13 Δεκεμβρίου 1943: Το Ναζιστικό έγκλημα στα Καλάβρυτα
Το ιστορικό
Έναρξη της γερμανικής επιχείρησης
Το φθινόπωρο του 1943, ο γερμανικός στρατός κατοχής στην Πελοπόννησο απαρτιζόταν από την 117η Μεραρχία Καταδρομών, υπό τον στρατηγό Καρλ φον Λε Σουίρ (Karl von Le Suire), με έδρα του επιτελείου της το Περιγιάλι Κορινθίας[1). Η μεραρχία αυτή αποτελείτο από Αυστριακούς και Γερμανούς από την Αλσατία, Λοθαριγγία, Ρουμανία, Σουδητία (περιοχή της Τσεχοσλοβακίας), Βαρτεγκάου κ.α.[2] Πιο πριν, η μεραρχία αυτή, ως 717η Μεραρχία πεζικού και με αρκετά διαφορετική σύνθεση και ηγεσία, είχε συμμετάσχει σε επιχειρήσεις εναντίον ανταρτών και μαζικές εκτελέσεις χιλιάδων αμάχων, ως αντίποινα, στη Σερβία.
Η κατάσταση στην Ελλάδα, μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών με τους Συμμάχους, ενέπνεε μεγάλη ανησυχία στους Γερμανούς. Σύμφωνα με γερμανικό στρατιωτικό έγγραφο εκείνης της εποχής, το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας δεν ελεγχόταν πια από τη Βέρμαχτ, της οποίας η κυριαρχία περιοριζόταν στις περιοχές γύρω από τις βάσεις της.[3] Η διοίκηση της μεραρχίας έβλεπε ότι η ανταρτική δραστηριότητα του ΕΛΑΣ στην περιοχή των Καλαβρύτων απειλούσε τη σιδηροδρομική και οδική επικοινωνία της Πάτρας με την Κόρινθο και την Τρίπολη. Έτσι έκρινε ως απολύτως απαραίτητη την εξουδετέρωση αυτών των ανταρτικών ομάδων. Ως επιχείρηση αναγνώρισης αλλά και προετοιμασίας, ο Λε Σουίρ διέταξε ένα βιαστικά συγκροτημένο απόσπασμα, αποτελούμενο από 97 άνδρες, να διερευνήσει την κατάσταση στην περιοχή γύρω από τα Καλάβρυτα. Το απόσπασμα αυτό θα είχε επικεφαλής τον λοχαγό Χανς Σόμπερ και θα κινιόνταν με τα απολύτως απαραίτητα εφόδια και πυρομαχικά, με σκοπό να είναι όσο το δυνατόν πιο ευκίνητο. Για τον ίδιο λόγο, δεν εφοδιάστηκε με ασυρμάτους, επιλογή που αργότερα αποδείχθηκε μοιραίο σφάλμα. Η επιχείρηση του λόχου Σόμπερ θα διαρκούσε 2 ημέρες, κατά το Σαββατοκύριακο της 16ης-17ης Οκτωβρίου 1943.[4]
Η μάχη της Κερπινής και η παράδοση των Γερμανών στρατιωτών
Ωστόσο το κεντρικό αρχηγείο Πελοποννήσου του ΕΛΑΣ, με βάση τα Δεμέστιχα, ήξερε ήδη από κατασκόπους του, για την αναγνωριστική επιχείρηση των Γερμανών. Έτσι έδωσε εντολή σε σώμα 200 ανταρτών να περιμένει τους Γερμανούς στην Κερπινή, για να τους εμποδίσει να φτάσουν στα Καλάβρυτα. Την 16η Οκτωβρίου, οι Γερμανοί βάδιζαν αμέριμνοι, μετά από κοπιαστική αλλά χωρίς προβλήματα πορεία όλη την ημέρα, στο μονοπάτι από τους Ρωγούς προς την Κερπινή, με σκοπό να κατασκηνώσουν το βράδυ στο χωριό. Στις 16:45, δέχτηκαν αιφνιδιαστικά επίθεση από όλες τις πλευρές και κατέφυγαν σε ένα ύψωμα όπου παρέμειναν όλο το βράδυ, αποκρούοντας διαδοχικές επιθέσεις των ανταρτών. Εν τω μεταξύ οι αντάρτες είχαν ενισχυθεί και από πλέον 200 άνδρες του εφεδρικού ΕΛΑΣ καθώς και αγρότες από τα γύρω χωριά. Όλοι ήταν αποφασισμένοι να μην αφήσουν τους Γερμανούς να καταστρέψουν τα Καλάβρυτα, όπως νόμιζαν ότι ήταν η αποστολή του αποσπάσματος Σόμπερ .