Στην σημερινή μας σύναξη, χωρίς να υποτιμήσουμε την σημασία, που μπορεί να έχει από μόνη της η περιγραφή των γεγονότων γύρω από την Άλωση, θα προσπαθήσουμε, κυρίως, να ρίξουμε το βάρος σε μια κριτική ματιά όλων αυτών των γεγονότων, με μάτι, όμως, αυστηρώς ρωμαίικο. Δηλαδή, με κριτήρια, που ορίζονται αποκλειστικά και μόνον από την δική μας παράδοση της καθ’ ημάς Ανατολής, και όχι από την κάθε προκρούστεια ιστορική κλίνη φράγκικης επινόησης. Το χρωστάμε στους προγόνους μας, το οφείλουμε στα παιδιά μας.
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, με μια επιγραμματική, θα έλεγα, ιστορική αναφορά.
Αρχές Απριλίου του 1453 κηρύσσεται επίσημα, πλέον, η τελική φάση της πολιορκίας της Βασιλεύουσας. Ο Μωάμεθ ο Πορθητής έχει στην διάθεσή του πάνω από 150.000 στρατό, αμέτρητα καράβια μικρά και μεγάλα, άρματα πυροβολικού και ένα τεράστιο, για τα χρόνια εκείνα, κανόνι, που το στήνουν απέναντι από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Εκεί, δηλαδή, που διαλέγει να αμυνθεί και τελικά να θυσιαστεί ο ίδιος ο Αυτοκράτορας.
Ο Μωάμεθ, πριν από την τελική επίθεση, στέλνει μήνυμα στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και του ζητάει να παραδώσει την Πόλη.
Η απάντηση του αυτοκράτορα θαρρείς, πως έρχεται από τα βάθη της Ελληνικής Αρχαιότητας: Το δε την πόλιν σοι δούναι ούτ’ εμόν εστίν, ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών.
Η πολιορκία σφίγγει ολοένα και περισσότερο. Ξημερώματα της 29ης Μαΐου, οι ορδές των αλλοφύλων επιχειρούν την μεγάλη τους επίθεση.
Πέντε χιλιάδες είναι όλοι κι όλοι οι Έλληνες υπερασπιστές. Τα σχεδόν κατεστραμμένα τείχη αδυνατούν να κρατήσουν σε απόσταση τα μανιασμένα στίφη των Τούρκων στρατιωτών. Οι περίπου δυο χιλιάδες δήθεν σύμμαχοι Βενετοί και Γενουάτες, πάνω στην κρίσιμη ώρα, συνθηκολογούν με τον Μωάμεθ και εγκαταλείπουν τις θέσεις τους.
Οι αγωνιστές του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου πέφτουν, ηρωικά μαχόμενοι, ο ένας πίσω από τον άλλον. Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας αφήνει την τελευταία του πνοή κάτω από την πύλη του Αγίου Ρωμανού.
Οι Τούρκοι μπαίνουν στην Πόλη. Η Πόλις εάλω!
Το τι επακολουθεί, δεν περιγράφεται! Ο Ρωμηός συγγραφέας Φώτης Κόντογλου γράφει:
Ποιὰ γλώσσα μπορεῖ νὰ πῇ τί γίνηκε σὰν μπήκανε μέσα οἱ Τοῦρκοι.
Ἡ ἐκκλησιὰ πιτσιλίστηκε ἀπ᾿ τὰ αἵματα σὲ δυὸ μπόγια ὕψος, πὤλεγες πὼς ἤτανε χασάπικο. Ὅσοι ἀπομείνανε ζωντανοὶ εἴχανε τρελλαθῆ.
Ὁ ἕνας μπροστὰ στὸν ἄλλον βιάζανε τὶς γυναῖκες, ἀνάμεσα σε κουφάρια καὶ σὲ λαβωμένους, ποὺ μουγκρίζανε.᾿Ἄλλοι πάλι ἀπὸ κεῖνα τ᾿ ἀγρίμια ξεγυμνώνανε τὴν ἐκκλησιά. Μέσα σὲ μιὰ ὥρα ἀπομείνανε μονάχα οἱ τοῖχοι. Δὲν ἀφήσανε μηδὲ καντήλι, μηδὲ δισκοπότηρο, μηδὲ βαγγέλιο, μηδὲ εἰκόνα, μηδὲ ροῦχα, τίποτα! Πῶς περνᾶ ἡ ἀκρίδα ἀπὸ ‘να καταπράσινο περιβόλι κ᾿ ὕστερα, σὰν κάνῃ φτερά, ἀφήνει χῶμα μοναχό, ἔτσι ἀπόμεινε κ᾿ ἡ Ἁγια–Σοφιὰ ξεγυμνωμένη.
Τὸ μαχαίρι κ᾿ ἡ φωτιὰ βάσταξε τρία μερόνυχτα, ὅπως εἶχε ταμένο στοὺς στρατιῶτες του ὁ σουλτάνος.
Πενήντα χιλιάδες Έλληνες Κωνσταντινουπολίτες οδηγούνται στην αιχμαλωσία. Οι νεκροί μετριούνται στις τέσσερις χιλιάδες, ενώ ο Σουλτάνος διαλέγει τα ωραιότερα αγόρια και κορίτσια για το χαρέμι του.
