοβία, τον
αντισημιτισμό και τη μισαλλοδοξία. Η ECRI προετοιμάζει εκθέσεις κατά χώρα με συστάσεις
προς τις αντίστοιχες κυβερνήσεις. Οι ΜΚΟ μπορούν να υποβάλλουν πληροφόρηση στην ECRI.
Τα μέλη της –ένα μέλος και ένας αναπληρωτής από καθένα από τα Κράτη-Μέλη– προτείνονται
από την κυβέρνηση με βάση την εξειδίκευσή τους στο θέμα αυτό.
Για περισσότερες πληροφορίες βλ. «ΜΚΟ και το Έργο του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα
Ανθρώπινα Δικαιώματα: Ευκαιρίες Συνεργασίας», που έχει εκδοθεί από τη Μονάδα
Ευαισθητοποίησης στα Ανθρώπινα Δικαιώματα της Διεύθυνσης Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του
Συμβουλίου της Ευρώπης.5
2. Περιεχόμενο της Σύμβασης-Πλαισίου για την Προστασία
των Εθνικών Μειονοτήτων
Η Σύμβαση-Πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων είναι το πρώτο πολυμερές
όργανο για την αντιμετώπιση της κατάστασης των μειονοτήτων με νομικά δεσμευτικό
χαρακτήρα.
Η χρήση του όρου ʽπλαίσιοʼ αναφέρεται στο γεγονός ότι η Σύμβαση περιέχει διατάξεις
ʽπρογραμματικού τύπουʼ. Εν όψει των διαφορετικών καταστάσεων και προβλημάτων στα
Κράτη-Μέλη, οι συντάκτες της Σύμβασης δεν θεώρησαν εφικτό να συμπεριλάβουν διατάξεις με
λεπτομερή ή συγκεκριμενοποιημένα δικαιώματα για τις μειονότητες. Η Σύμβαση, επομένως,
διατυπώνει γενικούς στόχους και αρχές που αφορούν ζητήματα όπως οι διασυνοριακές επαφές,
η παιδεία, η πλήρης και πραγματική ισότητα, η ταυτότητα, το συνεταιρίζεσθαι, η θρησκεία, η
γλώσσα, τα ΜΜΕ και η συμμετοχή. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αρκετές διατάξεις ξεπερνούν το
στάδιο της απλής δήλωσης αρχών, έτσι ώστε η Σύμβαση-Πλαίσιο μερικές φορές αποκαλείται
υβριδική σύμβαση. Το Προοίμιο της Σύμβασης λέει ότι τα Κράτη-Μέλη είναι υποχρεωμένα να
εφαρμόσουν τους σκοπούς και τις αρχές μέσα από εθνική νομοθεσία και πολιτικές. Η
Επεξηγηματική Έκθεση της Σύμβασης εξηγεί στην παράγραφο 11 ότι οι διατάξεις αφήνουν στα
κράτη ένα βαθμό διακριτικής ευχέρειας στην υλοποίηση των σκοπών και των αρχών
προκειμένου να τους δώσουν τη δυνατότητα να λάβουν υπόψη τους τις ιδιαίτερες περιστάσεις.
Η Σύμβαση δημιουργεί νομικές υποχρεώσεις για τους Συμβαλλόμενους. Υποχρεώνει τα
Συμβαλλόμενα Κράτη να υλοποιήσουν τις αρχές της Σύμβασης λαμβάνοντας ειδικά μέτρα,
αποφεύγοντας ορισμένες πρακτικές και εγγυώμενα συγκεκριμένα δικαιώματα. Ωστόσο, οι
διατάξεις της είναι διατυπωμένες ως κρατικές υποχρεώσεις και όχι με όρους συγκεκριμένων
δικαιωμάτων για τα άτομα που ανήκουν σε μειονότητες, όπως γίνεται στην ECHR. Αν τα άτομα
πιστεύουν ότι τα δικαιώματά τους με βάση την ECHR έχουν παραβιαστεί, μπορούν, στα
περισσότερα Κράτη-Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, να επικαλεστούν την ECHR ως
νομική βάση για τις διεκδικήσεις τους ενώπιον εθνικού δικαστηρίου. Αν δεν ικανοποιηθούν με
το αποτέλεσμα των εθνικών ένδικων μέσων, μπορούν να προσφύγουν στο Ευρωπαϊκό
Δικαστήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων. Δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο με τη Σύμβαση-Πλαίσιο.
Έτσι, αν και ορισμένα άρθρα της Σύμβασης κάνουν ρητές αναφορές σε δικαιώματα προσώπων
που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες, εξαρτάται από την εθνική νομοθεσία των Κρατών-Μελών
κατά πόσον αυτά τα δικαιώματα υπάγονται ή όχι στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων στο εθνικό
επίπεδο. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι διάφορες διατάξεις της Σύμβασης
αλληλεπικαλύπτονται με εκείνες της ECHR, όπως για παράδειγμα το δικαίωμα στην ελευθερία
της έκφρασης. Ο κύριος λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι ορισμένοι Συμβαλλόμενοι στη
Σύμβαση-Πλαίσιο ενδέχεται να μην είναι Κράτη-Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και έτσι
ενδέχεται να μην είναι συμβεβλημένα στην ECHR. Οι μειονότητες μπορούν επίσης να
αξιοποιήσουν την ECHR για την προώθηση της υπόθεσής τους.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η Επεξηγηματική Έκθεση δηλώνει ότι δεν προβλέπονται
συλλογικά δικαιώματα εθνικών μειονοτήτων. Αντίθετα, προβάλλει το επιχείρημα ότι η
προστασία μιας εθνικής μειονότητας μπορεί να επιτευχθεί μέσω της προστασίας των
δικαιωμάτων των ατόμων που είναι μέλη μειονότητας. Ωστόσο η Σύμβαση-Πλαίσιο δεν
αντιτίθεται στην εισαγωγή συλλογικών δικαιωμάτων, αλλά την θεωρεί ζήτημα τεχνικής
επιλογής.
Η έμφαση τίθεται στην προστασία των προσώπων που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες, τα
οποία μπορούν να ασκούν τα δικαιώματά τους ατομικά και από κοινού με άλλους. Υπάρχει,
εντούτοις, μία συλλογική διάσταση στα Άρθρα 10, 11 και 14 με αναφορές σε γλωσσικά
δικαιώματα σε περιοχές που κατοικούνται από πρόσωπα που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες
κατά παράδοση ή σε σημαντικό αριθμό.