[5] Ευρισκόμενος σε δεινή θέση και μη μπορώντας λόγω έλλειψης ασυρμάτου να επικοινωνήσει με το αρχηγείο του, ο Σόμπερ αποφάσισε να επιχειρήσει διάσπαση του κλοιού το ξημέρωμα, με σκοπό να φτάσει στο Αίγιο. Η προσπάθειά του τελικά απέτυχε με αποτέλεσμα ολόκληρο το απόσπασμά του να αιχμαλωτιστεί, εκτός από 10 στρατιώτες που κατάφεραν να διαφύγουν σε κοντινή χαράδρα.[6] Το αποτέλεσμα της συμπλοκής χαρακτηρίζεται ως έξυπνη, από τακτικής απόψεως, επιτυχία που έφεραν σε πέρας με θάρρος οι άντρες του ΕΛΑΣ[7]. Κείμενο-εκθέτης
Αποτυχία των διαπραγματεύσεων και εκτέλεση των Γερμανών στρατιωτών
Τη στιγμή της αιχμαλώτισης του λόχου Σόμπερ, διοικητής της 117ης μεραρχίας ήταν ο Αλεξάντερ Ερνστ Μπούρκβεν, εκ πεποιθήσεως ναζιστής που δεν επρόκειτο να επιδείξει μετριοπάθεια. Η πρώτη του αντίδραση ήταν η σκέψη να χρησιμοποιηθεί η αεροπορία η οποία θα επέβαλε αντίποινα μέσω της ρίψης εμπρηστικών βομβών. Τρεις ημέρες μετά, ανέβαλε τη σκέψη για άμεσα αντίποινα.[8]
Εν τω μεταξύ, δύο νεαροί άνδρες του ΕΛΑΣ από το χωριό Σουδενά είχαν εκτελέσει 3 Γερμανούς τραυματίες που περιθάλπονταν στο νοσοκομείο των Καλαβρύτων μετά τη μάχη της Κερπινής. Από το χωρίο εκείνο καταγόταν ο 18χρονος Ντίνος Παυλόπουλος, τον οποίο είχαν κρεμάσει οι Γερμανοί στα Καλάβρυτα, στις 1 Σεπτεμβρίου 1943. Ο ένας μάλιστα από τους εκτελεστές ήταν μακρινός συγγενής του Παυλόπουλου. Η απαγωγή και εκτέλεση των αιχμαλώτων αυτών έγινε παρά τις έντονες αντιρρήσεις του προσωπικού του νοσοκομείου και θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων.[9]
Οι αντάρτες, μη διαθέτοντας κατάλληλα στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου, κρατούσαν τους Γερμανούς στο χωριό Μαζέικα (σημ. Κλειτορία). Οι Γερμανοί αιχμάλωτοι είχαν εντολή από τον διοικητή τους, Σόμπερ να μην επιχειρήσει κανείς να αποδράσει προκειμένου να μην επιβαρυνθεί η τύχη των υπόλοιπων. Διοικητής του ΕΛΑΣ στην περιοχή της Αχαΐας ήταν τότε ο Δημήτρης Μίχος. Όταν ο διοικητής της 117ης μεραρχίας έμαθε ότι υπήρχαν επιζώντες, άσκησε πίεση στους προύχοντες του Αιγίου και στον Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, Θεόκλητο Παναγιωτόπουλο, μετέπειτα αρχιεπίσκοπο, να μεταβούν στην περιοχή των ανταρτών με σκοπό τη μεσολάβηση για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων. Απείλησε μάλιστα πως, σε περίπτωση αποτυχίας τους θα προέβαινε σε μαζικά αντίποινα και εκτεταμένη καταστροφή χωριών.[10] Σύμφωνα μάλιστα με δημοσίευμα τοπικής εφημερίδα λίγο αργότερα, ο Γερμανός διοικητής πρότεινε να βοηθήσει στον επισιτισμό της Αιγιαλείας και των Καλαβρύτων, με αντάλλαγμα την επιστροφή των στρατιωτών.[11] Στην αποστολή που συγκροτήθηκε συμμετείχαν τελικά ο δήμαρχος του Αιγίου Αλέξανδρος Καζάνης, ο δικηγόρος Παναγιώτης (Πάνος) Μεντζελόπουλος, ο συμβολαιογράφος Παναγιώτης (Τάκης) Μεντζελόπουλος (γερμανομαθής), ο πρόεδρος του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Αιγίου Παναγιώτης Ευθυμίου και ο αρχιμανδρίτης Κωνστάντιος Χρόνης ο οποίος είχε διοριστεί για τον σκοπό αυτό από τον μητροπολίτη. Όλοι παρακάλεσαν τον Θεόκλητο να μπει ο ίδιος επικεφαλής της αποστολής, αλλά αυτός αρνήθηκε παρόλο που γνώριζε τον Μίχο προσωπικά. Κατά τον ιστορικό Χέρμαν Φρανκ Μάγερ, το έκανε από έλλειψη θάρρους.[10]