Τον ευπατρίδη πρωτονοτάριο Λουκά Νοταρά, τον άρχοντα εκείνον, που χάρισε όλα του τα πλούτη για την σωτηρία της Πόλης και δεν τα φυγάδευσε, όπως έκαναν οι άλλοι, στα θησαυροφυλάκια των ηγεμόνων της Δύσης, τον περιμένει θάνατος φρικτός, ενώ προηγουμένως, μπροστά στα μάτια του, με εντολή του Σουλτάνου, αποκεφαλίζονται όλα του τα παιδιά.
Όσο για τους Γενοβέζους, που στο τέλος σταθήκανε φίλοι του στον πόλεμο, ο Σουλτάνος όχι μονάχα δεν τους πειράζει, αλλά τους παραχωρεί από πάνω και προνόμια.
Εδώ, ας κλείσουμε την μικρή μας αναφορά στα ιστορικά γεγονότα της Άλωσης και ας προχωρήσουμε σε μερικές βαθύτερες σκέψεις πάνω σ’ αυτά, οι οποίες σκέψεις, μας οδηγούν, αναπόφευκτα, σε μια εξαιρετικά ενώδυνη, αλλά εξόχως ωφέλιμη συσχέτισή τους με την σύγχρονη Ελληνική πραγματικότητα.
Εκεί, που θα κάνουμε την πρώτη μας στάση, είναι η απάντηση, που δίνει ο Αυτοκράτορας, στην ιταμή απαίτηση του Σουλτάνου, να παραδώσει την Πόλη και να παραδοθεί και ο ίδιος αμαχητί.
‘’Το να σου παραδώσω την Πόλη δεν είναι υπόθεση ούτε δική μου ούτε κανενός άλλου από τους κατοίκους της. Γι’ αυτό, όλοι εμείς, με ομοψυχία και με θέληση αποκλειστικά δική μας, αποφασίσαμε να δώσουμε και την ζωή μας ακόμα, την οποία ζωή, μη νομίσετε ότι την υπολογίζουμε και πολύ, όταν πρόκειται να την δώσουμε για την σωτηρία της πατρίδας μας’’.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, με την γενναία του αυτή απάντηση, φρεσκάρει, αποφασιστικά, στην συλλογική μας εθνική μνήμη, έναν πανάρχαιο Ελληνικόν κανόνα πολιτικής αγωγής, που λέει:
Κυβερνήτες, που σέβονται το αξίωμά τους και προσδοκάνε μια τιμητική θέση στις σελίδες της ιστορίας μας, ούτε υποχωρήσεις δικαιούνται να κάνουν στα ζητήματα της Πατρίδας ούτε και μνημόνια αυτοπαράδοσης υπογράφουν, συνεργαζόμενοι με τους εχθρούς μας.
Διότι οι πόλεις και τα κράτη δεν είναι κτήμα των ζωντανών. ‘’Συνιδιοκτήτες’’ με τους ζωντανούς είναι οι νεκροί και οι αγέννητοι. Εκείνοι που έφυγαν και αυτοί που έρχονται από πίσω.
Και συνεχίζει: ‘’Οφείλομεν αποθανείν μάλλον ή ζην’’.
Έχουμε χρέος, να δώσουμε και την ζωή μας ακόμα για την σωτηρία της πατρίδας μας, παρά να ζήσουμε ατιμασμένοι.
Πάνω στα τείχη της Πόλης, με το ‘’Οφείλομεν αποθανείν μάλλον ή ζην’’ του Παλαιολόγου, λες και ξανακούγεται για μια φορά ακόμα στην αργόσυρτη ιστορική μας συνέχεια, με την ίδια γενναιότητα, ο λόγος του Ομήρου, ‘’εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης’’, ο λόγος του Λεωνίδα, ‘’Μολών λαβέ’’ και ο λόγος των Σαλαμινομάχων, ‘’Ίτε παίδες Ελλήνων…’’.
Αυτή, όμως, την αποδεδειγμένα αδιάλειπτη συνέχεια στην ιστορική πορεία του Γένους μας, έρχονται δυστυχώς κάποιοι επιτήδειοι, γνωστοί ανθέλληνες και διώκτες της Ορθοδοξίας, και σοφίζονται του κόσμου τα τεχνάσματα προκειμένου να την διασπάσουν, χρησιμοποιώντας όλα τα εργαλεία του εωσφόρου: Το ψεύδος, την απάτη, την διαστρέβλωση και προπάντων την παραχάραξη της μακραίωνης ιστορίας μας.
Μια τέτοια απόπειρα, τεχνητής διάσπασης της ιστορικής μας συνέχειας, επιχειρήθηκε με την αλλοίωση του ονόματος της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, της Ρωμανίας δηλαδή, διότι το όνομα είναι στοιχείο καθοριστικό της πολιτισμικής και ιστορικής αυτοσυνειδησίας κάθε λαού.
Σήμερα, σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά, δυστυχώς, ακόμα και μέσα στην πατρίδα μας οι περισσότεροι μιλάνε για Βυζαντινή αυτοκρατορία και για Βυζαντινούς. Οι όροι Ρωμανία και Ρωμηός, σπάνια χρησιμοποιούνται.
Αγαπητοί μου, ας το ακούσουμε αυτό καλά: Αυτοκρατορία με το όνομα ‘’Βυζαντινή’’ δεν υπήρξε στην πραγματικότητα ποτέ.
Στην ενιαία αυτοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου, οι υπήκοοι ονομάζονταν Ρωμαίοι πολίτες. Μετά το σχίσμα, στην Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, μέχρι και την Άλωση, συνέχισαν να ονομάζονται Ρωμαίοι ή απλώς Χριστιανοί.