Άρθρα
Οι ΜΚΟ που θέλουν να χρησιμοποιήσουν τη σύμβαση στο έργο τους, θα πρέπει να αναφερθούν
στο ίδιο το κείμενο της Σύμβασης. Αυτή δίνει λεπτομέρειες για τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις
και το κείμενό της είναι νομικά δεσμευτικό για τα κράτη που την έχουν κυρώσει. Εντούτοις, η
επισκόπηση που ακολουθεί προσφέρει μια γενική αίσθηση των όσων καλύπτονται από τη
Σύμβαση.
Το Προοίμιο είναι το τμήμα που παρέχει το λόγο υιοθέτησης της Σύμβασης-Πλαισίου, καθώς
και μια σημαντική διεισδυτική θεώρηση του ʽπνεύματοςʼ της συμφωνίας. Όπως εξηγήθηκε
παραπάνω, οι αρχές στο κείμενο είναι διατυπωμένες με γενικούς όρους. Οι δηλώσεις στο
προοίμιο θα πρέπει να θεωρηθούν ως οδηγός για την ερμηνεία της Σύμβασης. Η Σύμβαση
αναγνωρίζει ότι ʽοι ανακατατάξεις της ευρωπαϊκής ιστορίας απέδειξαν ότι η προστασία των
εθνικών μειονοτήτων είναι απαραίτητη για τη σταθερότητα, την εμπέδωση της δημοκρατίας και
την ειρήνηʼ σε αυτήν την ήπειρο [Τα αποσπάσματα στα ελληνικά προέρχονται από τη μετάφραση
που έκανε το Ίδρυμα Μαραγκοπούλου στο «Η Προστασία των Μειονοτήτων» (Σάκκουλας, 1997),
αν και δυστυχώς έχουν αποδοθεί μερικοί όροι με διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικά σημεία της
ΣΠΕΜ]. Τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι ʽμια πλουραλιστική και αληθινά δημοκρατική κοινωνία
οφείλει όχι μόνο να σέβεται την εθνοτική, πολιτιστική, γλωσσική και θρησκευτική ταυτότητα
κάθε προσώπου που ανήκει σε εθνική μειονότητα, αλλά και να δημιουργεί συνθήκες τέτοιες που
να επιτρέπουν την έκφραση, τη διαφύλαξη και την ανάπτυξη αυτής της ταυτότηταςʼ. Έτσι, τα
Κράτη-Μέλη απαιτείται να αναλάβουν δράση. Δηλώνει επίσης ότι ʽη δημιουργία ενός κλίματος
ανεκτικότητας και διαλόγου είναι απαραίτητη ούτως ώστε η πολιτιστική πολυμορφία να
αποτελέσει πηγή και παράγοντα εμπλουτισμού, όχι διχασμού, κάθε κοινωνίαςʼ. Ακολουθεί μία
σύνοψη της Σύμβασης με τα σημεία στα οποία δίνουμε έμφαση:
Το Τμήμα Ι, Άρθρα 1-3, διατυπώνει αρκετές γενικές αρχές:
• Το Άρθρο 1 δηλώνει ότι η προστασία των εθνικών μειονοτήτων είναι μέρος του διεθνούς
συστήματος προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
• Το Άρθρο 2 δηλώνει ότι η Σύμβαση πρέπει να εφαρμοστεί καλόπιστα και με συνεργασία
μεταξύ κρατών.
• Το Άρθρο 3 λέει ότι κάθε άτομο που ανήκει σε εθνική μειονότητα είναι ελεύθερο να
επιλέξει –χωρίς τον κίνδυνο δυσμενών επιπτώσεων– αν θα αντιμετωπίζεται ως μειονοτικός ή
όχι, και ότι τα δικαιώματα που απορρέουν από τις αρχές της Σύμβασης-Πλαισίου μπορούν
να ασκούνται ατομικά ή από κοινού με άλλους.
Το Τμήμα ΙΙ, Άρθρα 4-19, είναι το κυρίως λειτουργικό μέρος του κειμένου και περιέχει τις
διατάξεις ʽπρογραμματικού τύπουʼ. Αυτές διατυπώνουν τους στόχους και τις αρχές που
προστατεύονται από τη Σύμβαση-Πλαίσιο. Τα Κράτη-Μέλη θα πρέπει να εφαρμόσουν τις
διατάξεις μέσω νομοθεσίας και κατάλληλων πολιτικών στο έδαφός τους και, όπου αρμόζει,
μέσω διμερών και πολυμερών συμφωνιών.
• Το Άρθρο 4 καθορίζει την υποχρέωση των Κρατών-Μελών να εγγυώνται το ʽδικαίωμα
ισότητας ενώπιον του νόμου και ίσης προστασίας από το νόμοʼ [δηλαδή ισονομίας και
ισοπολιτείας]. Επίσης υποχρεώνει τα κράτη να πάρουν ʽκατάλληλα μέτραʼ για να
προωθήσουν την ʽπλήρη και πραγματική ισότηταʼ σε όλους τους τομείς της ζωής και
προσδιορίζει ότι αυτά τα μέτρα δεν θα θεωρηθούν πράξεις διακρίσεων.
• Το Άρθρο 5 υποχρεώνει τα Κράτη-Μέλη να ʽκαλλιεργήσουν τις κατάλληλες συνθήκεςʼ
ώστε οι μειονότητες να διατηρήσουν και να αναπτύξουν τον πολιτισμό τους, και να
διαφυλάξουν την ταυτότητά τους. Επίσης καθορίζει ότι τα κράτη θα πρέπει να
διασφαλίσουν ότι οι μειονότητες δεν θα οδηγηθούν σε ʽαναγκαστικήʼ αφομοίωση.
• Το Άρθρο 6 ζητά από τα Κράτη-Μέλη να ενθαρρύνουν τον αμοιβαίο σεβασμό, την
ανεκτικότητα, τον διαπολιτισμικό διάλογο και τη συνεργασία μεταξύ όλων των προσώπων
στη χώρα τους. Υποχρεώνει περαιτέρω τα Κράτη-Μέλη να προστατεύουν τα άτομα από
ʽδιάκριση, εχθρότητα, ή βίαʼ σε βάρος τους λόγω της μειονοτικής τους ταυτότητας.