Οι διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν στο χωριό Βυσωκά (σημ. Σκεπαστό) μέσα σε κλίμα δυσπιστίας. Οι αντάρτες ζήτησαν την απελευθέρωση αιχμαλώτων μαχητών συντρόφων τους και έγκλειστων κομμουνιστών, ωστόσο οι Γερμανοί εξέφρασαν αντιρρήσεις. Στη συνέχεια η κατάσταση εκτραχύνθηκε με απειλές των ανταρτών προς τα μέλη της ελληνικής αντιπροσωπείας, καθώς είχαν εκνευριστεί από τη συμπεριφορά των Γερμανών. Αργότερα ο Μίχος έγραψε πως οι Γερμανοί δεν ήθελαν να γίνει ανταλλαγή αιχμαλώτων και πως ήθελαν να επιβάλλουν όρους νικητή σε ηττημένους. Μέσα σε αυτή τη συγκεχυμένη και απειλητική ατμόσφαιρα, ο Χρόνης επέστρεψε στο Αίγιο και παρακάλεσε τον μητροπολίτη να μεταβεί ο ίδιος στη Βυσωκά και να ασκήσει την επιρροή του προς εξεύρεση λύσης. Ωστόσο ο Θεόκλητος αρνήθηκε και πάλι. Έτσι έστειλε πίσω τον Χρόνη, με άλλα δύο μόνο μέλη της αρχικής αντιπροσωπείας αυτή τη φορά, καθώς οι υπόλοιποι είχαν φοβηθεί από τις απειλές που είχαν δεχθεί. Η αποστολή τους απέτυχε και πάλι. Στις 29 Νοεμβρίου, οι Έλληνες αντάρτες απέστειλαν την τελευταία τους πρόταση, με ονομαστική αναφορά σε Έλληνες κρατουμένους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας. Πιθανολογείται πως στη λίστα αυτή περιλαμβανόταν και το όνομα του Νίκου Ζαχαριάδη, έγκλειστου στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου. Επίσης απαιτούσαν την απελευθέρωση 50 Ελλήνων για κάθε Γερμανό αιχμάλωτο, ακολουθώντας την αναλογία που είχαν ορίσει οι ίδιοι οι Γερμανοί για τα μαζικά αντίποινα.[12][13] Επίσης απέτυχε η αποστολή που είχαν αναθέσει οι Γερμανοί στον ελληνομαθή υπολοχαγό Φραντς Γιούππε, καθώς δεν επιτεύχθηκε ούτε και τότε συμφωνία για την απελευθέρωση των κομμουνιστών. Μετά από την αποτυχία των διαπραγματεύσεων, ο Λε Σουίρ έδωσε εντολή να απελευθερωθούν οι αιχμάλωτοι χρησιμοποιώντας βία.[14]
Στις 5 Δεκεμβρίου 1943, έφτασε στα Μαζέικα, όπου κρατούνταν οι Γερμανοί, η είδηση για τη μάχη στο Παγκράτι, την εκτέλεση αγροτών στο χωριό Δάρα και την πυρπόληση του χωριού αυτού. Οι Γερμανοί πλησίαζαν στα Μαζέικα. Οι απειλητικές αυτές ειδήσεις ανάγκασαν τον αρχηγό του αποσπάσματος των ανταρτών, Σωτήρη Θεοδωρακόπουλο ("Κριαρά") να εγκαταλείψει τα Μαζέικα, μαζί με τους 77 αιχμαλώτους και να καταφύγει στο Πλανητέρο. Η φυγή τους ήταν μάλιστα τόσο εσπευσμένη που ξέχασαν στο χωριό έναν Γερμανό τραυματία. Στη συνέχεια κατέφυγαν στο χωριό Μάζι. Το τι επακολούθησε δεν είναι ξεκάθαρο αλλά φαίνεται πως στην ομάδα Θεοδωρόπουλου έφτασε γραπτή εντολή να εκτελέσει τους αιχμαλώτους. Τα μέλη της ομάδας αρνήθηκαν να εκτελέσουν τη διαταγή, όπως και ο αρχηγός τους, ο οποίος την ίδια ημέρα επέστρεψε στο χωριό του. Την εκτέλεση των αιχμαλώτων ανέλαβε άλλη ανταρτική ομάδα, με επικεφαλής κάποιον Κάραλη από τη νότια Μάνη.[15]