Τους όρους ‘’Βυζαντινός’’ και ‘’Βυζαντινή αυτοκρατορία’’ δεν τους συναντάμε πουθενά. Τους επινόησε ο Γερμανός ιστορικός Ιερώνυμος Βόλφ, εκατό χρόνια μετά την Άλωση, δηλαδή το 1562, για να εξυπηρετήσει γεωπολιτικά συμφέροντα των Δυτικών εις βάρος των Ρωμηών.
Οι σημερινοί εταίροι και σύμμαχοί μας, σε καμμιά περίπτωση δεν θέλουν τους Έλληνες, να συνδέουν την ιστορική τους συνέχεια με την Ελληνικότητα της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της Ρωμηοσύνης.
Γι’ αυτό και οι κατά καιρούς στρατευμένοι συνεργάτες τους, από τα χρόνια της λεγόμενης μετακένωσης του Κοραή μέχρι και τον περιβόητο συνωστισμό της Ρεπούση, σοφίζονται το παν, ώστε η Ελλάδα μας να φαίνεται εντελώς ξεκομμένη από την Ρωμιοσύνη, να μην συνδέεται με τους Έλληνες Αυτοκράτορες της Ρωμανίας, να είναι αποξενωμένη από τους Έλληνες Πατέρες της καθ’ ημάς Ανατολής και να ψάχνει για προγόνους κατευθείαν στην Αρχαιότητα, λες και προκύψαμε ως Έθνος, στα 1821, ξαφνικά από παρθενογένεση.
Για κάθε ιστορική απόδειξη, που βεβαιώνει την αδιάλειπτη ιστορική συνέχεια του Γένους μας, οι δυτικοί τρέφουνε μίσος άσβεστο. Αρκεί να σας πω, ότι στο Μουσείο ιστορίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες, για όσους δεν το ξέρουν, τα εκθέματα, ενώ όφειλαν να αρχίζουν χρονολογικώς από την πανάρχαια ιστορική παρουσία των Ελλήνων στην γηραιά ήπειρο, αρχίζουν από τον Καρλομάγνο, δηλαδή, από το 800 μετά Χριστόν. Ποιος ήταν ο Καρλομάγνος; Ήταν ο Φράγκος ηγεμόνας, ο οποίος σφετερίστηκε τον τίτλο του Ρωμαίου αυτοκράτορα και διά των όπλων κατέλυσε την κανονικότητα της Ορθόδοξης λατινικής παράδοσης και την αντικατέστησε, εντελώς αυθαίρετα, με την αίρεση του φράγκικου ρωμαιοκαθολικισμού.
Καταλαβαίνετε, τώρα, γιατί ονομάζουνε την αυτοκρατορία μας, ‘’Βυζαντινή’’, αποσιωπώντας ταυτόχρονα κάθε μας σχέση με την Ρωμιοσύνη και την Ορθόδοξη Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία;
Για να ξεχάσουμε απαράγραπτα ιστορικά μας δικαιώματα και να παραιτηθούμε από κάθε αυτονόητη γεωπολιτική και πολιτισμική μας διεκδίκηση.
Καταλαβαίνετε, τώρα, γιατί – ενώ καμώνονται οι εταίροι μας το αντίθετο- μας κρατάνε με το ζόρι δεμένους πίσω από το άρμα μιας Ευρώπης του φιλιόκβε, του σχολαστικισμού, του αλάθητου, του πρωτείου, της ουνίας, του ορθολογισμού και της λεγόμενης πολιτικής ορθότητας;
Για να μην ξυπνήσουμε ποτέ από τον λήθαργο της πολιτισμικής και πνευματικής μας αφασίας και πάρουμε χαμπάρι ποιοι ήμασταν, ποιοι είμαστε, τι δικαιούμαστε και τι μας πρέπει.
Η ομιλία του Παλαιολόγου και συγκεκριμένα η καταληκτική αναφορά του στην Παναγία, λέγοντας, ότι ’’Η πάναγνος Δέσποινα ημών Θεοτόκος είναι η Κυρία και βοηθός και σκέπη τη ημετέρα πατρίδι και καταφύγιον των Χριστιανών και ελπίδα και χαρά πάντων των Ελλήνων το καύχημα’’, των Ελλήνων το καύχημα, μας προσφέρει επίσης ένα πολύ δυνατό επιχείρημα υπέρ της Ελληνικότητας της Πόλης των Παλαιολόγων, -κάτι που δολίως αμφισβητείται από μερικούς-, και, επιπλέον, έναν πολύτιμο κρίκο στην αλυσίδα της εθνικής μας ιστορικής συνέχειας.
Μία άλλη δαιμονιώδης απόπειρα των δυτικών, να αλλοιώσουν τα περί την Άλωση γεγονότα, είναι η σκόπιμα επιχειρούμενη αποσιώπηση της δικής τους παμμέγιστης ευθύνης, σε ό, τι αφορά στην απομόνωση και την αποδυνάμωση της Βασιλεύουσας έτσι, ώστε πολύ εύκολα να πέσει στα χέρια των Τούρκων.