• Το Άρθρο 7 αφορά το δικαίωμα στην ελευθερία της ειρηνικής συνάθροισης, του
συνεταιρίζεσθαι, της έκφρασης, της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας.
• Το Άρθρο 8 έχει να κάνει με το δικαίωμα εκδήλωσης ʽτης θρησκείας ή των πεποιθήσεων
και της ίδρυσης θρησκευτικών φορέων, οργανώσεων, και ενώσεωνʼ.
• Το Άρθρο 9 καθορίζει ότι το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης περιλαμβάνει την
ελευθερία να λαμβάνει κανείς και να μεταδίδει πληροφορίες στη γλώσσα της μειονότητας.
Επίσης προστατεύει από τις διακρίσεις στην πρόσβαση στα ΜΜΕ και προωθεί τη
δυνατότητα να δημιουργούν οι μειονότητες τα δικά τους ΜΜΕ.
• Το Άρθρο 10 καλύπτει τις γλωσσικές ελευθερίες, περιλαμβανομένης της χρήσης της
γλώσσας της μειονότητας κατʼ ιδίαν και δημοσίως, και ενώπιον διοικητικών και δικαστικών
αρχών.
• Το Άρθρο 11 συνεχίζει με τη χρήση μειονοτικών ονομάτων, και την ανάρτηση
πληροφοριών και τοπογραφικών ενδείξεων στη γλώσσα της μειονότητας.
• Το Άρθρο 12 αναφέρεται στη διαπολιτισμική εκπαίδευση, τέτοια ώστε τα Κράτη-Μέλη
είναι υποχρεωμένα να καλλιεργούν τη γνώση ʽγια τον πολιτισμό, την ιστορία, τη γλώσσα και
τη θρησκείαʼ των μειονοτήτων και της πλειονότητας. Πρέπει επίσης να ʽπροάγουν την
ισότητα ευκαιριών όσον αφορά την πρόσβαση σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσηςʼ.
• Το Άρθρο 13 προστατεύει το δικαίωμα των μειονοτήτων να δημιουργούν και να
διαχειρίζονται ʽτα δικά τους ιδιωτικά ιδρύματα εκπαίδευσης και κατάρτισηςʼ, χωρίς αυτό
να συνεπάγεται οποιαδήποτε οικονομική υποχρέωση για την κυβέρνηση.
• Το Άρθρο 14 προστατεύει το δικαίωμα εκμάθησης της μειονοτικής γλώσσας. Επιπλέον,
ασχολείται με τη δυνατότητα των μειονοτήτων να μαθαίνουν τη μειονοτική γλώσσα ή να
διδάσκονται στη γλώσσα αυτή, χωρίς αυτό να θίγει την εκμάθηση της επίσημης γλώσσας ή
τη διδασκαλία στη γλώσσα αυτή.
• Το Άρθρο 15 υποχρεώνει τα Κράτη-Μέλη να δώσουν στις μειονότητες τη δυνατότητα να
συμμετέχουν αποτελεσματικά στην πολιτιστική, κοινωνική και οικονομική ζωή, καθώς
και στα κοινά.
• Το Άρθρο 16 δηλώνει ότι τα Κράτη-Μέλη δεν επιτρέπεται να ʽμεταβάλλουν την
πληθυσμιακή αναλογίαʼ σε περιοχές με συγκεντρώσεις μειονοτήτων όταν αυτά τα μέτρα
αποσκοπούν στον περιορισμό των δικαιωμάτων που καλύπτονται από τη Σύμβαση.
• Το Άρθρο 17 προστατεύει το δικαίωμα των μειονοτήτων να ʽδιατηρούν ελεύθερα και
ειρηνικά επαφές πέραν των συνόρωνʼ. Επίσης προστατεύει το δικαίωμα να συμμετέχουν
σε δραστηριότητες ΜΚΟ, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
• Το Άρθρο 18 καλύπτει τη συνεργασία μεταξύ κρατών ενθαρρύνοντας διμερείς και
πολυμερείς συμφωνίες μεταξύ τους για την προστασία των μειονοτήτων.
• Το Άρθρο 19 δηλώνει ότι οι μόνοι ʽπεριορισμοί ή παρεκκλίσειςʼ που μπορούν να κάνουν
τα Κράτη-Μέλη στις αρχές της Σύμβασης είναι εκείνοι που επιτρέπονται από άλλα διεθνή
νομικά όργανα.
Το Μέρος ΙΙΙ, Άρθρα 20-23, επικεντρώνεται σε ζητήματα σχετικά με την ερμηνεία των αρχών
του Μέρους ΙΙ.
• Το Άρθρο 20 απαιτεί από τα πρόσωπα που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες να σέβονται την
εθνική νομοθεσία.
• Το Άρθρο 21 προστατεύει την εδαφική ακεραιότητα και την πολιτική ανεξαρτησία των
κρατών.
• Το Άρθρο 22 ορίζει ότι η Σύμβαση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιορίσει
υψηλότερα πρότυπα προστασίας, που προβλέπονται, είτε από άλλα διεθνή όργανα, είτε από
την εθνική νομοθεσία.
• Το Άρθρο 23 αφορά την ερμηνεία των δικαιωμάτων που υπόκεινται σε διατάξεις, τόσο της
Σύμβασης, όσο και της ECHR.
Το Μέρος IV, Άρθρα 24-26, και το Μέρος V, Άρθρα 27-32, καθορίζουν τις αρχές για την
παρακολούθηση και την έναρξη ισχύος της Σύμβασης. Αυτά περιγράφονται με περισσότερες
λεπτομέρειες παρακάτω.