Τελικά οι Γερμανοί αιχμάλωτοι εκτελέστηκαν ομαδικά στην άκρη μιας χαράδρας βάθους 80μ., δύο ώρες βορειοανατολικά από το Μάζι. Τα πτώματά τους ρίχτηκαν στη χαράδρα, όμως δύο αιχμάλωτοι επέζησαν. Ο ένας, μάλιστα, κατάφερε να φτάσει μόνος στη μονάδα του.[16]
Η σφαγή
Το εξαγριωμένο γερμανικό απόσπασμα που βρήκε τους νεκρούς ισοπέδωσε το Μάζι και εκτέλεσε 5 Έλληνες[17]. Το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου, ο Λε Σουίρ έστειλε μέσω ασυρμάτου τη διαταγή «να εκτελεστεί ο ανδρικός πληθυσμός και να πυρποληθούν τα χωριά». Η «επιχείρηση Καλάβρυτα» ανατέθηκε τελικά στον ταγματάρχη Εμπερσμπέργκερ.[18]
Γερμανοί στρατιώτες στα φλεγόμενα Καλάβρυτα.
Οι Γερμανοί, με επικεφαλής τον Εμπερσμπέργκερ, στο δρόμο για τα Καλάβρυτα, εκτέλεσαν 143 άνδρες, στα χωριά Ρωγοί, Κερπινή, Άνω και Κάτω Ζαχλωρού, καθώς και στη Μονή Μεγάλου Σπηλαίου. Επίσης έκαψαν περίπου 1.000 σπίτια σε πάνω από 50 χωριά, αφού τα λεηλάτησαν αποκομίζοντας περισσότερα από 2.000 πρόβατα και μεγαλύτερα ζώα και περίπου 260.000.000 δραχμές.[19]
Τέσσερις μέρες μετά την άφιξή τους στα Καλάβρυτα, οι Γερμανοί συγκέντρωσαν στον προαύλιο χώρο του Δημοτικού σχολείου τους κατοίκους της κωμόπολης και διαχώρισαν τον ανδρικό πληθυσμό από τα γυναικόπαιδα και τους ηλικιωμένους. Στη συνέχεια τα γυναικόπαιδα και οι ηλικιωμένοι κρατήθηκαν στο εσωτερικό του σχολείου, ενώ οι άνδρες και οι έφηβοι άνω των 13 ετών οδηγήθηκαν στο λόφο του Καππή στις παρυφές της κωμόπολης. Εκεί οι Γερμανοί τους εκτέλεσαν με συνεχείς ριπές πολυβόλων, σκοτώνοντας περίπου 500 (κατά τις νεότερες εκτιμήσεις[20]) άτομα. Οι γυναίκες και τα παιδιά κατάφεραν να αποδράσουν από το σχολείο ενώ η κωμόπολη φλεγόταν. Την επόμενη ημέρα τα ναζιστικά στρατεύματα πυρπόλησαν το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, που συνδέεται στενά με την Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Στη θέση του εγκλήματος διατηρείται μνημείο, ως ανάμνηση των πεσόντων και του φρικτού γεγονότος, και κάθε χρόνο γίνεται αναμνηστική εκδήλωση.[21][22][23]
Παρά το γεγονός ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έχει αναγνωρίσει δημόσια τη ναζιστική αγριότητα κατά των Καλαβρύτων, ακόμα δεν έχει καταβληθεί καμιά αποζημίωση. Τον Απρίλιο του 2000, ο τότε Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Γιοχάννες Ράου, επισκέφτηκε τα Καλάβρυτα όπου εξέφρασε συναισθήματα ντροπής και βαθιάς θλίψης για την τραγωδία. Εντούτοις όμως, δεν ανέλαβε την ευθύνη εξ ονόματος του γερμανικού κράτους και δεν αναφέρθηκε στο ζήτημα των αποζημιώσεων.[24][25]
Θύματα και υλικές καταστροφές
Για τον αριθμό θυμάτων και επιζώντων από τη σφαγή της 13ης Δεκεμβρίου αλλά για το συνολικό αριθμό των θυμάτων από την επιδρομή των Γερμανών στην περιοχή, έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς αντιφατικοί αριθμοί. Το ίδιο ισχύει και για τις τις υλικές καταστροφές.