250 χρόνια πριν από την Άλωση της Πόλης, οι λεγόμενοι Σταυροφόροι – σαν να λέμε το σημερινό ΝΑΤΟ, διότι η σύνθεση των τότε στρατευμάτων είναι ακριβώς η ίδια με τα σημερινά νατοϊκά στρατεύματα -, με την παρότρυνση και τις ευλογίες του τότε πάπα, όπως γίνεται και σήμερα δηλαδή- και με το πρόσχημα της απελευθέρωσης των Αγίων Τόπων, καταλύουν την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, εγκαθιστούν Φράγκους ηγεμόνες στα διάφορα τμήματά της, λεηλατούν την Βασιλεύουσα και φορτώνουν στα καράβια τους όλα της τα τιμαλφή.
Υπολογίζεται, ότι τα τρία πέμπτα του παγκόσμιου πλούτου υπήρχαν τότε στην Κωνσταντινούπολη. Να γιατί δικαιώνεται απόλυτα ο Φάνης Μαλκίδης, όταν λέει, ότι οι Τράπεζες των δυτικών, που τις παρακαλάμε σήμερα να μας δανείσουν, ιδρύθηκαν αποκλειστικά και μόνον από κεφάλαια δικά μας. Δηλαδή, από τα πλούτη, που άρπαξαν από την Πόλη, κατά την τέταρτη Σταυροφορία, οι πρόγονοι των σημερινών μας εταίρων.
Έτσι λοιπόν, όταν οι Τούρκοι, το 1453, φτάνουν έξω από τα τείχη της Πόλης και την πολιορκούν, δεν βρίσκονται πλέον μπροστά σε μια ολόκληρη αυτοκρατορία, αλλά απέναντι σε μια Πόλη, που εξ αιτίας της βαρβαρότητας των Φράγκων σταυροφόρων, κατέληξε χωρίς ενδοχώρα, με λιγοστό στρατό, με τείχη μισοκατεστραμένα, με λιμάνι παραδομένο στα χέρια των Βενετσιάνων, με ηγεσίες ανίσχυρες και ενδοτικές, έτοιμες να υπογράψουν κάθε απαίτηση του πάπα και της φραγκοσύνης, σχεδόν όπως ακριβώς γίνεται εν πολλοίς και στις ημέρες μας.
Αυτά τα πράγματα ας τα θυμόμαστε καλά, διότι μονάχα έτσι θα μπορούμε να ερμηνεύουμε σε βάθος και τα σημερινά καμώματα των Δυτικών και αναλόγως να προφυλαγόμαστε.
Σεβαστέ μας πάτερ, αγαπητά μου αδέλφια,
Όπως κάθε συμβάν στην ζωή μας έχει την αιτία του και τα αποτελέσματά του, έτσι και η Άλωση της Πόλης είχε τα δικά της αίτια, όπως επίσης και τις δικές της συνέπειες.
Οι περισσότεροι συγγραφείς, με κορυφαίον θα έλεγα τον Στήβεν Ράνσιμαν, συγκλίνουν στην άποψη, ότι τα φανερά αίτια της Άλωσης ήταν, κατά βάση, δύο.
Το πρώτο αίτιο ήταν, όπως επισημάνθηκε προηγουμένως, τα όσα έγιναν από τους σταυροφόρους το 1204.
Το δεύτερο αίτιο της πτώσεως της Βασιλεύουσας, το οποίο και συνδέεται άμεσα με το προηγούμενο, ήταν το μίσος των Φράγκων εναντίον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ας μην ξεχνάμε, ότι μέχρι το 1009, τότε δηλαδή που οι Φράγκοι κατέλαβαν την Ρώμη και εγκατέστησαν, εντελώς αντικανονικά, δικό τους πάπα, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν ενιαία και ο πάπας Ρώμης ήταν ακόμα Ορθόδοξος.
Για το μίσος αυτό των Φράγκων εναντίον των Ρωμηών, ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, πατήρ Ιερόθεος Βλάχος, σε σχετική του εισήγηση γράφει: ‘’Τό μίσος αυτό εκδηλώθηκε ακόμη από την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία θέσπισε την προσκύνηση των ιερών εικόνων και συνεχίσθηκε αργότερα. Η πολιτική των Φράγκων συνδέθηκε με μια θεολογία που ήταν αντίθετη με την θεολογία της ορθοδόξου Ανατολής. Το σχίσμα μεταξύ των Εκκλησιών, στην πραγματικότητα η απόσχιση της Παλαιάς Ρώμης από την Νέα Ρώμη, όταν η Παλαιά Ρώμη καταλήφθηκε από τούς Φράγκους, αύξησε το χάσμα μεταξύ των δύο τμημάτων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας’’.
Πέρα, όμως, από τα πολιτικά και κοινωνικά αίτια, που συνετέλεσαν στην Άλωση, πρέπει να λάβουμε ιδιαιτέρως υπ’ όψη μας και τα πνευματικά αίτια. Διότι σύμφωνα με την Ορθόδοξη θεολογία, Εκείνος που διευθύνει τον κόσμο, με τις άκτιστες ενέργειές Του και την προσωπική Του παρέμβαση, είναι Αυτός ο ίδιος ο Θεός. Και η αγάπη Του αυτή εκδηλώνεται, σ’ εμάς τα παιδιά Του, άλλοτε με την ευδοκία Του, άλλοτε με την μακροθυμία Του και άλλοτε με την παραχώρηση διαφόρων πειρασμών. Δηλαδή, με την εφαρμογή των πνευματικών νόμων, όπως λένε οι γεροντάδες μας.