Ερμηνεία της Σύμβασης-Πλαισίου
Όπως περιγράψαμε νωρίτερα, η Σύμβαση-Πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών
Μειονοτήτων χρησιμοποιεί ʽδιατάξεις προγραμματικού τύπουʼ. Στα κράτη δίνεται ʽένα μέτρο
διακριτικής ευχέρειαςʼ στις αποφάσεις για το πώς να εφαρμόσουν τους στόχους της Σύμβασης
στη χώρα τους με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες που επικρατούν εκεί. Οι διατάξεις είναι
διατυπωμένες με γενικούς όρους και περιέχουν χαρακτηρισμούς όπως ʽσημαντικός αριθμόςʼ
(ʽsubstantial numbersʼ - Άρθρα 10.2, 11.3 και 14.2), ʽεπαρκής ζήτησηʼ (ʽsufficient demandʼ -
Άρθρα 11.3 και 14.2), ʽπραγματική ανάγκηʼ (ʽa real needʼ - Άρθρο 10.2), ʽαν είναι αναγκαίοʼ
(ʽwhere necessaryʼ - Άρθρα 4.2, 18.1 και 19), ʽόπου είναι απαραίτητοʼ (ʽwhere appropriateʼ -
Άρθρα 11.3 και 12.1) και ʽστο μέτρο του δυνατούʼ (ʽas far as possibleʼ - Άρθρα 9.3, 10.2 και
14.2). [Σημ. Μεταφραστών: Στο υπάρχον ελληνικό κείμενο οι όροι αυτοί μεταφράζονται συχνά με
διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικά σημεία– γιʼ αυτό και αναφέρονται εδώ και οι αγγλικοί όροι].
Αν και είναι αλήθεια ότι η κατάσταση των μειονοτήτων διαφέρει από χώρα σε χώρα και
συνεπώς απαιτούνται διαφορετικές προσεγγίσεις, ο κίνδυνος είναι οι γενικόλογα διατυπωμένοι
στόχοι και αρχές να τύχουν περιοριστικής ερμηνείας από μερικά από τα Συμβαλλόμενα Μέρη.
Αυτή η ευελιξία μετατροπής των αρχών σε εσωτερική εθνική νομοθεσία και πολιτικές που
ταιριάζουν κατά τον καλύτερο τρόπο στη συγκεκριμένη κατάσταση των Συμβαλλομένων
Κρατών ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί από μερικά Συμβαλλόμενα Κράτη για να αποφύγουν τις
υποχρεώσεις τους. Σε αυτό το πλαίσιο, έχουν ήδη εκφραστεί σοβαρές αμφιβολίες αναφορικά με
τις επιπτώσεις της Σύμβασης.
Από την άλλη πλευρά, θα μπορούσε κανείς επίσης να ισχυριστεί ότι η γενικόλογη διατύπωση
των διατάξεων της Σύμβασης δεν θα λειτουργήσει απαραίτητα σε βάρος των μειονοτήτων. Τα
κράτη είναι υποχρεωμένα να ερμηνεύσουν τις διατάξεις με το πνεύμα της Σύμβασης. Ιδιαίτερα
σημαντικές σε σχέση με αυτό είναι οι σαφείς δηλώσεις στο Προοίμιο. Οι ΜΚΟ μπορούν να
χρησιμοποιήσουν την έναρξη ισχύος της Σύμβασης ως ευκαιρία για να ξεκινήσουν διάλογο με
τις αρχές για την ερμηνεία της και να προσφέρουν ιδέες για την υλοποίησή της.
Επιπλέον, το Άρθρο 22 συνδέει τη Σύμβαση με άλλα διεθνή όργανα και απαγορεύει στα κράτη
να χρησιμοποιήσουν τη Σύμβαση για να μειώσουν τα υπάρχοντα πρότυπα. Η Σύμβαση θα
πρέπει να ʽδιαβαστεί μαζίʼ με τα άλλα διεθνή πρότυπα για να διασφαλιστεί ότι θα ισχύσει το
μέγιστο πρότυπο προστασίας που προσφέρει το διεθνές δίκαιο. Το Άρθρο 22 επίσης απαγορεύει
στα κράτη να χρησιμοποιήσουν τη Σύμβαση για να μειώσουν την υπάρχουσα προστασία των
μειονοτήτων με βάση το εθνικό δίκαιο. Από αυτήν την άποψη θα πρέπει επίσης να δοθεί
προσοχή σε εκείνα τα διεθνή όργανα, που γίνονται δεσμευτικά μέσω διμερών συμφωνιών.
Ο όρος ʽεθνική μειονότηταʼ
Ένα από τα κύρια ζητήματα αναφορικά με την ερμηνεία της Σύμβασης θα είναι ο όρος ʽεθνική
μειονότηταʼ. Η Σύμβαση δεν δίνει ορισμό μιας ʽεθνικής μειονότηταςʼ. Αυτό σημαίνει ότι δεν
υπάρχει σαφής συμφωνία σχετικά με τους τύπους των ομάδων που καλύπτει η Σύμβαση. Η
Επεξηγηματική Έκθεση λέει στην παράγραφο 12 ότι οι συντάκτες αποφάσισαν να
ακολουθήσουν αυτήν την ʽπραγματιστική προσέγγισηʼ, επειδή δεν θεώρησαν δυνατό να
διατυπωθεί ένας ορισμός που θα είχε την υποστήριξη όλων των Κρατών-Μελών του
Συμβουλίου της Ευρώπης. Αυτήν την πραγματιστική προσέγγιση έχει υιοθετήσει επίσης ο
Ύπατος Αρμοστής του ΟΑΣΕ για τις Εθνικές Μειονότητες. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι
σε άλλους διεθνείς οργανισμούς δεν υπάρχει συναίνεση για έναν ορισμό της ʽεθνικής
μειονότηταςʼ ή της ʽμειονότηταςʼ. Η συνήθης πρακτική είναι να θεωρείται η κατηγοριοποίηση
των μειονοτήτων ως πραγματικό και όχι ως νομικό ζήτημα. Η Υπο-Επιτροπή του ΟΗΕ για την
Πρόληψη των Διακρίσεων και την Προστασία των Μειονοτήτων έχει κάνει μια σειρά από
απόπειρες να συμφωνηθεί ένας ορισμός. Όμως μέχρι στιγμής δεν έχει επιτευχθεί οποιαδήποτε
συναίνεση.