Ανθρώπινες απώλειες
Απόρρητο τηλεγραφικό σήμα[26] που έστειλε το τμήμα Ia της 117ης Γερμανικής Μεραρχίας Καταδρομών, στις 31 Δεκεμβρίου 1943, προς το κεντρικό αρχηγείο του 68ου Σώματος Στρατού, αναφέρει πως, στα πλαίσια αντιποίνων, εκτελέστηκαν 696 Έλληνες σε όλη την περιοχή.
Στις 7 Νοεμβρίου 1944, στο έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας εναντίον που συνέταξε η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για Εγκλήματα Πολέμου (UNWCC), αναφέρεται πως στα Καλάβρυτα εκτελέστηκαν είτε «περίπου 1.000» είτε «πάνω από 750» και έγινε δυνατό να ταυτοποιηθούν, ονομαστικά, 461 θύματα. Ο τελευταίος αριθμός στηρίχτηκε σε κατάλογο που συνέταξε το δημαρχείο Καλαβρύτων, υπό το νέο δήμαρχο Τάκη Σπηλιόπουλο (ένας από τους επιζώντες).[27]
Στις 29 Δεκεμβρίου 1945, ο Σπηλιόπουλος δημοσίευσε τα 461 ονόματα του προαναφερθέντος καταλόγου, με την επιφύλαξη ότι «εκτός από τα αναφερθέντα, εκτελέστηκαν και άλλα πρόσωπα, τα στοιχεία των οποίων δεν έγινε δυνατό μέχρι σήμερα να διακριβωθούν». Το 1952, το Ελληνικό Γραφείο για Εγκλήματα Πολέμου έστειλε στη γερμανική δικαιοσύνη τον κατάλογο αυτό, με παρόμοια επιφύλαξη για επιπλέον θύματα.[28]
Το 1945, ο Κ. Καλαντζής δημοσίευσε κατάλογο 521 θυμάτων από την εκτέλεση στα Καλάβρυτα, όπου περιλαμβάνονται όμως και εκτελέσεις σε άλλες ημερομηνίες. Ο κατάλογος αυτό ανέφερε και την ηλικία των περισσότερων θυμάτων.[28]
Στις 13 Ιανουαρίου 1946, ο δήμαρχος Τ. Σπηλιόπουλος κατέθεσε ενόρκως στις δικαστικές αρχές για «περίπου 800 ντόπιους και ξένους νεκρούς»ς και ο μητροπολίτης Πατρών Θεόκλητος για« 750 κατοίκους των Καλαβρύτων».[29]
Τον Αύγουστο του 1947, ο Τ. Σπηλιόπουλος, σε κατάθεσή του στην αποκαλούμενη δίκη των στρατηγών νοτιοανατολικού χώρου, στη Νυρεμβέργη, ανέφερε 1.390 νεκρούς μόνο στα Καλάβρυτα. Επιπλέον, μίλησε και για «επιπλέον 240 πρόσωπα, που βρίσκονταν εκείνη τη μέρα τυχαία στην περιοχή των Καλαβρύτων».[30] Παρά τις αντιρρήσεις που εξέφρασε η υπεράσπιση, για τη βασιμότητα των αριθμών αυτών, η κατάθεση αυτή λήφθηκε υπόψη στην αιτιολόγηση της ποινής των 15 ετών που επιβλήθηκε σε έναν από τους κατηγορουμένους.[31]
Το 1947, ο Κ. Α. Δοξιάδης δημοσίευσε τον αριθμό των 1.436 νεκρών Καλαβρυτινών, χωρίς αναφορά πηγών ή άλλων λεπτομερειών.[32]
Το 1949, ο Δ. Μαγκριώτης δημοσίευσε σε βιβλίο του κατάλογο 1.450 προσώπων που εκτελέστηκαν από τα γερμανικά στρατεύματα στην Αχαΐα, σε όλο το διάστημα της Κατοχής. Το βιβλίο βασίστηκε σε πληροφορίες του Εθνικού Γραφείου Ερευνών για Εγκλήματα Πολέμου.[32]