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος, ο οποίος ήταν Στουδίτης μοναχός, ασκητής, λόγιος και διδάσκαλος του Γένους, τριανταπέντε χρόνια πριν από την Άλωση, σε λόγο του, που εξεφώνησε στο Παλάτι, περιγράφει με μοναδικό τρόπο αυτήν την πνευματική βάση των αιτιών, που οδήγησαν στην πτώση της Βασιλεύουσας.
Λέει χαρακτηριστικά: ‘’Όλοι οι Χριστιανοί έγιναν «υπερήφανοι, αλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι, αχάριστοι, απειθείς, λιποτάκται, ανόσιοι, αμετανόητοι, αδιάλλακτοι». Έγιναν οι άρχοντες κοινωνοί ανόμων, οι υπεύθυνοι άρπαγες, οι κριτές δωρολήπτες, οι μεσίτες ψευδείς, οι νεώτεροι ακόλαστοι, οι αστοί εμπαίκτες, οι χωρικοί άλαλοι, «και οι πάντες αχρείοι». Χάθηκε «ευλαβής από της γης, εξέλιπε στοχαστής, ουχ εύρηται φρόνιμος». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον επέπεσαν εκ δυσμών και εξ ανατολών διάφοροι εχθροί και λυμαίνονται την αυτοκρατορία’’.
Στο τέλος, αυτό που κυρίως ζητά από τους Κωνσταντινουπολίτες, είναι να μετανοήσουν. Διότι, διαφορετικά, όπως τονίζει, με βάση τους πνευματικούς νόμους, η καταστροφή θα είναι τόσο μεγάλη, που οι μέλλουσες γενιές θα λένε σε παρόμοιες περιστάσεις: ‘’Μη πάθοιμεν ά οι Ρωμαίοι πεπόνθασιν’’. Μη πάθουμε, αυτά που έπαθαν οι Ρωμαίοι, οι Ρωμηοί.
Ορίστε, επί τη ευκαιρία, μια ακόμη διάψευση της επί τούτου ψευδόμενης δυτικής ιστοριογραφίας, περί δήθεν Βυζαντινής αυτοκρατορίας και Βυζαντινών.
Τα γεγονότα της πτώσης της Βασιλεύουσας, μπορούμε να πούμε, ότι μπήκαν στην τελική τους ευθεία, αμέσως μετά από την ψευδοσύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας, η οποία έγινε δεκατέσσερα χρόνια πριν από την Άλωση, και στην οποία οι δυτικοί, απέναντι στην ανάγκη των Ορθοδόξων, έδειξαν, για μια φορά ακόμη, το πραγματικό τους πρόσωπο.
Οι Ρωμιοί, κάτω από την πίεση μιας ασφυκτικής και πολυχρόνιας πολιορκίας από τα στρατεύματα των Τούρκων, με την ελπίδα ότι οι Δυτικοί θα αποστείλουν βοήθεια, σύρθηκαν τότε σε μια σύνοδο εντελώς αντικανονικής διαδικασίας, κατά την οποία υποχώρησαν σε όλες τις απαιτήσεις των παπικών, υπετάγησαν στην ουσία σ’ αυτούς, χωρίς, όμως, στο τέλος, να λάβουν το παραμικρό από τα συμφωνηθέντα.
Εμείς οι Έλληνες, είναι παρατηρημένο, ότι, εδώ και εξακόσια χρόνια, δηλαδή από την ψευδοσύνοδο της Φερράρας μέχρι και σήμερα, σε κάθε κρίσιμη φάση του εθνικού μας βίου ζούμε και ξαναζούμε τα ίδια ακριβώς, που έζησαν και οι πρόγονοί μας: Αναγνωρίζουμε τους δυτικούς ως τάχα υπερέχοντες, ελπίζουμε στην βοήθειά τους, καταλήγουμε σε ταπεινωτικές συμφωνίες μαζί τους, υπογράφουμε όλες τις απαιτήσεις τους και στο τέλος μένουμε με χέρια αδειανά, αναλογιζόμενοι, για πολλοστή φορά, τις πνευματικές και υλικές αβαρίες που υποστήκαμε, τον εξευτελισμό και τον διεθνή διασυρμό μας.
Μέχρι πότε, όμως, θα συνεχίζουμε, ως λαός, να φερόμαστε με αυτόν τον επιπόλαιο και ανιστόρητο τρόπο; Μέχρι πότε θα κλείνουμε τα αφτιά μας μπροστά στα διδάγματα θλιβερών ιστορικών γεγονότων, όπως είναι και αυτό της Άλωσης, που τα πληρώσαμε, ως λαός, με το αίμα μας;
(Α). Αγαπητοί μου, τα διδάγματα και τα μηνύματα, που μπορούμε να αντλήσουμε από τα συμβάντα της Άλωσης είναι τόσα πολλά, που δεν είναι δυνατόν να τα διέλθουμε όλα , μέσα στα πλαίσια μιας ομιλίας. Γι’ αυτό και θα περιοριστούμε σε μερικά μονάχα από αυτά.
Το πρώτο μήνυμα έχει να κάνει με την αξία και την σημασία της αντίστασης απέναντι στην παρακμή, έστω και του ενός.
Στην ψευτοσύνοδο της Φερράρας, ο μοναδικός επίσκοπος, που δεν υπέγραψε τους επαχθείς και απεχθείς όρους των παπικών, ήταν ο Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός.
Θα μου πείτε, και τι μπορούσε να πετύχει η αντίσταση του ενός; Και όμως! Τα αποτελέσματα της αντίστασης, του ενός και μόνον, προέκυψαν καθοριστικά.