Ωστόσο, η συνέπεια που έχει αυτό για τη Σύμβαση είναι ότι μερικά κράτη6 θα μπορούσαν να
υποβάλουν δηλώσεις, κατά την κύρωση ή την υπογραφή της Σύμβασης, οι οποίες να περιέχουν
έναν ορισμό ή/και να κατονομάζουν τις ομάδες που καλύπτει η Σύμβαση στη χώρα τους ή να
δηλώνουν ότι δεν υπάρχουν εθνικές μειονότητες στη δικαιοδοσία τους. Τα περισσότερα κράτη
δεν έχουν προβεί σε τέτοιες δηλώσεις, αλλά μένει να δούμε σε ποιες ομάδες θα εφαρμοστεί η
Σύμβαση. Η ανάλυση των δηλώσεων που έχουν γίνει μέχρι στιγμής δείχνει ότι υπάρχουν δύο
κύριες κατηγορίες ομάδων που μερικά κράτη πιστεύουν ότι θα πρέπει να αποκλειστούν: ομάδες
μη πολιτών7 και μεταναστών.8 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ίδια η Σύμβαση δεν απαιτεί ρητά
τα πρόσωπα που ανήκουν σε μειονότητες να είναι πολίτες προκειμένου να εμπίπτουν στο
προστατευτικό της πλαίσιο, και μόνο λίγα άρθρα αναφέρονται σε περιοχές που κατοικούνται
παραδοσιακά από άτομα που ανήκουν σε μειονότητες.
Αντίστροφα, ένας αριθμός κρατών ορίζουν ότι όλες οι εθνοτικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές
κοινότητες θα απολαμβάνουν τα δικαιώματα αυτής της Σύμβασης. Το πλεονέκτημα, όμως, της
απουσίας ορισμού στη Σύμβαση, είναι ότι καμία ομάδα δεν αποκλείεται εκ των προτέρων. Εφʼ
όσον δεν υπάρχει ορισμός, υπάρχει χώρος για διάλογο. Εντέλει δεν είναι στο χέρι των κρατών
να αποφασίσουν από μόνα τους ποιες ομάδες είναι μειονότητες και ποιες όχι.9 Όπως
αναφέρθηκε παραπάνω, οι ΜΚΟ μπορούν να επισημάνουν στα κράτη την υποχρέωσή τους να
ερμηνεύουν τις διατάξεις με το πνεύμα της Σύμβασης, δηλαδή θα πρέπει να ενεργήσουν με
πραγματική αφοσίωση στην προστασία των μειονοτήτων. Επιπλέον θα πρέπει να σημειωθεί ότι,
σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, οι επιφυλάξεις και οι δηλώσεις δεν μπορούν να αντίκεινται στο
αντικείμενο και το σκοπό του συμφώνου, και ότι η αρχή της μη διάκρισης απαγορεύει
αδικαιολόγητες διαφοροποιήσεις μεταξύ ομάδων όταν τα κράτη χαρακτηρίζουν ομάδες πως
είναι ή δεν είναι ʽεθνικές μειονότητεςʼ.
3. Υλοποίηση της Σύμβασης: Μηχανισμός Παρακολούθησης
Πέρα από μια εποικοδομητική προσέγγιση και διάθεση συνεργασίας των Συμβαλλομένων
Κρατών, η επιτυχία της Σύμβασης θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την παρακολούθηση της
υλοποίησής της. Ένας μηχανισμός παρακολούθησης που να λειτουργεί καλά μπορεί να
συμβάλει ουσιαστικά στο να ξεπεραστεί ο κίνδυνος των διαφορετικών και περιοριστικών
ερμηνειών.
Το Τμήμα IV της Σύμβασης, Άρθρα 24-26, καλύπτει το μηχανισμό παρακολούθησης.
Προβλέπει ότι η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης θα παρακολουθεί την
υλοποίηση της Σύμβασης με βάση εκθέσεις τις οποίες θα υποβάλουν τα κράτη και ότι μία
Συμβουλευτική Επιτροπή θα βοηθά την Επιτροπή Υπουργών σε αυτό το έργο. Το Σεπτέμβριο
1997, η Επιτροπή Υπουργών υιοθέτησε το Ψήφισμα 97(10) που παρέχει περαιτέρω καθοδήγηση
για τη σύνθεση, την εκλογή και το διορισμό της Συμβουλευτικής Επιτροπής, και για τις
διαδικασίες που θα ακολουθηθούν στην επιτέλεση των λειτουργιών παρακολούθησης. Η
Απόφαση καθορίζει ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή αποτελείται από ʽανεξάρτητους
εμπειρογνώμονεςʼ. Αυτό έχει μεγάλη σημασία. Η Επιτροπή (αναπληρωτών) Υπουργών είναι ένα
πολιτικό όργανο στο οποίο εκπροσωπούνται όλα τα κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Κατά συνέπεια, η εμπλοκή ενός αμερόληπτου σώματος στην αποτίμηση των Κρατικών
Εκθέσεων μειώνει το επίπεδο πολιτικοποίησης.
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη πρέπει να περιγράφουν στις εκθέσεις τους πώς εφαρμόζεται στις
χώρες τους η Σύμβαση. Η Συμβουλευτική Επιτροπή θα εξετάσει πρώτη αυτές τις εκθέσεις και,
σε αυτήν την εξέταση, μπορεί επίσης να λάβει υπόψη της στοιχεία που υποβάλλονται από άλλες
πηγές, μεταξύ των οποίων από μειονότητες και ΜΚΟ. Έπειτα διατυπώνει τις γνωμοδοτήσεις της
για την υλοποίηση των αρχών της Σύμβασης. Η Επιτροπή (αναπληρωτών) Υπουργών θα
εξετάσει τότε (τόσο την Κρατική Έκθεση όσο και) τις γνωμοδοτήσεις της Συμβουλευτικής
Επιτροπής για να διαμορφώσει συμπεράσματα και, όπου αρμόζει, συστάσεις προς το κράτος
σχετικά με την αποτελεσματικότητα της υλοποίησης της Σύμβασης από αυτό.
Ο μηχανισμός παρακολούθησης, επομένως, δεν είναι μία διαδικασία ατομικών αναφορών όπως
συμβαίνει με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων. Όμως οι ΜΚΟ μπορούν να
διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο παρέχοντας πληροφορίες και αναλύσεις που θα
χρησιμοποιηθούν όταν θα αποτιμώνται οι Κρατικές Εκθέσεις.
Οι Κρατικές Εκθέσεις
Τα κράτη που έχουν κυρώσει τη Σύμβαση είναι υποχρεωμένα να υποβάλουν τις αρχικές τους
εκθέσεις μέσα σε 12 μήνες από την έναρξη ισχύος της Σύμβασης στο εν λόγω κράτος.10 Από
τότε και στο εξής κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος πρέπει να υποβάλει έκθεση κάθε πενταετία.