Το 1952, η Γερμανίδα Έρενγκαρντ Σαμ επισκέφτηκε τα Καλάβρυτα, όπου την πληροφόρησαν ότι είχαν εκτελεστεί 800-1000 άνδρες. Με βάση αυτούς τους αριθμούς, το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών συνέταξε ένα υπόμνημα όπου αναφέρεται αριθμός για τα θύματα που οπωσδήποτε ξεπερνά τα 1.000.[32]
Το 1962, και άλλοι επιζήσαντες ανέφεραν, σε ένορκες καταθέσεις τους, αριθμούς θυμάτων μεγαλύτερους από εκείνους που είχαν καταθέσει λίγο μετά το γεγονός. Οι αριθμοί αυτοί, κατά περίπτωση, ήταν «περισσότερα από 1.000 και λιγότερα από 1.500», «περίπου 1.200», «περίπου 1.250».[32]
Το 1980, στο κενοτάφιο κάτω από το μνημείο, τοποθετήθηκαν χάλκινες πλάκες όπου αναγράφονται τα ονόματα 601 θυμάτων των εκτελέσεων της 13ης Δεκεμβρίου. Οι πλάκες αυτές, όμως, περιέχουν και ονόματα ανδρών που έχασαν τη ζωή τους σε άλλες περιοχές και υπό διαφορετικές συνθήκες.[32]
Το 1992, το γερμανικό Ομοσπονδιακό Αρχείο, στη σειρά εγγράφων του Η Ευρώπη στη σκιά του αγγυλωτού σταυρού, αναφέρει 1.300 νεκρούς. Αργότερα, ο αριθμός αυτός υιοθετήθηκε από ελληνικές, αγγλικές και γερμανικές επιστημονικές μελέτες.[33]
Μεταξύ 1992 και 1995, οι Καλαβρυτινοί Α. Δαφαλιάς και Φ. Σαρδελιάνος, μετά από εντατικές επιτόπιες έρευνες, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο αριθμός των νεκρών της 13ης Δεκεμβριου ήταν κάτω από 500.[34]
Εκτός των παραπάνω αριθμών που προέρχονται από αυτόπτες μάρτυρες ή ερευνητές, στο θέμα έχει αναφερθεί κατα καιρούς και ο ξένος (αγγλόφωνος και γερμανόφωνος) Τύπος, με αριθμούς που κυμαίνονται από 511 έως 1.200 θύματα.[35]
Σύμφωνα με το Γερμανό ιστορικό Χέρμαν Φρανκ Μάγερ, οι πραγματικοί αριθμοί εκτελεσθέντων πρέπει να εξαχθούν κυρίως από τα αρχεία της γερμανικής μεραρχίας, καθώς ο επικεφαλής της στρατηγός Καρλ φον Λε Σουίρ είχε δώσει σαφείς εντολές[20] να καταγράφουν με ακρίβεια όχι μόνο τις απώλειες όλων των εμπλεκομένων στις μάχες αλλά και αυτές των θυμάτων από τα αντίποινα εναντίον του άμαχου πληθυσμού. Ότι οι Γερμανοί καταμέτρησαν τα θύματα πριν τους οδηγήσουν στον τόπο εκτέλεσης, επιβεβαιώνεται και από Γερμανό στρατιώτη που ήταν παρών. Έτσι, σε συνδυασμό με τις ελληνικές πηγές, ο Μάγερ καταλήγει στους εξής αριθμούς:
677 άτομα εκτελέστηκαν σε όλη την περιοχή των Καλαβρύτων και των γειτονικών χωριών. Ο αριθμός προκύπτει από τους 696 εκτελεσθέντες που ανέφερε η μεραρχία, αφού αφαιρεθούν οι 12 διασωθέντες (οι Γερμανοί δεν ήξεραν ότι υπήρχαν διασωθέντες).[36]. Από αυτούς, τουλάχιστον 143 άνδρες εκτελέστηκαν πριν η μεραρχία μπει στα Καλάβρυτα. Συγκεκριμένα, εκτελέσεις έγιναν στους Ρωγούς (58), Κερπινή (37), Άνω και Κάτω Ζαχλωρού (21), Μονή Μεγάλου Σπηλαίου (22) και κοντά στην Κερπινή (5).