Πρώτον, ανάγκασε τον τότε πάπα να παραδεχθεί την πλήρη αποτυχία του, λέγοντας την γνωστή φράση: ‘’Ει Μάρκος ουχ υπέγραψεν, ουδέν εποιήσαμεν’’. Εάν ο Μάρκος δεν υπέγραψε, δεν κάναμε τίποτε.
Και δεύτερον, η αντίσταση του ενός παραδειγμάτισε τόσο δυνατά τους Ρωμιούς, που πίστεψαν ακράδαντα, ότι τα Έθνη χάνονται, όχι όταν χάσουν την κρατική τους οντότητα, αλλά όταν χάσουν την πολιτισμική τους ταυτότητα, δηλαδή, την ψυχή τους.
Ο Στήβεν Ράνσιμαν βεβαιώνει, ότι σύσσωμος ο λαός ήταν αποφασισμένος, τότε, να αγωνισθεί και να πεθάνει για την Πατρίδα, απορρίπτοντας κάθε βοήθεια των δυτικών, που θα συνεπαγόταν εκκλησιολογική εκτροπή και αλλοίωση της Πίστεως. Ακόμα και η σύζυγος του αυτοκράτορα φέρεται να λέει: ‘’Προτιμώ να χάσει ο αυτοκράτορας το στέμμα του, παρά να αλλοιωθεί η Πίστη μας’’.
Είχε παγιωθεί, γράφει ο Ράνσιμαν, στην συνείδηση των Ελλήνων, η άποψη, ότι ακόμα και αν έπεφτε η Πόλις στα χέρια των Τούρκων, θα ήταν πιο εύκολο γι’ αυτούς να αντισταθούν στον εκτουρκισμό, δηλαδή σε μια εντελώς ξένη θρησκεία, παρά στον εκλατινισμό.
Το ίδιο πράγμα πίστευε και ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, όταν, τρεις αιώνες μετά, διδάσκοντας με απλά λόγια την αξία της διατήρησης της πολιτισμικής μας ταυτότητας και την υπεροχή των υποδούλων έναντι των κατακτητών, έλεγε: «Ύστερα το εσήκωσεν ο Θεός το βασίλειον από τους Χριστιανούς και ήφερε τον Τούρκο μέσα από την Ανατολήν και του το έδωκε διά εδικόν μας καλόν… Και τι; Άξιος ήτον ο Τούρκος να έχη βασίλειον; Αλλά ο Θεός του το έδωκε διά το καλόν μας. Και διατί δεν ήφερεν ο Θεός άλλον βασιλέα, όπου ήτον τόσα ρηγάτα εδώ κοντά να τους το δώση, μόνον ήφερε τον Τούρκον μέσαθε από την Κόκκινην Μηλιά και του το εχάρισε; Διατί ήξευρεν ο Θεός, πως τα άλλα ρηγάτα μάς βλάπτουν εις την πίστιν, και ο Τούρκος δεν μάς βλάπτει, άσπρα δώσ’ του και καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι. Και διά να μην κολασθούμεν, το έδωκε του Τούρκου και τον έχει ο Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλλον να μάς φυλάη»
Πάντως τα μετέπειτα γεγονότα ήρθαν να δικαιώσουν απόλυτα όλους εκείνους, που πίστευαν, ότι το να φραγκέψει κανείς ήταν πολύ πιο εύκολο από το να τουρκέψει. Αρκεί, να ρίξουμε μια ματιά σε μέρη της πατρίδας μας, που για να σωθούν από την μανία του Ιμπραήμ, στην επανάσταση του ’21, δήλωσαν υποταγή στον πάπα, σηκώνοντας σημαίες φράγκικες, όπως είναι για παράδειγμα η Τήνος και προπάντων η Σύρος.
(Β). Τα τελευταία χρόνια, με αφορμή την υπογραφή των λεγόμενων μνημονίων, ακούγονται κάθε τόσο οι χαρακτηρισμοί προδότης και προδοσία. Πάνω σ’ αυτό το ευαίσθητο θέμα, έρχονται τα γεγονότα και τα πρόσωπα της Άλωσης, να μας δώσουν το δικό τους μήνυμα , να φωτίσουν τις διάνοιές μας και να μας λυτρώσουν από την προαιώνια κατάρα του Γένους μας, που είναι η διχόνοια και η αβάσιμη αναμονή βοήθειας από τους ξένους.
Το μήνυμα, μας το στέλνει, μέσω επιστολής του προς τον ναύαρχο Νοταρά, κατευθείαν ο ίδιος ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο οποίος, επειδή αρνήθηκε τότε να υπογράψει τις ανίερες συμφωνίες της Φερράρας, χαρακτηρίστηκε από τους παπικούς και από τους δικούς μας ενδοτικούς, ως δήθεν προδότης.
Τα γεγονότα μοιάζουνε τόσο πολύ με τα σημερινά!
Γράφει, λοιπόν, ο Γεννάδιος:
‘’Στην Πόλη, οι περισσότεροι νομίζουν, ότι θα σωθούν χωρίς θυσίες, διότι πιστεύουν στην σκιά και στο παραμύθι της παπικής βοήθειας, αφού προηγηθεί η προδοσία της Πίστεως.
Αυτό που απαιτείται, είναι η τόνωση του φρονήματος του λαού και όχι μοιρολατρική εγκαρτέρηση και ηττοπάθεια. Εάν χρειαστεί, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι και την ζωή μας ακόμη να θυσιάσουμε.