Επιπλέον, η Επιτροπή Υπουργών μπορεί να ζητά έκτακτες εκθέσεις προκειμένου να
αντιμετωπίσει καταστάσεις που μπορεί να προκύψουν στο ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ δύο
περιοδικών εκθέσεων ενός Συμβαλλόμενου Μέρους. Οι Κρατικές Εκθέσεις θα
δημοσιοποιούνται μόλις τις λάβει το Συμβούλιο της Ευρώπης. Τα Κράτη έχουν την επιλογή να
δημοσιοποιούν τις εκθέσεις τους πριν από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Μερικά μπορεί να το
κάνουν, ακολουθώντας το παράδειγμα εκείνων των κρατών που υιοθετούν δημόσια διαδικασία
κατά την προετοιμασία της έκθεσης.
Οι εκθέσεις θα πρέπει να περιέχουν ʽπλήρεις πληροφορίες για τα νομοθετικά και άλλα μέτρα
που έλαβαν προκειμένου να κάνουν πράξη τις αρχές που διατυπώνονται στη Σύμβασηʼ.
Υπάρχουν λεπτομερείς οδηγίες που καθορίζουν τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται
στις αρχικές Κρατικές Εκθέσεις.11 Οι οδηγίες αυτές έχουν συνταχθεί από τη Συμβουλευτική
Επιτροπή και διατίθενται από το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Το Μέρος Ι θα πρέπει να περιλαμβάνει μία εισαγωγή για το πώς το κράτος έχει προσπαθήσει να
εφαρμόσει τη Σύμβαση. Θα πρέπει επίσης να περιέχει βασικές πληροφορίες για τη χώρα και την
πολιτική της σχετικά με την προστασία των μειονοτήτων. Τα κράτη θα πρέπει επίσης να
αναφέρουν πώς έχουν προωθήσει την ευαισθητοποίηση για τη Σύμβαση, τόσο στο κοινό εν
γένει, όσο και στις σχετικές κυβερνητικές αρχές.
Στο Μέρος ΙΙ, τα κράτη πρέπει να τεκμηριώνουν τα μέτρα που έχουν πάρει για να εφαρμόσουν
τη Σύμβαση παρουσιάζοντας πληροφορίες κατʼ άρθρο. Με αυτόν τον τρόπο, τα κράτη θα πρέπει
να επιδεικνύουν πώς ανταποκρίνονται στους στόχους καθεμιάς από τις προγραμματικές αρχές
της Σύμβασης.
Οι οδηγίες υποδεικνύουν πέντε κατηγορίες πληροφοριών και καθορίζουν για κάθε άρθρο την
κατηγορία των απαιτούμενων πληροφοριών. Οι κατηγορίες είναι:
• αφηγηματικές πληροφορίες που περιγράφουν τη δραστηριότητα του κράτους για να
εκπληρώσει το στόχο,
• νομικά κείμενα και κάθε διαθέσιμο μέσο προσφυγής σχετικό με την εν λόγω αρχή,
• κρατική υποδομή των αρχών που έχουν αρμοδιότητα ή/και ευθύνες στον εν λόγω τομέα,
• πολιτικές, μέτρα, προγράμματα, δηλώσεις και έγγραφα από κυβερνητικούς φορείς, και
δημόσιες δαπάνες ή προϋπολογισμούς, και
• τεκμηριωμένες πληροφορίες, περιλαμβανομένων στατιστικών και άλλων στοιχείων, για να
δίνεται η δυνατότητα αξιολόγησης του πόσο αποτελεσματικές υπήρξαν στην πράξη οι
ενέργειες του κράτους (όπως εκτίθενται λεπτομεριακά στις υπόλοιπες κατηγορίες
πληροφοριών) για την εκπλήρωση των αρχών.
Ρόλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Επιτροπής Υπουργών
Το καθήκον της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι να εξετάζει τις Κρατικές Εκθέσεις και να
προετοιμάζει γνωμοδοτήσεις για τα μέτρα που έχουν λάβει τα κράτη για να εφαρμόσουν τη
Σύμβαση. Η Συμβουλευτική Επιτροπή είναι ένα ανεξάρτητο σώμα εμπειρογνωμόνων.12 Η
Επιτροπή Υπουργών τους επιλέγει μεταξύ των υποψηφίων που έχουν προτείνει τα
Συμβαλλόμενα Κράτη. Κάθε μέλος υπηρετεί με την ατομική του/της ιδιότητα και επομένως δεν
είναι εκπρόσωπος της κυβέρνησης. Τα μέλη πρέπει να έχουν ʽαναγνωρισμένη εξειδίκευσηʼ στον
τομέα της προστασίας των μειονοτήτων, και να είναι ανεξάρτητα και αμερόληπτα. Η θητεία
τους διαρκεί τέσσερα χρόνια και μπορούν να διοριστούν εκ νέου μόνο μία φορά. Αν και το κάθε
μέλος προτείνεται από ένα κράτος, αυτό το κράτος δεν μπορεί να αποσύρει τον υποψήφιό του
από τη στιγμή που αυτό το πρόσωπο έχει γίνει μέλος της Επιτροπής. Τα μέλη της
Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν επιτρέπεται να ψηφίζουν για τις γνωμοδοτήσεις που αφορούν τις
Κρατικές Εκθέσεις της χώρας που τα πρότεινε.
Ο μέγιστος αριθμός ʽτακτικών μελώνʼ στη Συμβουλευτική Επιτροπή είναι 18. Έτσι είναι
αναπόφευκτο ότι δεν θα υπάρχει μέλος διορισμένο αναφορικά με το καθένα από τα
Συμβαλλόμενα Κράτη. Η Επιτροπή Υπουργών διατηρεί κατάλογο εγκεκριμένων υποψηφίων
από κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος. Θα πληρώσει τυχόν κενές θέσεις διορίζοντας ανθρώπους από
αυτόν τον κατάλογο, δίνοντας προτεραιότητα σε ανθρώπους που έχουν προταθεί από εκείνα τα
κράτη που δεν είχαν προηγουμένως μέλος της επιλογής τους στη Συμβουλευτική Επιτροπή.