Στα Καλάβρυτα, τη 13η Δεκεμβρίου, εκτελέστηκαν 499 άτομα (ο αριθμός προκύπτει αφαιρώντας, από τους 511 της γερμανικής αναφοράς, τους 12 διαφυγόντες).[20]
Άλλες καταστροφές
Το τηλεγράφημα της μεραρχίας αναφέρει πως καταστράφηκαν οι τοποθεσίες Ρωγοί, Κερπινή, σιδ. σταθμός Κερπινής, Άνω Ζαχλωρού, Κάτω Ζαχλωρού, Σούβαρδο, Βραχνί, Καλάβρυτα, Μονή Μεγάλου Σπηλαίου, Μονή Αγίας Λαύρας, Αγία Κυριακή, Αυλές, Βυσωκά, Φτέρη, Κλαπατσούνα, Πυργάκι, Βάλτσα, Μελίσσια, Μονή Ομπλού, Λαπαναγοί, Μάζι, Μαζέικα, Παγκράτι, Μορόχωβα, Δερβινή, Βάλτος, Πλανητέρο, Καλύβια. Ταυτόχρονα, έγιναν πυρπολήσεις σπιτιών και σε άλλα χωριά τα οποία δεν αναφέρει η γερμανική αναφορά.[26]
Σύμφωνα με την τελική αναφορά της ηγεσίας της μεραρχίας, οι μάχιμες γερμανικές ομάδες άρπαξαν 1.930 πρόβατα, 19 βόδια, 27 ορεινά μικρόσωμα άλογα, 28 γαϊδούρια και 1 άλογο. Οι αρπαγές αυτές έγιναν, σύμφωνα με την ηγεσία της μεραρχίας, για να στερήσουν από τον πληθυσμό τις προϋποθέσεις διαβίωσης.[36]
Στις 28 Δεκεμβρίου 1943, η αναφορά δύο Ελληνίδων νοσοκόμων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού κάνει λόγο για 360 κατεστραμμένα σπίτια (από τα οποία απόμειναν μόνο οι τέσσερις εξωτερικοί τοίχοι), εκκλησίες και σχολεία. Διασώθηκαν μόνο 15 σπίτια.[31]
Τον Αύγουστο του 1947, ο Τ. Σπηλιόπουλος, σε κατάθεσή του στην αποκαλούμενη Δίκη των Στρατηγών Νοτιοανατολικού Χώρου, στη Νυρεμβέργη, ανέφερε ότι αρπάχτηκαν 30.000 ζώα, από τα οποία 15.000 πρόβατα και 5.000 άλογα και βόδια.[30]
Το 1946, το ελληνικό Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας ανέφερε σε στατιστική του ότι τα Καλάβρυτα είχαν 700 σπίτια, από τα οποία καταστράφηκαν τα 640.[37]
Το 1946, ο Κ. Α. Δοξιάδης δημοσίευσε χάρτη των Καλαβρύτων ο οποίος είχε καταρτιστεί πριν την καταστροφή, απ' όπου προκύπτει ότι υπήρχαν 400 περίπου κτίρια, από τα οποία σώθηκε ποσοστό μικρότερο του 10%. Με τους αριθμούς αυτούς συμφωνεί σε μεγάλο βαθμό και ο Α. Δαφαλιάς.[37]
Σύμφωνα με τον Γερμανό ιστορικό Χέρμαν Φ. Μάγερ, ο γερμανικός στρατός πυρπόλησε περίπου 1.000 σπίτια σε πάνω από 50 χωριά από τα οποία τα περισσότερα λεηλατήθηκαν πριν την καταστροφή τους. Επίσης, οι κατοχικές δυνάμεις μετέφεραν στις βάσεις τους περισσότερα από 2.000 πρόβατα και μεγαλύτερα ζώα και έκλεψαν περίπου 260.000.000 δραχμές.[19]
www.wikipedia.com