Όσες φορές η Πόλη εναπέθετε τις ελπίδες της στον Θεό και όχι σε δυσσεβείς συμμαχίες ανθρώπων, εσώζετο.
Πώς, όμως, να κρατήσει το θάρρος του ο λαός και να πιστέψει στην σωτηρία της Βασιλεύουσας, όταν βλέπει τους δυνατούς και μορφωμένους να φεύγουν στην Δύση και στις αυλές των Φράγκων ηγεμόνων, με τις περιουσίες τους και τις ανέσεις τους, απ’ όπου δήθεν φροντίζουν να στείλουν βοήθεια’’;
Τελικά, πόσο δικαιώθηκαν από τα γεγονότα, όλοι εκείνοι, που θεωρούσαν, την προσδοκώμενη βοήθεια από τον πάπα, σκιά και όνειρο. Ήταν εκείνοι, που δεν βασίζονταν σε ανίερες συμμαχίες, αλλά στην ενότητα του λαού, στο φρόνημά του και στην βοήθεια παρά Υψίστου.
(Γ). Το τρίτο μήνυμα αφορά στην σταθερότητα που πρέπει να διακρίνει τις αποφάσεις των ηγετών μας, όπως επίσης και στον ρόλο, που μπορεί να παίξει το φρόνημα και η προέλευση των συμβούλων τους.
Σε μια περίπτωση αδιεξόδου, στις διαπραγματεύσεις για εξασφάλιση βοήθειας από την Δύση, ο Έλληνας αυτοκράτορας Ιωάννης Παλαιολόγος, με δήλωσή του προς τον πάπα, φαίνεται τελείως αποφασισμένος να μην ξεπεράσει τις λεγόμενες ‘’κόκκινες γραμμές’’.
Γράφουν τα διασωθέντα πρακτικά: «Απεκρίθη ο βασιλεύς· ημείς άλλο ουδέν γράφομεν ουδέ λέγομεν, ει μη ότι, εάν δέχησθε όσον εδώκαμεν, ενωθησόμεθα· ει δε μη, απελευσόμεθα».
Μη μου ζητάτε άλλες παραχωρήσεις. Εάν δέχεσθε, με αυτά που σας δώσαμε, προχωράμε σε συμφωνία. Ειδεμή, εδώ τελειώσαμε.
Ξέρετε, όμως, ποιος του άλλαξε την γνώμη και στο τέλος υπέγραψε; Ο προσκυνημένος επίσκοπος Νικαίας Βησσαρίων και μετέπειτα καρδινάλιος, ο οποίος λίγο έλλειψε, στην συνέχεια, να γίνει ακόμα και πάπας.
Πόσο μοιάζουνε τα γεγονότα με τα συμβαίνοντα και στην δική μας εποχή! Ή μήπως, στα δικά μας τα χρόνια, μας είναι εντελώς άγνωστοι οι ενδοτικοί άρχοντες και οι ‘’Βησσαρίωνες’’;
(Δ). Ένα πολύ σοβαρό θέμα, που απασχολεί, στα τελευταία χρόνια, όλους εμάς τους Ορθοδόξους Χριστιανούς της Πατρίδας μας, είναι οι λογής-λογής παρεμβάσεις της πολιτικής εξουσίας πάνω σε θέματα, που σχετίζονται με την Πίστη μας και την Εκκλησιαστική μας ζωή. Θέλετε παραδείγματα; Υποχρεωτική απάλειψη του θρησκεύματος από τις ταυτότητες, μετατροπή της Ορθόδοξης κατήχησης σε μάθημα θρησκειολογίας, σιγή των καμπαναριών, αποκαθήλωση των εικόνων από τα δημόσια κτίρια, κλείσιμο της σχολικής πόρτας στους πνευματικούς, ίδρυση τμήματος ισλαμικών σπουδών μέσα στην θεολογική σχολή της Θεσσαλονίκης, κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας και τόσα άλλα.
Θα απορείτε δικαιολογημένα, τι σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά με τα γεγονότα της Άλωσης. Και, όμως, έχουν!
Όταν ο πάπας, στις διαπραγματεύσεις για αποστολή βοήθειας στην Πόλη, πίεζε τον Έλληνα αυτοκράτορα να εξαναγκάσει τους επισκόπους να υπογράψουν, ο βασιλεύς έδωσε την εξής απάντηση: «Εγώ γαρ ουκ ειμί αυθέντης της συνόδου, άλλ’ ουδέ τυραννικώς βούλομαι ποιήσαι την σύνοδόν μου ειπείν τι. Λοιπόν ου δύναμαι βοηθήσαι εις τα ρήματα, α ώρισεν η αγιότης σου».
‘’Εγώ δεν είμαι αφέντης της συνόδου. Ούτε και θέλω, με μέσα τυρρανικά , να επιβάλω την γνώμη μου στα μέλη της’’.
Πώς να μην διακρίνει, κανείς, στην απόκριση αυτή του αυτοκράτορα, την τεράστια διαφορά ανάμεσα στο απολυταρχικό παπικό πρωτείο και την Συνοδική ελευθερία των Ορθοδόξων.
Αλλά, και πώς να μην θαυμάσει, από την άλλη μεριά, την διακριτική στάση του Έλληνα αυτοκράτορα απέναντι σε θέματα Πίστεως και Εκκλησιαστικής τάξεως.