Αυτό δημιουργεί ένα σύστημα εκ περιτροπής, έτσι ώστε η γεωγραφική σύνθεση να
μεταβάλλεται με τον καιρό. Στο μεταξύ, οι εμπειρογνώμονες που περιλαμβάνονται στον
κατάλογο υπηρετούν ως ʽπρόσθετα μέληʼ και παρίστανται στην Επιτροπή χωρίς δικαίωμα
ψήφου όταν αυτή εξετάζει την Κρατική Έκθεση της χώρας τους. Ταυτόχρονα, όπως αναφέρθηκε
παραπάνω, τα τακτικά μέλη δεν έχουν δικαίωμα ψήφου αναφορικά με τις γνωμοδοτήσεις για τις
Κρατικές Εκθέσεις των χωρών που τους υπέδειξαν.
Όταν αποτιμά μια Κρατική Έκθεση, η Συμβουλευτική Επιτροπή μπορεί να κάνει χρήση
πρόσθετων πληροφοριών για να σχηματίσει πλήρη εικόνα για την υλοποίηση της Σύμβασης-
Πλαισίου. Μπορεί, για παράδειγμα, να ζητά πρόσθετες πληροφορίες από το κράτος. Μπορεί
επίσης να προσκαλεί άλλες πηγές, όπως ΜΚΟ, να υποβάλουν πληροφορίες, αν και πρέπει να
ενημερώσει την Επιτροπή Υπουργών ότι σκοπεύει να το πράξει. Το Μάιο 1999, η Επιτροπή
Υπουργών σημείωσε την πρόθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ʽνα προσκαλέσει, κατά τη
διάρκεια του αρχικού κύκλου υποβολής εκθέσεων, όπου αρμόζει, την υποβολή πληροφοριών
από διεθνείς οργανισμούς, συνηγόρους του πολίτη (ombudsmen) και εθνικούς θεσμούς για την
προώθηση και την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων, καθώς και από εκπροσώπους από
την κοινωνία των πολιτών και από ΜΚΟʼ. Άλλες πηγές, περιλαμβανομένων των ΜΚΟ, μπορούν
επίσης να υποβάλουν πληροφόρηση με δική τους πρωτοβουλία.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή μπορεί να ζητήσει συνάντηση κεκλεισμένων των θυρών με την εν
λόγω κυβέρνηση και είναι υποχρεωμένη να πραγματοποιήσει τέτοια συνάντηση αν το ζητήσει η
κυβέρνηση. Μπορεί επίσης να πραγματοποιήσει συναντήσεις με άλλους, αν λάβει πρώτα την
εντολή από την Επιτροπή Υπουργών. Ήδη ένα κράτος, η Φινλανδία, έχει προσκαλέσει τη
Συμβουλευτική Επιτροπή να επισκεφθεί τη Φινλανδία για διάλογο. Κατά τη διάρκεια της
επίσκεψης η Συμβουλευτική Επιτροπή συναντήθηκε τόσο με εκπροσώπους της κυβέρνησης, όσο
και με ΜΚΟ. Μπορεί να μοιραστεί πληροφορίες με άλλους μηχανισμούς παρακολούθησης του
Συμβουλίου της Ευρώπης,13 καθώς και με όργανα και σώματα άλλων διακυβερνητικών
οργανισμών. Για να αυξήσει την αποτελεσματικότητά της, η Συμβουλευτική Επιτροπή έχει
σχηματίσει μικρές ομάδες εργασίας για να αποτιμήσουν κάθε Κρατική Έκθεση και να
συντάξουν σχέδια γνωμοδοτήσεων για τις εκθέσεις. Τα πορίσματά τους παρουσιάζονται στο
σύνολο της Συμβουλευτικής Επιτροπής και η τελική γνωμοδότηση θα υιοθετηθεί με ψηφοφορία
κατά πλειοψηφία των τακτικών μελών. Στη συνέχεια, οι γνωμοδοτήσεις της για τα μέτρα που
έλαβε το κράτος διαβιβάζονται στην Επιτροπή Υπουργών.14 Η Συμβουλευτική Επιτροπή μπορεί
επίσης να προτείνει στην Επιτροπή Υπουργών να υιοθετήσει ορισμένες συστάσεις ειδικές ως
προς τη χώρα.
Η Επιτροπή Υπουργών εξετάζει τόσο την Κρατική Έκθεση, όσο και τις γνωμοδοτήσεις της
Συμβουλευτικής Επιτροπής. Διαμορφώνει συμπεράσματα σχετικά με την επάρκεια των μέτρων
που έλαβε το κράτος για την υλοποίηση της Σύμβασης. Μπορεί επίσης να κάνει συστάσεις προς
το κράτος και να θέσει προθεσμία μέσα στην οποία το κράτος θα πρέπει να παράσχει
πληροφόρηση για το πώς υλοποιεί αυτές τις συστάσεις. Όλα τα συμπεράσματα και οι συστάσεις
δημοσιοποιούνται. Η γνωμοδότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δημοσιοποιείται επίσης
ταυτόχρονα, εκτός αν η Επιτροπή Υπουργών αποφασίσει σε συγκεκριμένη περίπτωση να την
διατηρήσει εμπιστευτική.
Τα συμπεράσματα και οι συστάσεις της Επιτροπής Υπουργών δεν έχουν νομικά δεσμευτικό
χαρακτήρα και δεν υπάρχει σύστημα επιβολής κυρώσεων. Ωστόσο, αναμένεται ο διάλογος
μεταξύ των Συμβαλλομένων Κρατών και των Επιτροπών να είναι εποικοδομητικός, και
ενδέχεται συχνά να καταλήγει σε ουσιώδεις αλλαγές στην εν λόγω χώρα. Μία από τις
σημαντικές δυνάμεις θα είναι η πολιτική πίεση που προκύπτει σε μια ατμόσφαιρα όπου το
κράτος είναι υπό εξέταση.
Οργανισµός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη
Ύπατος Αρµοστής για τις Εθνικές Μειονότητες
OSCE / HCNM
P.O. Box 20062
The Netherlands
Τηλ. 00.31.70.312.5500
Fax 00.31.70.363.5910
E-mail: hmailto:hcnm@hcnm.org
Internet : http://www.osce.org
Συµβούλιο της Ευρώπης
Council of Europe
F-67075 Strasbourg Cedex
France
Τηλ.: 00.33.(0)3 88 41 20 00
Internet: http://www.coe.int
Υπηρεσία Πληροφόρησης για τα Ανθρώπινα ∆ικαιώµατα (Human Rights Information Service)
Συµβούλιο της Ευρώπης (Council of Europe)
Τηλ: 0033 (0)3 88 41 20 24
Fax: 0033 (0)3 88 41 27 04
E-mail: hmailto:hricdoc@coe.int
Internet: http://www.humanrights.coe.int/minorities/Eng/SiteMap.htm
Internet (εκδόσεις): http://book.coe.int
Γραµµατεία Συµβουλευτικής Επιτροπής για τη Σύµβαση-Πλαίσιο για την Προστασία των
Εθνικών Μειονοτήτων (Secretariat of the Advisory Committee on the FCNM)
∆ιεύθυνση Ανθρώπινων ∆ικαιωµάτων – Μονάδα Μειονοτήτων (Directorate of Human Rights –
Minorities Unit)
Συµβούλιο της Ευρώπης (Council of Europe)
Τηλ: 00.33. (0)3 88 41 2963
Fax: 00.33. (0)3 88 41 2793
Κείµενα Συµβουλίου της Ευρώπης
Framework Convention for the Protection of National Minorities – Collected Texts ISBN 92-
871-3907-5 (περιέχει τα παρακάτω κείµενα)
Framework Convention for the Protection of National Minorities and Explanatory Report,
Strasbourg, Φεβρουάριος 1995, Η (95) 10.
Outline for the Reports to be submitted pursuant to Article 25 Paragraph 1 of the Framework
Convention for the Protection of National Minorities, υιοθετήθηκε από την Επιτροπή Υπουργών
στις 30 Σεπτεµβρίου 1998 στην 642η συνάντηση των Αναπληρωτών των Υπουργών,
ACFC/INF(98)1.
Resolution (97)10: Rules adopted by the Committee of Ministers on the Monitoring
Arrangements under Articles 24 to 26 of the Framework Convention for the Protection of
National Minorities, υιοθετήθηκε από την Επιτροπή Υπουργών στις 17 Σεπτεµβρίου 1997 στην
601η συνάντηση των Αναπληρωτών των Υπουργών.
Rules of Procedure at the Advisory Committee on the Framework Convention for the Protection
of National Minorities (ACFC/INF (98)2).
Άλλα χρήσιµα κείµενα
Alfredsson, Gudmundur and Melander, Göran, A Compilation of Minority Rights Standards: A
Selection of Texts from International and Regional Human Rights Instruments and other
Documents, Raoul Wallenberg Institute of Human Rights and Humanitarian Law Report No.24,
Lund, Σουηδία, 1997.
Σύµβαση Πλαίσιο του Συµβουλίου της Ευρώπης για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων:
Ανάλυση και Παρατηρήσεις για το Μηχανισµό Παρακολούθησης, ∆ιεθνής Οµάδα για τα
∆ικαιώµατα των Μειονοτήτων, Ελληνική Οµάδα για τα ∆ικαιώµατα των Μειονοτήτων και
ΕΤΕΠΕ, Αθήνα, 2000.
Alfredsson, Gudmundur and Erika Ferrer ∆ικαιώµατα Μειονοτήτων: Οδηγός για τις ∆ιαδικασίες
και τα Όργανα του ΟΗΕ, ∆ιεθνής Οµάδα για τα ∆ικαιώµατα των Μειονοτήτων, Ελληνική Οµάδα
για τα ∆ικαιώµατα των Μειονοτήτων και ΕΤΕΠΕ, Αθήνα, 2000.
United Nations, Manual on Human Rights Reporting, UN Document HR/PUB/91/1, 1991.
Ιστοσελίδα Ευρωπαϊκού Κέντρου Μειονοτικών Θεµάτων (ECMI): http://www.ecmi.de
Ιστοσελίδα Κέντρου Τεκµηρίωσης και Πληροφόρησης για τις Μειονότητες στην Ευρώπη –
Νοτιοανατολική Ευρώπη (CEDIME-SE):
http://www.greekhelsinki.gr/english/reports/CEDIME-FCNM.html
Ιστοσελίδα Μειονοτικών Ηλεκτρονικών Πηγών (MINELRES):
http://www.riga.lv/minelres/coe/index.htm
6. Γλωσσάρι
Κράτος-Μέλος – µία ευρωπαϊκή χώρα που έχει κάνει µε επιτυχία αίτηση για να γίνει δεκτή ως
µέλος του Συµβουλίου της Ευρώπης και συµφωνεί να τηρεί τις καταστατικές αρχές του.
Κύρωση – η διαδικασία µε την οποία ένα κράτος τελικά επιβεβαιώνει ότι έχει την πρόθεση να
δεσµεύεται από ένα σύµφωνο το οποίο έχει προηγουµένως υπογράψει· η συναίνεσή του δεν
ισχύει µέχρι να γίνει η κύρωση.
Όργανο – ένας όρος που καλύπτει όλα τα έγραφα που ενσωµατώνουν τόσο δεσµευτικά όσο και
µη δεσµευτικά, από νοµικής πλευράς, κείµενα (ανθρώπινα δικαιώµατα).
Πρότυπο – γενικά σηµαίνει ένα παραδεδεγµένο µοντέλο πρακτικής και, στο διεθνές δίκαιο
ανθρώπινων δικαιωµάτων, αναφέρεται στους κανόνες ή στις αρχές που θεωρούνται θεµιτές και
που τα κράτη συµφωνούν να τηρούν.
Συµβαλλόµενο Μέρος – όρος που χρησιµοποιείται στη Σύµβαση-Πλαίσιο και αναφέρεται σε
ένα κράτος που έχει συµφωνήσει να δεσµεύεται από αυτήν.
Σύµβαση – όρος που χρησιµοποιείται στο Συµβούλιο της Ευρώπης για πολυµερή σύµφωνα που
έχουν συµφωνηθεί εκεί.
Σύµφωνο – ένα νοµικό όργανο το οποίο, όταν προσυπογράφεται µε κύρωση, δεσµεύει ένα
κράτος να τηρεί τις διατάξεις στις οποίες έχει συµφωνήσει.
Υπογραφή – το πρώτο βήµα µε το οποίο ένα κράτος προσυπογράφει ένα σύµφωνο αλλά ακόµη
δεν δεσµεύεται νοµικά από αυτό πλήρως.