Όταν ένας πολιτικός ηγέτης, και μάλιστα αυτοκράτορας, δηλαδή μη εκλεγμένος απευθείας από τον λαό και με απεριόριστη εξουσία, εκφράζεται με τόση δημοκρατική ευαισθησία και τόσο σεβασμό απέναντι στις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου, πόσο αντέχουν άραγε να συγκριθούν μαζί του, οι αιρετοί πολιτικοί ηγέτες μας, των τελευταίων 150 χρόνων;
(Ε). Τα συμβάντα της Άλωσης, μας στέλνουν ένα ακόμα μήνυμα, με το οποίο και θα κλείσουμε την αποψινή μας ομιλία.
Πρόκειται για ένα σημαντικότατο μάθημα, το οποίο μας διδάσκει στην πράξη, ότι η αποστασία του ανθρώπου από το Θέλημα του Θεού, συνεπάγεται, για λόγους παιδαγωγίας, την επέλευση δοκιμασιών.
Ενώ, στην συνείδηση της πλειονότητας του λαού, ο όρος της Φερράρας είχε εντελώς ακυρωθεί, δυστυχώς, στις τάξεις των αρχόντων, ούτε η προφητική φωνή του Ιωσήφ Βρυέννιου, ούτε και η λίβελλος του Γενναδίου, κατέστησαν ικανές να αποτρέψουν το μέγα πνευματικό ολίσθημα, που έβαλε μπρος, αμέσως σχεδόν, την λειτουργία των αιωνίων πνευματικών νόμων.
Στις 12 Δεκεμβρίου του 1452, μέσα στην Αγιά Σοφιά, προχωρήσαμε, σε συλλείτουργο με τους παπικούς. Μνημονεύοντας, σε Θεία Λειτουργία, τον πάπα Νικόλαο και τον εξόριστο στην Ρώμη λατινόφρονα πατριάρχη Γρηγόριο, ποδοπατήσαμε, υβριστικά, αρχές και αποφάσεις εκατοντάδων ετών των Αγίων Πατέρων μας, και, έτσι, δεν άργησε, μέσα σε πέντε μήνες περίπου, να έρθει το μεγάλο κακό. Η πτώση της Πόλης.
Οι οπαδοί του απόλυτου προορισμού και της ευσεβιστικής ηθικολογίας, χαρακτηρίζουν την έκβαση, ως τιμωρία από τον Θεό. Οι δικοί μας Πατέρες, όμως, μιλάνε για έκφραση του Θείου Έρωτα προς τα πάσχοντα παιδιά Του, μέσω της παιδαγωγικής δοκιμασίας. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο.
Αδελφοί μου,
η Πόλις εάλω. Η Ρωμηοσύνη, όμως, δεν έσβησε ποτέ.
Το πνεύμα της Ρωμηοσύνης, διαφυλαγμένο, στα χρόνια της δουλείας, ακέραιο και αναλλοίωτο μέσα στις καρδιές των απλών ανθρώπων του λαού, αλλά προπάντων στις γενναίες καρδιές των νεομαρτύρων και των ομολογητών, και κάτω από την ανύστακτη πνευματική καθοδήγηση του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου, φτάνει ακμαίο και ολοζώντανο μέχρι και στις μέρες μας.
Είναι το πνεύμα των ησυχαστών Πατέρων της Εκκλησίας μας, που οι δυνάμεις του σκότους το τρέμουν και το πολεμάνε με μανία.
Είναι αυτό το Πνεύμα της Ρωμηοσύνης, που σαν ωριμάσει στις ψυχές μας, είναι το μόνο ικανό για να βγάλει το Γένος μας σώον και αβλαβές από την ‘’κάμινο του πυρός’’, την καιομένη επταπλασίως, κατά πως διέταξε ο δυσσεβής Ναβουχοδονόσωρ των ημερών μας.
Αδελφοί μου, σήμερα, δεν ήρθαμε εδώ, απλώς για να θρηνήσουμε την Άλωση της Πόλης και να μνημονεύσουμε τα κατορθώματα των Ρωμηών προγόνων μας.
Συγκεντρωθήκαμε απόψε εδώ, στο όνομα της Αγίας Τριάδος και επόμενοι σταθερά τοις Αγίοις ημών Πατράσι, για να δοξάσουμε το πνεύμα και την ωραιότητα της Ρωμηοσύνης μας, που δεν είναι άλλο από το πνεύμα και την τελειότητα της Θείας Ωραιότητος.
Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις, ημείς δε εν ονόματι Κυρίου του Θεού ημών μεγαλυνθησόμεθα.
Η δύναμη η δικιά μας δεν είναι ούτε τα άρματα ούτε και οι ίπποι. Είναι το Όνομα του Κυρίου μας.
Και όπως έλεγε και ο βασιλιάς μας –έτσι ονόμαζε τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, ο Γέρος του Μοριά- για μας τους Έλληνες, Κυρία και βοηθός και σκέπη και καταφύγιο και ελπίδα και χαρά και καύχημα, είναι η Πάναγνος Δέσποινα ημών Θεοτόκος.
Σ’ Αυτήν ελπίζουμε και σ’ Αυτήν προσφεύγουμε, πάντοτε και νυν.
Σας ευχαριστώ.
*Μιχαήλ Φώτιος Ομιλία που εκφωνήθηκε στο Ξενιτίδειο Πνευματικό Κέντρο Αριδαίας Ν. Πέλλας,